ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες. Αλ. Γαβριηλίδης με Μ. Λοϊζίδη, για τους Εφεσείοντες. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-05-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο G amp;amp; Z ENGINEERS LTD. ν. AMERON BV, Πολιτική Έφεση Αρ. 187/2010, 196/2010, 22/5/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A364

(2015) 1 ΑΑΔ 1138

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

22 Μαΐου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 187/2010)

(Σχ. με 196/2010)

 

Μεταξύ:

G & Z ENGINEERS LTD.,

 

Εφεσειόντων/Εναγόντων,

 

και

 

AMERON BV,

 

Εφεσίβλητων/Εναγομένων.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 196/2010)

(Σχ. με 187/2010)

Μεταξύ:

 

AMERON BV,

 

Εφεσειόντων/Εναγομένων,

 

και

 

G & Z ENGINEERS LTD.,

 

Εφεσίβλητων/Εναγόντων.

 

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 187/2010

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

 

Αλ. Γαβριηλίδης με Μ. Λοϊζίδη, για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

 

 

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 196/2010

 

Αλ. Γαβριηλίδης με Μ. Λοϊζίδη, για τους Εφεσείοντες.

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το

                      Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εταιρεία G & Z Engineers Ltd από τη Λευκωσία, (εφεσείοντες στην Πολ. Έφ. 187/2010 και εφεσίβλητοι στην                  Πολ. Έφ. 196/2010) είχαν διεκδικήσει δικαστικώς, εναντίον της εταιρείας AMERON B.V. από την Ολλανδία (εφεσίβλητοι στην Πολ. Έφ. 187/2010 και εφεσείοντες στην Πολ. Έφ. 196/2010), την καταβολή αποζημιώσεων και αποκατάσταση ζημιών που υπέστησαν από την αμέλεια της εταιρείας AMERON, λόγω ελαττωματικότητας σε προϊόντα τα οποία οι τελευταίοι πώλησαν προς την εταιρεία G & Z Engineers Ltd.

 

Είχε καταχωρηθεί η μονομερής γενική αίτηση αρ. 93/2007 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία η εταιρεία G & Z Engineers Ltd είχαν ζητήσει να τους επιτραπεί η σφράγιση και επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στους προτεινόμενους εναγόμενους στην Ολλανδία. Το αίτημα έγινε δεκτό και, στις                        12 Φεβρουαρίου 2007, εκδόθηκε ανάλογο διάταγμα για σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στην Ολλανδία.

 

Η εταιρεία AMERON είχε υποβάλει αίτηση, με ημερομηνία 15 Ιουνίου 2007, επιδιώκοντας τον παραμερισμό της επίδοσης ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και/ή την ακύρωση του διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 12 Φεβρουαρίου 2007.

 

Μετά από σχετική ακρόαση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 30 Μαΐου 2008, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διέταξε:

 

α) Την ακύρωση της επίδοσης ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής 1214/2007 στην εταιρεία AMERON.

 

β) Την ακύρωση του διατάγματος με το οποίο δόθηκε άδεια για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής 1214/2007 και

 

γ) την αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας της αγωγής 1214/2007.

 

Με την Πολ. Έφ. 187/2010 η εταιρεία G & Z Engineers Ltd αμφισβητεί την ορθότητα της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου ημερ. 30 Μαΐου 2008.

 

Η παρούσα έφεση δεν είναι η πρώτη που καταχωρήθηκε από την εταιρεία G & Z Engineers Ltd. Είχε προηγηθεί η καταχώριση της Πολ. Έφ. 256/2008 με την οποία και πάλι αμφισβητήθηκε η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 30 Μαΐου 2008. Στο πλαίσιο της συζήτησης της εν λόγω έφεσης και της κατάληξης της, όπως καταφαίνεται στο κείμενο που εκδόθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2009, η έφεση που καταχώρισε η εταιρεία G & Z Engineers Ltd χαρακτηρίστηκε ως εκπρόθεσμη, αφού, όπως ήταν τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του τότε Εφετείου και δεν αμφισβητήθηκαν, η έφεση είχε καταχωρηθεί                39 ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης. Το Εφετείο χαρακτήρισε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 30 Μαΐου 2008 ως ενδιάμεση, η αμφισβήτηση της οποίας, δεν θα μπορούσε να γίνει μετά την παρέλευση των 14 ημερών. Όπως σημειώσαμε, η έφεση είχε απορριφθεί και η εταιρεία G & Z Engineers Ltd προχώρησε και καταχώρισε μια αίτηση για παράταση του χρόνου για καταχώριση έφεσης με ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 2009. Η αίτηση αυτή αντίκρισε την ένσταση της εταιρείας AMERON και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφαση του ημερ. 16 Ιουνίου 2010, ενέκρινε την αίτηση και έδωσε παράταση χρόνου για 10 ημέρες, προς την εταιρεία G & Z Engineers Ltd, έτσι ώστε να καταχωρίσει έφεση. Η εν λόγω ενδιάμεση απόφαση ημερ. 16 Ιουνίου 2010 είναι το αντικείμενο της Πολ. Έφ. 196/2010.

 

Κατά το στάδιο της συζήτησης των δύο εφέσεων αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι είχαν εισηγηθεί, και ορθώς κατά την άποψη μας, την προώθηση κατά πρώτο λόγο της Πολ. Έφ. 196/2010 που αφορά την παράταση του χρόνου για την καταχώριση έφεσης, που σε περίπτωση επιτυχίας της θα καταστήσει την Πολ. Έφ. 187/2010 άνευ αντικειμένου.

 

Πολ. Έφ. 196/2010

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αφού έκαμε μια ευρεία αναφορά στο ιστορικό της διαφοράς των διαδίκων, η οποία θα                    μας απασχολήσει σε μεταγενέστερο στάδιο, ανέπτυξε τους έξι            λόγους έφεσης που υπάρχουν. Αρχικώς, με τον πρώτο λόγο η επιχειρηματολογία του, επικεντρώθηκε στην, κατ' ισχυρισμό, ανύπαρκτη διαδικασία η οποία έχει καταστεί ως τέτοια μετά την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου ημερ. 30 Μαΐου 2008. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο κ. Γαβριηλίδης υποστήριξε ότι η ύπαρξη αναστολής, στην περαιτέρω διαδικασία της αγωγής 1214/2007 δεν επέτρεπε, χωρίς επί τούτου εξασφάλιση αδείας, την προώθηση της υπό εκδίκαση αίτησης για παράταση του χρόνου. Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εκκαλούμενη απόφαση χαρακτηρίζεται ως αναιτιολόγητη και μη επαρκώς αιτιολογημένη καθότι, όπως υποστηρίχθηκε, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με τους λόγους έφεσης 1 και 2 ενώ είχαν προωθηθεί και πρωτοδίκως, το εκδικάσαν δικαστήριο δεν είχε, με οποιοδήποτε τρόπο, ενδιατρίψει σ' αυτά.

 

Η ιδιότητα του κ. Παπαθεοδώρου ως δικηγόρου που χειρίστηκε την αίτηση και ταυτοχρόνως ως ενόρκως δηλούντα, στο πλαίσιο της αίτησης, ήταν ανεπίτρεπτο, όπως προβλήθηκε από το συνήγορο των εφεσειόντων στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου έφεσης, και η διπλή αυτή ιδιότητα έπρεπε να οδηγήσει το πρωτόδικο δικαστήριο στο να αγνοήσει την ένορκη δήλωση αυτή.

 

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι από τα ίδια τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά είχαν αποκαλυφθεί μέσα από την ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση, ο δυσμενής επηρεασμός των εφεσειόντων είχε τεκμηριωθεί και το συμπέρασμα του δικαστηρίου περί του αντιθέτου ήταν, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος, προδήλως εσφαλμένο. Προχώρησε προς τούτο, να εισηγηθεί ότι υπάρχει σφάλμα και στο γεγονός ότι το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου και ούτε εξέτασε τα γεγονότα που υπήρχαν και αν αυτά προκαλούσαν με οποιοδήποτε τρόπο δυσμενή επηρεασμό στους εφεσείοντες. Με τον τελευταίο λόγο έφεσης (6ο), αμφισβητείται ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και προβλήθηκε ότι αυτός ασκήθηκε έξω από τα νομολογιακά πλαίσια, καθότι δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στον επηρεασμό των δικαιωμάτων των εφεσειόντων, ούτε έγινε ενασχόληση με την αμέλεια δικηγόρου έτσι ώστε να καταφανεί για ποιο λόγο η αίτηση αυτή είχε εγκριθεί.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης θέτοντας, ουσιαστικώς το επιχείρημα ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου εδραζόταν στη διαπίστωση ύπαρξης ενός καλόπιστου λάθους, το οποίο, το δικαστήριο θεώρησε ότι επέτρεπε την παραχώρηση της συγκεκριμένης αδείας, χωρίς να έχει καταδειχθεί ότι επηρεάστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των εφεσειόντων.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε επίσης ότι, η πραγμάτωση ενόρκου δηλώσεως από δικηγόρο είναι μεν ανεπιθύμητο γεγονός, πλην, όμως, τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης ήταν στην προσωπική γνώση του ιδίου γι' αυτό και αναγκάστηκε, υπό τις περιστάσεις, να προχωρήσει ο ίδιος σε ένορκη δήλωση για την υπόθεση αυτή.

 

Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 5 και 6, ο συνήγορος υποστήριξε ότι, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί καθότι υπάρχει μια γενικότητα και αοριστία η οποία δεν επικεντρώνεται ούτε και εξειδικεύει για ποιο λόγο και με ποιο τρόπο έχουν, ως αποτέλεσμα εγκρίσεως της αίτησης, επηρεαστεί τα δικαιώματα των εφεσειόντων.

 

Θα σχολιάσουμε αρχικώς, τους δύο πρώτους λόγους έφεσης που θα μπορούσαν, να χαρακτηρισθούν ως προδικαστικοί, καθότι οι εφεσείοντες αμφισβητούν τη δυνατότητα των εφεσιβλήτων να προωθήσουν, πρωτοδίκως, την αίτηση τους.

 

Όπως έχουμε σημειώσει με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 30 Μαΐου 2008, ακυρώθηκε η επίδοση της ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος που έγινε στους εφεσείοντες, στο πλαίσιο της αγωγής 1214/2007, επίσης ακυρώθηκε το εκδοθέν Διάταγμα για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής 1214/2007 και τέλος είχε διαταχθεί αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας στην εν λόγω αγωγή.

 

Η αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης, η εκκαλούμενη, που εγκρίθηκε πρωτοδίκως είναι άκυρη, υποστήριξαν οι εφεσείοντες, καθότι η προϋπάρχουσα διαδικασία έχει κηρυχθεί ανυπόστατη, συνεπώς έγινε αίτηση επί ανύπαρκτου δικονομικού μέσου, ήτοι αγωγής.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο δεν έχουμε αντιληφθεί ούτε συμμεριζόμαστε αυτή την εισήγηση. Με το δεδομένο αυτό δεν θα μπορούσαν ποτέ οι εφεσίβλητοι να αμφισβητήσουν την ορθότητα της απόφασης που ακύρωσε την επίδοση ή την άδεια καταχώρισης του κλητηρίου εντάλματος και θα παρέμενε, η άσκηση του δικαιώματος των εφεσιβλήτων να προσφύγουν στο Δικαστήριο, μετέωρη. Συνεπώς ο πρώτος λόγος δεν έχει έρεισμα.

 

Το τεθέν, με την απόφαση ημερ. 30 Μαΐου 2008, εμπόδιο της αναστολής της διαδικασίας, δεν έχει αρθεί υποστήριξαν οι εφεσείοντες με το δεύτερο λόγο έφεσης.

 

Το λεκτικό της πιο πάνω απόφασης (ημερ. 30 Μαΐου 2008) αναφέρει επί του προκειμένου:

 

"Περαιτέρω, εκδίδεται διάταγμα αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας της αγωγής."

 

 

Η αναστολή που διατάχθηκε ήταν, όπως διαπιστώνουμε, απόλυτη. Δεν υπήρξε οποιοσδήποτε όρος ή προϋπόθεση, είτε για τη διαφοροποίηση ή την άρση της. Συνεπώς, θεμελιώθηκε η ανάγκη υποβολής, επί τούτου, αίτησης για να δικαιούνται οι εφεσίβλητοι να προωθήσουν την αίτηση για παράταση του χρόνου, κάτι που επί του προκειμένου, δεν έγινε.

 

Το απόσπασμα από τους Halsbury's Laws of England, 4th Ed.,                 Vol. 37, para 438, ήτοι,

 

"438. Effect of stay of proceedings. A stay of proceedings is not the equivalent of a judgment or of a discontinuance, and may be removed if proper grounds are shown, even if the stay is imposed by a consent order. In contrast with a judgment for the defendant or the dismissal or discontinuance of an action, in the case of a stay of proceedings, whether conditional or absolute, the action still subsists; it is still "pending", and the stay is therefore always potentially capable of being removed.

 

A stay may be removed if good cause or proper grounds are shown or the continuance of the stay could cause or produce injustice or prejudice or where there has been a change in the law. In the case of a general stay, an application for its removal is necessary."

 

 

στο οποίο αναφέρθηκαν οι εφεσείοντες, έχει επί του προκειμένου εφαρμογή.

 

Η ανυπαρξία αίτησης για άρση της αναστολής εκθεμελιώνει την όλη διαδικασία, εξ' υπαρχής, με αποτέλεσμα ο δεύτερος λόγος έφεσης να έχει έρεισμα.

 

Ανεξαρτήτως τούτου, θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να συζητήσουμε και το επιχείρημα που προβλήθηκε αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, ν' αποδεχθεί την αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρισης έφεσης (6ος λόγος έφεσης).

 

Το θέμα θα εξεταστεί σε συνάρτηση και με τον πέμπτο λόγο έφεσης που καταπιάνεται με το δυσμενή επηρεασμό που κατ' ισχυρισμό υπέστησαν οι εφεσείοντες.

 

Όπως υποστηρίχθηκε στην υπόθεση Χόππη ν. Παναγή (1993)                     1 Α.Α.Δ. 140, στην οποία έκαμε αναφορά και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων,

 

"Για να γίνει δεχτό αίτημα για παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης οι λόγοι της καθυστέρησης πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου και στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης."

 

(Βλέπε επίσης Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1712).

 

Με την ένορκη δήλωση της Γιούλης Οικονόμου, που συνόδευε την ένσταση των εφεσειόντων, είχε αναλυθεί και συγκεκριμενοποιηθεί το ιστορικό της, μεταξύ των διαδίκων, διαφοράς, που ήταν αδιαμφισβήτητο και άρχισε από τις 11 Μαΐου 2000 στο πλαίσιο της αγωγής 4477/2000, που οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρίσει εναντίον των εφεσειόντων, μετά που εξασφάλισαν προς τούτο άδεια για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Το εκδοθέν επί τούτου διάταγμα, παραμερίστηκε μετά από αίτηση που υπέβαλαν οι εφεσείοντες και με απόφαση του δικαστηρίου ημερ. 29 Απριλίου 2002. Στη συνέχεια, αίτηση των εφεσιβλήτων ημερ. 18 Νοεμβρίου 2003 για ανανέωση του κλητηρίου εντάλματος είχε και πάλι απορριφθεί. Η διαφορά συνεχίστηκε με τη δεύτερη αγωγή υπ' αρ. 6512/2004 που επίσης προωθήθηκε μετά που οι εφεσίβλητοι είχαν εξασφαλίσει άδεια για επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στο εργοστάσιο των εφεσειόντων στην Αγγλία. Με ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου ημερ. 31 Οκτωβρίου 2005, το εν λόγω διάταγμα ακυρώθηκε και εν συνεχεία ακολούθησε η τρίτη αγωγή 1214/2007, η οποία αποτελεί το αντικείμενο των δύο εκκρεμουσών ενώπιον μας εφέσεων. Επίσης, έγινε αναφορά στην Πολ. Έφ. 256/2008 που οδήγησε στην απόρριψη της πρώτης έφεσης εναντίον της απόφασης ημερ. 30 Μαΐου 2008, της ιδίας που επιτράπηκε η επέκταση του χρόνου επί του προκειμένου, που έγινε δύο μήνες μετά την έκδοση της έφεσης.

 

Τα γεγονότα αποτέλεσαν τη βάση της ένστασης και συνεπώς αποτελούσαν μέρος του πραγματικού υπόβαθρου της αίτησης.

 

Αυτά τα στοιχεία ουδόλως εξετάζονται πρωτοδίκως, ούτε φαίνεται να έχουν σταθμισθεί έτσι ώστε να διαφανεί η σημασία που θα είχαν, επί του προκειμένου, στην κρίση του δικαστηρίου. Η αίτηση αντικρίζεται, όπως είναι διατυπωμένη η απόφαση, ωσάν να πρόκειται περί μιας "καινούριας" διαδικασίας που «πρώτη φορά» εμφανίζεται, χωρίς την ενασχόληση με τα γεγονότα των προηγουμένων διαδικασιών που διήρκεσαν εννέα χρόνια.

 

Παράλληλα, η εκκρεμοδικία, η ταλαιπωρία που υφίσταται ένας διάδικος να βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου, ως εναγόμενος για τρίτη φορά σε εννέα χρόνια, σε συνδυασμό με τη μη καταβολή των επιδικασθέντων σ' αυτόν, δικηγορικών εξόδων, όπως επί του προκειμένου, ισχύει, σαφώς οδηγεί σε αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι υπήρξε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων των εφεσειόντων, στοιχείο που δεν λήφθηκε ουδόλως υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Τούτο ενισχύεται από τα δεδομένα του προηγηθέντος ιστορικού. Δυσμενής επηρεασμός μπορεί, επιπροσθέτως, να θεωρηθεί η συρρίκνωση, αν όχι η πλήρης κατάργηση, του δικαιώματος των εφεσειόντων για ύπαρξη τελεσιδικίας σε σχέση με μια διαφορά, η οποία οδηγήθηκε, πρώτη φορά, ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2000, δηλαδή, πριν, ακριβώς, από δεκαπέντε χρόνια και, δυστυχώς, ουδέποτε ξεπέρασε το στάδιο των προσπαθειών για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, προφανώς, λόγω άστοχων χειρισμών, οι οποίοι είχαν γίνει ως προς το θέμα αυτό, από πλευράς των εφεσιβλήτων. Στο στάδιο, όμως, αυτό, θα πρέπει να δοθεί ένα τέλος, προς το σκοπό δικαίωσης και των προσδοκιών των εφεσειόντων για την απονομή δικαιοσύνης εντός εύλογου χρόνου.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω και οι λόγοι έφεσης 5 και 6 θα έχουν επιτυχή κατάληξη.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                        Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                        Γ. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο