ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Αχ. Δημητριάδης με Μ. Χριστοφίδου (κα), για τους Εφεσείοντες. Α. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-03-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο TLAIS ENTERPRISES LTD ν. HER MAJESTY/S REVENUE amp;amp; CUSTOMS (EX HER MAJESTY/S CUSTOMS AND EXCISE), Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2009, 18/3/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A188

(2015) 1 ΑΑΔ 616

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2009)

 

18 Μαρτίου 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

TLAIS ENTERPRISES LTD,

Εφεσείοντες

- ΚΑΙ -

 

HER MAJESTY´S REVENUE & CUSTOMS

(EX HER MAJESTY´S CUSTOMS AND EXCISE),

Εφεσίβλητης

-----------------------------------

 

Αχ. Δημητριάδης με Μ. Χριστοφίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.

Α. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.

 

----------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ενδιαφέροντα νομικά σημεία εγείρονται στην παρούσα έφεση.  Αφορούν την λεγόμενη ετεροδικία σε συνθήκες που θα αναφερθούν αμέσως μετά.  Διαδικαστικώς τίθεται προς έλεγχο η διαδικασία παραμερισμού της σφράγισης κλητηρίου εντάλματος και της επίδοσης της ειδοποίησης αυτού στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 

         Το πρόβλημα ανέκυψε ως εξής:  Η εφεσείουσα, εταιρεία που  έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και εδρεύει στη Λεμεσό, με δραστηριοποίηση στον τομέα της εμπορίας τσιγάρων, συνομολόγησε στις 11.11.2002 συμφωνία με την εφεσίβλητη, το Τμήμα Εσόδων και Τελωνείων της Α.Μ. της Βασίλισσας του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και την εταιρεία Gallaher International Limited (πιο κάτω «η Gallaher»), η οποία έχει συσταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, μέλος της Gallaher Group που διεξάγει σε παγκόσμια κλίμακα επιχείρηση κατασκευής και εμπορίας τσιγάρων.  Η Gallaher είχε προηγουμένως, την 1.5.2002, συνάψει συμφωνία με την εφεσείουσα ώστε η τελευταία να είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος της στη Δημοκρατία.

 

         Με τη συμφωνία ημερ. 11.11.2002 (πιο  κάτω «η συμφωνία»), τα τρία συμβαλλόμενα μέρη στόχευαν στην πάταξη του λαθρεμπορίου τσιγάρων μέσω της Δημοκρατίας και του Dubai και στην εξουδετέρωση κάθε δραστηριότητας των λαθρεμπόρων οι οποίοι με τις έκνομες ενέργειες τους αποστερούν χώρες από την είσπραξη νόμιμης φορολογίας ή διοχετεύουν το προϊόν σε χώρες με χαμηλή ή μηδενική φορολογία.  Ενώ για τα τσιγάρα τύπου Dorchester International, της Gallaher, ο έλεγχος της εμπορίας τους διαπιστώθηκε να ήταν σε υψηλά επίπεδα, είχε εντοπιστεί πρόβλημα στην εμπορία των τσιγάρων τύπου Sovereign Classic της Gallaher, τα οποία ήταν περιζήτητα για λαθρεμπορικούς σκοπούς.  Στόχος ήταν να περιοριστεί η εισαγωγή των λαθραίων τσιγάρων στο Ηνωμένο Βασίλειο προερχομένων από τις περιοχές της Κύπρου και του Dubai.

 

         Τόσο η εφεσείουσα, όσο και η Gallaher, είχαν στη Δημοκρατία και το Dubai πολύ μεγάλες ποσότητες πεπαλαιωμένων τσιγάρων, ήτοι, πέραν του ενός έτους, η οποία συμφωνήθηκε να μειωθεί με την αποστολή εκ μέρους της Gallaher φρέσκων τσιγάρων έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η πώληση και των παλαιών, με αναλογία 80% φρέσκων και 20% παλαιών.  Η εφεσείουσα κατά το χρόνο της συμφωνίας είχε στις αποθήκες της, 152.000 κιβώτια παλαιών τσιγάρων και η Gallaher 201.000 κιβώτια, τα οποία και ανέθεσε να ξεπουλήσει, στη γνώση της εφεσίβλητης, στην εφεσείουσα.  Η πώληση των μεικτών αυτών ποσοτήτων θα γινόταν σε επιλεγμένους ασφαλείς πελάτες, οι δε τρεις συμβαλλόμενοι θα συνεργάζονταν για τον εντοπισμό και τιμωρία με κόκκινη κάρτα των εμπόρων εκείνων που οδηγούσαν  λαθραία ποσότητες τσιγάρων εκτός της αγοράς προορισμού τους, ή, στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου.  Κίτρινη κάρτα θα διδόταν στους έμπορους, ως προειδοποίηση.

 

         Η συμφωνία προέβλεπε την εκ μέρους της Gallaher αποστολή στην εφεσείουσα 1.400.000 κιβωτίων φρέσκων τσιγάρων προς ανάμειξη τους με τα παλαιά.  Αντ΄ αυτού απεστάλησαν μόνο 200.000 κιβώτια μέσα στα οποία υπήρχαν και παλαιά τσιγάρα, με ταυτόχρονες οδηγίες στην εφεσείουσα να διαθέσει το υπόλοιπο απόθεμα σε τρίτες χώρες παρά την επιδείνωση του αποθέματος από πλευράς ποσότητας, καταλληλότητας και εμπορευσιμότητας.  Η εφεσείουσα αναγκάστηκε να πωλήσει όσα-όσα το απόθεμα, προσπάθειες της δε να πείσει την Gallaher να αποδεχθεί την καταστροφή του παλαιού αποθέματος, αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς παρά και την εκ μέρους της εφεσείουσας προθυμίας να επωμισθεί μέρος της  ζημιάς.

 

         Παρά το γεγονός ότι η εφεσείουσα ήταν πάντοτε πρόθυμη να τηρήσει τους όρους της τριμερούς συμφωνίας ώστε να βοηθήσει στην καταπολέμηση του λαθρεμπορίου, ζητώντας μάλιστα πάντοτε από την εφεσίβλητη πληροφορίες και διαφανείς διαδικασίες για να εφαρμόσει το σύστημα κίτρινης-κόκκινης κάρτας σε πελάτες της και όντως η εφεσείουσα διέκοψε κάθε εμπορική συναλλαγή, ώστε να προστατεύσει τη φήμη της και τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, με τις εταιρείες Drillon, Homuz Marine Co και Trubell και τιμώρησε με κόκκινη κάρτα τον αντιπρόσωπο της στη Συρία, τυγχάνοντας επαίνου για τις ενέργειες της αυτές, η εφεσίβλητη σε άγνωστο χρόνο και χωρίς καμιά αιτιολογία ή εξήγηση, εξέδωσε εντός 24 ωρών κόκκινη κάρτα για την ίδια την εφεσείουσα περί το τέλος του 2004 ή αρχές του 2005, παραβαίνοντας τη συμφωνία και χωρίς να αποκαλυφθεί πώς και πότε εκδόθηκε η κόκκινη κάρτα, επικαλούμενη νομοθεσία απαγορευτική προς τούτο.

 

         Η κόκκινη κάρτα σημαίνει τον αποκλεισμό του εμπόρου από τις διεθνείς αγορές εμπορίας τσιγάρων διότι ο έμπορος τότε θεωρείται λαθρέμπορος και ουδείς είναι διατεθειμένος να συναλλάσσεται με αυτόν.  Η εφεσίβλητη παράνομα και αντισυμβατικά παρέβηκε με την έκδοση της κόκκινης κάρτας τη συμφωνία της με την εφεσείουσα, για να βοηθήσει την Gallaher, η οποία βρισκόταν υπό πίεση από τις Βρεττανικές αρχές και ιδιαίτερα το Public Accounts Committee και το Treasury Select Committee του Βρεττανικού Κοινοβουλίου ως προς την παρατηρηθείσα έξαρση του λαθρεμπορίου τσιγάρων στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατασκευής της Gallaher, σε ποσοστό 74% των κατασχεθέντων συνολικά τσιγάρων προερχομένων από την Κύπρο και το Dubai.  Η Gallaher εξέθεσε έτσι την εφεσείουσα ως την υπεύθυνη για αυτή τη λαθρεμπορία και ότι συνέβαλε με τον τερματισμό της συμφωνίας στην πάταξη του φαινομένου της λαθρεμπορίας.  Και περαιτέρω, η Gallaher ήγειρε αγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο εναντίον της εφεσείουσας στις 4.3.2005 στη βάση της αποκλειστικής συμφωνίας διανομής, στην οποία η εφεσείουσα καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση.  Σ΄ αυτή την αγωγή, η εφεσίβλητη δεν είναι διάδικος.

 

         Όλα τα ανωτέρω αποτελούν το ιστορικό της διαφοράς, στη  βάση του οποίου συζητήθηκε και η αντιπαράθεση των διαδίκων.  Η πρωτόδικη απόφαση ασχολείται εξαρχής με τα δικονομικά θέματα που προέκυψαν κατά τρόπο αποσπασματικό και όχι συστηματικό, έχοντας ως υπόβαθρο τη συμφωνία και τα προβλήματα που ανέκυψαν.

 

         Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αφού προηγουμένως έλαβε άδεια σφράγισης και καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος με την υπ΄ αρ. Γενική Αίτηση 21/2007.  Η αγωγή έλαβε αριθμό 319/2007 και επί γενικής οπισθογράφησης με βάση τη Δ.2 θ.1, η εφεσείουσα αξίωσε Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ημερ. 1.11.2002 παραβιάστηκε από την εφεσίβλητη, και πρόσθετα, αποζημιώσεις για παράβαση της, αποζημιώσεις για εξώθηση από την εφεσίβλητη τρίτου ατόμου, της Gallaher, να τερματίσει την αποκλειστική συμφωνία διανομής ημερ. 1.5.2002, αποζημιώσεις λόγω χρήσης παράνομων μεθόδων και μέσων για να επιφέρει ζημιά στην εφεσείουσα, αποζημιώσεις για δυσφήμιση ή επιζήμια ψευδολογία, αποζημιώσεις για ανακριβείς δηλώσεις γενόμενες εξ αμελείας, τιμωρητικές  ή επιπρόσθετες αποζημιώσεις και έξοδα.  Την ίδια ημέρα, 9.7.2007, ζητήθηκε και δόθηκε άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αλλά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος, της ίδιας της αίτησης με την οποία ζητήθηκε η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, του Διατάγματος σφράγισης του κλητηρίου ημερ. 18.1.2007, και της αίτησης για σφράγιση.

 

         Στις 27.12.2007 καταχωρήθηκε αίτηση από την εφεσίβλητη προς ακύρωση και παραμερισμό όλων των πιο πάνω, λόγω προνομίου ετεροδικίας («immunity»), που απολαμβάνει η εφεσίβλητη έναντι των Κυπριακών Δικαστηρίων, ή, διαζευκτικά, λόγω παραβίασης της διαδικασίας επίδοσης που προβλέπεται με τον περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί Κρατικού Προνομίου Ετεροδικίας και Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 6/1976, ή, λόγω  έλλειψης δικαιοδοσίας.  Υπόβαθρο της αίτησης αποτέλεσε η ένορκη δήλωση του Timothy Morris, Senior Officer, Risk and Intelligent Service της εφεσίβλητης με την οποία υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη ως Τμήμα και αναπόσπαστο μέρος της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου και ως συμβαλλόμενο μέρος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Κρατικής Ασυλίας, δικαιούτο να ζητήσει ασυλία από τη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Κύπρου κάτω από το       άρθρο 15, διότι η αγωγή δεν εμπίπτει στις  πρόνοιες των           Άρθρων 1 έως 14 της Σύμβασης.  Η εφεσίβλητη υπέγραψε τη συμφωνία ενεργώντας κατά πάντα χρόνο υπό την κυβερνητική και κρατική της ιδιότητα («acta jure imperii») και, εν πάση περιπτώσει, η αγωγή της εφεσείουσας δεν αφορά φόρους, τέλη ή δικαιώματα ή επιβαρύνσεις τελωνείου, αλλά αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας.

 

         Περαιτέρω, η συμφωνία δεν προνοεί για υπαγωγή της εφεσίβλητης στη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας, η δε αγωγή δεν καταχωρήθηκε από την ίδια την εφεσίβλητη, δεν αφορά οποιαδήποτε υποχρέωση της που έπρεπε να διενεργηθεί στην Κύπρο, η συμφωνία διέπεται από το διοικητικό δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου και καμιά υποχρέωση εν Κύπρω δεν ανέλαβε η εφεσίβλητη.  Η εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε εν πάση περιπτώσει με τις υποχρεώσεις του Άρθρου 16 της Σύμβασης διότι δεν επέδωσε τα έγγραφα της αγωγής μέσω της διπλωματικής διόδου του  Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά μέσω του Senior Master of the Royal Courts of Justice, ούτε υπήρξε συμμόρφωση με τη Δ.48 θ.13, εφόσον δεν επιδόθηκαν η Γενική αίτηση και η συνοδευτική ένορκη δήλωση για άδεια σφράγισης του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου ή του σχετικού Δικαστικού Διατάγματος, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να μην ήταν κοινωνός των πιο πάνω, αποστερώντας της το δικαίωμα να αιτηθεί τον παραμερισμό των ανωτέρω στη βάση της Δ.48 θ.8(4).  Το Δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε εγκρίνει την αίτηση για επίδοση στο εξωτερικό διότι κανένα από τα κριτήρια της Δ.6         θθ1-9, δεν ικανοποιείτο.

 

         Η εφεσίβλητη εισηγήθηκε επίσης ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είναι ο κατάλληλος τόπος για εκδίκαση της υπόθεσης («forum non conveniens»), διότι, αντίθετα με τη θέση της εφεσείουσας, η συμφωνία δεν συνομολογήθηκε, ούτε υπογράφηκε στην Κύπρο.  Αυτή υπογράφηκε από την Gallaher και την εφεσίβλητη στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Κύπρο υπογράφηκε μόνο από την εφεσείουσα.  Επομένως δεν υπήρξε πλήρης ή επαρκής αποκάλυψη των γεγονότων, η  μόνη δε σχέση της Κύπρου με την αγωγή είναι το γεγονός ότι η εφεσείουσα είναι εγγεγραμμένη εταιρεία στη Δημοκρατία, ενώ οποιαδήποτε κατ΄ ισχυρισμόν διάρρηξη της συμφωνίας έλαβε χώραν στο εξωτερικό, εκτός Δημοκρατίας.  Όλοι οι μάρτυρες, πλην του διευθυντή της εφεσείουσας, βρίσκονται στο εξωτερικό, η μεταφορά των μαρτύρων στη Δημοκρατία θα είναι χρονοβόρα και δαπανηρή με αποτέλεσμα τα Αγγλικά Δικαστήρια να αποτελούν τον καταλληλότερο χώρο για εκδίκαση της διαφοράς.

 

         Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ενέκρινε την αίτηση για σειρά λόγων, μη αποδεχόμενο τις προς το αντίθετο αιτιάσεις της εφεσείουσας στην καταχωρηθείσα ένσταση οι οποίες επαναλαμβάνονται στην ουσία με την υπό συζήτηση έφεση.  Ως εκ τούτου ακύρωσε το Διάταγμα ημερομηνίας 18.1.2007 για σφράγιση και καταχώρηση του κλητηρίου στην Γενική αίτηση αρ. 21/2007, το οποίο και παραμέρισε. Ταυτόχρονα, ακύρωσε και παραμέρισε το κλητήριο, την ειδοποίηση και όλες τις διαδικασίες που ακολούθησαν στην ίδια την αγωγή.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτυπώθηκε σε διάφορες σκέψεις, όχι όμως ταξινομημένες με κάποια λογική συνοχή ώστε η απόφαση να είναι δομημένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Έκρινε κατ΄ αρχάς ότι μπορούσε να εξετάσει την ορθότητα του Διατάγματος σφράγισης στη βάση των υποθέσεων Hami Mousa El-Sayegh v. Credit Suisse (1996) 1 Α.Α.Δ. 836, G.C.C. Computets Ltd v. Pendril Datacom Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1584 και Her Brittanic Majesty´s Secretary of  State for Defence v. A.P. Lanitis Investments Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 995.  Περαιτέρω, αποφάσισε ότι το βάρος της απόδειξης ότι ορθά σφραγίστηκε το κλητήριο και στη συνέχεια επιδόθηκε κατόπιν αδείας στο εξωτερικό, παρέμεινε στους ώμους της εφεσείουσας, έστω και αν το θέμα τέθηκε από την εφεσίβλητη με την αίτηση της, στη βάση του συγγράμματος των Briggs & Rees: Civil Jurisdiction and Judgments 4η έκδ. (2005) σελ. 346-347 και της υπόθεσης G.C.C. Computers Ltd v. Pendril Datacom Ltd - ανωτέρω -.

 

         Πρόσθετα, ότι δεν αρκεί από τον αιτούμενο τη σφράγιση κλητηρίου και την επίδοση αυτού στο εξωτερικό να επικαλείται τις σχετικές δικονομικές διατάξεις, ή, να εισηγείται ότι η αξίωση του εμπίπτει σ΄ αυτές, αλλά πρέπει να παρουσιάζει και ικανή μαρτυρία με γεγονότα που να εντάσσει πράγματι την περίπτωση στις σχετικές διατάξεις, χωρίς όμως να επιτρέπεται από το Δικαστήριο στο στάδιο εκείνο η αξιολόγηση των προβαλλομένων θέσεων, ή, η απόρριψη τους (Amathus Navigation Co Ltd v. Concord Express Liners (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030, Her Brittanic Majesty´s Secretary of State for Defence - ανωτέρω - και G.C.C. Computers Ltd - ανωτέρω -).  Η μαρτυρία στο θέμα είναι αυτή που προσφέρεται κατά την αίτηση για σφράγιση και την αίτηση για επίδοση στο εξωτερικό και δεν επιτρέπεται η εκ των  υστέρων προσθήκη μαρτυρίας.

 

         Το Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια να κρίνει ότι υπήρξε παρατυπία με την μη επίδοση στην εφεσίβλητη του Διατάγματος για σφράγιση ημερ. 18.1.2007, ή της προηγηθείσας αίτησης και ένορκης δήλωσης κατά παράβαση της Δ.48 θ.13.  Δεν υπάρχει όμως κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς το θέμα και πώς αυτή η παρατυπία επηρέασε την όλη υπόθεση.  Εκείνο το οποίο πρωτοδίκως συζητήθηκε ακολούθως στην απόφαση ήταν να λεχθεί  ότι ορθά η εφεσείουσα επισύναψε, (στην ένσταση της προφανώς), την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την Γενική Αίτηση αρ. 21/2007.  Από την οποία και άντλησε συνοπτικά την ύπαρξη της συμφωνίας και σταχυολογικά ορισμένες πρόνοιες με ιδιαίτερη αναφορά στην τελευταία παράγραφο στην οποία παρουσιάζεται η εμπλοκή της εφεσίβλητης.

 

 Στη συνέχεια έγινε αναφορά στο σχέδιο της προτεινόμενης έκθεσης απαίτησης που είχε επισυναφθεί στη Γενική Αίτηση, καθώς και παραπομπή στη μαρτυρία επί Δικαστηρίω με δεδομένο ότι τόσο ο Πτολεμαίος Τλάϊς, Διευθυντής και ομνύων των ενόρκων δηλώσεων της εφεσείουσας, όσο και ο Morris  της εφεσίβλητης, αντεξετάστηκαν, με την παρατήρηση ότι η εφεσείουσα εξ αρχής ανέφερε ότι η συμφωνία είχε υπογραφεί στην Κύπρο, του ζητήματος αναδειχθέντος από την εφεσίβλητη ως απόκρυψη γεγονότων εφόσον μόνο η εφεσείουσα είχε πράγματι υπογράψει στην Κύπρο.  Επ΄  αυτού υφίστατο και εύρημα Αγγλικού Δικαστηρίου με απόφαση ημερ. 18.4.2008 του High Court of Justice, Queen´s Bench Division, στην αγωγή που ήγειρε η εφεσίβλητη στην Αγγλία εναντίον της εφεσείουσας, ότι πράγματι η εφεσείουσα διά του Π. Τλάϊς, ήταν στην Αγγλία που υπέγραψε τη συμφωνία και όχι στην Κύπρο.

 

         Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το πιο πάνω εύρημα του Αγγλικού Δικαστηρίου, καθώς και το εύρημα ότι η εκδοθείσα κόκκινη κάρτα που εξέδωσε η εφεσίβλητη ήταν, σύμφωνα πάντα με το Αγγλικό Δικαστήριο, πράξη κυβερνητικής εξουσίας που δεν εξανάγκασε την Gallaher να τερματίσει τη συμφωνία, ο τερματισμός της οποίας ήταν για την Gallaher μια εμπορική απόφαση, δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την απόφαση του ιδίου του Δικαστηρίου ως προς τα διάφορα εγειρόμενα ενώπιον του θέματα.

 

         Το Δικαστήριο όμως έκρινε εν πάση περιπτώσει την έκδοση από την εφεσίβλητη της κόκκινης κάρτας ως όντως πράξη κυβερνητικής εξουσίας, με αναφορά στη Σύμβαση περί Ετεροδικίας που κυρώθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με το Νόμο αρ. 6/1976, με ταυτόχρονο εύρημα ότι η εφεσίβλητη συνιστά ενσωματωμένο τμήμα ή μέρος της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου με παραπομπή στην υπόθεση Krajina v. The Tass Agency and Another (1949) 2 All E.R. 274.  Αυτή η κατάληξη του Δικαστηρίου έγινε παρά την ανυπαρξία από πλευράς της εφεσίβλητης μέσω της ένορκης δήλωσης Morris, αναφοράς ποιον είχε συμβουλευτεί ώστε να θεωρεί ότι η εφεσίβλητη είναι κυβερνητικό τμήμα ενσωματωμένο στην Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έτσι ώστε να απολαμβάνει το προνόμιο της ετεροδικίας («immunity»), έναντι των Κυπριακών Δικαστηρίων.  Υπήρχε όμως παραδοχή της εφεσείουσας μέσω του Τλάϊς, ότι η εφεσίβλητη είναι τμήμα της Κυβέρνησης και επομένως με βάση τους Dicey and Morris: The Conflict of Laws, 12η έκδ. σελ. 237-238, η ασυλία εφαρμόζεται όχι μόνο στο ίδιο το Κράτος, αλλά και σε κάθε Τμήμα αυτού.

 

         Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι η αξίωση της εφεσείουσας δεν ενέπιπτε σε καμιά από τις εξαιρέσεις που προβλέπει η Σύμβαση.  Παρόμοια δεν ενέπιπτε ούτε στις διάφορες διατάξεις της Δ.6 θ.1, ούτε καν στην υποπαράγραφο (e), που θα μπορούσε να θεωρείτο σχετική, εφόσον το παράπονο της εφεσείουσας δεν διέπεται από την τριμερή συμφωνία, η δε εφεσίβλητη δεν παρέβη καμιά υποχρέωση που επιβαλλόταν από τη συμφωνία.  Η κατάληξη του, ως ανέφερε το Δικαστήριο, θα ήταν η ίδια έστω και αν δεν υφίστατο προνόμιο ετεροδικίας, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.  Ζήτημα μη ευκολίας δικαιοδοσίας («forum non conveniens»), δεν θα μπορούσε όμως να εξεταστεί διότι δεν εγειρόταν τέτοιο ζήτημα στο αιτητικό της αίτησης.

 

         Στη συνέχεια το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας σε κράτος, όταν όμως αυτό δεν απολαμβάνει προνόμιο ασυλίας.  Έγινε αναφορά στο Άρθρο 16 της Σύμβασης, το οποίο προνοεί για επίδοση μέσω της διπλωματικής οδού προς το Υπουργείο Εξωτερικών του εναγόμενου κράτους.  Η επίδοση στην περίπτωση, έγινε στο «Senior Master for the attention of the Foreign Process Department (Room), Royal Courts of Justice», σύμφωνα με το Διάταγμα ημερ. 9.7.2007 που επέτρεψε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου ημερ. 29.5.2000  Η επίδοση έγινε με 1ης τάξεως ταχυδρομείο στην διεύθυνση της εφεσίβλητης, τη δε διαταγή για επίδοση με ταχυδρομείο την είχε δώσει ο Senior Master στις 16.10.2007.  Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η επίδοση δεν ήταν κανονική με τον τρόπο που προβλέπεται στο Άρθρο 16 της Σύμβασης, απορρίπτοντας το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη εμποδιζόταν να εγείρει ζήτημα κανονικότητας της επίδοσης.  Αυτό διότι η διεύθυνση που επιβεβαιώθηκε για σκοπούς επίδοσης, δεν ήταν αυτή στην οποία τελικώς επιδόθηκε.

 

         Τέλος, το Δικαστήριο, ενόψει της κατάληξης του, δεν διερεύνησε περαιτέρω την εισήγηση της εφεσείουσας ότι υφίστατο σύγκρουση μεταξύ των προνοιών της Σύμβασης και του Κανονισμού 1348/2000 σε σχέση με την επίδοση, ούτε και συζήτησε περαιτέρω τη θέση της εφεσείουσας περί αυτεπάγγελτης παραπομπής της διαφοράς αυτής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με προδικαστικό ερώτημα προς επίλυση του ζητήματος.  Διατύπωσε όμως την άποψη, obiter, βεβαίως, ότι το Άρθρο 16 της Σύμβασης που είναι προγενέστερη του Κανονισμού, ο οποίος αυτομάτως τέθηκε σε εφαρμογή με την προσχώρηση της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έπαυσε να ισχύει ως αποτέλεσμα της ισχύος του Κανονισμού.

 

         Η εφεσείουσα εγείρει δώδεκα λόγους έφεσης με τους οποίους αμφισβητεί την ορθότητα κάθε πτυχής της πρωτόδικης κρίσης.  Η εφεσίβλητη θεωρεί την υπό έφεση απόφαση ως απόλυτα ορθή και εισηγείται την απόρριψη της έφεσης.  Κάθε πλευρά διάνθισε τα περιγράμματα της και τη ζώσα επιχειρηματολογία της, κατά τη συζήτηση της έφεσης, με ανάλογες αυθεντίες.  Τα εγειρόμενα θέμα θα εξεταστούν στη συνέχεια και δεν χρειάζεται σ΄ αυτό το στάδιο η επακριβής καταγραφή των λόγων έφεσης.

 

         Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται και χρειάζεται απόφαση αφορά το κατά πόσο ήταν εφικτό για το Δικαστήριο να εξετάσει στο πλαίσιο της αίτησης για παραμερισμό του Διατάγματος επίδοσης στο εξωτερικό ημερ. 9.7.2007 και το προηγηθέν  Διάταγμα σφράγισης ημερ. 18.1.2007. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ως προς την ορθότητα αυτού του χειρισμού από την υπόθεση Hani Mousa El-Sayegh v. Credite Swisse - ανωτέρω - στην οποία όμως ό,τι λέχθηκε σχετικά ήταν σαφώς obiter, διότι ήταν επί άλλων σημείων που κρίθηκε η έφεση.  Η αίτηση που εκεί είχε γίνει αφορούσε τον παραμερισμό και ακύρωση της αγωγής, του κλητηρίου εντάλματος και του σχετικού διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας και όχι τον παραμερισμό της σφράγισης του κλητηρίου.  Βάση του αιτήματος ήταν η μη πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη όλων των στοιχείων.  Υπήρχε και δεύτερο αίτημα αναφορικά με την αναστολή της διαδικασίας στην αγωγή, λόγω ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας.  Μόνο κατ΄ έφεση και εκτός των λόγων του εφετηρίου ήταν που ηγέρθη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία «να επιληφθεί της αίτησης δεδομένου ότι υποβλήθηκε στο πλαίσιο της αγωγής ενώ η άδεια για σφράγιση και επίδοση είχε δοθεί σε προηγηθείσα γενική αίτηση».  Το Εφετείο δεν εξέτασε το ζήτημα εφόσον δεν ηγέρθη με την ειδοποίηση έφεσης.  Εξέφρασε όμως την άποψη «.. ενόψει του πρακτικού ενδιαφέροντος που ενέχει το ζήτημα, αλλά χωρίς να αποφαινόμαστε ...», ότι η αποσύνδεση της αγωγής από την προηγηθείσα γενική αίτηση «μοιάζει τεχνητή» δεδομένης της συνάρτησης της αγωγής με ό,τι προηγήθηκε.  Και ότι, «Με την αίτηση για ακύρωση ή παραμερισμό είναι κατ΄ ουσίαν η τύχη της αγωγής που κρίνεται.  Και νομίζουμε  πως μέσα στο πλαίσιο της είναι που πρέπει να εντάσσεται μια τέτοια αίτηση.».

 

Πρωτοδίκως έγινε επίσης αναφορά στις G.C.C. Computers Ltd - ανωτέρω - και Her Brittanic Majesty´s Secretary of State for Defence - ανωτέρω -  οι  οποίες όμως και πάλι δεν έλυσαν ευθέως τέτοια ζητήματα.  Στην πρώτη απασχόλησε η επάρκεια και η αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε δοθεί κατά την παρουσίαση της αίτησης για σφράγιση του κλητηρίου, θεωρήθηκε δε δεδομένος ως ορθός ο πρωτόδικος χειρισμός ακύρωσης και παραμερισμού της σφράγισης του κλητηρίου και της επίδοσης της ειδοποίησης είτε κάτω από τη Γενική Αίτηση, είτε στο πλαίσιο της αγωγής.  Στη δεύτερη και πάλι το θέμα αφορούσε κυρίως την επάρκεια της μαρτυρίας στο στάδιο της αίτησης για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, διαβήματα που είχαν συζευχθεί στην ίδια αίτηση.

 

Δεν παρουσιάζεται να υπάρχει σαφής νομολογία επί του συγκεκριμένου αυτού θέματος που τώρα εγείρει η εφεσείουσα.  Παραπονείται μάλιστα η εφεσείουσα ότι το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο σε δική του απόφαση στην υπόθεση Agriprojects Ltd ν. Eurodrip U.S.A. Inc. αρ. αγωγής 5624/2009, ημερ. 10.6.2008, αποφάσισε αντίθετα με την υπό έφεση τώρα κατάληξη του, ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει αίτημα παραμερισμού του διατάγματος σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος σε αίτηση που αιτείτο τον παραμερισμό του κλητηρίου και της επίδοσης της ειδοποίησης αυτού, εφόσον δεν είχε τεθεί ενώπιον του το πραγματικό υπόβαθρο των δεδομένων που είχε οδηγήσει στην έκδοση του Διατάγματος σφράγισης και καταχώρησης. Και αυτό, παρά την εντελώς λανθασμένη από το Δικαστήριο παραπομπή στην υπόθεση Central Co-Operative Bank Ltd n. C.Y.E.M.S. Co Ltd (1984) 1 C.L.R. 435, η οποία καμία σχέση δεν είχε με τα υπό εξέταση ζητήματα και από την οποία αναφέρεται απόσπασμα, το οποίο όμως στην πραγματικότητα προέρχεται από την απόφαση στην Hani Mousa El-Sayegh - πιο πάνω - που πρωτοδίκως χρησιμοποιήθηκε ως υποβοηθητικό της σκέψης ότι μπορεί να εξεταστεί παραμερισμός της σφράγισης ταυτόχρονα με αίτηση για παραμερισμό του κλητηρίου και/ή του διατάγματος επίδοσης του στο εξωτερικό.

 

Αναμφίβολα η αίτηση για σφράγιση κλητηρίου και η καταχώρηση του γίνεται στη βάση της Δ.2  θ.2, μια διαφορετική δικονομική πρόνοια από τη μεταγενέστερη διάταξη για επίδοση του κλητηρίου είτε κάτω από τη Δ.5, είτε κάτω από τη Δ.6, που αφορά εξειδικευμένα την εκτός δικαιοδοσίας επίδοση.  Συνήθως, η αίτηση για σφράγιση και καταχώρηση, η οποία βεβαίως χρειάζεται μόνο όταν η αγωγή αφορά την επίδοση της στο εξωτερικό,  συνδέεται με ταυτόχρονη αίτηση για άδεια επίδοσης στο εξωτερικό κάτω από τη Δ.6, εφόσον θεματικά οι λόγοι της σφράγισης είναι οι ίδιοι με τους λόγους που είναι αναγκαία η επίκληση της επέκτασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου εκτός Κύπρου, ώστε να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις της Δ.6.  Η σφράγιση βεβαίως αποτελεί θεμέλιο της μετέπειτα διαδικασίας και αποτελεί ουσιώδες στάδιο χωρίς το οποίο δεν μπορεί να καταχωρηθεί η αγωγή, (Πατσαλίδου κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 587).

 

Έτσι έγινε και εδώ.  Με την Γενική Αίτηση υπ΄ αρ. 21/2007, ζητήθηκε η σφράγιση, η καταχώρηση, αλλά και η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας του προτεινόμενου προς καταχώρηση κλητηρίου, το οποίο είχε επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση του Π. Τλάϊς.  Το Δικαστήριο που επιλήφθηκε αυθημερόν της αίτησης στις 18.1.2007, όπως απορρέει από το σχετικό πρακτικό, (και δεν έχει σημασία, όπως εισηγείται η εφεσείουσα, το γεγονός ότι της είχε επιληφθεί Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου - η δικαιοδοσία ήταν ενιαία με την προϋπόθεση ότι ενέπιπτε στο όριο δικαιοδοσίας και του πρωτόδικου Δικαστηρίου), εξέφρασε την άποψη ότι θα μπορούσαν τα δύο αιτητικά να εξετάζονταν διαδοχικά.  Ενόψει της παρατήρησης αυτής, η εφεσείουσα απέσυρε το αίτημα για επίδοση στο εξωτερικό, και εκδόθηκε Διάταγμα μόνο ως προς την σφράγιση και καταχώρηση.  Η εφεσείουσα υπέβαλε στη συνέχεια και εντός της αγωγής πλέον, την  αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

 

Εν τέλει κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενήργησε αντίθετα με την υπάρχουσα νομολογία  επιληφθέν της αιτήσεως για παραμερισμό τόσο της άδειας για επίδοση στο εξωτερικό, όσο και της προηγηθείσας άδειας για σφράγιση.  Η εφεσείουσα είχε ορθά αναφερθεί στο σύνολο των γεγονότων που υποστήριζαν την απαίτηση της τόσο κατά τη Γενική Αίτηση αρ. 21/2007 για σφράγιση, όσο και κατά την αίτηση ημερ. 9.7.2007 εντός της αγωγής για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.  Σύγκριση των δύο αιτήσεων αποκαλύπτει ότι και οι δύο αιτήσεις υποστηρίχθηκαν από πανομοιότυπη ένορκη δήλωση του Π. Τλάϊς, με διαφορετικές βέβαια ημερομηνίες 18.1.2007 και 9.7.2007, αντίστοιχα.  Επισυνάφθηκαν τα ίδια τεκμήρια, με τη διαφορά ότι στην αίτηση για επίδοση στο εξωτερικό, το αρχικά επισυναφθέν κλητήριο ένταλμα έλαβε πλέον την ολοκληρωμένη μορφή της Έκθεσης Απαίτησης, όπως αυτή εν τέλει καταχωρήθηκε αργότερα στις 17.12.2007 εντός της αγωγής.

 

Όπως απορρέει από τις παλαιές Αγγλικές διατάξεις O.6 r.7 («Issue of Writ») και O.11 r.4 («leave to serve a writ out of jurisdiction»), δεν ήταν αναγκαίο να υποβάλλεται αίτηση για την ακύρωση της σφράγισης του κλητηρίου.  Η αίτηση για παραμερισμό της επίδοσης, αποφασιζόμενης επί της μαρτυρίας των ενόρκων δηλώσεων, ήταν η ορθή διαδικασία ως θέμα γενικής πρακτικής, για ακύρωση της επίδοσης ή ότι το κλητήριο λανθασμένα εκδόθηκε.  Το ερώτημα ήταν κατά πόσο στο σύνολο της μαρτυρίας ο ενάγων είχε δείξει μια καλή συζητήσιμη υπόθεση («good arguable case») εντός των κριτηρίων του O.11 αντίστοιχου με τη Δ.6, (δέστε Annual Practice 1970 σελ. 45-47 και 80).

 

Δεν αποκλείεται στην Κύπρο η καταχώρηση χωριστής αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος κάτω από τη Δ.48.  Εφόσον όμως θεματικά η σφράγιση κλητηρίου που έχει σκοπό να επιδοθεί στο εξωτερικό συμπλέκεται και με την άδεια για επίδοση, η ταυτόχρονη επιδίωξη ακύρωσης και των δύο δεν απαγορεύεται εφόσον κρίνεται στην ουσία το υπόβαθρο των γεγονότων που δικαιολογούσαν την σφράγιση, αλλά και την επίδοση.  Προκύπτει κάποια διαφορετική αντιμετώπιση στην S.P.P. Projects Ltd n. Integral Equipment Sarl (1993) 1 Α.Α.Δ. 762, όπου το Εφετείο σε αίτημα παραμερισμού κλητηρίου και της επίδοσης του στο εξωτερικό λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, χωρίς να είχε επιδιωχθεί και η ακύρωση του προηγούμενου διατάγματος που είχε εκδοθεί μετά από μονομερή αίτηση με το οποίο είχε εξουσιοδοτηθεί η επίδοση στο εξωτερικό, αποφάσισε ότι μόνο στο πλαίσιο αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος επίδοσης μπορούσε να εξεταστεί το αίτημα για ακύρωση του κλητηρίου.  Απερρίφθη συνεπώς η έφεση.  Στη μεταγενέστερη Hani Mousa El-Sayegh - ανωτέρω - λέχθηκε αναφορικά με την υπόθεση S.P.P. Projects Ltd,  ότι:

 

«. όσο και αν ήταν επιθυμητή για σκοπούς πληρότητας η διατύπωση και διατάγματος παραμερισμού του προηγούμενου διατάγματος, εν τούτοις, δεδομένης της γενικής απόφανσης περί επιτυχίας της αίτησης που το περιλάμβανε και αυτό, θεωρούμε την παράλειψη ως τυπική και χωρίς επίδραση στο αποτέλεσμα.»

 

Το επόμενο και ουσιαστικότερο ζήτημα που πρέπει να απαντηθεί αφορά τη νομική οντότητα της εφεσίβλητης κατά πόσον, δηλαδή, εμπίπτει ή θεωρείται ως αναπόσπαστο μέρος της Κυβέρνησης της Αγγλίας ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η Σύμβαση και σε ποιο βαθμό.  Είναι πρωτίστως αναγκαίο να γίνει αναφορά στην ίδια τη συμφωνία ημερ. 11.12.2002, που είναι η τελευταία ημερομηνία υπογραφής της από την εφεσείουσα.  Προηγουμένως υπογράφηκε από την Gallaher στις 22.11.2002 και από την εφεσίβλητη στις 26.11.2002.  Για την τελευταία υπέγραψε ο Duncan McCallum.  Επί λέξει: «Signed by Duncan McCallum on Behalf of HM Customs & Excise.».  Η συμφωνία φέρει ως τίτλο ή είναι επί επιστολόχαρτου της «Gallaher International Limited».  Αρχίζει με τα εξής εισαγωγικά:

 

          «At the meetings in Cyprus on 3rd and 4th July 2002 between representatives of Gallaher International (Gallaher), Tlais Enterprises Limited (TEL) and HMC & E, a set of procedure was agreed for the conduct of business between Gallaher and TEL and between TEL and its customers and joint venture partners.»

 

Στη συνέχεια, η συμφωνία καταγράφει ορισμένες παρατηρήσεις του κ. Τλάϊς, «which were accepted by all parties».  Στην παράγραφο (c) που ακολουθεί καταγράφεται ότι ο κ. Τλάϊς «. would require close co-operation with HMC & E to provide him with the fullest details of any and all seizures of Sovereign Classic .....».  Ακολουθεί η συμφωνηθείσα διαδικασία μεταξύ των μερών σε σχέση με τις τρεις μεθόδους παράδοσης τσιγάρων, ήτοι, κατευθείαν στην αγορά στη βάση συγκεκριμένων παραγγελιών, παραδόσεις σε ενδιάμεσους προορισμούς και παραδόσεις στην Κύπρο και Dubai.  Η συμφωνία τελειώνει με την εξής παράγραφο:

 

«It was agreed that, in the event of seizure of Gallaher cigarettes, HMC & E would provide the fullest available details, to Gallaher and Mr. Tlais in order that, so far as Gallaher and Mr. Tlais are able, tracing of the shipment back to the culpable customer can occur and the necessary sanctions can be applied.  While HMC & E were minded to ask Mr. Tlais to apply the yellow card/red card system, Mr. Tlais indicated that in the event he found any TEL customer involved in product diversion, he would terminate supply immediately without further warning, as he was not prepared to accept any potential damage to his reputation or his business as a result of the bad practice of others.»

 

Απορρέει από τα πιο πάνω ότι, πρώτον, η συμφωνία υπογράφηκε από την ίδια την εφεσίβλητη ως Her Majesty´s Customs and Excise  και όχι από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και, δεύτερον, ότι η συμφωνία αφορά σε μια καθαρά εμπορική συναλλαγή. Ως προς το πρώτο, ο Timothy Morris ορκιζόμενος στην ένορκη δήλωση ημερ. 20.12.2007 για παραμερισμό του κλητηρίου το έπραξε υπό την ιδιότητα του ως Ανώτερου Λειτουργού της εφεσίβλητης.  Αναφέρει όμως ο ομνύων στην παράγραφο 8 ότι:

 

«I am advised and believe that the Defendant - Applicant as a department and integral part of the Government of the United Kingdom and as a signatory and Contracting State to the European Convention State Immunity can claim immunity from the jurisdiction of the courts in Cyprus under Article 15 of the above mentioned Convention because the proceedings against the Defendant - Applicant do not fall within Articles 1 to 14 of the above mentioned Convention and the court is therefore asked to decline to entertain these proceedings in accordance with the obligation arising under Article 15 of the above mentioned Convention.»

 

Ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του σε σχέση με τα πιο πάνω, ότι δεν ανέφερε ο T. Morris ποιον συμβουλεύθηκε ώστε να αποδοθεί βαρύτητα στην αναφορά του ότι η εφεσίβλητη είναι τμήμα και ενσωματωμένο μέρος της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου ώστε ως συμβαλλόμενο κράτος στη Σύμβαση να μπορούσε να αιτηθεί ασυλίας από τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων κάτω από το Άρθρο 15 αυτής.  Το Άρθρο 15 αναφέρεται στο ίδιο το συμβαλλόμενο κράτος, το οποίο και  δικαιούται σε ασυλία, ή, όπως έχει μεταφραστεί στο Ελληνικό κείμενο της Σύμβασης, σε «προνόμιο ετεροδικίας».  Και ο ίδιος ο T. Morris στη συνέχεια της δήλωσης του αναφέρει ότι είναι το Ηνωμένο Βασίλειο που υπέγραψε τη Σύμβαση στις 16.5.1972 και την επικύρωσε στις 3.7.1979.  Το Ηνωμένο Βασίλειο («United Kingdom»), δεν  υπέγραψε βέβαια τη Σύμβαση διά ή μέσω της εφεσίβλητης.  Επομένως το ερώτημα παραμένει κατά πόσο η εφεσίβλητη είναι ή όχι η Κυβέρνηση ή ενσωματωμένο τμήμα αυτής, όπως εισηγείται ο ομνύων, χωρίς όμως άλλη εξήγηση.

Ενώ λοιπόν ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο το πρόβλημα αυτό, στη συνέχεια το παρέκαμψε με τη σκέψη ότι ο Π. Τλάϊς στις ένορκες του δηλώσεις ημερ. 18.1.2007 και 9.7.2007, ανέφερε ότι η εφεσίβλητη είναι «κυβερνητικό τμήμα και ή κυβερνητική υπηρεσία».  Αυτό, κατά το Δικαστήριο, συνιστούσε παραδοχή ότι η εφεσίβλητη είναι «μέρος της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου».  Εκείνο το οποίο λέγει ο Π. Τλάϊς, όμως, δεν εξισώνεται  κατ΄ ανάγκη με το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ταυτοποιείται με την ίδια την Κυβέρνηση.  Είναι τμήμα ή υπηρεσία (και τίθεται ακριβώς με διαζευκτικό τρόπο όπως εύστοχα υποδεικνύει στους λόγους ανατροπής της απόφασης η εφεσείουσα), της Κυβέρνησης, αλλά το ζητούμενο είναι αν εξισώνεται με το Συμβαλλόμενο Κράτος που υπέγραψε τη Σύμβαση.  Κρίνεται ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι επειδή η εφεσίβλητη «. είναι παραδεκτό  ότι πρόκειται για Κυβερνητικό Τμήμα οι λέξεις ομιλούν από μόνες τους και δεν μπορεί το Κυβερνητικό Τμήμα να διακρίνεται από τα εκτελεστικά όργανα του Κράτους», είναι λανθασμένη.

 

Κατ΄ αρχάς, παρατηρείται ότι η Σύμβαση αφορά ευθέως το «Κράτος» ή το «Συμβαλλόμενο Κράτος» («State» or «Contracting State») και πουθενά δεν περιλαμβάνεται διάταξη που να επεκτείνει την έννοια του Κράτους και σε τμήματα αυτού. Η Σύμβαση αρχίζει με τη διαπίστωση, ως μέρος του Προοιμίου, ότι τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης  που την υπογράφουν, έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι στο διεθνές δίκαιο παρατηρείται «.. τάσις περιορισμού των περιπτώσεων καθ΄ ας εν Κράτος δύναται να επικαλεσθή προνόμιον ετεροδικίας έναντι των αλλοδαπών δικαστηρίων.».  Επομένως η ίδια η Σύμβαση αναγνωρίζει το περιορισμένο του δικαιώματος επίκλησης προνομίου ετεροδικίας και αυτό πάντοτε, υπενθυμίζεται, με αναφορά στο ίδιο το Κράτος. 

 

Στο σύγγραμμα Manual of Public International Law edited by Max Sorensen, στο Κεφάλαιο 7, απαντάται η μονογραφία του Francis Deak: Organs of  States in their External Relations: Immunities and Privileges of State Organs and of the State, στις σελ. 399-467.  Η ανάγνωση του αποκαλύπτει ότι το κράτος, που είναι έννοια και πλάσμα δικαίου, λειτουργεί στις εξωτερικές του σχέσεις μέσω της κυβέρνησης, περιλαμβανομένου του Αρχηγού του Κράτους και του κύριου εκτελεστικού οργάνου του («Head of State and its chief executive»).  Για το Ηνωμένο Βασίλειο αυτό σημαίνει την Βασίλισσα, της οποίας η εξουσία είναι περιορισμένη σε κυρίως εθιμικής και αντιπροσωπευτικής φύσεως ζητήματα, με την εκτελεστική εξουσία να βρίσκεται στον Αρχηγό της Κυβέρνησης, τον Πρωθυπουργό ή Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου.  Είναι σ΄ αυτούς που το εθιμικό διεθνές δίκαιο έχει ενδύσει με εκτεταμένη ασυλία και προνόμια ως αντιπροσώπους των κρατών τους.

 

Περαιτέρω, ο Υπουργός Εξωτερικών θεωρείται ως ο κύριος εκπρόσωπος του κράτους στις διεθνείς σχέσεις και μέσω αυτού συνήθως γίνονται οι επικοινωνίες μεταξύ κρατών.  Ο συγγραφέας σημειώνει ότι με τη σύγχρονη επέκταση του διεθνούς δικαίου σε χώρους που προηγουμένως ήταν παραδοσιακά εκτός του πεδίου λειτουργίας του κράτους, άλλα κυβερνητικά τμήματα σταδιακά αποκτούν λόγο στον τρόπο ενέργειας των εξωτερικών σχέσεων.  Ο συντονισμός όμως των διαφόρων τμημάτων αφορά το ίδιο το κράτος και την κυβέρνηση του και μόνο ο Υπουργός Εξωτερικών μπορεί να επικοινωνεί επίσημα με άλλα κράτη.

 

Στη συνέχεια αναφέρονται τα εξής:

 

«It is equally important for official external relations to be conducted only by the authorised state organs.»

 

Και στην παράγραφο 7-25, σελ. 427, καταγράφεται ότι η επίκληση της ασυλίας γίνεται από το ίδιο το κράτος, την κυβέρνηση, τα κρατικής ιδιοκτησίας πλοία, ιδιαίτερα τα πολεμικά, και αντιπροσωπείες του, δημιούργημα νόμου, και αυτά είναι που ασκούν κρατική εξουσία.  Ακολουθούν τα εξής:

 

«The question of the extent to which state agencies and other instrumentalities are entitled to immunity arises in several types of cases.  When the agency in question clearly constitutes a ministry or department engaged in public activity, immunity will be granted (Piascik n. British Ministry of War Transprot, 54 F. Suppl. 487 (1943); AD, 1943-5, Case No. 22).  Often, however, there may be some question as to whether an entity is in fact an integral part of governmental machinery; in those instances courts have usually given great weight to the views of the foreign state, ..... When the Soviet news agency, Tass, was sued in the United Kingdom for alleged libel, the Court of Appeal recognised its immunity, giving sufficient weight to the Soviet ambassador´s certificate that Tass constituted a "department of the Soviet State" (Krajina v. Tass Agency (1949) 2 All E.R. 274; also Baccus S.R.L. v. Servicio National Del Trigo (1957) 1 Q.B. 438 below; and an earlier French case in which the United States Department of State attested to the governmental status of the defendant agency, Lahalle et Lavard v. American Battle Monuments Commission, AD, 1935-7, Case No. 88.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπενθυμίζεται, αναφέρθηκε στην Krajina v. The Tass Agency and Another - ανωτέρω -.  Κατέγραψε μάλιστα στην απόφαση του το σκεπτικό του Αγγλικού Εφετείου ως προς το ότι είχε όντως παρουσιαστεί μαρτυρία από τους εναγόμενους ότι υπήρχε Ρωσικό νομοθέτημα που τους εγκαθίδρυσε και ταυτόχρονα πιστοποιητικό του Ρώσου πρέσβη ότι το Ταςς ήταν τμήμα του τότε Σοβιετικού κράτους.  Ο Ρωσικός νόμος και η παρουσίαση του, κρίθηκε από το Αγγλικό Εφετείο, ως καταλυτικής σημασίας.  Σημειώνει, και ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το αλλοδαπό δίκαιο αποτελεί θέμα πραγματικό, το οποίο πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία, κυρίως με τη γνώμη νομομαθούς, (Bank of Scotland Ltd v. Geodrill Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 753, Sat Vision Ltd ν. Interamerican Property and Casually Insurance Co (1999) 1 Α.Α.Δ. 1811 και Cheshive and North: Private International Law, 10η έκδ., σελ. 125-130).  Αλλά παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε μαρτυρία από την εφεσίβλητη ως προς το καθεστώς της, ώστε να μετατεθεί το βάρος στην εφεσείουσα «να καταρρίψει τη θέση πως οι εναγόμενοι ήταν τέτοιο τμήμα», όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο,  (όλες οι παραπομπές της εφεσίβλητης στο περίγραμμα της έφεσης για το καθεστώς της, είναι ετεροχρονισμένες και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη), εντούτοις χρησιμοποίησε μια αμφίβολη και διαζευκτικού τύπου τοποθέτηση της ίδιας της εφεσείουσας για να καταλήξει στο αποτέλεσμα.  Υπήρξε λοιπόν από το Δικαστήριο αντιστροφή του βάρους απόδειξης και μάλιστα υπό το φως ελλειμματικής  μαρτυρίας που το ίδιο διαπίστωσε.  Δεν μπορεί να απλοποιείται η απάντηση στο ερώτημα της ύπαρξης προνομίου ετεροδικίας ή μη, με το σκεπτικό ότι η εφεσείουσα μνημόνευσε την εφεσίβλητη ως κυβερνητικό τμήμα ή κυβερνητική υπηρεσία.

 

 Στη συνέχεια της μονογραφίας του Francis Deak, στην παρ. 7-26, σελ. 430 κ.ε., εξηγείται με σαφήνεια ότι η κυβερνητική συμμετοχή σε οικονομικούς τομείς που άλλοτε αποτελούσαν ενασχόληση του ιδιωτικού τομέα, έχει οδηγήσει τη διεθνή κοινότητα και τη νομολογία σε περιορισμό του προνομίου ασυλίας ή ετεροδικίας.  Και αυτός ο περιορισμός αποτελεί την πιο σημαντική εξαίρεση στη γενική αρχή της κρατικής ασυλίας.  Τα κριτήρια για τη διαφοροποίηση μεταξύ acta jure imperii (πράξεις κυβερνητικής ή κρατικής εξουσίας) και acta jure gestionis (πράξεις μη κυβερνητικής ή κρατικής εξουσίας), αφορούν κατά βάση τη νομική φύση της συναλλαγής ή πράξης, μη αποδίδοντας ασυλία σε εκείνες τις περιπτώσεις που η συναλλαγή θα μπορούσε να αναληφθεί και από ιδιώτη, καθώς και τον τελικό σκοπό ή αντικείμενο της συναλλαγής, αποδίδοντας σ΄ αυτή την περίπτωση ασυλία σε συναλλαγές ή πράξεις που σχετίζονται ευθέως με δημόσιες λειτουργίες, όπως την άμυνα ή τα δημόσια οικονομικά.  Οι αποφάσεις δυνατόν να ποικίλουν ανάλογα με το κριτήριο που εφαρμόζει το Δικαστήριο κατά περίπτωση.  Συμβόλαια προμήθειας τσιγάρων και στρατιωτικών μπότων σε στρατεύματα θεωρήθηκαν κρατικές πράξεις που επέφεραν ανάλογη ασυλία ως ασκηθείσες υπό κρατική λειτουργία εφαρμόζοντας το κριτήριο του επιδιωκόμενου στόχου, (Guggenheim v. State of Vietnam, Gazette de Palais, 1962, i.,    p. 186 και Kingdom of Roumania v. Guarantee Trust Co of  N.Y. 250 Fed. 341 (1918)).  Από την άλλη, κατ΄ εφαρμογή του κριτηρίου της φύσης της πράξης, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας, στην Stato di Rumania v. Trutta, Foro Italiano (1926) Vol. I, pp 384 ff), έκρινε ότι ένα συμβόλαιο προμήθειας δέρματος σε ξένο στράτευμα δεν απολάμβανε ασυλίας διότι η φύση της συναλλαγής δεν αλλοίωνε  το γεγονός ότι πρόκειτο ουσιαστικά για ιδιωτική πράξη.

 

Τα ίδια αναφέρονται και στο σύγγραμμα του D.J. Harris: Cases and Materials on International Law σελ. 263 και 282-283, αναφορικά με τη διάκριση του jure gestionis και jure imperii, όπου μνημονεύεται απόσπασμα από την υπόθεση Victory Transport Inc v. Comisaria General de Abastecimentos Y Transportes (1965) 34 I.L.R. 110, U.S. Court of Appeal 2d Circuit, 1964.  Καταγράφεται η διαρκής συρρίκνωση του δόγματος της κρατικής ασυλίας ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.  Αναφέρεται ότι δεν υπάρχει πλέον η απόλυτη κρατική ασυλία, σε άρθρο δε του Suchariktul: State Immunities and Trading Activities in International Law, έγινε επισκόπηση της διεθνούς πρακτικής ότι «..... trading activities are invariably included among State acts over which the local courts may exercise jurisdiction.».  Και στον O´ Connell: International Law Vol. 1, 2η έκδ. σελ. 841, αναφέρεται ότι αυτό που μπορεί να εξαχθεί από το εθιμικό διεθνές δίκαιο είναι ότι η ασυλία παραμένει μόνο σε σχέση με κυβερνητικές πράξεις που συνδέονται με τη διοίκηση και δεν επεκτείνεται σε ενέργειες που είναι περισσότερο εμπορικές παρά διοικητικές.

 

   Η πιο πάνω θεώρηση είναι διαχρονική.  Η απόφαση Cudak v. Lithuania Appl. 15869/02 του ΕΔΑΔ (Grand Chamber), ημερ. 23.3.2010, αναλύει τα ζητήματα του jure imperii και jure gestionis, με αναφορά στις πρόσφατες εξελίξεις στη νομολογία.  Το ΕΔΑΔ διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε υπόθεση εργοδότησης Λιθουανής υπηκόου στην Πρεσβεία της Πολωνίας στη Λιθουανία όταν η Πρεσβεία ήγειρε θέμα κρατικής ασυλίας όταν αναζητήθηκαν αποζημιώσεις διότι η υπάλληλος απελύθη.

Η συμφωνία των εδώ διαδίκων αφορά αναμφίβολα σε μια καθαρά εμπορική συναλλαγή μεταξύ της Gallaher και της εφεσείουσας.  Ο σκοπός της αναφορικά με την πάταξη ή αναχαίτιση του λαθρεμπορίου τσιγάρων με ρυθμίσεις μεταξύ δύο ιδιωτικών εταιρειών και την εμπλοκή της εφεσίβλητης με τον τρόπο που ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, δεν παραπέμπει αυτόματα σε κρατική συμφωνία για την οποία η εφεσίβλητη να δύναται να επικαλείται προνόμιο ετεροδικίας.  Η φύση επίσης της συμφωνίας ήταν και παραμένει η ιδιωτική ρύθμιση της εμπορίας των τσιγάρων, υπό το φως του γεγονότος ότι υπήρχε ήδη συμφωνία αποκλειστικής διανομής μεταξύ Gallaher και εφεσείουσας.

 

Το σύστημα κίτρινης/κόκκινης κάρτας με τη δέσμευση της εφεσίβλητης να παρέχει πληροφορίες στην εφεσείουσα και η ανάμειξη παλαιού αποθέματος τσιγάρων με νέο απόθεμα αφορούν καθαρά εμπορικές δοσοληψίες.  Πράξεις εμπορικής ή οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι πράξεις κρατικής εξουσίας υπό το φως μάλιστα του τρόπου ανάμειξης της εφεσίβλητης εδώ.  (Unitica Enterprises Ltd v. The Slovak Republic ημερ. 5.3.1999, ΔΕΚ, και I Congreso del Partido (1981) 2 Αll E.R. 1064).  Το σύστημα κίτρινης/κόκκινης κάρτας δεν είναι αποκλειστικότητα της εφεσίβλητης και σ΄ αυτό παραπέμπει η τελευταία παράγραφος της συμφωνίας, που παρατέθηκε αυτούσια πιο πάνω, στο ότι η εφεσίβλητη είχε σκοπό να ζητήσει από την εφεσείουσα να το εφαρμόσει, απευθυνόμενη, δηλαδή, σε ένα ιδιώτη και μάλιστα εκτός της επικράτειας του Ηνωμένου Βασιλείου.

 

Περαιτέρω, στο βαθμό που η συμφωνία χρήζει ερμηνείας και περαιτέρω εξήγησης, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το ενδιάμεσο στάδιο ότι αφορούσε σε ζήτημα κρατικής και μόνο λειτουργίας ήταν πολύ δραστική.  Μάλιστα, το ίδιο το Δικαστήριο στο σκεπτικό του αφού έκρινε ότι η συμφωνία δεν θα μπορούσε να ενέπιπτε σε καμιά από τις εξαιρέσεις της Σύμβασης που αποκλείουν την επίκληση του προνομίου της ετεροδικίας, (Άρθρα 1-14), σχολίασε ιδιαιτέρως το Άρθρο 4 της Σύμβασης σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Δ.6 θ. 1, για να καταλήξει ότι καμία από τις εκεί περιεχόμενες περιπτώσεις δεν εφαρμόζεται ως βάση για την κατ΄ ισχυρισμό διάρρηξη της συμφωνίας ώστε να αναφύεται υποχρέωση της εφεσίβλητης να πράξει οτιδήποτε εντός της Δημοκρατίας.  Απέκλεισε στη συνέχεια, με ειδική αναφορά, τις περιπτώσεις που καλύπτονται από τις παραγράφους (e) και (f), τις οποίες και συζήτησε διότι η εφεσίβλητη, αν εξώθησε ή υποκίνησε την Gallaher να παραβεί τη συμφωνία της με την εφεσείουσα, δεν το έπραξε στην Κύπρο, ούτε και η εφεσίβλητη είχε τέτοια εμπλοκή στη συμφωνία, εκτός από του να δίδει κάποιες πληροφορίες στην εφεσείουσα, ώστε να την καθιστά υπεύθυνη να πράξει οτιδήποτε το οποίο παρέβηκε, ούτε η εφεσείουσα παραπονείται για την μη παροχή πληροφοριών.

 

Όμως, σ΄ αυτό το προκαταρκτικό στάδιο είναι δύσκολος ο αποκλεισμός όλων των περιπτώσεων είτε κάτω από τη Σύμβαση, είτε κάτω από τη Δ.6, για τον απλό λόγο ότι η μαρτυρία δεν τέθηκε πλήρως ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε και θα μπορούσε να αξιολογηθεί τελεσίδικα, όπως το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε στην απόφαση του.  Έχοντας υπόψη τη φύση των  αξιώσεων όπως καταγράφηκαν στο κλητήριο ένταλμα και μετέπειτα στην έκθεση απαίτησης, αυτές δεν μπορούσαν να τύχουν a priori εξέτασης σε βαθμό απόρριψης τους.  Ορθά λοιπόν παραπονείται  στο θέμα η εφεσείουσα εισηγούμενη στους λόγους έφεσης της ότι μέρος της συμφωνίας, επιβάλλουσα υποχρέωση επί της εφεσίβλητης ήταν και η παροχή πληροφοριών ως προς τις κατασχέσεις τσιγάρων και το λαθρεμπόριο.  Η διαδικασία της κίτρινης-κόκκινης κάρτας είναι αμφίβολο αν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την ίδια την εφεσίβλητη εναντίον άλλου συμβαλλόμενου μέρους εφόσον σκοπός ήταν η συνεργασία και των τριών συμβαλλόμενων για πάταξη του λαθρεμπορίου. Η χρήση της από την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα πιθανόν να υποδεικνύει και να παραπέμπει σε διάρρηξη συμφωνίας.  Το ίδιο και η μη παροχή πληροφοριών.  Περαιτέρω, η παραίνεση, υποκίνηση, ή, εξώθηση τρίτου να παραβεί μια συμφωνία αποτελεί λόγο για τον οποίο η συμφωνία ακυρώνεται ή διαρρηγνύεται υπαιτιότητι του μέρους εκείνου  που προέβηκε στις πιο πάνω πράξεις.  Αυτό αποτελεί αστικό αδίκημα, όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, συμφώνως του άρθρου 34(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.  Το πού έγινε η κατ΄ ισχυρισμόν υποκίνηση και η διάρρηξη της συμφωνίας είναι θέμα μαρτυρίας.  Η εφεσείουσα διατείνεται ότι το αδίκημα διαπράχθηκε στη Δημοκρατία στη βάση συμφωνίας που συνομολογήθηκε τελικά στην Κύπρο, υπογραφείσα από την ίδια μεταγενέστερα της υπογραφής της συμφωνίας από τα άλλα δύο συμβαλλόμενα μέρη.  Οι παράγραφοι 24-30 της ένορκης δήλωσης Π. Τλάϊς, ήταν αρκετές για να αποδώσουν δικαιοδοσία στα Δικαστήρια της Δημοκρατίας.  Εμπλέκονται δε και ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που δεν θα μπορούσαν να αποφασιστούν τελεσίδικα σ΄ αυτό το στάδιο.

 

Περαιτέρω, το Άρθρο 29 της Σύμβασης αποκλείει από την εφαρμογή της ζητήματα που αφορούν τελωνειακούς δασμούς, φόρους ή ποινές.  Η εφεσείουσα εισηγείται, και αυτό παρουσιάζεται σ΄ αυτό το αρχικό στάδιο βάσιμο, ότι το σύστημα της κίτρινης-κόκκινης κάρτας είναι ένα είδος ποινής ως ρύθμιση που σχετίζεται με τις απώλειες δασμών και φόρων, γεγονός που δέχεται και ο Morris στη δική του μαρτυρία ως προς το ότι το Ηνωμένο Βασίλειο απώλεσε 1,9 δισεκατομμύρια στερλίνες από την εισαγωγή λαθραίων τσιγάρων (σελ. 20 των πρακτικών).

 

Παραμένει το ζήτημα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ως προς την επίδοση των εγγράφων.  Το πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε σοβαρό νομικό σφάλμα αποφασίζοντας ότι η επίδοση των εγγράφων έγινε κατά παράβαση του Άρθρου 16 της Σύμβασης.  Αυτό προνοεί τα εξής, στο βαθμό και έκταση που ενδιαφέρει:

 

«1. Εν σχέσει προς διαδικασίαν κατά Συμβαλλομένου τινός Κράτους διεξαγομένην ενώπιον δικαστηρίου ετέρου Συμβαλλομένου Κράτους, οι ακόλουθοι κανόνες τυγχάνουν εφαρμογής.

 

2.  Αι αρμόδιαι αρχαί του Κράτους του forum οφείλουν να διαβιβάζουν

-  το πρωτότυπον ή αντίγραφον του εγγράφου εγέρσεως της διαδικασίας•

- αντίγραφον οιασδήποτε ερήμην εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως κατά Κράτους όπερ ήτο εναγόμενον εν τη διαδικασία,

μέσω της διπλωματικής οδού προς το Υπουργείον Εξωτερικών του εναγομένου Κράτους διά περαιτέρω διαβίβασιν, εάν απαιτήται, προς την αρμοδίαν αρχήν.»

 

Η εφεσείουσα στη Γενική Αίτηση της, αλλά και στην αίτηση της εντός της αγωγής για επίδοση στο εξωτερικό, βάσισε τη θέση της για επίδοση στις πρόνοιες του Κανονισμού 1348/2000 (ΕΚ), ημερ. 29.5.2000, ως τροποποιήθηκε.  Το Διάταγμα ημερ. 9.7.2007 επέτρεψε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αλλά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως εξής:

 

«Α. Εκδοθεί και διά του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο επιτρέπεται η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας (αλλά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 1348/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 ως έχει σήμερα, Ειδοποίησης καθώς και πιστής μετάφρασης αυτής στα Αγγλικά, του Κλητηρίου Εντάλματος που σφραγίστηκε και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο στις 19/01/2007 κατόπιν Διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 18/01/2007 μέσω του: "The Senior Master, for the attention of the Foreign process Department (Room), Royal Courts of Justice", Διοικητική Διεύθυνση Strand WCLA 2LL, London, Τηλ: 0044 207 9476691.»

 

Ο Κανονισμός 1348/2000 (Council Registration (EC) No. 1348/2000), αντικαταστάθηκε στις 13.11.2007 με τον Κανονισμό 1393/2007, μετά δηλαδή την παροχή και έκδοση του πιο  πάνω Διατάγματος, ημερ. 9.7.2007, (για το σκοπό και εμβέλεια του Κανονισμού 1393/2007, δέστε Consortia Europe Ltd v. Fregata Holdings Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 387/2011, ημερ. 17.10.2014), ECLI:CY:AD:2014:A790.  Επομένως τυγχάνει εφαρμογής ως είχε τότε.  Προνοεί για την παροχή από κάθε κράτος προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του ονόματος του δημόσιου φορέα που θα δέχεται δικαστικά ή άλλα έγγραφα προς επίδοση από άλλο κράτος μέλος.  Η εφεσείουσα δεν εξηγεί πώς βρήκε τη διεύθυνση στην οποία ζήτησε την επίδοση των εγγράφων.  Προφανώς να ήταν εκ μέρους της εφεσίβλητης η δηλωθείσα διεύθυνση στην αρμόδια Ευρωπαϊκή Επιτροπή.  Όμως, η εφεσίβλητη αναγνώρισε την επίδοση των εγγράφων με τη βεβαίωση που επισυνάφθηκε στην επιστολή ημερ. 19.11.2007 του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης της Δημοκρατίας προς το δικηγόρο της εφεσείουσας, ως προς ότι τα έγγραφα πράγματι επιδόθηκαν στις 19.10.2007.  Η επισυναφθείσα βεβαίωση από την αρμόδια αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου δόθηκε δυνάμει του Άρθρου 10 του Κανονισμού 1348/2000, χρησιμοποιώντας το σχετικό Παράρτημα περί επίδοσης που προβλέπεται από τον ίδιο τον Κανονισμό.  Στο Παράρτημα που είναι το Πιστοποιητικό Επίδοσης («Certificate of Service»), είναι σημειωμένο ότι τα έγγραφα επιδόθηκαν «Via 1st class Post».  Επισυνημμένο στο Πιστοποιητικό Επίδοσης, ημερ. 29.10.2007, είναι ένα Order του High Court, Queen´s Bench Division, ημερ. 16.10.2007, του Senior Master ότι διδόταν άδεια να επιδοθούν στην εφεσίβλητη τα έγγραφα «via 1st class post at the following address»:

 

«Her Majesty´s Revenue and Customs

 Ex Her Majesty´s Customs & Excise

 100 Parliament Street

 Westminister

 London

 SW 1A»

 

         Τα πιο πάνω ήταν μεταγενέστερα της επιστολής της Megan Thompson, ημερ. 7.2.2007, με την οποία απαντήθηκε επιστολή του δικηγόρου της εφεσείουσας ως προς την ορθή διεύθυνση επίδοσης των εγγράφων.  Εκεί αναφερόταν ως διεύθυνση:

 

«Solicitor´s Office

 Civil Litigation

 Somerset House

 West Wing

 Room G10

 Strand

 London WC2R 1 LB»

 

         Παρατηρείται ότι επίδοση έγινε δυνάμει του Κανονισμού 1348/2000.  Αυτό αναγνωρίσθηκε από την εφεσίβλητη.  Η εφεσίβλητη στην ένσταση της δεν ήγειρε ζήτημα ότι η επίδοση ήταν λανθασμένη.  Και δεν θα μπορούσε υπό το φως των πιο πάνω.  Εκείνο το οποίο ήγειρε η εφεσίβλητη ήταν ότι η επίδοση όφειλε να γίνει με βάση τη Σύμβαση.  Όμως η Σύμβαση δεν ισχύει εδώ διότι ήδη αποφασίστηκε ότι η εφεσίβλητη δεν θα μπορούσε στη βάση των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων να βασιστεί σε προνόμιο ετεροδικίας και επομένως η πρωτόδικη θεώρηση περί μη ορθής επίδοσης δυνάμει της Σύμβασης είναι λανθασμένη.  Περαιτέρω, δεν θα έπρεπε το Δικαστήριο να εισέλθει στην ουσία του καθ΄ αυτού τρόπου επίδοσης εφόσον υπήρχε βεβαίωση ότι όντως επεδόθη και η εφεσίβλητη εμφανίστηκε και υπέβαλε και αίτηση παραμερισμού (αργότερα υπέβαλε εκ των υστέρων και αίτηση να της επιτραπεί η καταχώρηση εκπρόθεσμης  εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, την οποία στη συνέχεια απέσυρε).

 

         Εν πάση περιπτώσει, είναι φανερό ότι η ιεράρχηση δικαίου δίδει προβάδισμα στον Κανονισμό 1348/2000, τώρα τον Κανονισμό 1393/2007, εφόσον αποτελεί Ευρωπαϊκή νομοθεσία η οποία υπερτερεί του ημεδαπού  δικαίου δυνάμει του Άρθρου 1Α του Συντάγματος.  Η Σύμβαση αποτελεί υποδεέστερο τώρα κανόνα δικαίου εφόσον αποτελεί δυνάμει του Άρθρου 169.3 του Συντάγματος μια διεθνή συμφωνία αυξημένης ισχύος έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου, όχι όμως υπέρτερης ισχύος έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

 

         Συνεπώς, στη βάση των όσων δεδομένων τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά το στάδιο της αιτήσεως για παραμερισμό, η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη διαταγή εξόδων παραμερίζεται. Εναπόκειται βεβαίως στην εφεσίβλητη να θέσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκείνο το υλικό το οποίο επιθυμεί έτσι ώστε το ζήτημα της ετεροδικίας να τύχει πλήρους εξέτασης. 

 

         Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                         

                                                   Δ.

 

 

                                                   Δ.

 

 

                                                   Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο