ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A47
(2015) 1 ΑΑΔ 147
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 66/13
30 Ιανουαρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΙΜΩΝΟΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ
BLUE SEAL SHOES LTD
Εφεσειόντων
Και
ΧΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ & YIOI (ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ) ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων
......
Aίτηση ημερ. 25.10.2013 για ασφάλεια εξόδων
Χ. Κυριακίδης, για Αιτήτρια/Εφεσίβλητη
Φ. Χατζηιωάννου (κα), για Καθ΄ ης η αίτηση/Εφεσείουσα
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που τελεί υπό εκκαθάριση, είχε ενάξει την εφεσίβλητη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, χωρίς όμως επιτυχία αφού η αγωγή της (η υπ΄ αρ. 4404/05) απορρίφθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας με έξοδα εναντίον της.
Η εφεσείουσα αντέδρασε στην απόρριψη της αγωγής της με έφεση, στο πλαίσιο της οποίας η εφεσίβλητη καταχώρισε την υπό κρίση αίτηση για ασφάλεια εξόδων βάσει του άρθρου 382 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 θ.2, Δ.60 θθ.1 και 5 και Δ.48 θθ. 1, 2, 8 και 9.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση, σύμφωνα με την οποία η εφεσείουσα τελεί υπό εκκαθάριση δυνάμει δικαστικού διατάγματος και ενόψει της αφερεγγυότητάς της είχε διαταχθεί και πρωτοδίκως να παράσχει - και παρήσχε - ασφάλεια εξόδων στο ποσό των €5.126. Μάλιστα με την απόρριψη της αγωγής και της καταδίκης της σε έξοδα, η εφεσίβλητη ενήργησε και εισέπραξε το ποσό που είχε κατατεθεί ως ασφάλεια. Έκτοτε, διατείνεται η ενόρκως δηλούσα της εφεσίβλητης, η οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας δεν έχει διαφοροποιηθεί και σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, πράγμα πολύ πιθανό, η εφεσίβλητη δεν θα κατορθώσει να εισπράξει τα δικηγορικά της έξοδα τα οποία, με προκαταρκτικό υπολογισμό που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Β στην αίτηση, θα υπερβούν το ποσό των €4.614,62.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση, με την οποία προβάλλεται ότι (α) η αίτηση είναι παράτυπη αφού στηρίζεται και στη Δ.60 θ.1 η οποία δεν εφαρμόζεται, (β) για εφαρμογή του άρθρου 382 του Κεφ. 113 απαιτείται αξιόπιστη μαρτυρία ότι η εφεσείουσα δεν είναι σε θέση να πληρώσει τυχόν έξοδα και τέτοια μαρτυρία απουσιάζει, (γ) η εφεσείουσα έχει ικανή περιουσία να καλύψει ενδεχόμενα έξοδα εναντίον της και (δ) η εφεσείουσα δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο λόγω τυχόν αδυναμίας της να πληρώσει τα έξοδα.
Όπως και η αίτηση έτσι και η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, στην οποία διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η Δ.60 θ.1 αφορά περιπτώσεις στις οποίες οι ενάγοντες είναι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, η εφεσείουσα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στα δικηγορικά έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης και, εν πάση περιπτώσει, λόγω της κατάστασης της δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τραπεζική εγγύηση ή χρηματοδότηση και τυχόν διαταγή για ασφάλεια εξόδων θα της στερήσει το δικαίωμα έφεσης. Σ΄ ότι δε αφορά το ουσιαστικό μέρος, την ικανότητα της δηλαδή για πληρωμή των δικηγορικών εξόδων, η ενόρκως δηλούσα της εφεσείουσας ισχυρίζεται τα ακόλουθα:
Η εφεσείουσα ναι μεν διατάχθηκε πρωτοδίκως να καταθέσει ασφάλεια εξόδων, αλλά αυτό δεν δημιουργεί δεδικασμένο αφού το διάταγμα εκδόθηκε λόγω της καθυστέρησης της να καταθέσει ένσταση στη σχετική αίτηση. Εν πάση περιπτώσει, θα είναι σε θέση να αποπληρώσει τα δικηγορικά έξοδα της εφεσίβλητης, σε περίπτωση που απορριφθεί η έφεσή της, καθότι είναι εκ δικαστικής αποφάσεως δανειστής της Ε.Η. Χειμαρίδου για το ποσό των £150.000 με τόκο 9% από 13.10.92. Πρόκειται, αναφέρεται στην ένορκη δήλωση, για δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στις 20.11.98 στην αγωγή 9600/94 (Τεκμήριο 3) που έχει εγγραφεί σε κτήμα της οφειλέτριας (Μέμο), για το οποίο εκδόθηκε και διάταγμα πώλησης στην επιφυλαχθείσα τιμή των €800.000. Με δεδομένο δε ότι η εφεσείουσα οφείλει ως αποτέλεσμα επαληθεύσεων το συνολικό ποσό των €230.936,46, με την πώληση του κτήματος και με την είσπραξη του ποσού που έχει λαμβάνει δυνάμει της προς όφελος της δικαστικής απόφασης, θα είναι σε θέση να πληρώσει οποιαδήποτε δικηγορικά έξοδα.
Οι θέσεις των διαδίκων προωθήθηκαν από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους τους με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις, τις οποίες έχουμε μελετήσει και ειδική αναφορά στις εκατέρωθεν εισηγήσεις θα γίνει αν και εφόσον χρειαστεί πιο κάτω.
Αρχίζοντας με το εγερθέν ζήτημα της παρατυπίας, το οποίο αναπτύσσεται και στην αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσείουσας, να επισημάνουμε πως το ζήτημα αυτό έχει ήδη επιλυθεί από τη νομολογία (βλ. Kυριάκου ν. Μιχαήλ (2007) 1 (Β) Α.Α.Δ. 933 και Genemp Trading Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1314). Αποφασίστηκε συναφώς, με υιοθέτηση της Dence v. Mason [1879] WN 31, ότι η Δ.60 θ.1, παρόλο που αναφέρεται σε ενάγοντα ο οποίος διαμένει συνήθως εκτός Κύπρου, εντούτοις μπορεί να τύχει εφαρμογής και εναντίον εφεσείοντα ανεξαρτήτως εάν αυτός ήταν ενάγοντας ή εναγόμενος πρωτοδίκως. Ορθώς, επομένως, συμπεριελήφθη στη νομική βάση της αίτησης και η Δ.60 θ.1 και ο σχετικός με το ζήτημα αυτό λόγος ένστασης για παρατυπία δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Εν πάση περιπτώσει η κατ΄ εξοχήν δικονομική διάταξη για το ζήτημα είναι η Δ.35 θ.2 και η εν λόγω διαταγή μνημονεύεται στη νομική βάση της αίτησης, στοιχείο που αναιρεί οποιοδήποτε ισχυρισμό για παρατυπία.
Ως προς το ουσιαστικό μέρος της αίτησης, αν δηλαδή η εφεσείουσα εταιρεία είναι ικανή ή όχι να πληρώσει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, όντως το άρθρο 382[1] του περί Εταιρειών Νόμου προβλέπει πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων προϋποθέτει ότι ο αιτητής έχει αποσείσει το βάρος των ισχυρισμών του περί αφερεγγυότητας της εταιρείας με αξιόπιστη μαρτυρία. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση η εφεσείουσα εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση και το γεγονός αυτό αποτελεί prima facie μαρτυρία ότι αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα, εκτός αν δοθεί προς το αντίθετο σχετική μαρτυρία (βλ. Genemp Trading Ltd (ανωτέρω) η οποία παραπέμπει στην Northhampton Goal, Iron & Waggon Co. v. Midland Wagon Co. [1878] 7 Ch.D. 500). Tο βάρος επομένως απόδειξης ότι η εφεσείουσα εταιρεία έχει τη δυνατότητα να καταβάλει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης μετήλθε σ΄ αυτή και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, στη βάση των ισχυρισμών που διατυπώνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, το έχει αποσείσει. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι αρνητική εφόσον η κατ΄ ισχυρισμό δυνατότητα της εφεσείουσας συσχετίστηκε με εκτέλεση δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε προς όφελός της στις 20.11.98 στην αγωγή 9600/94, η οποία παραμένει ανεκτέλεστη για 16 και πλέον χρόνια και οι ισχυρισμοί που διατυπώνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση είναι νεφελώδεις σε σχέση με το εάν και πότε θα καταστεί δυνατή η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. Καταλήγουμε επομένως ότι η εφεσείουσα δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της ότι είναι σε θέση να πληρώσει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσής της και οι σχετικοί με το ζήτημα λόγοι υπ΄ αρ. 2 και 3 της ένστασης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ό,τι παρέμεινε προς εξέταση είναι ο τελευταίος λόγος ένστασης, σύμφωνα με τον οποίο αποδοχή της αίτησης θα στερήσει την εφεσείουσα από το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο.
Το ζήτημα εξετάστηκε σε βάθος στην Επίσημος Παραλήπτης ν. Γεν. Ασφάλειες Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (2005) 1 Α.Α.Δ. 1446 με αναφορά στα άρθρα 30.2 του Συντάγματος και 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, ως και με την ανασκόπηση της μέχρι τότε διαμορφωθείσας κυπριακής, αγγλικής και ευρωπαϊκής νομολογίας. Ό,τι προκύπτει σχετικά είναι ότι ναι μεν ο Νόμος δίδει δυνατότητα έκδοσης διαταγής για εξασφάλιση εξόδων εναντίον αφερέγγυας εταιρείας, αλλά κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου πρέπει να εξισορροπούνται τρεις παράγοντες. Ο πρώτος, η οικονομική αδυναμία της εταιρείας, ο δεύτερος, η εύλογη ανησυχία του αντιδίκου της ότι στην περίπτωση που επιτύχει στην υπεράσπισή του δεν θα επανακτήσει τα έξοδά του και, ο τρίτος, το δικαίωμα πρόσβασης κάθε φυσικού και νομικού προσώπου στο Δικαστήριο. Και αυτό πάντοτε στη βάση των περιστατικών της κάθε υπόθεσης, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για διακριτική ευχέρεια. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Genemp Trading Ltd (ανωτέρω), όπου επισημάνθηκε ότι « Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια».
Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης έχουμε την άποψη ότι η επιδιωκόμενη παροχή ασφάλειας εξόδων στο ποσό των €4.614,62 δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απαγορευτικό εμπόδιο πρόσβασης της εφεσείουσας στο Εφετείο, τη στιγμή που και πρωτοδίκως δεν αποτέλεσε τέτοιο εμπόδιο ανάλογη διαταγή και μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσό. Τοσούτω μάλλον όταν η ίδια η εφεσείουσα, με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένστασή της, προβάλλει ότι επιπλέον του ποσού των €5.126 που αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, κατέβαλε στην εφεσείουσα (πρωτοδίκως) ως έξοδα και €3.786 για επαναφορά της απορριφθείσας αγωγής της. Κατά συνέπεια καταλήγουμε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου για έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων δεν θα αποτελούσε δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα της εφεσείουσας για πρόσβαση στο Δικαστήριο.
Ενόψει των πιο πάνω και αφού εξετάσαμε και τον κατάλογο προϋπολογισμού των εξόδων (Τεκμήριο Β) κρίνουμε πως ένα ποσό της τάξεως των €3.500 θα ήταν ικανοποιητικό υπό τας περιστάσεις.
Για όλα τα πιο πάνω εκδίδεται διάταγμα όπως η εφεσείουσα καταθέσει υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης που θα ικανοποιεί τον Πρωτοκολλητή, ή σε μετρητά, ασφάλεια εξόδων στο ποσό των €3.500 εντός 60 ημερών από σήμερα. Ενόψει του Διατάγματος, κάθε περαιτέρω διαδικασία στην έφεση αναστέλλεται μέχρις ότου κατατεθεί η εν λόγω ασφάλεια και σε περίπτωση που δεν κατατεθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, τότε η έφεση θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και απορριφθείσα με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας
.
Τα έξοδα της αίτησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, είναι εναντίον της καθ΄ ης η αίτηση/εφεσείουσας και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της δίκης.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 382. Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.