ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ν. Δαμιανού για Χ. Κυριακίδη ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα. Θ. Μαυρομουστάκη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-03-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο KAΛΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 87/2010, 30/3/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A229

(2015) 1 ΑΑΔ 763

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 87/2010)

 

30 Μαρτίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

KAΛΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

          Εφεσίβλητος

----------------

 

Ν. Δαμιανού για Χ. Κυριακίδη ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα.

Θ. Μαυρομουστάκη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον εφεσίβλητο.

---------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα απαγγελθεί από τη Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Τα γεγονότα της διαφοράς, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα, είναι εξ ολοκλήρου σχεδόν παραδεκτά, καθώς και τα πλείστα έγγραφα στα οποία τα μέρη στηρίχθηκαν για να προωθήσουν τις εκατέρωθεν θέσεις τους και τα οποία σημειώνουμε ότι εκ συμφώνου κατατέθηκαν ως τεκμήρια.

 

Όπως προκύπτει από το κλητήριο ένταλμα και την έκθεση απαιτήσεως που ακολούθησε, η απαίτηση του ενάγοντα-εφεσείοντος βασίζεται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και ή της παράβασης των νομίμων καθηκόντων του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακος: αποδέχθηκαν το επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο κατ΄ ισχυρισμό του εφεσείοντα δεν τηρεί τις προϋποθέσεις του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου, ΚΕΦ. 39, ή τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν. 9/1965, ή τους σχετικούς κανονισμούς και εγκυκλίους σχετικά με τον έλεγχο και αποδοχή πληρεξουσίων εγγράφων.  Δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις κατάλληλης πιστοποίησης καθότι ούτε η υπογραφή της πληρεξουσιοδοτούσας, ούτε οι σφραγίδες και σημειώσεις σε αυτό δεν ήταν δεόντως πιστοποιημένες από πιστοποιούντα υπάλληλο. 

 

Ο εναγόμενος-εφεσίβλητος στην υπεράσπιση του αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη, ισχυριζόμενος ότι το πληρεξούσιο έγγραφο που είχε παρουσιαστεί, εκ πρώτης όψεως, έφερε όλα τα εχέγγυα που αποδείκνυαν την εγκυρότητα του, ήταν δεόντως πιστοποιημένο και επομένως, ευλόγως έγινε αποδεκτό για τους σκοπούς του Κτηματολογικού Γραφείου. 

 

Διάσταση απόψεων παρατηρήθηκε αναφορικά με το καθήκον επιμέλειας εκ μέρους του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας, σε σχέση με την αποδοχή του επίδικου πληρεξουσίου, την νομιμότητα και εγκυρότητα αυτού και τέλος, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της τυχόν αμέλειας και της ζημιάς που έχει υποστεί ο εφεσείων, για την οποία εν πάση περιπτώσει, δεν θα ασχοληθούμε εφόσον ο όγδοος λόγος έφεσης που άπτεται του τελευταίου αυτού ζητήματος, αποσύρθηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τα ενώπιον του αποδεκτά γεγονότα, με παραπομπή και ανάλυση των σχετικών προνοιών των δύο ανωτέρω νομοθετημάτων, κατέληξε ότι το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο αποδεχόμενο το πληρεξούσιο έγγραφο, ενήργησε καθόλα νόμιμα επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιμέλεια και συμμορφούμενο με τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου. 

Οι επτά πλέον λόγοι έφεσης, άπτονται ουσιαστικά της εσφαλμένης κατάληξης του Δικαστηρίου γύρω από την ερμηνεία, τις προϋποθέσεις και την έννοια του άρθρου 10(3)(β)(i) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν. 9/1965, και κατά δεύτερον στα εσφαλμένα και ή λανθασμένα ευρήματα και κατάληξη του, όσον αφορά τις πιστοποιήσεις επί της υπογραφής της πληρεξουσιοδοτούσας επί του εν λόγω εγγράφου, τους οποίους θα εξετάσουμε ενιαία. 

 

Κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, όλα τα στοιχεία, ελλείψεις και δεδομένα έθεταν ή έπρεπε να θέσουν σε αμφιβολία τον Διευθυντή ώστε να προχωρήσει σε περαιτέρω διερεύνηση πριν γίνει αποδεκτό από το Κτηματολογικό Γραφείο το πληρεξούσιο έγγραφο.  Υπήρχε, είναι η θέση του, σωρεία ενδείξεων περί της μη αποδοχής: Ανυπαρξία οποιασδήποτε πιστοποίησης, υπό την έννοια λεκτικού της υπογραφής, ανυπαρξία ημερομηνίας στην υπογραφή του πληρεξουσίου, ανυπαρξία πιστοποίησης από τον προξενικό υπάλληλο της υπογραφής και πιστοποίηση από προξενικό υπάλληλο της υπογραφής του προσώπου που στην εν λόγω χώρα πιστοποιεί υπογραφές, και τέλος το ετεροβαρές της συναλλαγής (δωρεά).  Σωρευτικά, αλλά και από μόνο του το κάθε στοιχείο, συνιστούσαν περιστάσεις, που αν ήθελε θεωρηθεί ότι ικανοποιούσαν τη διάταξη του άρθρου 10(3)(β)(i), το λιγότερο προκαλούσαν αμφιβολία ή διέκριναν κάποιο ελάττωμα, γύρω από την ταυτότητα της υπογραφής της πληρεξουσιοδοτούσας, ώστε θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και να δημιουργήσουν αμφιβολίες και αβεβαιότητα για τη γνησιότητα του εγγράφου. 

 

Για να γίνουν αντιληπτοί χωρίς πλατειασμό οι λόγοι έφεσης θεωρούμε καλό να προτάξουμε τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 10(1) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν. 9/1965, όπως τροποποιήθηκε και στον οποίο αναφορά και ανάλυση προχωρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Προκύπτει από το εν λόγω νομοθέτημα, ότι καμιά μεταβίβαση ακινήτου δεν είναι έγκυρη εκτός εάν προχωρήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, ενώ η διαδικασία μεταβίβασης ακινήτου καθορίζεται κυρίως στο μέρος ΙΙΙ του Νόμου, δυνάμει του οποίου παρέχεται εξουσία στο Διευθυντή και σε οποιοδήποτε άλλο Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό να προχωρήσει σε μεταβιβάσεις ακινήτων δυνάμει των προνοιών του.

 

«10.-(1) Οσάκις σκοπείται η διενέργεια δηλώσεως μεταβιβάσεως ή υποθήκης ακινήτου ή αποδοχής τοιαύτης μεταβιβάσεως ή υποθήκης δι' αντιπροσώπου, εκτός εάν ο αντιπρόσωπος κέκτηται εξουσίαν δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε ετέρου νόμου όπως διενεργή τοιαύτην δήλωσιν διά λογαριασμόν του αντιπροσωπευομένου, ούτος οφείλει να αποδείξη εις τον Διευθυντήν ότι το πρόσωπον διά λογαριασμόν ούτινος διενεργείται η δήλωσις παρέσχεν εις αυτόν έγγραφον εξουσιοδότησιν, προσηκόντως κεκυρωμένην παρ' αρμοδίας τινός αρχής και χαρτοσεσημασμένην συμφώνως ταις διατάξεσι του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου, προς διενέργειαν της τοιαύτης δηλώσεως μεταβιβάσεως, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, υποθήκης:

Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται-

(α) πριν ή αποδεχθή την γενομένην δήλωσιν να απαιτήση την προσαγωγήν αποδείξεων ότι η παρασχεθείσα εξουσιοδότησις δεν ανεκλήθη, εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ην κρίνει τούτο σκόπιμον είτε λόγω του μακρού χρόνου όστις παρήλθεν από της υπογραφής του σχετικού εγγράφου είτε δι' έτερον τινα λόγον

(β) να μη επιτρέψη την διενέργειαν της δηλώσεως δυνάμει της φερομένης ως παρασχεθείσης διά του προμνησθέντος εγγράφου εξουσιοδοτήσεως, εάν κατά την γνώμην αυτού υπάρχη ελάττωμα τι ή αμφιλογία περί την παρασχεθείσαν εξουσιοδότησιν ή αμφιβολία περί την ταυτότητα του υπογράψαντος το έγγραφον προσώπου, ή περί την αρμοδιότητα της κυρωσάσης το έγγραφον αρχής εν τη χώρα ένθα το έγγραφον υπεγράφη, μέχρις ου το τοιούτον ελάττωμα διορθωθή ή, αναλόγως της περιπτώσεως, η τοιαύτη αμφιλογία ή αμφιβολία αρθή κατά τρόπον ικανοποιούντα τον Διευθυντήν.»

 

Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, το πληρεξούσιο έγγραφο υπογράφηκε σε άλλη χώρα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολιτεία του New Jersey, το Δικαστήριο κατέληξε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 10(3)(β) του Νόμου που έχει ως ακολούθως:

«(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "έγγραφον προσηκόντως κεκυρωμένον παρά της αρμοδίας αρχής" σημαίνει έγγραφον φέρον-

(α) εάν μεν υπεγράφη εν Κύπρω, την σφραγίδα και υπογραφήν πιστοποιούντος υπαλλήλου διορισθέντος και ενεργούντος συμφώνως ταις διατάξεσι του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου, ή την σφραγίδα και υπογραφήν του Μουχτάρου και την υπογραφήν ενός Αζά οιασδήποτε πόλεως, χωρίου ή ενορίας, ενεργούντων συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 82 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου

(β) εάν υπεγράφη εν οιαδήποτε ετέρα χώρα-

(i) την σφραγίδα και υπογραφήν προξενικού υπαλλήλου της Δημοκρατίας, ή προσώπου έχοντος εξουσίαν όπως ενασκή τοιαύτα καθήκοντα εκ μέρους της Δημοκρατίας, και είτε η τοιαύτη σφραγίς και υπογραφή ετέθησαν επ' αυτού προς πιστοποίησιν της υπογραφής του υπογράψαντος το έγγραφον προσώπου, είτε προς πιστοποίησιν της υπογραφής οιουδήποτε προσώπου έχοντος εκάστοτε κατά νόμον την εξουσίαν όπως εν τη τοιαύτη χώρα πιστοποιή υπογραφάς, ή εκδίδη έγγραφα αποδεικνύοντα την υπογραφήν εγγράφων της προνοουμένης υπό του παρόντος άρθρου φύσεως

(ii) εάν εν τη τοιαύτη χώρα δεν υπάρχη προξενικός υπάλληλος της Δημοκρατίας ή έτερον πρόσωπον έχον εξουσίαν όπως ενασκή τοιαύτα καθήκοντα εκ μέρους της Δημοκρατίας, την σφραγίδα και υπογραφήν παντός προσώπου όπερ ο Διευθυντής ικανοποιείται ότι κέκτηται εκάστοτε κατά νόμον εξουσίαν όπως εν τη τοιαύτη χώρα πιστοποιή υπογραφάς ή εκδίδη έγγραφα αποδεικνύοντα την υπογραφήν εγγράφων της προνοουμένης υπό του παρόντος άρθρου φύσεως.»

         

Ο αυτούσιος λόγος του Δικαστηρίου όπως τον παραθέτουμε κατωτέρω καταγράφει τη συλλογιστική που ακολούθησε και την κατάληξη του στη βάση της ενώπιον του εμπράγματης μαρτυρίας:

 

«Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διαφαίνεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία διατηρεί Προξενείο στις Η.Π.Α. καθότι το πληρεξούσιο έγγραφο φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του Προξενείου της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Νέα Υόρκη.  Σύμφωνα με το περιεχόμενο του άρθρου 10(3)(β)(i) του Νόμου, διαπιστώνω ότι η σφραγίδα και η υπογραφή του προξενικού υπαλλήλου της Δημοκρατίας στη Νέα Υόρκη, κ. Βασίλη Φιλίππου, δεν έχει τεθεί στο εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο προς πιστοποίηση της υπογραφής της Ελένης Παναγή Μαραγκού που είναι το πρόσωπο που υπέγραψε το πληρεξούσιο. Το Δικαστήριο καλείται τελικώς να αποφασίσει κατά πόσο τηρούνται οι υπόλοιπες πρόνοιες της εν λόγω υποπαραγράφου, δηλαδή κατά πόσο ο κ. Φιλίππου πιστοποίησε την υπογραφή οποιουδήποτε προσώπου που κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε κατά νόμο την εξουσία να πιστοποιεί υπογραφές στην εν λόγω χώρα ή να εκδίδει έγγραφα που αποδεικνύουν την υπογραφή πληρεξουσίων εγγράφων.

          ........................

 «Όπως προκύπτει από όλα τα πιο πάνω στοιχεία, το πληρεξούσιο έγγραφο φέρει την υπογραφή της Ελένης Παναγή Μαραγκού στο κάτω μέρος ως το πρόσωπο που έδωσε την εν λόγω πληρεξουσιοδότηση.  Η υπογραφή της Ελένης Παναγή Μαραγκού πιστοποιείται από τη Bonnie Lemis με τον τρόπο που φαίνεται στο εν λόγω έγγραφο, και περιγράφεται αναλυτικά πιο πάνω. Η ιδιότητα της Bonnie Lemis, ως πιστοποιών υπάλληλος, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανατέθηκε δεόντως αφού η ίδια προέβη στο δέοντα όρκο και διέμενε στην πολιτεία του New Jersey, και, υπό αυτή την ιδιότητα της και ως αξιωματούχος της εν λόγω πολιτείας, με βάση τους νόμους της εν λόγω πολιτείας, το γεγονός ότι  η Bonnie Lemis ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη να πιστοποιεί έγγραφα που αφορούν μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας τα οποία καταγράφονται στην εν λόγω πολιτεία, αναγνωρίζονται και επιβεβαιώνονται με την πιστοποίηση του υπαλλήλου του County of Monmouth M. Claire French.  Περαιτέρω, ο ίδιος υπάλληλος πιστοποιεί ότι η Bonnie Lemis προέβη στην πιστοποίηση της υπογραφής της κας Μαραγκού σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας του New Jersey και μάλιστα ότι πρέπει να αποδοθεί πλήρης πίστη και πίστωση στις επίσημες ενέργειες της, επιβεβαιώνοντας περαιτέρω το γνήσιο της υπογραφής της.  

 

Η πιστοποίηση αυτή οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η πιστοποίηση της υπογραφής της Ελένης Παναγή Μαραγκού στο επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο έγινε από αρμόδιο πρόσωπο με  εξουσία διά νόμου στην εν λόγω πολιτεία να προβαίνει σε τέτοιες πιστοποιήσεις υπογραφών, σύμφωνα με το νόμο της εν λόγω πολιτείας και καθόλα δεόντως και νομότυπα. 

 

Ο ισχυρισμός του κ. Δαμιανού ότι η πιστοποίηση της Bonnie Lemis πάσχει καθότι δεν αναγράφεται ημερομηνία της υπογραφής της ούτε και οι λέξεις πιστοποίησης της υπογραφής της Ελένης Παναγή Μαραγκού η οποία υπέγραψε στην παρουσία της, δεν με βρίσκει σύμφωνη καθότι δεν υπάρχει μαρτυρία για την ύπαρξη στην πολιτεία του New Jersey τέτοιου συγκεκριμένου τύπου πιστοποίησης που έπρεπε να ακολουθηθεί, και εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρεται πιο πάνω, η πιστοποίηση της Bonnie Lemis φαίνεται να έγινε καθόλα σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου της πολιτείας στην οποία τόσο το πληρεξούσιο όσο και η πιστοποίηση έγιναν.  Επομένως, θεωρώ ότι η πιστοποίηση της Bonnie Lemis όσον αφορά την υπογραφή της Ελένης Παναγή Μαραγκού έγινε καθόλα νομότυπα και δεν θα μπορούσε να εγείρει οποιεσδήποτε υποψίες στον αρμόδιο Κτηματολογικό Λειτουργό ενώπιον του οποίου αυτό το πληρεξούσιο παρουσιάστηκε για αποδοχή.» 

 

Το έγγραφο που παρουσιάστηκε στο Κτηματολόγιο εκ πρώτης όψεως, όντως τηρούσε τις πρόνοιες του άρθρου 10(3)(β)(i)  του Νόμου 9/1965, που αποτελεί το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου θα έπρεπε να κινηθεί το Επαρχιακό Κτηματολόγιο πριν αποδεχθεί το εν λόγω πληρεξούσιο για σκοπούς μεταβίβασης, εφόσον όπως προκύπτει από τη μαρτυρία, υπήρχε προξενείο της Κυπριακής Δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, τόπος κατάρτισης του πληρεξουσίου εγγράφου.  Από τη στιγμή όμως που ο προξενικός υπάλληλος δεν κλήθηκε να πιστοποιήσει απευθείας την υπογραφή της πληρεξουσιοδοτούσας στο έγγραφο, αλλά την υπογραφή προσώπου που είχε κατά Νόμο την εξουσία να πιστοποιεί υπογραφές στην αλλοδαπή, εφαρμογή έχει το άρθρο 10(3)(β)(i).  Σε αυτό το πληρεξούσιο έγγραφο ο προξενικός υπάλληλος της Κυπριακής Δημοκρατίας έθεσε τη σφραγίδα και πιστοποίησε την υπογραφή προσώπου (M. Claire French) που φαίνεται κατά τον ουσιώδη χρόνο, να είχε νόμιμη εξουσία να εκδίδει έγγραφα που αποδεικνύουν την υπογραφή και δέουσα πιστοποίηση της υπογραφής, μεταξύ άλλων, πληρεξουσίων εγγράφων.  Και εδώ πρόκειται για την υπογραφή της Bonnie Lemis και την πιστοποίηση από την ίδια της υπογραφής της πληρεξουσιοδοτούσας κατά τρόπο που συνθέτουν την αλυσίδα των γεγονότων, που κατατάσσουν την περίπτωση κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 10(3)(β)(i) και ορθά κρίθηκαν εκ πρώτης όψεως ικανοποιητικά για να παράσχουν στον αρμόδιο Κτηματολογικό Λειτουργό τη δυνατότητα να αποδεχθεί το επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο και να προβεί στη διενέργεια μεταβίβασης. 

Δεν υπήρχε και είναι ορθό επί του σημείου το εύρημα του Δικαστηρίου, οποιαδήποτε ένδειξη κατά την παρουσίαση του εγγράφου που να προκαλεί οποιαδήποτε αμφιβολία ή να δίνει οποιοδήποτε έρεισμα για περαιτέρω έρευνα προς προστασία του προσώπου, προς όφελος του οποίου γινόταν η μεταβίβαση (εφεσείοντος).  Ορθό είναι επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πιστοποίηση της σφραγίδας (seal) από τον προξενικό αντιπρόσωπο, δεν μπορούσε παρά να αφορά το περιεχόμενο ολόκληρου του εγγράφου.  Αυτό ουσιαστικά έπραξε ο προξενικός αντιπρόσωπος τοποθετώντας τη συγκεκριμένη σφραγίδα, η οποία, όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν θα είχε οποιαδήποτε σημασία πιστοποίησης, ούτε θα είχε οποιαδήποτε λογική, η οποιαδήποτε πιστοποίηση μόνο της πολιτείας του New Jersey, όπως εισηγείται ο συνήγορος του εφεσείοντος.  Ως λογική κατάληξη δεν είναι άλλη από το ότι η πιστοποίηση αναφερόταν στη σφράγιση του εντύπου από τον εν λόγω Claire French, κατά τρόπο που πιστοποιούσε ότι το πρόσωπο αυτό ήταν κατά Νόμο αρμόδιο να εκδίδει και να πιστοποιεί τέτοια έγγραφα.  Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, δίδοντας την ερμηνεία που έδωσε, αγνοεί τη διάκριση μεταξύ της ένθεσης σφραγίδας και της υπογραφής.  Αντιθέτως, δεν εισάγεται, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 10(3)(β)(i) τέτοια ειδοποιός διαφορά.  Διαφορετική αντίκριση κρίνουμε, θα οδηγούσε το Δικαστήριο σε παράλογα συμπεράσματα.  Είναι λογικό ότι η φράση, «The certifying officer assumes no responsibility for the contents of this document», σε κάθε περίπτωση, τίθεται ώστε να τονιστεί ότι τα πρόσωπα που πιστοποιούν τη σφραγίδα ή την υπογραφή προσώπου, δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για το περιεχόμενο του επίδικου πληρεξουσίου εγγράφου. 

 

Παραπονείται ο συνήγορος του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του, ότι η διαδικασία αυτή φαίνεται να αποτελεί συνήθη πρακτική εφόσον αποτελεί μέρος του τυποποιημένου κειμένου που προέρχεται από το προξενείο της Δημοκρατίας στη Νέα Υόρκη.  Το Δικαστήριο δεν κατέληξε σε τελικό εύρημα ότι  πρόκειται για συνήθη πρακτική, αλλά όπως το διατύπωσε, «φαίνεται για συνήθη πρακτική».  Παρατήρηση που δεν εκφεύγει της δυνατότητας του Δικαστηρίου να καταλήξει σε συμπεράσματα που αποτελούν συνάρτηση της κοινής λογικής, όπως και έπραξε, με τα ενώπιον του δεδομένα (Σαββίδης ν. White (1996) 1 A.Α.Δ. 567).

 

Είναι ορθή η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι ελλείψει μαρτυρίας για το τι απαιτείται για να θεωρηθεί ως δέουσα η πιστοποίηση στη συγκεκριμένη πολιτεία των Η.Π.Α., όπου και καταρτίστηκε το συγκεκριμένο έγγραφο, σε συνδυασμό με την υπογραφή και επιβεβαίωση της ιδιότητας της Bonnie Lemis από αρμόδιο λειτουργό στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως πιστοποιών υπάλληλος, δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε αντίθετο συμπέρασμα.

 

Όσον αφορά τον περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμο, ΚΕΦ. 39, που επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος βρίσκουμε ότι δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.  Το σχετικό νομοθέτημα και οι πρόνοιες του δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση: αφορά σε πιστοποιούντες υπαλλήλους που ενεργούν εντός των ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό την εν λόγω ιδιότητα τους και οφείλουν να συμμορφώνονται με τις πρόνοιες του σχετικού νομοθετήματος.

 

Στο τέλος της ημέρας, ο Διευθυντής στο πλαίσιο της εξουσίας και των δυνατοτήτων που του παρείχε το άρθρο 10(1) (α) και (β), αποδέχθηκε τη δήλωση ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εντός των πλαισίων του Νόμου, άρθρο 5.  Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος: ότι ο εφεσίβλητος που υπείχε υποχρέωση επιμέλειας έναντι του παρέβη την υποχρέωση του αυτή, συνεπεία της οποίας υπέστη ζημιά (άρθρο 51(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148, Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1 C.L.R. (E) 453, 458).

 

 

 

Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                      Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

 

/ΦΚ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο