ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D231
(2015) 1 ΑΑΔ 785
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.49/15
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
31 Μαρτίου, 2015
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
Kαι
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 23, 30 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 17 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ ΝΟΜΟ 15/1962
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΗΣ ΑΓΡΟΤΟΥ, ΛΟΥΚΗ ΑΓΡΟΤΗ, ΓΙΩΡΓΟ ΑΓΡΟΤΗ, ΚΩΣΤΑ ΑΓΡΟΤΗ ΚΑΙ ΜΙΧΑΛΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ MANDAMUS
---------------------
κ.Αντ..Γεωργίου, για τους αιτητές
--------- ---------
A Π Ο Φ Α Σ Η
(δοθείσα αυθημερόν)
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ: Οι αιτητές καταχώρησαν μονομερή αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος τύπου Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Υπουργείο Εσωτερικών και οποιαδήποτε άλλη Αρχή και/ή Τμήμα σχετικό με την παρούσα υπόθεση όπως ολοκληρώσει και συμπληρώσει το οδικό δίκτυο για το οποίο έχει γίνει η απαλλοτρίωση.
Η αίτηση στηρίζεται στα άρθρα 3, 7, 15, 21, 23, 28, 29, 30 και 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στον περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμο 15/1962.
Την Αίτηση συνοδεύει ΄Εκθεση Γεγονότων σύμφωνα με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και των άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1965 ως τροποποιήθηκε και τους Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας 1883 θ.59, Κ.3(2) (Order 59, r.3(2).
Ως λόγοι δε για την αιτούμενη θεραπεία παρουσιάζονται να είναι οι ακόλουθοι:
1. Η Κυπριακή Δημοκρατία ως η Απαλλοτριούσα Αρχή, έλαβε ιδιοκτησία μεριδίων από τα τεμάχια των αιτητών με ειδοποιήσεις 30/4/1992 και 15/6/1995 με σκοπό την συμπλήρωση και βελτίωση του οδικού δικτύου του Δήμου Στροβόλου αλλά ουδέποτε προχώρησε στην εν λόγω πράξη ως είχε νομικό καθήκον να πράξει.
2. Η συμπεριφορά και/ή η παράλειψη της Απαλλοτριούσας Αρχής παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα των αιτητών και συγκεκριμένα το δικαίωμα στην ιδιωτική ιδιοκτησία όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτηση, ως επιβεβαιώνονται με ένορκη δήλωση της εκ των αιτητών κας Ανθής Αγρότου, έχουν ως εξής:
Οι αιτητές είναι συνιδιοκτήτες του τεμαχίου με στοιχεία Φ/Σχ.ΧΧΧ/15W1, Συμ.1, Τεμ.293, περιοχή Δήμου Στροβόλου, Λευκωσία στο οποίο απέκτησαν τίτλο ιδιοκτησίας δυνάμει κληρονομίας και/ή δωρεάς και δεν γνώριζαν για τις απαλλοτριώσεις παρά μόνο πού μεταγενέστερα. Η Κυπριακή Δημοκρατία ως η Απαλλοτριούσα Αρχή, έλαβε ιδιοκτησία μεριδίων από τα τεμάχια των αιτητών με σκοπό τη συμπλήρωση και βελτίωση του οδικού δικτύου του Δήμου Στροβόλου. Αρχικά αποστάληκε ειδοποίηση ημερομηνίας 30/4/1992, προς τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, για το σκοπό αυτό. Για λόγους που αγνοούν οι αιτητές, αποστάληκε εκ νέου ειδοποίηση ημερομηνίας 15/6/1995 για τον ίδιο σκοπό. Όπως διαφαίνεται από τις ειδοποιήσεις, η αποζημίωση υπολογίστηκε αρχικά ως μηδενική και στη δεύτερη ειδοποίηση υπολογίστηκε στις 10 κυπριακές λίρες λόγω του γεγονότος ότι τα προτεινόμενα έργα θα αύξαναν την αξία του επίδικου τεμαχίου. Παρόλα αυτά η Απαλλοτριούσα Αρχή ουδέποτε προχώρησε σε εκτέλεση και/ή συμπλήρωση των έργων. Ο κύριος Λουκής Αγρότης, ένας εκ των αιτητών, που εργάζεται στο European Space Agency, τελευταία αντιλήφθηκε μέσω δορυφορικού συστήματος ότι ουδέποτε έγιναν οι δρόμοι. Ο λόγος που έψαξε το θέμα ήταν το γεγονός ότι πρόσφατα έγινε προσφορά στους αιτητές για πώληση του κτήματος και/ή μέρος αυτού από το κτηματομεσιτικό γραφείο Δανός. Η τιμή ήταν πολύ χαμηλή και ο αιτητές ανάφεραν ότι το τεμάχιο εξυπηρετείτο από οδικό δίκτυο και εκεί έμαθαν ότι αυτό δεν ισχύει και έτσι έλεγξαν οι ίδιοι το θέμα. Καθ΄όλη τη διάρκεια το απαλλοτριωμένο μερίδιο είναι ιδιοκτησία της Απαλλοτριούσας Αρχής και οι αιτητές δεν έχουν καμία αξίωση και/ή ευκαιρία οικονομικής και/ή άλλως πως εκμετάλλευσης του επίδικου τεμαχίου.
Το ένταλμα φύσεως mandamus εκδίδονται βεβαίως κατ΄αποκλειστικότητα από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄εξουσιοδότηση του αρθρ.155.4 του Συντάγματος και αντιδιαστέλλοντα με τη δικαιοδοσία που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το άρθ.146 του Συντάγματος. Το ένταλμα mandamus δεν αποσκοπεί στο να ελέγξει μόνο τα κατώτερα δικαστήρια που αρνούνται να εκτελέσουν ένα καθήκον που τους επιβάλλει ο Νόμος αλλά και άλλες αρχές ή πρόσωπα για να υποχρεωθούν να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον.
Στο σύγγραμμα Halsbury´s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, παρα.159 σελ.85 και 86, αναφέρονται τα εξής:
"The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right, and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual."
Στο Σύγγραμμα Phillips Constitutional and Administrative Law, 5η έκδ. Στη σελ.542 αναφέρεται:
"The order of mandamus may be issued to any person or body (not necessarily an inferior court) commanding him or them to carry out some public duty. It is a residual remedy of use where no other remedy is available.»
(βλ. Λυκούργου Κυπριανού κ.ά. (2006) 1Δ Α.Α.Δ. 176 και ΒNK East Med. Ltd (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1302).
Είναι σαφές και νομολογιακά εδραιωμένο ότι mandamus δεν εκδίδεται όταν και όπου το επιδιωκόμενο προς εκτέλεση καθήκον εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο καθότι τότε η μόνη υπάρχουσα θεραπεία είναι αυτή της προσφυγής δυνάμει του αρθρ.146 του Συντάγματος (βλ. In re Moschatos (1985) 1 C.L.R. 381).
Aκόμη με βάση τα νομολογηθέντα:
(α) Όταν το ζήτημα αφορά ακριβώς ιδιωτικό δίκαιο, περαιτέρω ο αιτητής πρέπει να αποδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν αρκεί επίκληση γενικού τύπου ενδιαφέροντος (βλ. BNK East Med. Ltd (ανωτέρω)):
«Η θεραπεία με το ένδικο μέσο mandamus δεν είναι εφικτή παρά μόνον στις περιπτώσεις που ο αιτητής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση καθήκοντος που επιβάλλει ο νόμος, εκτός άλλων και σε όργανα που ασκούν δημόσια εξουσία, όπως ένα Δημοτικό Συμβούλιο. Το αίτημα για εφαρμογή του νόμου, που σε αυτή την περίπτωση υπόβαλε η αιτήτρια, συνιστά προϋπόθεση για τη χρήση του διατάγματος αυτού. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Basu "Commentary on the Constitution of India" 5η έκδοση, τόμος 3, σελ. 479:
"The application must be preceded by a distinct demand for performance of the duty, in order to give the party an opportunity to consider whether he should comply or not, and such demand must be shown to have been met by a refusal either by words or conduct, so that the Court may be satisfied that the party complained of is determined not to do what is demanded."
Περαιτέρω το δικαστήριο έχει υπόψη ότι το γενικό ενδιαφέρον που μπορεί ένας να έχει στην εκτέλεση νομικού καθήκοντος δεν του παρέχει αυτόματα locus standi. Η νομιμοποίηση του αιτητή εξαρτάται από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει ο ίδιος στην εφαρμογή του νόμου. Αναφέρομαι στο σημείο αυτό στην υπόθεση R.ν.Commissioners of Customs and Excise [1970] 1 All E.R. 1068. Η σύνοψη στη σελ. 1069, που έχει σημασία για το συζητούμενο θέμα, έχει ως εξής:
"The applicants had failed to show that they had some interest
over and above the interests of the community as a whole to support their application; their only interest or motive was the ulterior one of putting their competitors out of business; accordingly, their application failed."
(β) Επιπροσθέτως το mandamus δεν εκδίδεται όπου υπάρχει άλλη καταλληλότερη θεραπεία στο Αστικό Δίκαιο ή όπου είναι πρόσφορη άλλη ευχερέστερη διαδικασία (βλ. R. v. Charity Commissioners (1987) 1 Q.B.407), Pasmose v. Oswaldtwistle Urban District Council (1898) AC 387, R v. ILEA, ex parte Ali (1990) COD 317 και Τσαγγαρίδου Αντρούλλα (Αρ.2), (2008) 1 Α.Α.Δ. 1004).
(γ) Πρέπει ακόμη ο αιτητής - προτού αποταθεί στο Δικαστήριο για άδεια - να έχει αιτηθεί από το δημόσιο όργανο την εκτέλεση του καθήκοντος του και το όργανο αυτό να έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί. (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Ιερόθεου Χριστοδούλου άλλως Ρόπα (2008) 1Α Α.Α.Δ. 43.)
(δ) Ακόμη το Δικαστήριο πρέπει να πεισθεί ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης. Μάλιστα καθυστέρηση στην υποβολή αιτήσεως για έλεγχο με προνομιακά εντάλματα μπορεί να αποτελέσει λόγο άρνησης έκδοσης τους (βλ. αίτηση Στ. Θεοδούλου (αρ.1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, ειδικά στη σελ.443 και αναφορικά με την Αίτηση του Αβρ.Πιττάκη (1994) 1 Α.Α.Δ. 297).
Το πρώτιστο έργο του Δικαστηρίου στην αντιμετώπιση τέτοιων αιτήσεων είναι βέβαια η εκπλήρωση της υποχρέωσης να ελέγξει ότι η αίτηση ομού με την ΄Εκθεση και ΄Ενορκη Ομολογία περιέχει εκείνα τα στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα ώστε να καταδειχθεί συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση εκ μέρους του αιτητή ως προς την αιτούμενη θεραπεία. Μάλιστα, επειδή η αίτηση καταχωρείται ως ex parte το καθήκον να τεθούν και βεβαίως να αποκαλυφθούν όλα τα ουσιώδη γεγονότα είναι εγγενές με την ίδια τη φύση της Αίτησης, καλύπτουσα ακόμη και την υποχρέωση για εύλογη έρευνα (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Shanmukan Uthajenthiran (αρ.3) (2011) 1A Α.Α.Δ. 123).
Με βάση τις πιο πάνω αρχές και στα πιο πάνω πλαίσια ερχόμενη να εξετάσω την υπό κρίση αίτηση παρατηρώ τις ακόλουθες - κατά την κρίση μου - θεμελιακές ελλείψεις:
1. Ενώ η αίτηση παρουσιάζεται ως προκύπτουσα από την ανάγκη προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητών και ειδικά με επίκληση του αρθ.23 του Συντάγματος για προστασία της ιδιοκτησίας, δεν επιδιώκεται ή δεν επιδιώχθει επιστροφή της επίδικης περιουσίας αλλά προτάσσεται η ανενέργεια εκτέλεσης δημοσίου καθήκοντος της Απαλλοτριούσης Αρχής να προχωρήσει στην πλήρωση των σκοπών της απαλλοτρίωσης ως έρεισμα για την παρούσα θεραπεία.
Το θέμα όμως παρουσιάζεται αντινομικά διότι η επίκληση του συνταγματικού δικαιώματος ενός ιδιοκτήτη με βάση το άρθρο 23 του Συντάγματος δεν θα μπορούσε να πραγματωθεί με «εξαναγκασμό της Αρχής στην πλήρωση των σκοπών» με mandamus αλλά με τη διασφάλιση της επιστροφής του ακινήτου σύμφωνα πάντα με το άρθ.23, το οποίο αποτελεί το κύριο έρεισμα της παρούσης.
Η επίκληση ενδιαφέροντος για το ακίνητο για το οποίο δεν επιδιώκεται επιστροφή δεν μπορεί να ικανοποιήσει το (α) ανωτέρω, όπου εξηγήθηκε ότι ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ειδικό και όχι γενικού τύπου ενδιαφέρον για επίτευξη των σκοπών. Επαναλαμβάνω ότι η επίκληση του συνταγματικού του δικαιώματος δυνάμει του αρθρ.23 θα συνήδε μόνο με αίτημα επιστροφής ακινήτου στις προϋποθέσεις που τίθενται εκ του Νόμου, θέμα βέβαια που αφορά Διοικητικού Δικαίου, θεραπεία (βλ. Α. Λοϊζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ.147 κ.επ. ειδικά στις σελ.152 και 153). Το ενδεχομένως ανέφικτο του σκοπού δεν θεμελιώνει ειδικό ενδιαφέρον και δικαίωμα mandamus.
Η επίκληση δε εκ μέρους του κ.Γεωργίου της υπόθεσης ΒΝΚ East Med. LTD (ανωτέρω) για να καταδειχθεί το ειδικό ενδιαφέρον των αιτητών δεν φαίνεται να βοηθά τη συγκεκριμένη του θέση.
Περαιτέρω, και ως εκ του περισσού να παρατηρήσω τα ακόλουθα:
2. Δεν περιλαμβάνονται ικανοποιητικά και πλήρη στοιχεία επί της δικογραφίας της Αίτησης, για να καταδειχθεί τι έπραξαν οι αιτητές ως προς το διαρρεύσαντα χρόνο ώστε να στοιχειοθετηθεί η υποχρέωση τους για έγκαιρη θεραπεία ως εξηγείται στο (δ) ανωτέρω αλλά και γενικότερα ως προς την υποχρέωση αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων. Με όλο το σεβασμό η χρησιμοποίηση των λέξεων πρόσφατα ή τελευταία (βλ. πιο πάνω υπογραμμισμένες λέξεις) δεν ικανοποιούν και μόνο σαν γενικότητες μπορούν να εκληφθούν χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
3. Εν πάση περιπτώσει δεν καταδείχθηκε - ακόμη και αν θεωρηθεί ότι στοιχειοθετήθηκε ειδικό ενδιαφέρον - ότι οι αιτητές ζήτησαν την εκτέλεση καθήκοντος και το όργανο έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί, ως εξηγείται στο σημείο (γ) ανωτέρω.
4. Ο κ.Γεωργίου θέλοντας να καλύψει το θέμα της ύπαρξης άλλης πρόσφορης θεραπείας, μίλησε για κενό του Ν.15/1962, ωστόσο αυτή η θέση δεν συσχετίστηκε επαρκώς ή καθόλου με τις επίδικες θεραπείες αλλά και ευρύτερα με τα επίδικα γεγονότα.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει είναι η κατάληξη μου ότι δεν αποδείχθηκε συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση εκ μέρους των αιτητών που να δικαιολογεί την έκδοση της ζητηθείσας άδειας. Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.