ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D88
(2015) 1 ΑΑΔ 253
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 12/2015)
10 Φεβρουαρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ
MANDAMUS ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 26378/2014 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17/12/2014 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ
ΚΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΙ/Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΚΑΙ/Η ΣΤΟΝ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΤΗΣ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 26378/2014
Η ΟΠΟΙΑ ΗΤΑΝ ΟΡΙΣΜΕΝΗ ΣΤΙΣ 17/12/2014
-----------------------------------
Μ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Χορηγήθηκε στις 8.1.2015 άδεια για καταχώρηση αίτησης με σκοπό την έκδοση εντάλματος Mandamus. Η αίτηση για άδεια επιδιώχθηκε στη βάση του δεδομένου ότι πρακτικό ημερ. 17.12.2014 που τηρήθηκε στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 26378/2014 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είχε συνταχθεί ή δοθεί στην αιτήτρια, παρά τις σχετικές προσπάθειες που κατέβαλε προς τούτο ο συνήγορος της.
Καταχωρήθηκε, επομένως, η υπό κρίση αίτηση με την οποία επιδιώκεται η έκδοση εντάλματος τύπου Mandamus, (ταυτόχρονο αίτημα για ένταλμα certiorari είχε αποσυρθεί στο στάδιο της αίτησης για άδεια και κακώς επαναφέρεται), ώστε να διαταχθεί πάραυτα το Ποινικό Τμήμα του Πρωτοκολλητείου Λεμεσού να παραδώσει στην αιτήτρια και/ή στον δικηγόρο της το πρακτικό που τηρήθηκε στις 17.12.2014 στην πιο πάνω ποινική υπόθεση. Επαναλαμβάνονται από πλευράς γεγονότων τα όσα είχαν καταγραφεί και στην Αίτηση υπ΄ αρ. 1/2015, για τη χορήγηση της άδειας.
Συνοπτικά, διότι τα γεγονότα αυτά δεν αμφισβητούνται στην ουσία, η αιτήτρια παρέστη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 8.30 π.μ. στις 17.12.2014, όταν η υπόθεση της είχε οριστεί για ακρόαση στις 10.00 π.μ. Όταν το Δικαστήριο επελήφθη της υπόθεσης στις 12.00 το μεσημέρι, η αιτήτρια ζήτησε αναβολή λόγω ασθενείας του δικηγόρου της. Μετά από ένσταση της αντίδικης πλευράς, ο Δικαστής που επιλαμβανόταν της υπόθεσης είπε στην αιτήτρια «.. με πολύ θυμωμένο και έντονο ύφος "Άτε έφυγες κυρία"», ζητώντας από αυτή να υπογράψει εγγύηση για €2.000, χωρίς όμως να δοθεί νέα ημερομηνία. Αυτό έπραξε η αιτήτρια. Στη συνέχεια ζητήθηκε στις 23.12.2014 το πρακτικό που τηρήθηκε, πλην όμως της λέχθηκε ότι το πρακτικό θα ήταν έτοιμο μετά τις εορτές των Χριστουγέννων ενόψει των επερχομένων δικαστικών διακοπών. Μετά από νέα επικοινωνία του δικηγόρου της αιτήτριας, ανεφέρθη από πλευράς του Πρωτοκολλητείου ότι το πρακτικό θα ήταν έτοιμο στις 29.12.2014. Παρά ταύτα αυτό δεν ετοιμάστηκε.
Εισηγείται η αιτήτρια ότι χωρίς το πρακτικό δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι ακριβώς έγινε στις 17.12.2014 και επομένως ήταν πιθανό το Δικαστήριο να προχώρησε στην ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία της αιτήτριας. Ελλείπει, επομένως, το υπόβαθρο ώστε η αιτήτρια να τύχει της δέουσας συμβουλής ως προς το πρακτέο χωρίς το σχετικό πρακτικό. Η κατηγορία που αντιμετώπιζε ήταν στη βάση του άρθρου 4 του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμου αρ. 60(Ι)/2008, που ποινικοποιεί αστικό χρέος προβλέποντας και ποινή φυλάκισης.
Καταχωρήθηκε ένσταση από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Σάββα Κυριάκου, Ανώτερου Πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Ο ομνύων λέγει ότι μετά την επίδοση της υπό κρίση αίτησης για έκδοση εντάλματος Mandamus, ερεύνησε το όλο θέμα, από δε την έρευνα αυτή προέκυψε ότι η Ποινική Υπόθεση αρ. 26378/2014 ήταν ορισμένη ενώπιον του Εντίμου Δικαστή Παπαθανασίου, Ε.Δ., στις 17.12.2014 για ακρόαση. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της υπόθεσης αρχικά γύρω στις 10.00 π.μ. στην παρουσία του δικηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής και της ίδιας της αιτήτριας-κατηγορούμενης, η οποία είχε εμφανισθεί χωρίς δικηγόρο. Στις 12.00 το μεσημέρι όταν το Δικαστήριο επελήφθη εκ νέου της υπόθεσης, η αιτήτρια ήταν απούσα και η Κατηγορούσα Αρχή προχώρησε σε απόδειξη της υπόθεσης.
Ο ομνύων, περαιτέρω, δεν αμφισβητεί τα όσα αναφέρονται στην αίτηση της αιτήτριας σε σχέση με τις προσπάθειες της μέσω του δικηγόρου της να προμηθευθεί το πρακτικό ημερ. 17.12.2014. Η θέση του είναι ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια για ανεύρεση του φακέλου της Ποινικής Υπόθεσης αρ. 26378/2014, χωρίς όμως οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν δόθηκε στην αιτήτρια ή τον δικηγόρο της το σχετικό πρακτικό και δεν οφείλεται σε άρνηση ή παράλειψη του Πρωτοκολλητή ή άλλων λειτουργών να το παραδώσουν. Αυτό θα παραδοθεί αμέσως εάν και εφόσον ο φάκελος της υπόθεσης ανευρεθεί.
Στη βάση των πιο πάνω, αποτελεί την εισήγηση του ενισταμένου Γενικού Εισαγγελέα ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έκδοσης του εντάλματος Mandamus διότι «.. αυτό θα εστερείτο νοήματος ή θα ήταν μάταιο και/ή αδύνατο ως προς την εφαρμογή του.». Τυχόν έκδοση του εντάλματος θα θέσει αυτόματα τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και άλλους λειτουργούς σε αδυναμία συμμόρφωσης, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για παρακοή. Περαιτέρω, από τη στιγμή που ο φάκελος της υπόθεσης δεν μπορεί να ανευρεθεί «... δεν διαφαίνεται καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της αιτήτριας στο βαθμό και κατά τον τρόπο που ισχυρίζεται.».
Οι συνήγοροι ήσαν ιδιαιτέρως συνοπτικοί κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Ο συνήγορος της αιτήτριας υιοθέτησε στην ουσία τα όσα το Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ημερ. 8.1.2015, η δε συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα εστίασε την επιχειρηματολογία της στην αδυναμία συμμόρφωσης και παρέπεμψε σχετικά στο σύγγραμμα Basu´s Commentary on the Constitution of India, Πέμπτη Έκδοση, Τόμος 3, σελ. 490 και στην R. v. Bristol Ry., (1877) 3 Q.B.D. 10.
Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει τη φύση και την εμβέλεια του εντάλματος Mandamus στην υπόθεση Τσαγγαρίδου (Αρ. 2) (2008) 1 Α.Α.Δ. 1004, από την οποία επαναλαμβάνονται τα ακόλουθα λεχθέντα, τα οποία και έχουν απόλυτη εφαρμογή και στην υπό κρίση περίπτωση:
Τα προνομιακά εντάλματα εκδίδονται βεβαίως κατ΄ αποκλειστικότητα από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ εξουσιοδότηση του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος και αντιδιαστέλλονται με τη δικαιοδοσία που δίδεται και πάλι κατ΄ αποκλειστικότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο στη βάση του Άρθρου 146. Τα προνομιακά εντάλματα, όπως εφαρμόζονται στην Κύπρο έχουν τις καταβολές τους στο Αγγλικό δίκαιο και ενώ κατά κανόνα απευθύνονται εναντίον των κατώτερων Δικαστηρίων, η φύση του καθενός είναι διαφορετική και είναι δυνατόν να επεκταθεί και σ΄ άλλους τομείς. Όπως το quo warranto (που στην Αγγλία έχει καταργηθεί με το άρθρο 9 του Administration of Justice (Miscellaneous Provisions) Act 1938), απευθύνεται σε πρόσωπο που κατά νόσφιση εξουσίας, παράνομα ασκεί δημόσια καθήκοντα, έτσι και το mandamus δύναται να εκδοθεί ως κατάλοιπο της εγγενούς εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ελέγχει τη νομιμότητα όχι μόνο των αποφάσεων των κατωτέρων Δικαστηρίων, αλλά και των αποφάσεων ή παραλείψεων παντός οργάνου, προσώπου, ή αρχής, τα οποία οφείλουν να εκτελέσουν καθήκον. Έχει μεγάλη εμβέλεια εφόσον, σ΄ αντίθεση με τα εντάλματα certiorari και prohibition, δύναται να απευθυνθεί προς πάσα αρχή, όχι κατ΄ ανάγκη δικαστική. Όπως αναφέρεται στον O. Hood Phillips: Constitutional and Administrative Law 5η έκδ. σελ. 542:
«The order of mandamus may be issued to any person or body (not necessarily an inferior court) commanding him or them to carry out some public duty. It is a residual remedy of use where no other remedy is available.»
Αναφέρεται επίσης στο σύγγραμμα του Michal T. Molan: Administrative Law 4η έκδ., 2003, σελ. 314 παρ. 11.6, ότι:
«A mandatory order is a prerogative order, directed at an inferior body, compelling it to act in accordance with duties to which it is subject. It will only lie against a public body, in relation to public law duties.»
Η πιο πάνω γραμμή ακολουθήθηκε και ακολουθείται και στην Κύπρο. Σχετικές αναφορές γίνονται στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, 2004, σελ. 248-252, όπου καταγράφονται αποφάσεις όπως η In re Moschatos (1985) 1 C.L.R. 381 και η BNK East Med Limited (1997) 1 Α.Α.Δ. 1302. Στην τελευταία δόθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος mandamus με σκοπό να υποχρεωθεί το Δημοτικό Συμβούλιο Πόλης Χρυσοχούς να εκτελέσει έγκαιρα διάταγμα κατεδάφισης παράνομης δισκοθήκης όπου η περιουσία της αιτήτριας γειτνίαζε με αυτή. Πιο πρόσφατα στην Αίτηση του Σόλωνα Παπαχριστοδούλου κ.α. για έκδοση εντάλματος Mandamus (2006) 1 Α.Α.Δ. 1180, εκδόθηκε ένταλμα mandamus με το οποίο διατάχθηκε ο Αρχηγός της Αστυνομίας όπως συνδράμει στην εκτέλεση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για εκτέλεση επαναφοράς της χρήσης υποστατικών σε καταστήματα όταν αυτά μετατράπηκαν παράνομα σε κέντρο αναψυχής.
Για ιστορικούς πλέον σκοπούς, να λεχθεί ότι η νομολογία πριν την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας το 1960 και την εισαγωγή του Συντάγματος και πάλιν αναγνώριζε την αποκλειστική αφενός δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, αλλά και τη δυνατότητα αφετέρου να ελέγχονται μ΄ αυτά αποφάσεις και διαδικασίες σωμάτων οιωνεί δικαστικών («quasi-judicial tribunals») ή ασκούντων εκτελεστική εξουσία («ministerial authority») (δέστε την υπόθεση Ozcan v. The High Council of Evcaf 23 C.L.R. 228 και την ερμηνεία του άρθρου 20(d) του τότε Courts of Justice Law, 1953 και την Nearchos HajiSoteriou & Others v. B.J. Weston 21 C.L.R. 211).
Προκύπτει επίσης σαφώς από τη νομολογία ότι το mandamus δεν εκδίδεται όπου το επιδιωκόμενο προς εκτέλεση καθήκον εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο, διότι τότε η ορθή θεραπεία είναι η καταχώρηση προσφυγής κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος (δέστε In re Moschatos - πιο πάνω - σελ. 385). Το δημόσιο καθήκον θα πρέπει να ασκείται στη συγκεκριμένη περίπτωση σε σχέση με ζήτημα που ανακύπτει ως θέμα ιδιωτικού δικαίου και όχι δημοσίου, το δε ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον στην εκτέλεση του κατ΄ ισχυρισμόν νομικού καθήκοντος που έχει το δημόσιο όργανο (δέστε BNK East Med Limited - πιο πάνω -). Το ζήτημα τίθεται και ως εξής στον O. Hood Phillips: Constitutional and Administrative Law, ibid:
«It may be issued on the application of the Crown, or of a private individual who has a specific right or an interest over and above that of the public generally.»
Τέλος, το mandamus δεν εκδίδεται όπου υπάρχει άλλη καταλληλότερη θεραπεία στο αστικό δίκαιο ή όπου είναι πρόσφορη άλλη ευχερέστερη διαδικασία, (R. v. Charity Commissioners (1987) 1 Q.B. 407), ή, όπου παρέχεται νομοθετική θεραπεία (Pasmose v. Oswaldtwistle Urban District Council (1898) AC 387 και R. v. ILEA, ex parte Ali (1990) COD 317).
Η παρούσα υπόθεση είναι θλιβερή όσον αφορά τη φύση και τις προεκτάσεις της. Η αρμοδία αρχή αδυνατεί να εντοπίσει το φάκελο μιας ποινικής υπόθεσης για να εφοδιάσει την αιτήτρια που ήταν κατηγορούμενη με το σχετικό πρακτικό ώστε η αιτήτρια να γνωρίζει με ακρίβεια τι ακριβώς έγινε στην απουσία της και πώς η ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση έτυχε χειρισμού από τον Δικαστή. Η αιτήτρια ως πολίτης της Δημοκρατίας είχε όχι μόνο την υποχρέωση να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να αντιμετωπίσει την εναντίον της κατηγορία, αλλά και το δικαίωμα να αμφισβητήσει το όποιο αποτέλεσμα της με έφεση, ανάλογα με την εξέλιξη της υπόθεσης. Της έχει αποστερηθεί όμως αυτό το δικαίωμα λόγω αδυναμίας του αρμοδίου Πρωτοκολλητείου και κατ΄ επέκταση του Διοικητικού Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, να την εφοδιάσουν με το πρακτικό επειδή ο φάκελος της υπόθεσης απωλέσθη. Καμιά ευθύνη βέβαια γι΄ αυτό δεν φέρει η αιτήτρια και είναι εντελώς άτοπη η θέση του ενισταμένου Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν έχουν επηρεασθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα της αιτήτριας επειδή δεν ανευρέθηκε ο φάκελος. Αντίθετα, τα δικαιώματα της έχουν επηρεασθεί κατά μείζονα τρόπο. Πέραν από τη δικαιολογημένη αγωνία και ανησυχία της αιτήτριας ως προς το αποτέλεσμα της υπόθεσης, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή, εφόσον ανευρεθεί ο φάκελος της υπόθεσης, να φυλακισθεί εάν και εφόσον βεβαίως τέτοια ήταν η ποινή που της είχε επιβληθεί. Θα είναι δε αναγκασμένη η αιτήτρια σε τέτοια περίπτωση να προβεί σε διάβημα για επέκταση του χρόνου έφεσης με τις ανάλογες περιπλοκές.
Δεν έχει πεισθεί το Δικαστήριο ότι υφίσταται βάσιμος λόγος μη έκδοσης εντάλματος Mandamus. Η αδυναμία ανεύρεσης του φακέλου και κατ΄ επέκταση της σύνταξης του πρακτικού που προβλήθηκε ως ο κύριος λόγος μη άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αίτησης, δεν επαρκεί. Είναι αδιανόητο να μην μπορεί να βρεθεί ή να εντοπισθεί ο φάκελος από το Πρωτοκολλητείο, ενώ τίποτε απολύτως δεν αναφέρεται στην ένσταση που να παραπέμπει σε πραγματική αδυναμία ανασύστασης ή αναδόμησης του φακέλου. Ούτε καν καταγράφεται ισχυρισμός ότι έγινε τέτοια προσπάθεια.
Η αναφορά στο σύγγραμμα του Basu - ανωτέρω - στο οποίο έγινε επίκληση έχει ως εξής:
«(a) A mandamus will not go when it appears that it would be futile in its result. Accordingly, the Court will not, by mandamus, order something which it is impossible of performance because the party against whom the order is prayed for does not, for some reason, possess the power to obey.»
Η πιο πάνω αναφορά παραπέμπει στη σημείωση αρ. 6 και στην υπόθεση R. v. Bristol Ry (1877) 3 Q.B.D. 10, τα γεγονότα της οποίας όμως δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα λαμβανόμενα στην εδώ υπόθεση. Στην υπόθεση εκείνη είχε εκδοθεί διάταγμα από το Board of Trade δυνάμει του Railway Clauses Act 1863, εντέλλοντας μια σιδηροδρομική εταιρεία να κατασκευάσει μια γέφυρα ώστε με τη χρήση της να περάσει πάνω από τη γραμμή ένας δρόμος, αντί ο δρόμος να διασχίσει την ίδια τη σιδηροδρομική γραμμή. Πριν από το διάταγμα αυτό, η εταιρεία είχε ήδη εξαντλήσει όλες τις εξουσίες και δυνατότητες της για την ανεύρεση χρημάτων για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής και εφόσον απεδείχθη αδύνατη η εκτέλεση του εγχειρήματος, η εταιρεία είχε ενοικιάσει τη γραμμή σε άλλη εταιρεία, η δε ενοικίαση είχε εγκριθεί με ειδική νομοθεσία του Κοινοβουλίου. Οι ενοικιαστές είχαν λάβει όλα τα κέρδη από τη σιδηροδρομική γραμμή πληρώνοντας και μέρος του τόκου στους ομολογιούχους της εταιρείας. Κατ΄ επέκταση, η εταιρεία δεν είχε απολύτως κανένα πόρο για την κατασκευή της γέφυρας. Όπως το έθεσε το Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα για έκδοση εντάλματος Mandamus, και ακυρώνοντας το προσωρινό ένταλμα που είχε προηγουμένως δοθεί, η εταιρεία είχε χρεωκοπήσει και επομένως δεν υπήρχε περίπτωση συμμόρφωσης με οποιοδήποτε ένταλμα Mandamus. Θα ήταν κατά συνέπεια παράλογο να επιβληθεί μια υποχρέωση και ένα καθήκον σε μια χρεωκοπημένη εταιρεία το οποίο καθήκον θα ήταν εντελώς αδύνατο να εκτελεστεί. Η εκτέλεση θα ήταν αντίθετη προς τις στοιχειώδεις αρχές της δικαιοσύνης.
Εδώ, δεν υπάρχει τέτοια αντικειμενική αδυναμία. Ο φάκελος της υπόθεσης μπορεί να βρεθεί ή να αναδομηθεί και η αιτήτρια δεν επιδιώκει οτιδήποτε παράνομο ή παράλογο. Επιδιώκει το αυτονόητο. Να έχει στη διάθεση της την απόφαση ή τη διαταγή του Δικαστηρίου που την αφορά άμεσα. Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Μιχάλη Μιχαήλ για Mandamus, Πολιτική Αίτηση υπ΄ αρ. 15/2012, ημερ. 24.2.2012, (δεν έχει δημοσιευθεί), το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος τύπου Mandamus ώστε να εξαναγκαστεί ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και/ή ο Αρχηγός της Αστυνομίας και/ή ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να παραδώσουν στον αιτητή πιστοποιημένο αντίγραφο της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε ένταλμα έρευνας του υποστατικού του αιτητή που είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Παρόμοια και εδώ. Η αιτήτρια επιδιώκει τον εξαναγκασμό των αρμοδίων να εκτελέσουν ένα νόμιμο καθήκον και υποχρέωση. Όπως αναφέρεται στον Basu - ανωτέρω -:
«But though the remedy by way of mandamus is discretionary the discretion of the Court is readily exercised in cases where a person has a legal right and no other remedy is open to him for asserting that right except mandamus the writ will be issued in that case, as a matter of course ......»
Εκδίδεται ένταλμα Mandamus ως η αίτηση.
Τα έξοδα τόσο της Πολιτικής Αίτησης υπ΄ αρ. 1/2015, όσο και της παρούσας, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της Δημοκρατίας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ