ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D180
(2015) 1 ΑΑΔ 555
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 42/2015)
16 Mαρτίου, 2015.
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΟΥΛΛΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΙΖΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟΥ ΚΑΙ/Η ΝΟΜΙΜΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΣΥΖΥΓΟΥ ΑΥΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΟΔΟΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ ΑΡ. 8, ΕΓΚΩΜΗ, ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ/ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΚΑΙ/Η MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 2286/11 ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΟΥΛΛΑΣ ΛΟΪΖΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟΥ ΚΑΙ/Η ΝΟΜΙΜΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΣΥΖΥΓΟΥ ΑΥΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΚΑΙ 1. ΑΥΓΟΥΣΤΑΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ, 2. ΝΑΤΑΣΑΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ, 3. BAAL IMPORT-EXPORT LTD, 4. DEBUSSY DEVELOPERS LTD, ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ 10/2/15 ΚΑΙ 17/2/15 ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΣΤΙΣ 10/2/15, ΑΠΟΡΡΙΨΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΣΥΝΤΟΜΗΣ ΑΝΑΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΓΙΑ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΑ/ ΕΚΤΙΜΗΤΗ ΚΑΙ ΣΤΙΣ 17/2/15 ΑΠΟΡΡΙΨΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΓΙΑ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΜΑΡΤΥΡΑ/ΕΚΤΙΜΗΤΗ ΓΙΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΥΠΕΣΤΗΚΕ ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΔΟΛΟΥ ΚΑΙ/Η ΑΠΑΤΗΣ ΚΑΙ/Η ΨΕΥΔΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ/Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30.1.2.3.(Β)(Γ) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΟΥ ΚΥΡΩΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΑΡ. 39/62, ΤΗΣ Δ.33, Κ. 7 (ΙΙ)(Α) ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν. 14/60) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ, ΑΡΘΡΑ 48 ΚΑΙ 52
Α. Ευτυχίου, για την Αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Αιτήτρια ζητά άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως για την έκδοση εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της Αιτήτριας για παραχώρηση σύντομης αναβολής της ακρόασης για να προσκομίσει μαρτυρία εκτιμητή. Περαιτέρω, ζητά προνομιακό ένταλμα Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να προχωρήσει με την περαιτέρω εκδίκαση της Αγωγής 2286/11, η οποία ορίστηκε για τελικές αγορεύσεις στις 19.3.2015. Τέλος, ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για Mandamus, με το οποίο να διατάσσεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να επιτρέψει στην Αιτήτρια να παρουσιάσει τη μαρτυρία του πιο πάνω εκτιμητή.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως αυτά περιγράφονται στην έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η Αιτήτρια, μαζί με άλλο πρόσωπο, συνήψε συμφωνία η οποία αφορούσε σε δικαίωμα αγοράς (option) για ακίνητα στο Μενεού της Επαρχίας Λάρνακας. Φαίνεται ότι προέκυψαν διαφορές μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να εναγάγει με την πιο πάνω Αγωγή, δύο φυσικά πρόσωπα και δύο εταιρείες, μεταξύ άλλων, για παράβαση συμφωνίας, δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις κ.α.. Στην Αγωγή δεν επήλθε οποιοσδήποτε συμβιβασμός και η διαφορά οδηγήθηκε σε ακρόαση. Ακούστηκαν τέσσερις μάρτυρες για την ενάγουσα (Αιτήτρια στην παρούσα). Στο τέλος της συνεδρίας ημερ. 10.2.2015, μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Μ.Ε.4, εκ μέρους της Ενάγουσας-Αιτήτριας ζητήθηκε αναβολή για να προσκομιστεί η μαρτυρία του τελευταίου μάρτυρα για την ενάγουσα, ο οποίος ήταν εκτιμητής ακινήτων. Ο μάρτυρας βρισκόταν στην Ελλάδα και δεν μπορούσε να ήταν παρών στο Δικαστήριο. Ο δικηγόρος της ενάγουσας θεωρούσε τη μαρτυρία του ουσιώδη, το Δικαστήριο όμως είχε διαφορετική άποψη, θεωρώντας απ' ότι αναφέρεται, ότι η αγοραία αξία του κτήματος αποτελούσε μέρος των συμφωνηθέντων γεγονότων. Ως εκ τούτου, αρνήθηκε την αναβολή. Στην επόμενη συνεδρία του Δικαστηρίου που ήταν στις 17.2.2015, ο δικηγόρος της Αιτήτριας, ο οποίος δεν ήταν ο ίδιος που εμφανίστηκε την προηγούμενη φορά, ζήτησε όπως επιτραπεί στον εκτιμητή, ο οποίος βρισκόταν στο Δικαστήριο, να καταθέσει προτού η υπεράσπιση καλέσει τον πρώτο μάρτυρά της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το θέμα είχε αποφασιστεί κατά την προηγούμενη συνεδρία και δεν υπήρχε περίπτωση να διαφοροποιηθεί η απόφαση του Δικαστηρίου. Ως αποτέλεσμα, η υπόθεση προχώρησε με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των εναγομένων και είναι ορισμένη για αγορεύσεις στις 19.3.2015.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια στην προφορική του αγόρευση προσδιόρισε ότι η παρανομία αφορά την παραβίαση των δικαιωμάτων της πελάτιδός του, δυνάμει του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος να προσαγάγει τη μαρτυρία που ήθελε για προώθηση της αγωγής της. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου αν γι' αυτό το θέμα υπάρχει το ένδικο μέσο της έφεσης, ο κ. Ευτυχίου εκ μέρους της Αιτήτριας, αν και συμφώνησε ότι υπάρχει, ανέφερε ότι από τη στιγμή που η Αγωγή είναι ορισμένη σε λίγες μέρες για αγορεύσεις, δεν θα ήταν βολικό η Αιτήτρια να προσφύγει κατά της πρωτόδικης απόφασης με έφεση, η οποία θα πάρει χρόνια μέχρι να εκδικαστεί. Εν πάση περιπτώσει, είπε, στην προκειμένη περίπτωση παραβιάστηκε το θεμέλιο της δίκης και γι' αυτό το Δικαστήριο θα πρέπει να βρει ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις και να παραχωρήσει την αιτούμενη άδεια.
Η κατάληξη
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων είναι αποκρυσταλλωμένη και την έχω πρόσφατα συνοψίσει στις υποθέσεις Γκάπριελ Ποπ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 18/14, ημερ. 10.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:D252, Χαρίλαος Αποστολίδης και Σία, Πολιτική Αίτηση Αρ. 165/13, ημερ. 13.11.2013 και Amsteso Electric Limited, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/15, ημερ. 12.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:D101. Όπως ανέφερα στις πιο πάνω υποθέσεις, η εξουσία του δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά στο κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης. Γι' αυτό ακόμη και στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη ή όπου προκύπτει από την όψη του πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το κατώτερο δικαστήριο προβαίνει σε νομικό λάθος ή διαπιστώνονται άλλες παραβιάσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν χορηγεί διάταγμα Certiorari, αν είναι της άποψης ότι υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα που θα μπορούσε να λάβει ο Αιτητής. Μόνο αν αποδειχθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί να δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 και η αγγλική υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All ER 257. Πέραν τούτου, σε περιπτώσεις που το κατώτερο δικαστήριο ασκεί διακριτική ευχέρεια μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, ο τρόπος άσκησης της δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα, εκτός εάν είναι εμφανές ότι ως αποτέλεσμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή, χωρίς αυτός να έχει άλλη θεραπεία ή αν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, διαπιστώνεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας για καταχώρηση αίτησης Certiorari.
Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί. Το κυριότερο εμπόδιο για την Αιτήτρια είναι ότι υπάρχει το ένδικο μέσο της έφεσης. Αυτό δεν αμφισβητείται από την πλευρά της Αιτήτριας, η οποία όμως υποστηρίζει ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Ο κ. Ευτυχίου εξήγησε ότι επειδή η αγωγή είναι ορισμένη σύντομα για αγορεύσεις, δεν παρέχεται χρόνος για καταχώρηση έφεσης η οποία, όπως είναι γνωστό, θα πάρει μερικά χρόνια μέχρι να εκδικαστεί, ενώ στο μεταξύ η αγωγή θα έχει αποπερατωθεί με σοβαρές συνέπειες στην ενάγουσα, εφόσον θα έχει στερηθεί μια σημαντική και κρίσιμη μαρτυρία που αφορά στην αγοραία αξία του κτήματος και στο θέμα των αποζημιώσεων.
Παρόμοιο θέμα εξέτασα στην υπόθεση Amsteso Electric Limited, ανωτέρω, στην οποία ανέφερα ότι «έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ότι ο μεγάλος χρόνος που χρειάζεται για εκδίκαση της έφεσης δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση, εφόσον η εκδίκαση μιας έφεσης μπορεί πάντοτε να επισπευσθεί, εάν κριθεί ότι υπάρχει καλός λόγος (βλ. Χρίστου (2011) 1 ΑΑΔ 2085). Πέραν τούτου, έχει διευκρινιστεί νομολογιακά, ότι η αρχή που προβλέπει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά, ανεξάρτητα εάν ο λόγος που επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης σχετίζεται με έλλειψη δικαιοδοσίας ή άλλη παραβίαση δικαιώματος (βλ. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 878). Όποια και να είναι τα παράπονα των Αιτητών, παραμένει το γεγονός ότι οι Αιτητές είχαν στη διάθεσή τους το ένδικο μέσο της έφεσης.» Έχω εξετάσει με προσοχή τα όσα ο κ. Ευτυχίου έθεσε ενώπιον μου και δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που σύμφωνα με τη νομολογία θα μπορούσε να συνιστά εξαιρετική περίσταση.
Πέραν των πιο πάνω, η άρνηση αναβολής ή άρνηση του κατώτερου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει στο μάρτυρα να καταθέσει στις 17.2.2015, αφορά στον τρόπο που το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, ο οποίος, όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα. Στην ουσία ο κ. Ευτυχίου επιδιώκει εκ μέρους της Αιτήτριας να ελέγξει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Του εξηγήθηκε κατά την αγόρευση ότι το Δικαστήριο σε διαδικασία για έκδοση προνομιακού εντάλματος, δεν ελέγχει την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης, αλλά τη νομιμότητά της, γι' αυτό εξάλλου και δεν υπεισέρχεται σε θέματα που αφορούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου δικαστηρίου.
Όμως ο κ. Ευτυχίου επέμεινε ότι εδώ υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, λόγω της παραβίασης θεμελιακού δικαιώματος της Αιτήτριας. Διαφωνώ. Ο όρος «εξαιρετικές περιστάσεις» έχει νομολογιακά διασαφηνιστεί και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να ισοδυναμεί με εξαιρετική περίσταση. Όπως κατ' επανάληψη έχει αναφερθεί, το προνομιακό ένταλμα Certiorari δεν πρέπει να αφήνεται να χρησιμοποιείται σαν έφεση υπό μεταμφίεση (βλ. Ξάνθου Λυσιώτη και Υιός Λτδ (1996) 1Β ΑΑΔ 1066 και Πατσαλίδης (2010) 1Β ΑΑΔ 1350).
Από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο και στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, η αιτούμενη άδεια δεν μπορεί να παραχωρηθεί.
Η αίτηση απορρίπτεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς