ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
LOIZOS CONSTANTINOU ν. GEORGHIOS SALACHOURIS (1969) 1 CLR 416
PARASKEVAIDES (OVERSEAS) LTD ν. CHRISTOFIS (1982) 1 CLR 789
Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475
Kouris Dam Joint Venture κ.ά. ν. Kυριάκου Γ. Πεττή (1998) 1 ΑΑΔ 856
Σολομωνίδης Τάσος ν. Μιχάλη Λοΐζου Ζεβλού και Άλλων (2000) 1 ΑΑΔ 228
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Άλλοι ν. Σταύρου Στυλιανού και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 1718
Σπύρος Μελής και Ελένη Λτδ και Άλλη ν. Μαρίνου Σάββα Πολίτη (2003) 1 ΑΑΔ 590
Ανδρέου Ειρήνη ν. Αντώνη Θεμιστοκλέους (2004) 1 ΑΑΔ 355
Jamal Ismail ν. Μιχαήλ Αντωνίου και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 347, ECLI:CY:AD:2014:A107
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:A968
(2014) 1 ΑΑΔ 2851
17 Δεκεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείων,
v.
1. IACOVOU BROTHERS (CONSTRUCTIONS) LTD,
2. ATHINODOROU BROTHERS SUPER BETON LTD,
3. ΚΩΣΤΑ ΑΒΛΑΣΤΙΜΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 389/2009)
Αμέλεια ― Εργατικό ατύχημα ― Παράλειψη εργοδότη να παρέχει ασφαλές σύστημα εργασίας ― Πολύ σοβαρός τραυματισμός εφεσείοντα από μπετονιέρα ― Του αποδόθηκε πρωτοδίκως, ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας 15% ― Επέμβαση Εφετείου και απόφανση ότι το ατύχημα οφειλόταν αποκλειστικά στο σύστημα εργασίας που παρείχε η εργοδότρια εταιρεία και στην αμέλεια του εφεσίβλητου 3, οδηγού της μπετονιέρας.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Εργατικό ατύχημα ― Ρωγμώδες κάταγμα βάσης 5ου μεταταρσίου δεξιού ποδιού με εκτεταμένο βαθύ τραύμα ραχιαίας και έσω επιφάνειας δεξιού άκρου ποδός και φτέρνας, μεταμόσχευση δέρματος, δίμηνη νοσηλεία, βάδιση για ένα έτος με βοήθεια βακτηριών ― Παρούσα κατάσταση: βάδιση μόνιμα με μπαστούνι και μόνιμα κατάλοιπα ― Αύξηση κατ' έφεση του ποσού που επιδικάστηκε πρωτοδίκως από € 65.000 επί πλήρους ευθύνης, σε €90.000.
Αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Εφεσείων ηλικίας 60 ετών κατά το χρόνο του εργατικού ατυχήματος ― Κάλυψη μισθών έως τα 61 του χρόνια - Καθορισμός πολλαπλασιαστή τριών ετών - Εκρίθη ορθή η προσέγγιση, δεδομένης της συντάξιμης ηλικίας του στο 63ο έτος.
Αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Πολλαπλασιαστής ― Ευρεία η εξουσία του Δικαστηρίου στον καθορισμό του ― Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη.
Αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Εισοδηματική ικανότητα ― Ο χρόνος της συνταξιοδότησης δε σηματοδοτεί από μόνος του και αυτομάτως το τέλος της εργασιακής ζωής.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται, είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος πάνω στον αδικοπραγούντα.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί, είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου, είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές.
Αποζημιώσεις ― Μέτρο καθορισμού ― Προηγούμενες αποφάσεις προσφέρουν μόνο βοηθητική καθοδήγηση ― Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος.
Αποζημιώσεις ― Αυξητική τάση ― Δεν τάσσεται ως χάρτης για αιτιολόγηση παροχής συνεχώς αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Τόκος ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε εσφαλμένα, επιδικάζοντας τόκο επί των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία της απόφασης δίδοντας ως αιτιολογικό ότι υπολογίστηκαν με σημερινά δεδομένα.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Τόκος ― Προκρίνεται ως δίκαιη η επιδίκαση τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάζονται από την ημέρα της γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος ως τη δίκη, μειωμένου όμως κατά το μισό ― Δεν αποκλείεται διαφορετική προσέγγιση.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση, μεγάλο μέρος της ορθότητας πρωτόδικης απόφασης με την οποία επιμερίστηκε στον ίδιο, συντρέχουσα αμέλεια σε ποσοστό 15%, αναφορικά με τα αίτια εργατικού ατυχήματος κατά το οποίο τραυματίστηκε από μπετονιέρα. Αμφισβήτησε επίσης ως έκδηλα ανεπαρκές το ύψος των γενικών αποζημιώσεων ως επίσης και άλλα ποσά και τόκους που επιδικάστηκαν.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων εργαζόταν ασχολούμενος με την επίστρωση του οδοστρώματος σε εργοτάξιο στην Κάτω Πάφο και ήταν υπάλληλος της εφεσίβλητης 1 εταιρείας, η οποία διεξήγαγε εργασίες πεζοδρομοποίησης στο χώρο αυτό.
Η εφεσίβλητη 2 προμήθευε το σκυρόδεμα με μπετονιέρες στο εργοτάξιο.
Την ημέρα του ατυχήματος, η μπετονιέρα οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 3, ο οποίος δεν ήταν κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδηγού. Λόγω του στενού χώρου του εργοταξίου, η μπετονιέρα καθοδηγείτο από υπάλληλο της εφεσίβλητης 1 και άδειαζε το σκυρόδεμα σε συγκεκριμένο χώρο εργασίας στην μια πλευρά του εργοταξίου.
Ο εφεσείων εργαζόταν τη συγκεκριμένη μέρα στην απέναντι πλευρά, κατά τρόπο που ήταν γονατιστός με το αριστερό πόδι στο έδαφος, ενώ το δεξί το είχε τεντωμένο προς τα πίσω. Όταν η μπετονιέρα εκκίνησε προς τα εμπρός, ο τροχός της πέρασε πάνω από το τεντωμένο προς τα πίσω πόδι του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων μεταφέρθηκε στη συνέχεια στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, όπου εισήχθη και παρέμεινε νοσηλευόμενος για περίοδο δύο μηνών.
Όπως επισημάνθηκε πρωτοδίκως, ο εφεσείων υπέστη λόγω του ατυχήματος, τέτοιας έκτασης τραυματισμό, που τον έχει επηρεάσει δυσμενώς σε όλο το υπόλοιπο της ζωής του. Υπέστη ρωγμώδες κάταγμα βάσης 5ου μεταταρσίου δεξιού ποδιού με εκτεταμένο βαθύ τραύμα ραχιαίας και έσω επιφάνειας δεξιού άκρου ποδός και φτέρνας. Του έγινε επίσης μεταμόσχευση δέρματος από το δεξιό μηρό και επανειλημμένοι χειρουργικοί καθαρισμοί ενώ παρουσίασε φλεγμονή και μόλυνση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την εφεσίβλητη 1 αμελή, επειδή ως εργοδότρια του εφεσείοντα είχε υποχρέωση επιμέλειας έναντι του, την οποία όμως παρέλειψε να εκπληρώσει αφού το όλο σύστημα εργασίας εξέθετε τους εργοδοτούμενους της σε περιττούς κινδύνους.
Αμελείς κρίθηκαν και οι εφεσίβλητοι 2 και 3. Ο τελευταίος επειδή η ανάληψη ευθύνης από την εφεσίβλητη 1 να τον καθοδηγεί, δεν εκμηδένιζε το καθήκον που είχε ο ίδιος για άσκηση της δέουσας παρατηρητικότητας ενώ οδηγούσε εντός του εργοταξίου.
Η δε εφεσίβλητη 2, εργοδότρια του εφεσίβλητου 3, εκρίθη ότι είχε την ευθύνη να εργοδοτεί ικανό οδηγό και ότι ήταν και η ίδια εκ προστήσεως υπεύθυνη.
Στον εφεσείοντα αποδόθηκε συντρέχουσα αμέλεια 15% επειδή εκρίθη μεταξύ άλλων, ότι ήταν έμπειρος τεχνίτης, οι εργασίες στο εργοτάξιο διεξάγονταν με τον ίδιο τρόπο για αρκετό χρονικό διάστημα και παρά το ότι είχε οδηγίες να εργάζεται πολύ κοντά στην μπετονιέρα, όφειλε και ο ίδιος να προσέχει και να διαφυλάσσει την προσωπική του ασφάλεια.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατένειμε την ευθύνη κατά 65% στην εφεσίβλητη 1, κατά 20% στους εφεσίβλητους 2 και 3, και 15% στον εφεσείοντα.
Ως προς τις αποζημιώσεις, επιδίκασε στον εφεσείοντα το ποσό των €65.000 ως γενικές αποζημιώσεις και €1.043 ως ειδικές αποζημιώσεις στη βάση πλήρους ευθύνης. Για την απώλεια απολαβών, δεδομένου ότι εκρίθη ανίκανος για εργασία, υιοθέτησε πολλαπλασιαστή τριών ετών, επιδικάζοντας σχετικά στον εφεσείοντα το ποσό των €74.058 επί πλήρους ευθύνης. Αποφάσισε περαιτέρω, όπως τα ποσά αυτά έφεραν τόκο από διαφορετικές ημερομηνίες.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:
Πρώτος λόγος έφεσης:
Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο συντρέχουσας αμέλειας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το ατύχημα οφειλόταν αποκλειστικά στο σύστημα εργασίας που παρείχε η εφεσίβλητη 1 και στην αμέλεια του εφεσίβλητου 3, οδηγού της μπετονιέρας.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ έκρινε ότι ο εφεσείων παρέλειψε να αντιληφθεί τον κίνδυνο που ήταν πίσω του τη δεδομένη στιγμή, δεν προσδιόρισε τι μέτρα θα μπορούσε να πάρει τη στιγμή εκείνη και παρέλειψε να πάρει.
3. Η οδήγηση της μπετονιέρας στο χώρο που εργαζόταν ο εφεσείων και οι συνάδελφοι του, ενείχε, δεδομένης της στενότητας του χώρου, όντως τον κίνδυνο να βρεθεί ο ένας στην πορεία του άλλου. Τον κίνδυνο αυτό όμως, επέβαλε το σύστημα εργασίας της εργοδότριας του εφεσείοντα, εφεσίβλητης 1, χωρίς να αφήνεται στον εφεσείοντα οποιαδήποτε άλλη επιλογή για τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του.
4. Το καθήκον του εφεσείοντα να πάρει προφυλάξεις αναφορικά με την ασφάλεια του, δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να επεκτεινόταν στους κινδύνους που ενδεχομένως να δημιουργούντο πίσω από το χώρο όπου έπρεπε να εργάζεται.
Δεύτερος λόγος έφεσης:
Το ποσό που επιδικάστηκε ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία ήταν έκδηλα ανεπαρκές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην παρούσα περίπτωση, κατά το χρόνο του ατυχήματος ο εφεσείων ήταν ηλικίας 60 ετών. Τα τραύματα του ήταν πολύ σοβαρά, ενώ συνεχίζει να ταλαιπωρείται και θα ταλαιπωρείται για το υπόλοιπο της ζωής του.
2. Κατά τη βάδιση χρειάζεται μπαστούνι και δεν μπορεί να περπατήσει σε μεγάλη απόσταση γιατί θα παρουσιάσει άλγος και οίδημα, ενώ υπάρχουν μόνιμα συμπτώματα επώδυνων αιμωδιών (μουδιάσματα). Περαιτέρω, παρουσιάζει μόνιμη χωλότητα και περιορισμούς της κινητικότητας του δεξιού ποδιού.
3. Οι σωματικές βλάβες που υπέστη ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση ήταν σοβαρότερες απ' ότι εκτίμησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε βαθμό που να δικαιολογείτο αύξηση των γενικών αποζημιώσεων που του επιδικάστηκαν. Ως εκ τούτου, οι γενικές αποζημιώσεις αυξήθηκαν στο ποσό των €90.000.
Τρίτος λόγος έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να υπολογίσει την απώλεια απολαβών του εφεσείοντα υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων από την ημέρα του τραυματισμού του μέχρι την έκδοση της απόφασης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρόθεση του εφεσείοντα να εργοδοτείτο μετά τα 63 του χρόνια ήταν μόνο μια προσδοκία.
2. Το δε γεγονός ότι ο εφεσείων είχε καταστεί ανίκανος να εκτελεί την εργασία του, δικαιολογούσε την επιδίκαση αποζημίωσης για απώλεια μελλοντικών απολαβών με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και όχι ως ειδικές αποζημιώσεις όπως ήταν η εισήγηση του εφεσείοντα.
3. Κατά το χρόνο του ατυχήματος ο εφεσείων ήταν ηλικίας 60 ετών. Μετά το ατύχημα, καλύφθηκαν οι μισθοί του μέχρι τα 61 του χρόνια. Η συντάξιμη ηλικία του ήταν το 63ο έτος της ηλικίας του. Βέβαια, ο χρόνος της συνταξιοδότησης δεν σηματοδοτεί από μόνος του και αυτομάτως το τέλος της εργασιακής ζωής. Γεγονός που το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του αφού υιοθέτησε συντελεστή τριών ετών που υπερέβαινε τη συντάξιμη ηλικία. Η προσέγγιση ήταν υπό τις περιστάσεις ορθή.
Πέμπτος λόγος έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε νομικά με το να μην επιδικάσει τόκους επί των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων από την μέρα του ατυχήματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το ζήτημα του τόκου εξετάστηκε πρωτοδίκως αφού πρώτα σημειώθηκε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής.
2. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός νομίμων πλαισίων και αρχών νομολογίας επιδίκασε τόκο επί των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία της απόφασης με εσφαλμένο σκεπτικό.
3. Ήταν ορθό και δίκαιο όπως ο τόκος επί των γενικών αποζημιώσεων αρχόταν από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Ομοίως και σε ότι αφορούσε στις αποζημιώσεις που αφορούσαν στην απώλεια απολαβών.
4. Αναφορικά με την επιδίκαση τόκου στο ποσό των ειδικών αποζημιώσεων, δεν προέκυπτε ότι τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης δικαιολογούσαν διαφορετική προσέγγιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε να δικαιολογείται παρέκκλιση από τις νομολογημένες αρχές με βάση τις οποίες, οι ειδικές αποζημιώσεις φέρουν τόκο από την ημέρα του ατυχήματος, μειωμένου όμως του τόκου κατά το μισό.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς, με έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση κατά την έκταση που αφορούσε στο ζήτημα της συντρέχουσας ευθύνης παραμερίστηκε και η ευθύνη για το ατύχημα κατανεμήθηκε μεταξύ των εφεσιβλήτων κατά αναλογία, κατ' ουσίαν, με βάση το αρχικό ποσοστό ευθύνης τους, 75% στην εφεσίβλητη 1 και 25% στους εφεσίβλητους 2 και 3.
Με δεδομένο ότι ο εφεσείων δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα, η απόφαση για την απώλεια απολαβών παραμερίστηκε και αντικαταστάθηκε με απόφαση για το ποσό των €74.058, πλέον τόκο επί του ποσού τούτου από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.
Εκδόθηκαν δε, επιπρόσθετες ανάλογες διαταγές συμφώνως της περαιτέρω επέμβασης του Εφετείου, όπως παρατέθηκε στους λόγους έφεσης με επιτυχή κατάληξη.
Αποτέλεσμα??
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Paraskevaides (Overseas) Ltd a.o. v Christofi (1982) 1 C.L.R. 789,
Σολομωνίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 228,
Ανδρέου ν. Θεμιστοκλέους (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 355,
Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στυλιανού κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718,
Pollou v. Constantinou (1977) 1 C.L.R. 177,
Kourris Dam Joint Venture κ.ά ν. Πέττη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 856,
Ismail v. Αντωνίου κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 347, ECLI:CY:AD:2014:A107,
Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Πογιατζής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 157/08), ημερομηνίας 17/12/2009.
Χρ. Αργυρού (κα) με Χρ. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Ζαχαρίου (κα), για την Εφεσίβλητη 1.
Μ. Κυριακίδης, για τους Εφεσίβλητους 2 και 3.
Cur. adv. vult.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Στις 13.10.2003, ο εφεσείων τραυματίστηκε σοβαρά όταν κτυπήθηκε από μπετονιέρα. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου, οι οποίες δεν εφεσιβάλλονται, το ατύχημα έγινε υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων ήταν υπάλληλος της εφεσίβλητης 1 εταιρείας, η οποία διεξήγαγε εργασίες πεζοδρομοποίησης στην οδό Αγίου Αντωνίου στην Κάτω Πάφο, και εργαζόταν στο χώρο ασχολούμενος με την επίστρωση του οδοστρώματος με έτοιμο σκυρόδεμα, το οποίο προμήθευε στο εργοτάξιο η εφεσίβλητη 2 εταιρεία με μπετονιέρες. Λόγω του στενού χώρου, η μπετονιέρα για να καταστεί δυνατό να προσεγγίσει το σημείο που γινόταν η σκυροθέτηση, οδηγείτο με την όπισθεν ταχύτητα, του οδηγού, δηλαδή του εφεσίβλητου 3, καθοδηγουμένου από υπαλλήλους της εφεσίβλητης 1.
Την ημέρα του ατυχήματος, η μπετονιέρα οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 3, ο οποίος δεν ήταν κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδηγού, παρόλο που τέτοια άδεια απαιτείτο για τη οδήγηση του συγκεκριμένου οχήματος. Καθοδηγούμενη από υπάλληλο της εφεσίβλητης 1, η μπετονιέρα άδειαζε το σκυρόδεμα με το οποίο κατασκευαζόταν το πεζοδρόμιο, σε «αμπούστες», δηλαδή πλαίσια στα οποία διαμεριζόταν το σκυρόδεμα από το οποίο κατασκευαζόταν το οδόστρωμα του πεζοδρομίου, το οποίο ήταν στην μια πλευρά του εργοταξίου.
Ο εφεσείων μαζί με ακόμη ένα υπάλληλο της εφεσίβλητης 1 εργαζόταν τη συγκεκριμένη μέρα στην απέναντι πλευρά προσπαθώντας να δημιουργήσει αρμό σε ένα από τα πλαίσια. Εργαζόταν γονατιστός με το αριστερό πόδι στο έδαφος ενώ το δεξί το είχε τεντωμένο προς τα πίσω. Όταν η μπετονιέρα εκκίνησε προς τα μπροστά, ο τροχός της πέρασε πάνω από το τεντωμένο προς τα πίσω δεξί πόδι του εφεσείοντα. Ο τελευταίος άρχισε αμέσως να φωνάζει για βοήθεια, ενώ άλλοι συνάδελφοι του φώναξαν στον οδηγό της μπετονιέρας να σταματήσει. Αντιλαμβανόμενος τι είχε γίνει, ο εφεσίβλητος 3 μετακίνησε την μπετονιέρα ελευθερώνοντας το πόδι του εφεσείοντα ο οποίος στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου.
Με αυτές τις διαπιστώσεις το δικαστήριο έκρινε την εφεσίβλητη 1 αμελή γιατί ως εργοδότρια του εφεσείοντα είχε υποχρέωση επιμέλειας έναντι του την οποία όμως παρέλειψε να εκπληρώσει αφού το όλο σύστημα εργασίας εξέθετε τους εργοδοτούμενους της σε περιττούς κινδύνους. Έκρινε δε ότι με το να δώσει οδηγίες στον εφεσείοντα να εργάζεται πολύ κοντά στην μπετονιέρα σε τόσο στενό χώρο, από μόνο του ήταν άκρως επικίνδυνο, έστω και αν υπήρχε συνεχής και αυστηρή επίβλεψη των εργαζομένων. Σημείωσε παράλληλα ότι ούτε αυτή η επίβλεψη υπήρχε όμως κατά το συγκεκριμένο χρόνο αφού δεν ήταν παρών ο επιστάτης και αυτός που τον αναπληρούσε δεν ασκούσε ικανοποιητικά τα καθήκοντα του, ενώ από τη μαρτυρία του εφεσείοντα διαφάνηκε πόσο δεδομένο θεωρούσε ο ίδιος ότι θα εργαζόταν πλησίον της μπετονιέρας, αφού η εργασία του έπρεπε να γίνεται σχεδόν ταυτόχρονα με το ξεφόρτωμα λόγω του κινδύνου να πήξει το μπετόν.
Αμελείς κρίθηκαν και οι εφεσίβλητοι 2 και 3. Ο τελευταίος γιατί η ανάληψη ευθύνης από την εφεσίβλητη 1 να τον καθοδηγεί δεν εκμηδένιζε το καθήκον που είχε ο ίδιος για άσκηση της δέουσας παρατηρητικότητας ενώ οδηγούσε εντός του εργοταξίου. Έπρεπε, επομένως, όταν πήρε οδηγίες να κινηθεί προς τα μπροστά, να προβεί και ο ίδιος σε σχετικό έλεγχο, προτού το πράξει. Η δε εφεσίβλητη 2, εργοδότρια του εφεσίβλητου 3, είχε την ευθύνη να εργοδοτεί ικανό οδηγό και να διατηρεί την μπετονιέρα σε καλή κατάσταση. Εφόσον κρίθηκε ότι ο οδηγός της επέδειξε αμέλεια, ευθυνόταν και η ίδια εκ προστήσεως.
Κρίθηκε επίσης ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας κατά το ότι (σελίδες 21-22 της απόφασης):
« Ο Ενάγων ήταν έμπειρος τεχνίτης, ενώ οι εργασίες στο Εργοτάξιο διεξάγονταν με τον ίδιο τρόπο για αρκετό χρονικό διάστημα. Είχε μεν λάβει οδηγίες να εργάζεται πολύ κοντά στην Μπετονιέρα, αλλά όφειλε και ο ίδιος να προσέχει και να διαφυλάσσει την προσωπική του ασφάλεια.
Ο τρόπος που εργαζόταν εκείνη τη στιγμή δηλαδή με το πόδι τεντωμένο προς τα πίσω από μόνος του δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτός, αλλά καθίστατο επικίνδυνος σε εκείνη τη στενότητα χώρου με την Μπετονιέρα τόσο πλησίον του. Η δε Μπετονιέρα είναι ένα τεράστιο και θορυβώδες όχημα που μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει αντιληπτό. Φαίνεται ότι ο Ενάγων ήταν τόσο προσηλωμένος στην εργασία του που ούτε άκουε, ούτε έβλεπε, ούτε αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο πίσω του.
Είναι δε παράδοξο όταν σήμερα συχνά ακούονται εργοδότες να εκφράζουν παράπονα ότι δεν μπορούν να βρουν καλούς τεχνίτες που να συγκεντρώνονται στην εργασία τους και να δίδουν σημασία στη λεπτομέρεια, ο Ενάγων που είναι τέτοιο άτομα να καλείται από τους Εργοδότες του να «πληρώσει» με ποσοστό αμέλειας αυτή την «αρετή» και υπερβολικό του ζήλο. Το Δικαστήριο οφείλει όμως να εφαρμόζει τις αρχές Δικαίου και θεωρώ την όλη συμπεριφορά του Ενάγοντα εκείνη τη στιγμή ως ένδειξη συντρέχουσας αμέλειας.
. . . . . . . .
Στην παρούσα περίπτωση, η αμέλεια του Ενάγοντα έγκειται στο γεγονός ότι παρέλειψε εκείνη τη στιγμή να αντιληφθεί τον κίνδυνο έστω και αν ήταν πίσω του.»
Κατένειμε την ευθύνη το δικαστήριο κατά 65% στην εφεσίβλητη 1, κατά 20% στους εφεσίβλητους 2 και 3, και 15% στον εφεσείοντα.
Ως προς τις αποζημιώσεις, το δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα το ποσό των €65.000 ως γενικές αποζημιώσεις και €1.043 ως ειδικές αποζημιώσεις στη βάση πλήρους ευθύνης, ενώ για απώλεια απολαβών υιοθέτησε πολλαπλασιαστή τριών ετών, επιδικάζοντας σχετικά στον εφεσείοντα το ποσό των €74.058 επί πλήρους ευθύνης. Αποφάσισε όπως τα ποσά αυτά φέρουν τόκο από διαφορετικές ημερομηνίες ως ακολούθως: οι μεν γενικές αποζημιώσεις από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, οι δε ειδικές αποζημιώσεις και το ποσό που επιδικάστηκε για απώλεια απολαβών από την ημερομηνία καταχώρησης της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης.
Το δικαστήριο δεν δέχτηκε την απαίτηση του εφεσείοντα για ποσό που διεκδικούσε σχετικά με νοσηλευτική φροντίδα που του παρείχε η σύζυγος του, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογεί την επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού.
Με την έφεση προσβάλλονται όλες οι πιο πάνω πτυχές της απόφασης πλην των διαπιστώσεων του δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα ανάλογα ευρήματα του. Από τους έξι λόγους έφεσης που διατυπώνονται, έχουν αποσυρθεί ο 4ος και ο 6ος λόγος, με τους οποίους προσβαλλόταν ως λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων θα συνταξιοδοτείτο στο 63ο έτος της ηλικίας του καθώς και η κρίση του δικαστηρίου σε σχέση με την απαίτηση για αποζημιώσεις για νοσηλευτική φροντίδα. Ως εκ τούτου, ο 4ος και ο 6ος λόγος δεν θα μας απασχολήσουν.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο συντρέχουσας αμέλειας. Εισηγείται, με βάση την αποδεκτή από το δικαστήριο μαρτυρία και ειδικότερα του Γεώργιου Κατσονούρη, Επιθεωρητή Εργασίας στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, ότι αιτία του ατυχήματος ήταν το σύστημα εργασίας της εφεσίβλητης 1 που επέβαλλε όπως οι εργαζόμενοι εργάζονται ταυτόχρονα με την μπετονιέρα στον ίδιο χώρο.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά για το ζήτημα της ευθύνης. Είναι χωρίς δυσκολία που καταλήγουμε ότι το ατύχημα οφείλεται αποκλειστικά στο σύστημα εργασίας που παρείχε η εφεσίβλητη 1 και την αμέλεια του εφεσίβλητου 3. Όπως έχει επισημανθεί πιο πάνω, η αμέλεια του εφεσείοντα κατά το πρωτόδικο δικαστήριο έγκειτο στο γεγονός ότι παρέλειψε να αντιληφθεί τον κίνδυνο που ήταν πίσω του τη δεδομένη στιγμή. Ωστόσο, δεν προσδιόρισε τι μέτρα θα μπορούσε ο εφεσείων να πάρει τη στιγμή εκείνη και παρέλειψε να πάρει, δεδομένου μάλιστα ότι ο τρόπος και οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτός εργαζόταν ήταν στα πλαίσια του συστήματος εργασίας που επέβαλε η εφεσίβλητη 1. Η οδήγηση της μπετονιέρας στο χώρο που εργαζόταν ο εφεσείων και οι συνάδελφοι του ενείχε, δεδομένης της στενότητας του χώρου, όντως τον κίνδυνο να βρεθεί ο ένας στην πορεία του άλλου. Τον κίνδυνο αυτό όμως επέβαλε το σύστημα εργασίας της εργοδότριας του εφεσείοντα, χωρίς να αφήνεται στον εφεσείοντα οποιαδήποτε άλλη επιλογή για τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του. Υπό αυτές τις περιστάσεις, αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς είναι δυνατό ο εφεσείων να είχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια. Εξάλλου το καθήκον του εφεσείοντα να πάρει προφυλάξεις αναφορικά με την ασφάλεια του δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να επεκτείνεται έτσι ώστε να περιλαμβάνει και την υποχρέωση, ενώ εργαζόταν σε χώρο που εκτεινόταν μπροστά του να έχει ταυτόχρονα στραμμένη την προσοχή του στους κινδύνους που ενδεχομένως να δημιουργούντο πίσω του.
Ο δεύτερος λόγος στρέφεται εναντίον του ύψους του ποσού που επιδικάστηκε ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία ως έκδηλα ανεπαρκές. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται ουσιαστικά ότι το ποσό δεν συνάδει με τα ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένα ως προς τη σοβαρότητα του τραυματισμού του εφεσείοντα και τα μόνιμα κατάλοιπα που θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή.
Οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων συνοψίζονται με τον καλύτερο τρόπο στην υπόθεση Paraskevaides (Overseas) Ltd a.o. v Christofi (1982) 1 C.L.R. 789,793. Παραθέτουμε σε ελεύθερη μετάφραση το σχετικό απόσπασμα:
«Στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος πάνω στον αδικοπραγούντα. (Βλ. Fletcher v. Autocar Transporters Ltd [1968] 1 All E.R.726, Constantinou v. Salahouris (1969) 1 C.L.R. 416). Με άλλες λέξεις, το ποσό που επιδικάζεται πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτό. Συνεπώς, η κοινωνική δεοντολογία κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι σε κάθε περίπτωση παράγοντας σχετικός προς το έργο μας ειδικά σε σχέση με μη χρηματική απώλεια. Η χρηματική ζημιά, ως περισσότερο επιδεκτική μαθηματικού υπολογισμού εξαρτάται λιγότερο από κοινωνικά κριτήρια. Στόχος του εγχειρήματος είναι η κατάληξη, στο τέλος της πορείας, σε αριθμό που είναι δίκαιος και εύλογος κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.»
Στην παρούσα περίπτωση, κατά το χρόνο του ατυχήματος ο εφεσείων ήταν ηλικίας 60 ετών. Σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου:
«.υπέστη λόγω του ατυχήματος τέτοιας έκταση τραυματισμό που τον έχει επηρεάσει δυσμενώς σε όλο το υπόλοιπο της ζωής του. Υπέστη ρωγμώδες κάταγμα βάσης 5ου μεταταρσίου δεξιού ποδιού με εκτεταμένο βαθύ τραύμα ραχιαίας και έσω επιφάνειας δεξιού άκρου ποδός και φτέρνας. Λόγω του ότι είχε έλλειμμα δέρματος, του έγινε μεταμόσχευση δέρματος από το δεξιό μηρό και επανειλημμένοι χειρουργικοί καθαρισμοί. Παρέμεινε στο Νοσοκομείο για συνολική περίοδο δύο περίπου μηνών αφού παρουσίασε φλεγμονή και μόλυνση.
Για ένα περίπου έτος μετά το δυστύχημα περπατούσε με τη βοήθεια βακτηριών και έκτοτε και μέχρι σήμερα με τη βοήθεια μπαστουνιού. Τους πρώτους μήνες μετά το δυστύχημα ήταν απόλυτα αναγκαία η βοήθεια της συζύγου του για τις βασικότερες καθημερινές δραστηριότητες.
Παρουσιάζει μόνιμη χωλότητα, μικρό περιορισμό στις κινήσεις του δεξιού ποδιού, μουδιάσματα, άλγος και οίδημα κάποιες φορές, ενώ η μεγάλη αλλαγή στη ζωή του μετά το δυστύχημα του προκάλεσε αγχώδη κατάθλιψη και τον έκανε υπερευέξαπτο.
Δεν εργάστηκε από την ημέρα του ατυχήματος ενώ δεν μπορεί να κάμει πλέον τι δραστηριότητες που έκανε πριν (κυνήγι, να πάει στο ποδόσφαιρο, χειμερινή κολύμβηση). Μπορεί μόνο να περπατήσει και να οδηγήσει για μικρές αποστάσεις.»
Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται (Βλ. Σολομωνίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 228).
Το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε βοήθεια για τον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων από τις αποφάσεις Ανδρέου ν. Θεμιστοκλέους (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 355 στην οποία επιδικάστηκαν κατ' έφεση αποζημιώσεις £40.000 (€68.400) και τη Σολομωνίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (ανωτέρω) στην οποία επιδικάστηκαν £30.000 (€51.300). Ειδικότερα σε σχέση με την Ανδρέου ν. Θεμιστοκλέους το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τα τραύματα του εκεί εφεσίβλητου ήταν «κάπως πιο σοβαρά» από αυτά του εδώ εφεσείοντα - θέση με την οποία ο εφεσείων διαφωνεί. Στην υπόθεση εκείνη, ο εφεσίβλητος, 20 ετών, υπέστη επιπεπλεγμένα κατάγματα εξαρθρήματα των μεταταρσίων και μεταταρσοφαλαγγικών αρθρώσεων των 2ου, 3ου, 4ου και 5ου δακτύλου αριστερού άκρου ποδός, τόσο στη ραχιαία όσο και στην πελματιαία επιφάνεια, βαθύ ακανόνιστο θλαστικό τραύμα με ρακοποίηση των μαλακών μορίων, αποκόλληση δέρματος και αποκάλυψη του οστού της κνήμης στο άνω ήμισυ 12 εκ. περίπου και βαθύ ακανόνιστο θλαστικό τραύμα με αποκόλληση δέρματος στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος μήκους 10 εκ. περίπου. Παρέμεινε στο Γενικό Νοσοκομείο για 2 εβδομάδες και από εκεί μεταφέρθηκε στο Μακάρειο Νοσοκομείο όπου υπεβλήθη σε δύο πλαστικές εγχειρίσεις. Αποκόπηκε το νεκρωμένο 3ο δάκτυλο και ακολούθησαν πλαστικές επεμβάσεις για την κάλυψη των τραυμάτων με δέρμα. Παρέμειναν και στον εκεί εφεσίβλητο μόνιμα κατάλοιπα όπως, μεταξύ άλλων, δύσμορφες ουλές στα διάφορα μέρη του αριστερού ποδιού, ενώ τρία δάκτυλα 2ο, 4ο και 5ο παραμορφώθηκαν και έχασαν την κινητικότητά τους. Η παρατεταμένη ορθοστασία προκαλούσε οίδημα και η βάδιση πόνο και χωλότητα περιορισμένου βαθμού. Παρέμεινε επίσης ως μόνιμη βλάβη, ο περιορισμός της κινητικότητας του αριστερού γόνατος.
Προηγούμενες αποφάσεις προσφέρουν μόνο βοηθητική καθοδήγηση στον καθορισμό του ορθού μέτρου αποζημίωσης στη βάση των ιδιαίτερων δεδομένων της ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεσης και δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος. Παράλληλα σημειώνουμε ότι η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης εξισορρόπησης υπερβολικά χαμηλών αποζημιώσεων σε κατάλληλες περιπτώσεις και δεν τάσσεται ως χάρτης για αιτιολόγηση παροχής συνεχώς αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590).
Τα τραύματα του εδώ εφεσείοντα ήταν πολύ σοβαρά, ενώ ο εφεσείων συνεχίζει να ταλαιπωρείται και θα ταλαιπωρείται για το υπόλοιπο της ζωής του. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, κατά τη βάδιση χρειάζεται μπαστούνι και δεν μπορεί να περπατήσει σε μεγάλη απόσταση γιατί θα παρουσιάσει άλγος και οίδημα, ενώ υπάρχουν μόνιμα συμπτώματα επώδυνων αιμωδιών (μουδιάσματα). Περαιτέρω, παρουσιάζει μόνιμη χωλότητα και περιορισμούς της κινητικότητας του δεξιού ποδιού χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε ότι αυτοί χαρακτηρίστηκαν από ιατρούς μάρτυρες ως μικροί (Δρ. Μιλτιάδους και Δρ. Γιάλλουρος) και πως το τραύμα είναι πλήρως επουλωθέν, ενώ υπάρχει περιορισμός στην πιθανότητα αλλοιώσεων. Ωστόσο, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι τα τραύματα του εφεσίβλητου στην Ανδρέου ν. Θεμιστοκλέους (ανωτέρω) ήταν «κάπως πιο σοβαρά» από αυτά του εφεσείοντα. Είμαστε ικανοποιημένοι ότι οι σωματικές βλάβες που υπέστη ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση είναι σοβαρότερες απ' ότι εκτίμησε το πρωτόδικο δικαστήριο, σε βαθμό που να δικαιολογείται αύξηση των γενικών αποζημιώσεων που του επιδικάστηκαν. Ως εκ τούτου, οι γενικές αποζημιώσεις αυξάνονται στο ποσό των €90.000.
Η παράλειψη του δικαστηρίου να υπολογίσει την απώλεια απολαβών του εφεσείοντα υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων από την ημέρα του τραυματισμού του μέχρι την έκδοση της απόφασης, προσβάλλεται με τον 3ο έφεσης.
Σημειώνεται ευθύς εξαρχής ότι το δικαστήριο έκρινε πως ο εφεσείων λόγω του τραυματισμού του κατέστη ανίκανος για εργασία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης υποστήριξε τον 3ο λόγο έφεσης με ιδιαίτερη αναφορά στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στυλιανού κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718 όπου αποφασίστηκε σχετικά με τον ορθό τρόπο υπολογισμού της απώλειας εισοδημάτων και απώλειας μελλοντικών απολαβών ότι όταν υπάρχουν τα στοιχεία, θα πρέπει να χρησιμοποιείται η μέθοδος του συντελεστή και το δικαστήριο δεν πρέπει να προβαίνει σε καθορισμό, κατ' αποκοπήν και αυθαίρετα, της απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων. Μέχρι δε την ημερομηνία της ακρόασης, οι απώλειες των εισοδημάτων θα πρέπει να επιδικάζονται υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, νοουμένου ότι γίνεται σχετική αναφορά στην έκθεση απαίτησης. Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, ο συντελεστής χρησιμοποιείται μόνο για απώλειες μελλοντικών απολαβών και όχι για απολαβές που αποκρυσταλλώθηκαν μέχρι την έκδοση της απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο είχε καθορίσει το μηνιαίο και τον ετήσιο μισθό του εφεσείοντα και είχε ενώπιον του την αναντίλεκτη μαρτυρία του τελευταίου ότι θα συνέχιζε να εργάζεται και μετά την συνταξιοδότηση του. Ως εκ τούτου, και υπό το φως της σχετικής για το θέμα νομολογίας, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε με το να μην επιδικάσει στον εφεσείοντα υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων την απώλεια των μισθών του από την 1.1.2004 μέχρι τις 17.12.2010, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και σχετικών τόκων.
Το γεγονός ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ως προς την προσδοκία του να εργαστεί μετά την συνταξιοδότηση του παρέμεινε αναντίλεκτη, δεν οδηγεί αυτόματα σε συμπέρασμα ότι θα εργαζόταν μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, κατά την οποία είχε συμπληρώσει το 67ον έτος της ηλικίας του. Η εργοδότηση του εφεσείοντα μετά τα 63 του χρόνια ήταν μια προσδοκία η πραγματοποίηση της οποίας εξαρτάτο από τη βούληση της εφεσίβλητης 1 να συνεχίσει να τον εργοδοτεί, για την οποία δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου. Όπως έθεσε ο ίδιος ο εφεσείων το ζήτημα «...δεν λογάριαζα να σταματήσω. Ώσπου με άφηναν οι μαστόροι μου ήταν να δουλεύκω». Το δε γεγονός ότι ο εφεσείων είχε καταστεί ανίκανος να εκτελεί την εργασία του, κατά την κρίση μας δικαιολογούσε την επιδίκαση αποζημίωσης για απώλεια μελλοντικών απολαβών με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και όχι ως ειδικές αποζημιώσεις όπως είναι η εισήγηση του εφεσείοντα.
Ο καθορισμός του συγκεκριμένου αριθμού ο οποίος θα αποτελέσει τον πολλαπλασιαστή είναι έργο του δικαστηρίου, το οποίο εν προκειμένω έχει ευρεία εξουσία. Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στη διεργασία προσδιορισμού του κατάλληλου πολλαπλασιαστή είναι, μεταξύ άλλων, η ηλικία του ενάγοντα, η ηλικία συνταξιοδότησης, η κατάσταση της υγείας του, οι προοπτικές εργοδότησης, κατά πόσο παίρνει ή δεν παίρνει σύνταξη κλπ. Όσο πιο μικρή είναι η ηλικία του ενάγοντα τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι ο πολλαπλασιαστής.
Κατά το χρόνο του ατυχήματος ο εφεσείων ήταν ηλικίας 60 ετών. Μετά το ατύχημα, καλύφθηκαν οι μισθοί του μέχρι τα 61 του χρόνια. Η συντάξιμη ηλικία του ήταν το 63ο έτος της ηλικίας του. Βέβαια, ο χρόνος της συνταξιοδότησης δεν σηματοδοτεί από μόνος του και αυτομάτως το τέλος της εργασιακής ζωής (βλ. συναφώς Pollou v. Constantinou (1977) 1 C.L.R. 177 και Kourris Dam Joint Venture κ.ά ν. Πέττη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 856). Γεγονός που το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αφού υιοθέτησε συντελεστή τριών ετών που υπερέβαινε τη συντάξιμη ηλικία.
Κρίνουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις ορθή και δεν δικαιολογείται παρέμβαση μας.
Με τον 5ο λόγο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε νομικά με το να μην επιδικάσει τόκους επί των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων από την μέρα του ατυχήματος. Αιτιολογώντας το λόγο ο εφεσείων προβάλλει ότι το δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση του Άρθρου 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 και άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια, ενώ δεν αιτιολόγησε την παράλειψη του να επιδικάσει τόκους επί των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων από την μέρα του ατυχήματος.
Θα πρέπει εδώ να παρατηρηθεί ότι το δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα του τόκου αφού πρώτα σημείωσε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής.
Σε ό, τι αφορά τις γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία, το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκους από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης με το σκεπτικό ότι οι γενικές αποζημιώσεις «Υπολογίστηκαν με σημερινά δεδομένα». Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε το εφετείο, με άλλη σύνθεση, πρόσφατα στην υπόθεση Ismail v. Αντωνίου κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 347, ECLI:CY:AD:2014:A107. Και εκεί το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε όπως ο τόκος επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων έπρεπε να αρχίσει από την ημέρα της απόφασης καθότι αυτό «υπολογίστηκε με τα σημερινά δεδομένα». Αφού το εφετείο προέβηκε σε ανασκόπηση της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, θεώρησε την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου νομικά λανθασμένη, με το ακόλουθο σκεπτικό, το οποίο υιοθετούμε:
«Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο, εκτός νομίμων πλαισίων και αρχών νομολογίας επιδίκασε τόκο επί γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία της απόφασης καθ' ότι αυτές, όπως αναφέρει «υπολογίστηκαν με σημερινά δεδομένα» Η δικαιολογία που δίδεται από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ωσάν η σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, συναρτώμενη με διάφορους παράγοντες που έχουν αναφερθεί νωρίτερα κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, έχει σχέση με τον τόκο που επιδικάζεται γι' αυτές.»
Υπό το φως των πιο πάνω και δεδομένου ότι η αγωγή καταχωρήθηκε περίπου 14 μήνες μετά το ατύχημα, κρίνουμε ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως ο τόκος επί των γενικών αποζημιώσεων άρχεται από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε και σε σχέση με τις αποζημιώσεις που αφορούν στην απώλεια απολαβών.
Δικαιολογώντας την απόφαση του να επιδικάσει τόκο επί των ειδικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία καταχώρησης της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης (30.1.2008), το πρωτόδικο δικαστήριο παραπέμπει στο γεγονός ότι μία από τις αποδείξεις φέρει ημερομηνία 28.9.2007, δηλαδή αρκετά μετά την καταχώρηση της αγωγής στις 14.1.2005.
Το θέμα του τόκου επί των ειδικών αποζημιώσεων, τέθηκε ως εξής στην υπόθεση Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 από το δικαστή Κωνσταντινίδη:
«Το ύψος των ειδικών ζημιών είναι γνωστό κατά το χρόνο της δίκης και ως θέμα αρχής, το ορθό θα ήταν να επιδικάζεται τόκος από την ημερομηνία κατά την οποία ο Ενάγων είχε υποστεί την κάθε ζημιά. Όμως αυτό θα συνεπαγόταν πολυδιάσπαση των ποσών και ενασχόληση με πολλές αριθμητικές πράξεις συνήθως με αντικείμενο μικρά ποσά κάθε φορά.
. . . . . . . . . . . . .
Έτσι ευνοήθηκε η προσέγγιση του θέματος πάνω σε γενικές γραμμές και προκρίθηκε ως δίκαιη η επιδίκαση τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάζονται από την ημέρα της γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος ως τη δίκη, μειωμένου όμως κατά το μισό ώστε να αντισταθμιστεί το γεγονός ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή. Τονίζεται πως αυτό μόνο σε συνηθισμένες περιπτώσεις. Δεν αποκλείεται διαφορετική προσέγγιση όταν τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης το δικαιολογούν.»
Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης δικαιολογούσαν διαφορετική προσέγγιση από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η έκδοση απόδειξης για σχετικά μικρό ποσό (Λ.Κ.140) σχεδόν τρία χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής δεν καθιστά την περίπτωση ασυνήθιστη ώστε να δικαιολογείται παρέκκλιση από την αρχή που καθιερώθηκε στη Φοινικαρίδη δεδομένου μάλιστα ότι η άλλη απόδειξη για μεγαλύτερο ποσό (Λ.Κ.470) είχε εκδοθεί στις 30.9.2004, πριν την καταχώρηση της αγωγής. Ως εκ τούτου, οι προαναφερόμενε ειδικές αποζημιώσεις θα φέρουν τόκο από την ημέρα του ατυχήματος μειωμένου όμως του τόκου κατά το μισό.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, ως ακολούθως:
(α) Η πρωτόδικη απόφαση κατά την έκταση που αφορά στο ζήτημα της συντρέχουσας ευθύνης παραμερίζεται και η ευθύνη για το ατύχημα κατανέμεται μεταξύ των εφεσιβλήτων κατά αναλογία, κατ' ουσίαν, με βάση το αρχικό ποσοστό ευθύνης τους, 75% στην εφεσίβλητη 1 και 25% στους εφεσίβλητους 2 και 3.
(β) Η απόφαση για τις γενικές αποζημιώσεις παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση για ποσό €90.000, πλέον τόκο επί του ποσού τούτου από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
(γ) Με δεδομένο ότι ο εφεσείων δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα, η απόφαση για την απώλεια απολαβών παραμερίζεται και αντικαθιστάται με απόφαση για το ποσό των €74.058, πλέον τόκο επί του ποσού τούτου από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.
(δ) Το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων θα φέρει τόκο από την ημερομηνία του ατυχήματος, ήτοι 13.10.2003, μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης κατά το μισό.
Η πρωτόδικη απόφαση κατά το υπόλοιπο μέρος της παραμένει ως έχει.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.
Αποτέλεσμα??