ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A895
(2014) 1 ΑΑΔ 2635
26 Νοεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓH, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
CTC - ARI AIRPORT LTD,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση αρ. 2,
v.
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή,
2. SSP CATERING CYPRUS LTD,
3. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση αρ. 1 & 3.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 359/2009)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Μεταβίβαση επιχειρήσεων ― Οδηγία 2001/23/ΕΚ ― Ο περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων, Νόμος 104(I)2000 ― Περίπτωση εργαζομένου ο οποίος αυτοβούλως δεν συνέχισε την εργασιακή του σχέση με το νέο φορέα της επιχείρησης, με αποτέλεσμα να μην βρίσκει εφαρμογή το Άρθρο 4(1) του Ν. 104(Ι)/2000 και γενικά το όλο πλαίσιο προστασίας που ο εν λόγω Νόμος παρείχε στον εφεσίβλητο 1 έναντι των εφεσειόντων ως διαδόχων των εφεσιβλήτων 2.
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Μεταβίβαση επιχειρήσεων ― Οδηγία 2001/23/ΕΚ ― Ο περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων, Νόμος 104(I)2000 ― Νομολογία Δ.Ε.Ε. ― Με το Ν. 104(Ι)/2000 η παύση της επιχείρησης, εάν οφείλεται σε μεταβίβαση της επιχείρησης, δεν αποτελεί πλέον από μόνη της λόγο νόμιμου τερματισμού της απασχόλησης του προσωπικού που απασχολείτο στην επιχείρηση ― Τερματισμός επιτρέπεται μόνο για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού ― Απολύσεις λόγω μεταβίβασης για άλλο από τους παραπάνω λόγους, είτε πριν είτε μετά τη μεταβίβαση, είναι παράνομες.
Η εφεσίβλητη 2, διαχειριζόταν από το 1996 τα καταστήματα δώρων στα αεροδρόμια Λάρνακας και Πάφου κατόπιν συμφωνίας με το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας.
Ο εφεσίβλητος 1, εργαζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ως διευθυντής στο κατάστημα δώρων του αεροδρομίου Πάφου.
Το 2006, η Δημοκρατία παρεχώρησε τη διεύθυνση και εκμετάλλευση των εν λόγω αεροδρομίων σε στρατηγικό επενδυτή, την Hermes Airport Ltd. Η τελευταία με επιστολή της ημερομηνίας 31.5.2006 ειδοποίησε την εφεσίβλητη 2 ότι οι συμφωνίες διαχείρισης των καταστημάτων στα δύο αεροδρόμια θα τερματίζονταν από τα μεσάνυχτα της 30.6.2006 και ότι από την επομένη θα αναλάμβανε τη διαχείριση του η νυν εφεσείουσα CTC-ARI AIRPORTS LTD. Ακολούθησε στις 5.6.2006 επιστολή της εφεσίβλητης 2 προς τον εφεσίβλητο 1, δια της οποίας του γνωστοποιήθηκε ότι, λόγω της διαχείρισης από το στρατηγικό επενδυτή, τερμάτιζε τις υπηρεσίες του στις 30.7.2006 λόγω πλεονασμού. Παράλληλα είχε τερματιστεί η απασχόληση και των άλλων 7 εργοδοτουμένων στο κατάστημα Πάφου. Εκείνοι, όμως, ακολούθως προσελήφθηκαν στο ίδιο κατάστημα, όχι όμως ο εφεσίβλητος 1, ο οποίος ακολούθως αποτάθηκε στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού διεκδικώντας αποζημιώσεις. Το Ταμείο απέρριψε την αίτησή του θεωρώντας ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ενδιαφέρθηκε να συνεχίσει και/ή ανανεώσει την απασχόλησή του στην εφεσείουσα. Ο εφεσίβλητος 1 προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας από την εφεσίβλητη 2 ή διαζευκτικά από την εφεσείουσα αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής του και, περαιτέρω διαζευκτικά, αποζημιώσεις από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού για πληρωμή μέσω πλεονασμού.
Υπό το φως σχετικών δηλώσεων που έγιναν από τους δικηγόρους των διαδίκων, η υπόθεση εκδικάστηκε με βάση τις πρόνοιες του Ν. 104(Ι)/2000 και δόθηκε απόφαση στις 2.10.2009. Αργότερα όμως, στις 20.9.2012, στην υπόθεση Σαββίδης ν. 1. SSP Catering Cyprus Ltd, κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2096, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην υπόθεση υπ' αρ. 665/2007 (σύμφωνα με την οποία οι δικηγόροι είχαν προβεί στις σχετικές δηλώσεις). Το Εφετείο έκρινε ότι δεν ετύγχαναν, υπό τις περιστάσεις, εφαρμογής οι πρόνοιες του Ν. 104(Ι)/2000, αλλά οι πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου.
Με δεδομένη την κοινή θέση ότι η μεταβίβαση έγινε εντός των πλαισίων του Ν. 104(Ι)/2000 και συνεπακόλουθα ότι εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Νόμου αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου 1 κατ' επίκληση του Άρθρου 18(1) του Ν. 24/1967, ήταν παράνομος, εν όψει των προνοιών των Άρθρων 5(1) και 10(1) του Ν. 104(Ι)/2000, που κατισχύουν των προνοιών του Άρθρου 18(1) του Ν. 24/1967.
Μετά τη διαπίστωση αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία, μετά την ημερομηνία μεταβίβασης, ο εκχωρητής απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του ως εργοδότης, οι οποίες μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον εκδοχέα, ανεξάρτητα από τη θέληση του εργοδοτουμένου.
Η αρχή αυτή έχει κωδικοποιηθεί στο Άρθρο 4(1) του Ν. 104(Ι)/2000.
To πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στη διαπίστωση ότι η υποχρέωση της εφεσίβλητης 2 αναφορικά με τον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσίβλητου 1 μεταβιβάστηκε στην εφεσείουσα. Η υποχρέωση δε, σε τέτοια περίπτωση συνίσταται σε υποχρέωση για καταβολή αποζημιώσεων και όχι για συνέχιση της εργοδότησης.
Η θέση της εφεσείουσας τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον του Εφετείου ήταν ότι, ως θέμα αρχής, δεν είχε ευθύνη για πληρωμή αποζημιώσεων. Ό,τι τέθηκε από πλευράς εφεσειόντων ήταν ότι δεν υπέχουν ευθύνη για πληρωμή αποζημιώσεων, επειδή ο εφεσίβλητος 1, δεν επιθυμούσε να εργοδοτηθεί στην υπηρεσία τους.
Για το ποια ήταν η στάση του εφεσίβλητου 1 αναφορικά με την προοπτική συνέχισης της εργοδότησης του από την εφεσείουσα, το Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα με βάση τη δοθείσα μαρτυρία ότι ο τελευταίος, είχε δηλώσει σε σχετικά σε αξιωματούχους της εφεσείουσας προβαίνοντας και σε τελική απάντηση ότι δεν επιθυμούσε να εργασθεί υπό τους εφεσείοντες για να ξεκουραστεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν ότι δεν έγινε πρόταση εργοδότησης του εφεσίβλητου 1 από την εφεσείουσα με συγκεκριμένους όρους. Θεώρησε περαιτέρω ότι η τελευταία, δηλώνοντας το ενδιαφέρον της για εργοδότηση του, δεν εκδήλωσε με οποιοδήποτε τρόπο την πρόθεσή της να ανανεώσει τη σύμβαση εργασίας ανακαλώντας τον τερματισμό των υπηρεσιών του από την SSP και διατηρώντας αμετάβλητους τους όρους απασχόλησής του.
Σημείωσε δε, ως εξ αντιθέτου στοιχείο, το γεγονός, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διευθύνοντος Συμβούλου, ότι μετά την ανάληψη της επιχείρησης από τη CTC, η τελευταία προέβη σε αναδιοργάνωση του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον η θέση του εφεσίβλητου 1. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έλαβε υπόψιν ότι η CTC παρέβη την υποχρέωση που είχε, από κοινού με την SSP, δυνάμει του Άρθρου 8(1) του Ν. 104/2000 να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο 1 για τις νομικές και οικονομικές συνέπειες της μεταβίβασης και για το νέο εργασιακό καθεστώς.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την παραπάνω κατάληξη με διάφορους λόγους έφεσης, οι οποίοι επικεντρώθηκαν στο κατά πόσον ο εφεσίβλητος 1 διατηρούσε δικαίωμα, ενόψει της δικής του στάσης, αποζημίωσης έναντι των εφεσειόντων ή γενικότερα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η στάση του εργαζομένου σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κρίσιμη, εφόσον, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Ν. 104/2000, δια του Άρθρου 4(1) δεν αποβλέπει στη διατήρηση της συμβάσεως ή της εργασιακής σχέσης στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν επιθυμεί να παραμείνει στην υπηρεσία του εκδοχέα. Ο εργαζόμενος μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει ή εάν θα εναντιωθεί στη μεταβίβαση της εργασιακής του σχέσης.
2. Eάν ο ίδιος ελεύθερα αποφασίσει να μη συνεχίσει να εργάζεται στην υπηρεσία του εκδοχέα, το όλο πλαίσιο προστασίας που έχει ως σκοπό την εξασφάλιση της διατήρησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής εργοδότη, δεν έχει νόημα.
3. Το ζήτημα που τίθεται δεν αφορά στην αξιολόγηση ή τα ευρήματα επί πραγματικών γεγονότων, (για τα οποία δεν χωρεί έφεση στην προκειμένη) αλλά στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, όπως αυτά προέκυψαν ως ευρήματα μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, στις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα.
4. Οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου 1, ότι έδειξε ενδιαφέρον αλλά δεν του προσφέρθηκε εργασία, απορρίφθηκαν ως μη πειστικοί.
5. Ο εφεσίβλητος 1, αφού είχε εύλογο χρόνο για να επιλέξει, αυτοβούλως επικοινώνησε ο ίδιος με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εφεσείουσας που ανέμενε όπως κατέθεσε προσδοκώντας, λόγω της τεχνογνωσίας του εφεσίβλητου 1, σε καταφατική απάντηση και του δήλωσε ανεπιφύλακτα ότι δεν επιθυμούσε να εργασθεί υπό τους εφεσείοντες για να ξεκουραστεί.
6. Εάν ο εφεσίβλητος 1 το επέλεγε, η συνέχιση της εργοδότησής του θα γινόταν κατά τρόπο αυτόματο χωρίς νέα εργοδότηση, όπως ήταν, ως άνω, η αντίληψη του πρωτόδικου δικαστηρίου.
7. Άλλωστε, ιδιαίτερα ενόψει της οριστικής άρνησης του εφεσίβλητου 1, δεν είχε νόημα να του υποβληθεί πρόταση εργοδότησης ή να προέβαιναν οι εφεσείοντες σε ανάκληση του τερματισμού των υπηρεσιών του. Ούτε είχε ουσιαστική πλέον σημασία η ενημέρωση στα πλαίσια του Άρθρου 8(1).
8. Είναι χαρακτηριστικό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 «δεν επέδειξε ενδιαφέρον να συζητήσει με την εφεσείουσα την πιθανότητα εργοδότησής του από την ίδια πριν να γνωρίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εργασίας που θα του πρόσφερε».
9. Αυτά θα είχαν νόημα και σημασία εάν φαινόταν ότι ο εφεσίβλητος 1 τελούσε σε προβληματισμό για την περαιτέρω πορεία του ή εάν με οποιοδήποτε τρόπο κρατούσε ανοικτό το ενδεχόμενο να συνεχίσει.
10. Ούτε η μετέπειτα αναδιοργάνωση της επιχείρησης των εφεσειόντων, ώστε τελικά να μην υπάρχει πλέον η θέση του εφεσίβλητου 1, είναι παράγοντας σχετικός εφόσον, ακριβώς, ακολούθησε την ρητή θέση του ότι δεν επιθυμούσε να εργασθεί.
11. Επρόκειτο για περίπτωση που ο εργαζόμενος αυτοβούλως δεν συνέχισε την εργασιακή του σχέση με το νέο φορέα της επιχείρησης, με αποτέλεσμα να μην βρίσκει εφαρμογή το Άρθρο 4(1) του Ν. 104(Ι)/2000 και γενικά το όλο πλαίσιο προστασίας που ο εν λόγω Νόμος παρείχε στον εφεσίβλητο 1 έναντι των εφεσειόντων ως διαδόχων των εφεσιβλήτων 2.
12. Η στάση του εφεσίβλητου 1 δεν τον νομιμοποιεί σε αποζημιώσεις είτε έναντι των εφεσειόντων ή της εφεσίβλητης 2, είτε, μη εφαρμοζομένου πλέον του Ν. 104(Ι)/2000, έναντι του Ταμείου, το οποίο, ως άνω, απέρριψε την αίτηση του επικαλούμενο, ακριβώς, τη στάση του αυτή.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σαββίδης ν. 1. SSP Catering Cyprus Ltd, κ.α. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ 2096,
Jules Dethier Equipment SA v. Dassy (Case C-319/94) [1998] 1 CR 541,
British Fuels Limited v. Baxendale and Another [1998] 4 All E.R. 609 (H.L.),
Foreningen Af Arbejdsledere I Danmark v. Πτωχεύσασας εταιρείας A/S Danmols Inventar [1985] ECR 2639.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση αρ. 2 εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας (Κωνσταντίνου, Ε.Δ.??), (?? Αίτηση Αρ. 619/07), ημερομηνίας 2/10/2009.
Στ. Χριστοφόρου με Α. Στυλιανού (κα), για τους Εφεσείοντες.
Ζ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο 1.
Λ. Σιακαλλή (κα), για τους Εφεσίβλητους 2.
Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 3.
Cur. adv. vult.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη 2, SSP Catering Cyprus Ltd ("SSP") διαχειριζόταν από το 1996 τα καταστήματα δώρων στα αεροδρόμια Λάρνακας και Πάφου κατόπιν συμφωνίας με το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας.
Ο εφεσίβλητος 1, Χαράλαμπος Ανδρέου («Εφεσίβλητος 1») εργαζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ως διευθυντής στο κατάστημα δώρων του αεροδρομίου Πάφου.
Το 2006, η Κυβέρνηση παρεχώρησε τη διεύθυνση και εκμετάλλευση των εν λόγω αεροδρομίων σε στρατηγικό επενδυτή, την Hermes Airport Ltd. Η τελευταία με επιστολή της ημερομηνίας 31.5.2006 ειδοποίησε την SSP ότι οι συμφωνίες διαχείρισης των καταστημάτων στα δύο αεροδρόμια θα τερματίζονταν από τα μεσάνυχτα της 30.6.2006 και ότι από την επομένη θα αναλάμβανε τη διαχείριση του η νυν εφεσείουσα CTC-ARI AIRPORTS LTD («CTC»). Ακολούθησε στις 5.6.2006 επιστολή της SSP προς τον εφεσίβλητο 1, δια της οποίας του γνωστοποιήθηκε ότι, λόγω της διαχείρισης από το στρατηγικό επενδυτή, τερμάτιζε τις υπηρεσίες του στις 30.7.2006 λόγω πλεονασμού. Παράλληλα είχε τερματιστεί η απασχόληση και των άλλων 7 εργοδοτουμένων στο κατάστημα Πάφου. Εκείνοι, όμως, ακολούθως προσελήφθηκαν στο ίδιο κατάστημα, όχι όμως ο εφεσίβλητος 1, ο οποίος ακολούθως αποτάθηκε στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού διεκδικώντας αποζημιώσεις. Το Ταμείο απέρριψε την αίτησή του θεωρώντας ότι ο εφεσίβλητος 1 «δεν ενδιαφέρθηκε και/ή αγνόησε κα/ή απέρριψε και/ή αρνήθηκε να συνεχίσει και/ή ανανεώσει την απασχόλησή του στη CTC». Εν τέλει ο εφεσίβλητος 1 προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας από την SSP ή διαζευκτικά από την CTC αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής του και, περαιτέρω διαζευκτικά αποζημιώσεις από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού («το Ταμείο») για πληρωμή μέσω πλεονασμού.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης πρωτοδίκως οι δικηγόροι όλων των πλευρών δήλωσαν ότι αποδέχονται το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης καθώς και την κατάληξη του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην αίτηση υπ' αρ. 665/2007, Λώρης Σαββίδης ν. 1. SSP Catering Cyprus Ltd, 2. CTC-ARI Airports Ltd, 3. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, ημερομηνίας 27.5.2009, περί του ότι η ανάληψη της διαχείρισης των εμπορικών δραστηριοτήτων των εν λόγω καταστημάτων δώρων στη Λάρνακα από τη CTC συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης εν τη εννοία του Άρθρου 3(2) του περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμου (Ν. 104(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε δια του Ν. 39(Ι)/2003)*. Δήλωσαν περαιτέρω ότι και η ανάληψη της διαχείρισης της αντίστοιχης εμπορικής δραστηριότητας στο αεροδρόμιο Πάφου συνιστούσε μεταβίβαση υπό την ίδια, ως άνω, έννοια.
Υπό το φως των παραπάνω δηλώσεων, η υπόθεση εκδικάστηκε με βάση τις πρόνοιες του Ν. 104(Ι)/2000 και δόθηκε απόφαση στις 2.10.2009. Αργότερα όμως, στις 20.9.2012, στην υπόθεση Σαββίδης ν. 1. SSP Catering Cyprus Ltd κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2096 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην εν λόγω υπόθεση υπ' αρ. 665/2007, θεωρώντας ότι δεν ετύγχαναν, υπό τις περιστάσεις, εφαρμογής οι πρόνοιες του Ν. 104(Ι)/2000, αλλά οι πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου.
Ακολούθως, στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, οι εφεσείοντες, υπό το φως της απόφασης στην εν λόγω έφεση υπ' αρ. 179/2009, ζήτησαν να προσθέσουν ως λόγο έφεσης τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι «η μεταφορά» του εφεσίβλητου από την SSP στην CTC ήταν αποτέλεσμα μεταβίβασης επιχείρησης εν τη εννοία του Ν. 104(Ι)/2000. Το αίτημα τους απερρίφθη από το Εφετείο υπό άλλη σύνθεση, γιατί κρίθηκε αντιφατικό προς το γεγονός ότι επρόκειτο για κοινώς αποδεκτά γεγονότα τα οποία δέσμευαν το δικαστήριο. Παρά ταύτα, μας προβλημάτισε το ζήτημα στα πλαίσια της ακρόασης της έφεσης και ακούσαμε σχετικά τους δικηγόρους. Εν τέλει θεωρούμε ότι η εν λόγω δήλωση δεν συνιστούσε απλώς και μόνο μια νομική θέση, αλλά εμπεριείχε παραδοχή γεγονότων που έχουν κατά τρόπο δεσμευτικό οριοθετήσει τα πλαίσια τόσο της πρωτόδικης, όσο και της παρούσας διαδικασίας, όπως προκύπτει και από την προηγηθείσα απόφαση στην αίτηση για τροποποίηση. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση στην υπόθεση Αρ. 179/2009, ότι η επίδικη εκεί περίπτωση δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του Ν. 104(Ι)/2000, έγινε με άλλα δεδομένα.
Η παρούσα θα πρέπει, ως εκ των άνω, να κριθεί με αναφορά κατ' αρχάς μεν, στις πρόνοιες του Ν. 104(Ι)/2000, αλλά για τους λόγους που θα εξηγήσουμε κατωτέρω, στο τέλος ο εφεσίβλητος 1 δεν θα τύχει της προστασίας του νόμου αυτού.
Πριν τη θέσπιση του Ν. 104(Ι)/2000, η παύση της επιχείρησης στην οποία απασχολείτο ο εργοδοτούμενος αποτελούσε νόμιμο λόγο τερματισμού της απασχόλησης του λόγω πλεονασμού (Άρθρο 18(α) του περί Τερματισμού Απασχολήσεων Νόμου (Ν. 24/67)*).
Με το Ν. 104(Ι)/2000 η παύση της επιχείρησης, εάν οφείλεται σε μεταβίβαση της επιχείρησης, δεν αποτελεί πλέον από μόνη της λόγο νόμιμου τερματισμού της απασχόλησης του προσωπικού που απασχολείτο στην επιχείρηση. Τερματισμός επιτρέπεται μόνο για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Απολύσεις λόγω μεταβίβασης για άλλο από τους παραπάνω λόγους, είτε πριν είτε μετά τη μεταβίβαση, είναι παράνομες (Άρθρα 5(1)** και 10(1)(2)* του Ν. 104(Ι)/2000).
Εν προκειμένω, με δεδομένη την κοινή θέση ότι η μεταβίβαση έγινε εντός των πλαισίων του Ν. 104(Ι)/2000 και συνεπακόλουθα ότι εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Νόμου αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου 1 κατ' επίκληση του Άρθρου 18(1) του Ν. 24/1967, ήταν παράνομος, εν όψει των προνοιών των Άρθρων 5(1) και 10(1) του Ν. 104(Ι)/2000, που κατισχύουν των προνοιών του Άρθρου 18(1) του Ν. 24/1967.
Μετά τη διαπίστωση αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία, μετά την ημερομηνία μεταβίβασης, ο εκχωρητής απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του ως εργοδότης, οι οποίες μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον εκδοχέα, ανεξάρτητα από τη θέληση του εργοδοτουμένου**. Η αρχή αυτή έχει κωδικοποιηθεί στο Άρθρο 4(1) του Ν. 104(Ι)/2000 σύμφωνα με το οποίο «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, μεταβιβάζονται, με τη μεταβίβαση αυτή, στον εκδοχέα.» Διασφαλίζεται, έτσι, η συνέχιση της εργοδότησης και των δικαιωμάτων των εργαζομένων υπό το νέο εργοδότη, τον εκδοχέα.
Ειδικότερα στο πρόσωπο του εκδοχέα αντανακλάται η παράνομη απόλυση που διενεργήθηκε από τον εκχωρητή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε τα ακόλουθα από την απόφαση του τότε ΔΕΚ στην υπόθεση Jules Dethier Equipment SA v. Dassy (Case C-319/94) [1998] 1 CR 541, παρ. 42:
«. οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν παρανόμως από τον μεταβιβάζοντα λίγο προ της μεταβιβάσεως και δεν αναπροσλήφθηκαν από τον προς ον η μεταβίβαση μπορούν να προβάλλουν έναντι του τελευταίου το μη νομότυπο της εν λόγω απολύσεως.»
Υπό το φως των ανωτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στη διαπίστωση ότι η υποχρέωση της SSP αναφορικά με τον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσίβλητου 1 μεταβιβάστηκε στη CTC. Η υποχρέωση δε, σε τέτοια περίπτωση συνίσταται σε υποχρέωση για καταβολή αποζημιώσεων και όχι για συνέχιση της εργοδότησης. (βλ. British Fuels Limited v. Baxendale a.o. [1998] 4 All E.R. 609 (H.L.))
Η θέση της CTC τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον μας δεν είναι ότι, ως θέμα αρχής, δεν είχε ευθύνη για πληρωμή αποζημιώσεων. Αντίθετα, ρητά ο ευπαίδευτος δικηγόρος της χαρακτήρισε πάγια τη νομολογία περί αυτοδίκαιης μεταβίβασης των συμβάσεων και σχέσεων εργασίας που υφίστανται κατά το χρόνο της μεταβίβασης της επιχείρησης. Ό,τι τέθηκε από πλευράς εφεσειόντων ήταν ότι δεν υπέχουν ευθύνη για πληρωμή αποζημιώσεων, επειδή ο εφεσίβλητος 1 δεν επιθυμούσε να εργοδοτηθεί στην υπηρεσία τους.
Για το ποια ήταν η στάση του εφεσίβλητου 1 αναφορικά με την προοπτική συνέχισης της εργοδότησης του από τη CTC, το Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα με βάση τη μαρτυρία του κ. Γιώργου Αντωνίου, διευθύνοντα συμβούλου της SSP και του κ. Κωνσταντίνου Κασάπη, διευθυντή προσωπικού της CTC, την οποία δέχθηκε ως αξιόπιστη απορρίπτοντας εκείνη του εφεσίβλητου.
Παραθέτουμε τη μαρτυρία των δύο εν λόγω προσώπων, όπως τη συνόψισε το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνοντας σε αντίστοιχα ευρήματα:
«Καταθέτοντας ο κ. Γ. Αντωνίου, ανέφερε ότι ενημέρωσε τον Αιτητή ότι μετά την ανάληψη της διαχείρισης του αεροδρομίου από τον στρατηγικό επενδυτή, η SSP θα σταματούσε να διεξάγει τη λειτουργία του καταστήματος δώρων και ότι θα έφευγε από το κατάστημα δώρων που διατηρούσε η SSP στο αεροδρόμιο Πάφου. Στη συνέχεια ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι, πριν προχωρήσει η SSP με επιστολές τερματισμού της απασχόλησης των εργοδοτουμένων της, συναντήθηκε αυτός προσωπικά με αρμόδιους της CTC για θέματα προσωπικού και τους έδωσε κατάλογο με τα ονόματα των εργοδοτουμένων στα καταστήματα δώρων. Πριν δώσει την επιστολή τερματισμού στον Αιτητή, ήταν στην Πάφο και ρώτησε τον Αιτητή τι θέλει να κάνει μετά και αυτός του απάντησε ότι είναι κουρασμένος και ότι θέλει να ξεκουραστεί. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν συζήτησε με τη CTC ποιοι από τους υπαλλήλους της SSP θα εργοδοτηθούν από CTC. Ήταν η θέση του ότι ανέφερε προφορικά στους υπαλλήλους της SSP ότι υπήρχε πιθανότητα να εργοδοτηθούν από CTC.
Καταθέτοντας ο κ. Κασάπης, ανέφερε ότι στα πλαίσια των καθηκόντων του, ανέλαβε να διεκπεραιώσει την μεταβίβαση των καταστημάτων αδασμολόγητων ειδών και δώρων από τις προηγούμενες εταιρείες που τις διαχειριζόταν στην CTC αναφορικά με θέματα ανθρωπίνου δυναμικού. Όταν έλαβαν ως CTC τον κατάλογο με τα ονόματα όλων των υπαλλήλων στα καταστήματα δώρων, δεν γνώριζαν αν αυτοί οι υπάλληλοι είχαν πρόθεση να εργοδοτηθούν στην CTC. Συναντήθηκε με τις συντεχνίες του προσωπικού των εν λόγω καταστημάτων μετά από δική τους πρωτοβουλία. Σκοπός της CTC κατά τις συναντήσεις με συντεχνίες ήταν να «εξερευνηθεί» αν υπήρχε ενδιαφέρον από πλευράς των υπαλλήλων της SSP να συνεχίσουν να εργοδοτούνται από τη CTC. Από το κατάστημα δώρων του αεροδρομίου Πάφου μόνο ο Αιτητής δεν εργοδοτήθηκε από τη CTC γιατί ο Αιτητής σε μια προκαταρκτική συνάντηση περί τα τέλη Μαΐου που είχε αυτός μαζί του στο αεροδρόμιο Πάφου ο Αιτητής του ανέφερε ότι λόγω ιατρικού προβλήματος που αντιμετώπιζε σκεφτόταν το ενδεχόμενο να σταματήσει να εργάζεται για να ξεκουραστεί. Τόσο ο μάρτυρας όσο και ο retail manager της CTC του είπαν ότι τους ενδιέφερε να εξερευνήσουν το ενδιαφέρον του να εργοδοτηθεί στην CTC λόγω της τεχνογνωσίας του. Σε μεταγενέστερο στάδιο, ο Αιτητής του τηλεφώνησε 1-2 μέρες πριν αναλάβει η CTC τα καταστήματα και τον πληροφόρησε ότι αποφάσισε ότι δεν θέλει να δουλέψει για να ξεκουραστεί. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν έγινε γραπτή προσφορά εργασίας στον Αιτητή από την CTC αφού ο Αιτητής δεν ενδιαφερόταν να εργοδοτηθεί από την CTC, η οποία αφού ο Αιτητής εξέφρασε την επιθυμία να σκεφτεί αν ήθελε να συνεχίσει να εργάζεται ανέμενε την τελική θέση του Αιτητή. Ήταν η θέση του ότι στους άλλους υπαλλήλους δεν έγινε γραπτή πρόταση για εργοδότηση στην CTC και ότι όλοι οι άλλοι υπάλληλοι μετά από διαπραγματεύσεις με τις συντεχνίες εργοδοτήθηκαν από την CTC με αυξημένες απολαβές.»
(Η έμφαση είναι δική μας)
Η στάση του εργαζομένου σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κρίσιμη, εφόσον, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Ν. 104/2000, δια του Άρθρου 4(1) δεν αποβλέπει στη διατήρηση της συμβάσεως ή της εργασιακής σχέσης στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν επιθυμεί να παραμείνει στην υπηρεσία του εκδοχέα. Ο εργαζόμενος μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει ή εάν θα εναντιωθεί στη μεταβίβαση της εργασιακής του σχέσης. Eάν ο ίδιος ελεύθερα αποφασίσει να μη συνεχίσει να εργάζεται στην υπηρεσία του εκδοχέα, το όλο πλαίσιο προστασίας που έχει ως σκοπό την εξασφάλιση της διατήρησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής εργοδότη, δεν έχει νόημα.
Ταυτόσημη υπήρξε επί του θέματος αυτού η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και η αγγλική νομολογία. Στην υπόθεση 105/1984, Foreningen Af Arbejdsledere I Danmark v. Πτωχεύσασας εταιρείας A/S Danmols Inventar [1985] ECR 2639, το τότε ΔΕΚ ανέφερε τα ακόλουθα:
«16. Εντούτοις, η προστασία αυτή, στη διασφάλιση της οποίας αποβλέπει η οδηγία, στερείται αντικειμένου όταν ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος, ύστερα από απόφαση που λαμβάνει ελεύθερα, δεν συνεχίζει, μετά τη μεταβίβαση, την εργασιακή του σχέση με το νέο φορέα της επιχείρησης. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργαζόμενος για τον οποίο πρόκειται καταγγέλλει, με τη δική του θέληση, από την ημερομηνία της μεταβίβασης, τη σύμβαση ή την εργασιακή σχέση ή όταν η σύμβαση αυτή ή η εργασιακή σχέση τερματίζεται, από την ημερομηνία της μεταβίβασης, δυνάμει συμφωνίας που συνάπτεται ελεύθερα μεταξύ του εργαζομένου και του εκχωρητή ή του εκδοχέα της επιχείρησης. Επομένως, σε παρόμοια περίπτωση, πρέπει να θεωρηθεί ότι το Άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν εφαρμόζεται».*
Από πλευράς αγγλικής νομολογίας, στην υπόθεση British Fuels v. Baxendale (ανωτέρω), στην οποία επίσης παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ελέχθησαν τα εξής υπό το φως της προαναφερθείσας Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ:
«If the transferee does not take the employee because the latter has already been dismissed by the transferor, ... then he must meet all of the transferor's contractual and statutory obligations unless (a) the employee objects to being employed by the transferee or (b) the or the principal reason for dismissal is an economic, technical or organisational reason entailing changes in the
workforce .»
Ως εκ των άνω, ορθά και πάλιν το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε ως επίμαχο το ερώτημα κατά πόσον η συμπεριφορά του εφεσίβλητου 1 ήταν τέτοια ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι εναντιώθηκε στη μεταβίβαση της εργασιακής του σχέσης. Το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγκειται στα όσα ακολουθούν.
Προσπαθώντας ν' απαντήσει στο ερώτημα αυτό, το οποίο και απάντησε αρνητικά, έλαβε υπόψιν ότι δεν έγινε πρόταση εργοδότησης του εφεσίβλητου 1 από τη CTC με συγκεκριμένους όρους. Θεώρησε περαιτέρω ότι η CTC, δηλώνοντας το ενδιαφέρον της για εργοδότηση του, δεν εκδήλωσε με οποιοδήποτε τρόπο την πρόθεσή της να ανανεώσει τη σύμβαση εργασίας ανακαλώντας τον τερματισμό των υπηρεσιών του από την SSP και διατηρώντας αμετάβλητους τους όρους απασχόλησής του. Σημείωσε δε, ως εξ αντιθέτου στοιχείο, το γεγονός, σύμφωνα με τη μαρτυρία Κασάπη, ότι μετά την ανάληψη της επιχείρησης από τη CTC, η τελευταία προέβη σε αναδιοργάνωση του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον η θέση του εφεσίβλητου 1. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έλαβε υπόψιν ότι η CTC παρέβη την υποχρέωση που είχε, από κοινού με την SSP, δυνάμει του Άρθρου 8(1) του Ν. 104/2000 να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο 1 για τις νομικές και οικονομικές συνέπειες της μεταβίβασης και για το νέο εργασιακό καθεστώς.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την παραπάνω κατάληξη με διάφορους λόγους έφεσης, οι οποίοι όμως θέτουν, κατ' ουσία, ένα επίδικο θέμα: κατά πόσον ο εφεσίβλητος 1 διατηρεί δικαίωμα, ενόψει της δικής του στάσης, αποζημίωσης έναντι των εφεσειόντων ή γενικότερα.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου 1 υπέδειξε ότι δεν χωρεί έφεση προκειμένου για την αξιολόγηση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, εφόσον το δικαίωμα έφεσης περιορίζεται μόνο επί νομικού σημείου.
Δεν παραβλέπουμε τον περιορισμό αυτό. Όμως, το ζήτημα που τίθεται δεν αφορά την αξιολόγηση ή τα ευρήματα επί πραγματικών γεγονότων, αλλά την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, όπως αυτά προέκυψαν ως ευρήματα μέσα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, στις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα. Πρόκειται πλέον για αμιγώς νομική διεργασία που έγκειται στην εφαρμογή του νόμου, μέσα από την αναγκαία ερμηνεία του, επί των διαπιστωθέντων, κατά τρόπο αμάχητο, γεγονότων.
Οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου 1, ότι έδειξε ενδιαφέρον αλλά δεν του προσφέρθηκε εργασία, απορρίφθηκαν ως μη πειστικοί. Η μαρτυρία των Αντωνίου και Κασάπη επί της οποίας έγιναν τα παραπάνω ευρήματα, είναι καθοριστική για το υπό εξέταση θέμα, εφόσον θέτει ένα σαφές γεγονός:-
Ο εφεσίβλητος 1, αφού είχε εύλογο χρόνο για να επιλέξει, αυτοβούλως επικοινώνησε ο ίδιος με τον κ. Κασάπη της CTC που ανέμενε προσδοκώντας, λόγω της τεχνογνωσίας του εφεσίβλητου 1, σε καταφατική απάντηση και του δήλωσε ανεπιφύλακτα ότι δεν επιθυμούσε να εργασθεί υπό τους εφεσείοντες για να ξεκουραστεί.
Ας σημειωθεί δε ότι εάν ο εφεσίβλητος 1 το επέλεγε, η συνέχιση της εργοδότησής του θα γινόταν κατά τρόπο αυτόματο χωρίς νέα εργοδότηση, όπως ήταν, ως άνω, η αντίληψη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όπως εξηγήθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση British Fuels Ltd ν. Baxendale (ανωτέρω), η σχετική (αντίστοιχη) νομοθεσία:
«. replaces the position in English law where the sale of a business by one employer to another does not automatically transfer a contract of employment. There has to be a novation, a new contract by which the employee agrees to be employed by the new employer. The regulation makes such a contract unnecessary; the "novation" takes place by operation of the regulation.»
Άλλωστε, ιδιαίτερα ενόψει της οριστικής άρνησης του εφεσίβλητου 1, δεν είχε νόημα να του υποβληθεί πρόταση εργοδότησης ή να προέβαιναν οι εφεσείοντες σε ανάκληση του τερματισμού των υπηρεσιών του. Ούτε είχε ουσιαστική πλέον σημασία η ενημέρωση στα πλαίσια του Άρθρου 8(1). Είναι χαρακτηριστικό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 «δεν επέδειξε ενδιαφέρον να συζητήσει με τη CTC την πιθανότητα εργοδότησής του από τη CTC πριν να γνωρίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εργασίας που θα του πρόσφερε η CTC». Αυτά θα είχαν νόημα και σημασία εάν φαινόταν ότι ο εφεσίβλητος 1 τελούσε σε προβληματισμό για την περαιτέρω πορεία του ή εάν με οποιοδήποτε τρόπο κρατούσε ανοικτό το ενδεχόμενο να συνεχίσει. Ούτε η μετέπειτα αναδιοργάνωση της επιχείρησης των εφεσειόντων, ώστε τελικά να μην υπάρχει πλέον η θέση του εφεσίβλητου 1, είναι παράγοντας σχετικός εφόσον, ακριβώς, ακολούθησε την ρητή θέση του ότι δεν επιθυμούσε να εργασθεί.
Ως εκ των άνω, θεωρούμε ότι πρόκειται για περίπτωση που ο εργαζόμενος αυτοβούλως δεν συνέχισε την εργασιακή του σχέση με το νέο φορέα της επιχείρησης, με αποτέλεσμα να μην βρίσκει εφαρμογή το Άρθρο 4(1) του Ν. 104(Ι)/2000 και γενικά το όλο πλαίσιο προστασίας που ο εν λόγω Νόμος παρείχε στον εφεσίβλητο 1 έναντι των εφεσειόντων ως διαδόχων των εφεσιβλήτων 2.
Η στάση του εφεσίβλητου 1 δεν τον νομιμοποιεί σε αποζημιώσεις είτε έναντι των εφεσειόντων ή της SSP, είτε, μη εφαρμοζομένου πλέον του Ν. 104(Ι)/2000, έναντι του Ταμείου, το οποίο, ως άνω, απέρριψε την αίτηση του επικαλούμενο, ακριβώς, τη στάση του αυτή. Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι στην Σαββίδης το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το Ταμείο ήταν υπόλογο για αποζημιώσεις, λόγω πλεονασμού, κατά το προαναφερθέν Άρθρο 18(α). Όμως στην υπόθεση εκείνη σαφής ήταν η διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν έβρισκαν εφαρμογή οι πρόνοιες των Άρθρων 19 και 20 του Ν. 24/1967, που ορίζουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν καταβάλλεται αποζημίωση λόγω πλεονασμού, περιλαμβανομένης της περίπτωσης όπου ο εργοδοτούμενος «παραλόγως αρνείται» την προσφορά άλλης κατάλληλης απασχόλησης (Άρθρο 20(α) του Ν. 24/1967). Ενώ εν προκειμένω, η ρητή και οριστική απόφαση του εφεσίβλητου 1 να μην αποδεχθεί την αυτόματη συνέχιση της εργοδότησής του από τους εφεσείοντες, όχι για λόγο που αφορούσε τους όρους εργοδότησης ή οποιοδήποτε άλλο λόγο που αφορούσε τους εφεσείοντες, παρά μόνο λόγω της ανάγκης που ο ίδιος αισθανόταν να ξεκουραστεί, εξομοιούται με άρνηση απασχόλησης εν τη εννοία του Άρθρου 20(α), με αποτέλεσμα η περίπτωση να διαφοροποιείται από την υπόθεση Σαββίδης.
Ως εκ των ως άνω η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση και η διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.
Ως προς τον περαιτέρω καθορισμό των εξόδων, σημειώνουμε ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3 υποστήριξαν βασικά την πρωτόδικη απόφαση. Υπό τις περιστάσεις, τα έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας, καθορίζονται κατ' αποκοπή στο ποσόν των €2000 πλέον ΦΠΑ και θα είναι υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου 1. Ουδεμία διαταγή για έξοδα μεταξύ των υπολοίπων διαδίκων.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.