ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A877
(2014) 1 ΑΑΔ 2534
20 Νοεμβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ & ΥΙΟΣ
(ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ) ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 368/2009)
Εταιρείες ― Εκκαθάριση εταιρείας ― Το τι συνιστά ανικανότητα πληρωμής χρεών εξειδικεύεται στο Άρθρο 212 του Κεφ. 113 και οποιαδήποτε των τριών διατάξεων του εν λόγω Άρθρου, τεκμαίρεται να σημαίνει ότι η εταιρεία αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της ― Η απόδειξη της προϋπόθεσης της παραγράφου (α) του Άρθρου 212 είναι αρκετή, να επιφέρει την εκκαθάριση της εταιρείας θεωρούμενης ανίκανης να πληρώσει τα χρέη της, χωρίς να αποκλείεται η προσκόμιση και άλλης μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ανικανότητα αυτή.
Εταιρείες ― Εκκαθάριση εταιρείας ― Με την ικανοποίηση του Άρθρου 212 (α) του Κεφ.113, η εταιρεία φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν «αμέλησε» να πληρώσει την απαίτηση του πιστωτή διότι έχει κατά τα άλλα μια ουσιώδη και εύλογη υπεράσπιση, όπως ότι εξόφλησε την γενικότερη οφειλή ― Εξ' ου και ο πιστωτής είναι σοφότερο να εναγάγει την εταιρεία προηγουμένως, να εξασφαλίζει δικαστική υπέρ του απόφαση, οπότε και η εταιρεία θα εμποδίζεται από την απόφαση να αμφισβητήσει την εταιρική αίτηση επί της ουσίας της.
Εταιρείες ― Εκκαθάριση εταιρείας ― Η αίτηση γι' εκκαθάριση εταιρείας δεν αποτελεί μέθοδο εκτέλεσης ― Σκοπεύει στην προστασία και την διασφάλιση της περιουσίας, ώστε να χρησιμοποιηθεί όπως ο νόμος προνοεί προς όφελος όλων των πιστωτών.
Η εφεσίβλητη/αιτήτρια εταιρεία καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αίτηση με την οποία ζητούσε από το Δικαστήριο διάταγμα όπως η εφεσείουσα/καθ' ης η αίτηση διαλυθεί.
Η αίτηση στηρίχθηκε στ' Άρθρα 211(ε), 212(1), 213 και 214 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.
Είναι ξεκάθαρο ότι όλοι οι παράγοντες της πρωτόδικης διαδικασίας εξέλαβαν και μεταχειρίστηκαν την αίτηση ως αίτηση για διάταγμα εκκαθάρισης και όχι διάλυσης όπως εσφαλμένα εζητείτο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις (τυπικές και ουσιαστικές) που απαιτούνται από τη νομοθεσία, Άρθρα 211(ε) και 212(α) του Κεφ. 113.
Έκρινε ως αποτέλεσμα, ότι η εφεσείουσα ήταν ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της και εξέδωσε διάταγμα εκκαθάρισης της.
Ήταν μεταξύ άλλων εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το οφειλόμενο προς την εφεσίβλητη ποσό στις 11/6/2009 ήταν €131021,64 πλέον τόκος προς 9% ετησίως επί ποσού €113983,80 από 2/6/2009 συμπεριλαμβανομένων επιδικασθέντων εξόδων. Τα ποσά αυτά προέκυψαν, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση την πρακτική που ακολούθησε η εφεσίβλητη να καταλογίζει τις οποιεσδήποτε πληρωμές της εφεσείουσας «έναντι των δεδουλευμένων τόκων αντί απευθείας και μόνο έναντι του κεφαλαίου».
Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο τέτοιο δικαίωμα προκύπτει από το Άρθρο 60 του Κεφ. 149 και τη νομολογία.
Η έφεσης στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Ήταν εσφαλμένη η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του υπολογισμού του τόκου επί του οφειλόμενου ποσού όπως και τον καταλογισμό των πληρωμών κατά τον τρόπο που προέβη η εφεσίβλητη.
β) Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι η αίτηση της εφεσίβλητης δεν αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας, εν' όψει της μη προώθησης πρώτα της εκποίησης των ακινήτων που βαρύνονται με υποθήκες σύμφωνα με δικαστική απόφαση που ήταν και η βάση της οφειλής.
γ) Υπήρξε αποτυχία της εφεσίβλητης ν' αποδείξει ότι η εφεσείουσα είναι αφερέγγυα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η διαφορετική θεώρηση του πράγματος που υπέβαλε η εφεσείουσα, ότι δηλαδή ο καταλογισμός των πληρωμών έπρεπε να γίνεται με εξόφληση πρώτα του κεφαλαίου απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως θέση που δεν είχε πραγματικό ή νομικό έρεισμα.
2. Ο συνήγορος για την εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη καθ' ότι το Άρθρο 60 του Κεφ. 149 «περί καταλογισμού πληρωμής προς εξόφληση μη υποδειχθέντος χρέους» δεν αφορά και δεν εφαρμόζεται σε εξόφληση Δικαστικής απόφασης όπως είναι η παρούσα υπόθεση. Διευρύνοντας ακόμη περαιτέρω την εισήγηση του, εισηγήθηκε ότι και αν ακόμη υπήρχε τέτοια συμφωνία μεταξύ των μερών προ της έκδοσης της Δικαστικής απόφασης, αυτή δεν ισχύει για την εξόφληση του εκ δικαστικής απόφασης οφειλόμενου ποσού εφ' όσον τέτοια πρόνοια δεν έχει καταγραφεί στη δικαστική απόφαση.
3. Στην κρινόμενη υπόθεση δεν τίθετο θέμα διαφόρων συγκεκριμένων χρεών των εφεσειόντων προς την Τράπεζα έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα καταλογισμού πληρωμών για το ένα ή το άλλο χρέος.
4. Εδώ το θέμα προς εξέταση ήταν κατά πόσο η Τράπεζα είχε δικαίωμα να καταλογίζει πληρωμές των εφεσειόντων που αφορούσαν ένα συγκεκριμένο δάνειο, πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίζει τούτο έναντι του κεφαλαίου. Το δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από νομικά συγγράμματα και τη νομολογία, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι η Τράπεζα, στην απουσία άλλης συμφωνίας μεταξύ αυτής και των εφεσειόντων, είχε δικαίωμα όπως και έπραττε, να υπολογίζει τους τόκους μέχρι την ημερομηνία που γινόταν μια πληρωμή έναντι συγκεκριμένου χρέους και να εξοφλεί πρώτα τους τόκους και μετά το κεφάλαιο.
5. Επίσης είναι παραδεκτό, ότι η εφεσείουσα δεν παρουσίασε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι κατά τις υπ' αυτές γενόμενες πληρωμές προέβαινε σε καταλογισμό τους ήτοι κατά πόσο αυτές γίνονταν έναντι του κεφαλαίου ή των δεδουλευμένων τόκων.
6. Η διάκριση στην οποία προέβη ο συνήγορος της εφεσείουσας σε χρέος δυνάμει Δικαστικής απόφασης και σε χρέος δυνάμει συμφωνίας δεν παρείχε οιανδήποτε προστασία στην εφεσείουσα καθ' ότι δεν μπορεί να τεθεί κανόνας ότι επειδή πρόκειται περί «εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος» θα πρέπει άνευ ετέρου να γίνεται καταλογισμός πληρωμών κατά τον τρόπο που εισηγείται ο συνήγορος.
7. Η επιδίκαση ενός ποσού με Δικαστική απόφαση δεν μεταβάλλει αυτό σε οτιδήποτε άλλο από χρέος.
8. Ο συνήγορος για την εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, αφού αγνόησε παντελώς την παράλειψη της εφεσίβλητης να προβεί σε εκτέλεση της δικαστικής απόφασης ημερ. 24/2/1998 επί της κινητής περιουσίας των εναγομένων. Δεν προέβη επίσης σε εκποίηση, των υποθηκών που αναφέρονται στην άνω απόφαση, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα μαζί με το ποσό που θ' απέφερε η εκποίηση της κινητής περιουσίας της εφεσείουσας, την πλήρη κάλυψη της απαίτησης.
9. Οι προσφερόμενοι με το Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, μέθοδοι εκτέλεσης Δικαστικής απόφασης μεταξύ των οποίων είναι και η κατάσχεση και πώληση κινητής ιδιοκτησίας, είναι στη διάθεση του εκ Δικαστικής απόφασης πιστωτή ως δικαίωμα και όχι ως υποχρέωση ή προϋπόθεση για λήψη άλλων δικαστικών μέτρων που του παρέχονται από νόμο για εξασφάλιση του λαβείν του.
10. Υπενθυμίζεται ότι η αίτηση για εκκαθάριση εταιρείας όπως και η πτωχευτική διαδικασία δεν σκοπεύουν στον εξαναγκασμό του χρεώστη να εξοφλήσει χρέος του αλλά στην προστασία και την διασφάλιση της περιουσίας (αντικείμενο της αίτησης) ώστε να χρησιμοποιηθεί όπως ο νόμος προνοεί προς όφελος όλων των πιστωτών.
11. Αβάσιμη κρίθηκε και η θέση ότι καταχώρηση της δεύτερης αίτησης εκκαθάρισης (υπό εξέταση) συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Η πρώτη αίτηση που καταχωρήθηκε τέσσερα έτη προηγουμένως και αποσύρθηκε πέντε μήνες αργότερα της καταχώρησης στα πλαίσια συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων δεν μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη για καταχώρηση νέας αίτησης προς την ίδια κατεύθυνση εφόσον μάλιστα τα συμφωνηθέντα δεν τηρήθηκαν από την εφεσείουσα.
12. Ούτε ασφαλώς η μη προώθηση από την εφεσίβλητη της διαδικασίας εκποίησης των δυο ενυπόθηκων ακινήτων του εναγομένου 2 στην αγωγή αρ. 8904/97, σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 24/2/98 δύναται να θεωρηθεί ως κατάχρηση της διαδικασίας.
13. Ο εξ' αποφάσεως πιστωτής, όταν πρόκειται για απόφαση που εκδίδεται «ομού και/ή κεχωρισμένως», όπως συνέβαινε στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι ελεύθερος και όχι υποχρεωμένος να επιδιώξει την ταυτόχρονη εκτέλεση της απόφασης εναντίον όλων των χρεωστών. Τονίζεται βέβαια ότι η αίτηση γι' εκκαθάριση εταιρείας δεν αποτελεί μέθοδο εκτέλεσης (Κεφ. 6 Άρθρο 14).
14. Εδώ η εφεσίβλητη επέλεξε να κινηθεί εναντίον της πρωτοφειλέτιδας εφεσείουσας. Ουδέν το μεμπτόν παρατηρείτο. Αναφορικά με το λόγο έφεσης ότι η εφεσείουσα/καθ' ης η αίτηση είναι αφερέγγυα, η πρωτόδικη κρίση περί αφερεγγυότητας της εφεσείουσας είναι ορθή. Η ανικανότητα πληρωμής χρεών που αναφέρεται στο Άρθρο 211(ε) του Κεφ. 113, είναι η γενική ρύθμιση του θέματος.
15. Το τι συνιστά ανικανότητα πληρωμής χρεών εξειδικεύεται στο Άρθρο 212 και οποιαδήποτε των τριών διατάξεων του εν λόγω άρθρου τεκμαίρεται να σημαίνει ότι η εταιρεία αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της. Η απόδειξη της προϋπόθεσης της παραγράφου (α) του Άρθρου 212 είναι αρκετή να επιφέρει την εκκαθάριση της εταιρείας θεωρούμενης ανίκανης να πληρώσει τα χρέη της, χωρίς να αποκλείεται η προσκόμιση και άλλης μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ανικανότητα αυτή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Εμπορική εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 38,
Archbold Investment Ltd. κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1084,
Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Εμπορική Εταιρεία Λούκος ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 39,
Devyns a.o. v. Noble a.o., Baring and Others v. Noble and Others, Clayton's Case [1814-1823] All E.R. 1,
Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας ν. Καπετάνιου (2014) 1 Α.Α.Δ. 32, ECLI:CY:AD:2014:A8,
London Club Ltd v. Παπαδόπουλου (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1699,
G.I.P. Construction Ltd. v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1991)1 Α.Α.Δ. 15,
Μ. Μouletaris Machinery Co. Ltd. v. Ζήνωνος (2001) 1 Γ) Α.Α.Δ. 1649.
Αίτηση.
Φ. Αποστολίδης, για την Eφεσίβλητη-Aιτήτρια.
Α. Κακογιάννη για Chrysses Demetriades & Co. LLC, για την Eφεσείουσα-Kαθ' ης αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη/αιτήτρια εταιρεία καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αίτηση με την οποία ζητούσε από το Δικαστήριο «διάταγμα όπως η εφεσείουσα/καθ' ης η αίτηση διαλυθεί....»
Η αίτηση στηρίζεται στ' Άρθρα 211(ε), 212(1), 213 και 214 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.
Κατά πρώτον θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η χρήση της λέξεως «διάλυση» δεν είναι ορθή. Οι πρόνοιες που στηριζόταν η αίτηση αφορούν καθαρά αίτηση για εκκαθάριση (Liquidation) και όχι Διάλυση (Dissolution) που συναντάται στο Άρθρο 260 του Νόμου και που ασφαλώς η διαδικασία Διάλυσης έπεται της διαδικασίας εκκαθάρισης.
Το θέμα δεν απασχόλησε πρωτόδικα και συνεπώς ούτε και το Εφετείο θα απασχολήσει περαιτέρω. Είναι ξεκάθαρο ότι όλοι οι παράγοντες της πρωτόδικης διαδικασίας εξέλαβαν και μεταχειρίστηκαν την αίτηση ως αίτηση για διάταγμα εκκαθάρισης και όχι διάλυσης όπως εσφαλμένα εζητείτο. Το θέμα αναφέρεται καθαρά για λόγους καθοδήγησης ώστε να χρησιμοποιείται η ορθή ορολογία σε αιτήσεις της φύσεως υπό εξέταση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις (τυπικές και ουσιαστικές) που απαιτούνται από τη νομοθεσία, Άρθρα 211(ε) και 212(α) του Κεφ. 113 και ειδικότερα όπως αναφέρει:
«1) Η ύπαρξη χρέους από τους καθ' ων η αίτηση πέραν των €854,30 (ΛΚ 500,00).
2) Απαίτηση της πληρωμής υπογραμμένη από τους αιτητές (τεκμήριο 9) για πληρωμή του χρέους.
3) Πάροδος τριών εβδομάδων από τις 05.11.2008 οπότε επιδόθηκε η απαίτηση πληρωμής χωρίς οι καθ' ων η αίτηση να εξοφλήσουν το οφειλόμενο ποσό ή να εξασφαλίσουν αυτό ή να το διευθετήσουν προς εύλογη ικανοποίηση των αιτητών.
4) Δημοσίευση της αίτησης τόσο στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και σε μια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας και καθημερινής έκδοσης (βλέπε τεκμήρια 3 και 4).
5) Επίδοση της αίτησης στους καθ' ων η αίτηση και Επίσημο Παραλήπτη.»
Έκρινε ως αποτέλεσμα ότι η εφεσείουσα είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της και εξέδωσε διάταγμα εκκαθάρισης της.
Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους.
Οι λόγοι έφεσης αρ. 4 και 5 έχουν συνάφεια και αφορούν ουσιαστικά την άρνηση από την εφεσείουσα του οφειλόμενου ποσού που κρίθηκε ότι όφειλε. Με τον πρώτο λόγο η εφεσείουσα προσβάλλει την αποδοχή υπό του πρωτόδικου δικαστηρίου του υπολογισμού του τόκου επί του οφειλόμενου ποσού όπως και τον καταλογισμό των πληρωμών κατά τον τρόπο που προέβη η εφεσίβλητη.
Με το δεύτερο λόγο αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση της εφεσίβλητης δεν αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας, εν' όψει της μη προώθησης πρώτα της εκποίησης των ακινήτων που βαρύνονται με υποθήκες σύμφωνα με δικαστική απόφαση που ήταν και η βάση της οφειλής.
Τέλος ο τρίτος λόγος αναφέρεται σε αποτυχία της εφεσίβλητης ν' αποδείξει ότι η εφεσείουσα είναι αφερέγγυα.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης καθ' ότι ως θα διαφανεί η επίλυση του θα καθορίσει και την τύχη των λόγων έφεσης 4 και 5.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά όπως είναι και παραδεκτό:
«Στις 24.02.1998 εκδόθηκε απόφαση από Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην αγωγή 8904/97 προς όφελος των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, ως εναγομένων 1, καθώς και εναντίον δύο άλλων προσώπων, ένα εξ αυτών (εναγόμενος 3) ο διευθυντής των καθ' ων η αίτηση (ΜΚ2). Η απόφαση αφορούσε το ποσό των ΛΚ153.875,50 με τόκο 9% ετησίως επί ποσού ΛΚ143.092,26 από 01.11.1997 μέχρι τελείας εξοφλήσεως εναντίον του εναγόμενου 1-καθ' ων η αίτηση στην παρούσα διαδικασία. Εναντίον των εναγομένων 2 και 3 η απόφαση αφορούσε στο ποσό των ΛΚ110.00,00 πλέον τόκους 9% καθότι η εγγύηση τους ήταν μέχρι αυτού του ποσού. Επιπλέον, στην ίδια απόφαση εκδόθηκε διάταγμα για πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό για δύο ενυπόθηκα χωράφια του εναγόμενου 2 για το συνολικό ποσό των ΛΚ60.000,00 (ΛΚ30.000,00 έκαστο κτήμα) προκειμένου το προϊόν της πώλησης να εξοφληθεί ή να καταλογιστεί έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Τέλος, επιδικάστηκαν έξοδα εναντίον όλων των εναγομένων.»
Περαιτέρω είναι εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το οφειλόμενο προς την εφεσίβλητη ποσό στις 11/6/2009 ήταν €131021,64 πλέον τόκος προς 9% ετησίως επί ποσού €113983,80 από 2/6/2009 συμπεριλαμβανομένων επιδικασθέντων εξόδων. Τα ποσά αυτά προέκυψαν, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση την πρακτική που ακολούθησε η εφεσίβλητη να καταλογίζει τις οποιεσδήποτε πληρωμές της εφεσείουσας «έναντι των δεδουλευμένων τόκων αντί απευθείας και μόνο έναντι του κεφαλαίου». Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο τέτοιο δικαίωμα προκύπτει από το Άρθρο 60 του Κεφ. 149 και νομολογία. Παρέπεμψε προς τούτο στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Εμπορική εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 38 καθώς και στην υπόθεση Archbold Investment Ltd. κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2006) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1084. Διαφορετική θεώρηση του πράγματος που υπέβαλε η εφεσείουσα, ότι δηλαδή ο καταλογισμός των πληρωμών έπρεπε να γίνεται με εξόφληση πρώτα του κεφαλαίου απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως θέση που δεν είχε πραγματικό ή νομικό ερεισμό.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη καθ' ότι το Άρθρο 60 του Κεφ. 149 «περί καταλογισμού πληρωμής προς εξόφληση μη υποδειχθέντος χρέους» δεν αφορά και δεν εφαρμόζεται σε εξόφληση Δικαστικής απόφασης όπως είναι η παρούσα υπόθεση. Διευρύνοντας ακόμη περαιτέρω την εισήγηση του εισηγήθηκε ότι και αν ακόμη υπήρχε τέτοια συμφωνία μεταξύ των μερών προ της έκδοσης της Δικαστικής απόφασης, αυτή δεν ισχύει για την εξόφληση του εκ δικαστικής απόφασης οφειλόμενου ποσού εφ' όσον τέτοια πρόνοια δεν έχει καταγραφεί στη δικαστική απόφαση. Παρ' όλα ταύτα και προς πίστη του ευπαιδεύτου συνηγόρου, δέχτηκε ότι σε περίπτωση που γίνει αποδεκτό ότι και στην περίπτωση οφειλής δυνάμει Δικαστικής απόφασης είναι δυνατός ο καταλογισμός των πληρωμών κατά τον τρόπο που καθορίζεται στο Άρθρο 60 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, τότε «η εφεσείουσα δεν έχει εξοφλήσει τη δικαστική απόφαση ημερ. 24/2/1998 με όλα τα συνεπακόλουθα (όπως υπολογίζονται στο τεκμ. 7)». Να σημειωθεί ότι το τεκμ. 7 είναι κατάσταση λογαριασμού, που παρουσιάστηκε από τη Μάρτυρα Αιτ. αρ. 3 Ελενα Αναστασιάδου, και στην οποία εμφαίνεται το οφειλόμενο υπόλοιπο κατά την ημέρα της δίκης, σύμφωνα με την εφεσίβλητη. Η μαρτυρία αυτή έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η πιο πάνω προσέγγιση ασφαλώς δεν βρήκε σύμφωνη την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με αυτήν «δεν υπάρχει διάκριση στη νομολογία ή το νόμο μεταξύ πληρωμής χρέους τραπεζικού λογαριασμού και πληρωμής μέρους προς εξόφληση δικαστικής απόφασης».
Τα Άρθρα 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 προβλέπουν:
«59. Αν ο οφειλέτης χρέους, ο οποίος χρωστεί διάφορα συγκεκριμένα χρέη στο ίδιο πρόσωπο, διενεργήσει οποιαδήποτε πληρωμή σε αυτό, είτε ορίζοντας ρητά είτε υπό περιστάσεις από τις οποίες συνάγεται ότι η πληρωμή πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση ειδικού χρέους, η πληρωμή, αν γίνει αποδεκτή, πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση του χρέους αυτού.
60. Αν ο οφειλέτης δεν ορίσει το χρέος το οποίο αφορά η πληρωμή που έγινε και αυτό δεν δύναται να συναχθεί από άλλες περιστάσεις, ο πιστωτής δύναται κατά βούληση να καταλογίσει την πληρωμή αυτή σε οποιοδήποτε νόμιμο χρέος του οφειλέτη αυτού, το οποίο είναι πληρωτέο προς αυτόν και απαιτητό, ανεξάρτητα αν η ανάκτηση αυτού εμποδίζεται ή όχι από τον εκάστοτε σε ισχύ νόμο που αφορά την παραγραφή.
61. Αν κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν προβεί στον καταλογισμό πληρωμής που έγινε, αυτή καταλογίζεται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας, ανεξάρτητα αν αυτά δύνανται ή όχι να ανακτηθούν κατ' εφαρμογή του εκάστοτε σε ισχύ νόμου που αφορά την παραγραφή. Αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά αρχαιότητας, ο καταλογισμός της πληρωμής γίνεται συμμετρικά.»
Στην Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Εμπορική Εταιρεία Λούκος ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 39 αναφέρθηκαν τ' ακόλουθα σχετικά:
«Τα Άρθρα 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ενσωματώνουν το αγγλικό κοινοδίκαιο που αφορά στον καταλογισμό των πληρωμών (appropriation of payment) περιλαμβανομένου και του κανόνα Clayton*. H αρχή, είναι ότι ένας χρεώστης ο οποίος οφείλει διάφορα χρέη στον ίδιο πιστωτή έχει δικαιώματα να καθορίσει κατά το χρόνο που πληρώνει για ποιο από τα χρέη του θέλει να πιστωθεί η πληρωμή. Και εφόσον συμφωνεί και ο πιστωτής, η πληρωμή καταλογίζεται έναντι ή προς εξόφληση του συγκεκριμένου χρέους. Αν όμως ο χρεώστης δεν καθορίσει το χρέος έναντι του οποίου επιθυμεί να πιστωθεί το ποσό της πληρωμής, τότε ο πιστωτής δύναται να χρησιμοποιήσει την πληρωμή έναντι ή διά την εξόφληση οποιασδήποτε προς αυτό οφειλής του ιδίου χρεώστη. Όταν όμως κανένας από αυτούς δεν προβεί σε καταλογισμό της συγκεκριμένης πληρωμής τότε εφαρμόζεται ο κανόνας της υπόθεση Clayton σύμφωνα με τον οποίο τεκμαίρεται από το νόμο ότι,
(α) το πρώτο ποσό που έχει πληρωθεί είναι το πρώτο που θα αποσυρθεί (first in, first out)
ή
(β) η πληρωμή προορίζεται στο πρώτο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ούτως ώστε αυτό το χρεωστικό υπόλοιπο εξοφλείται είτε πλήρως είτε μερικώς.
Στην κρινόμενη υπόθεση δεν τίθεται θέμα διαφόρων συγκεκριμένων χρεών των εφεσειόντων προς την Τράπεζα έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα καταλογισμού πληρωμών για το ένα ή το άλλο χρέος. Εδώ το θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο η Τράπεζα είχε δικαίωμα να καταλογίζει πληρωμές των εφεσειόντων που αφορούσαν ένα συγκεκριμένο δάνειο, πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίζει τούτο έναντι του κεφαλαίου. Το δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από νομικά συγγράμματα και τη νομολογία, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι η Τράπεζα, στην απουσία άλλης συμφωνίας μεταξύ αυτής και των εφεσειόντων, είχε δικαίωμα να υπολογίζει τους τόκους μέχρι την ημερομηνία που γινόταν μια πληρωμή έναντι συγκεκριμένου χρέους και να εξοφλεί πρώτα τους τόκους και μετά το κεφάλαιο.»
(Βλ. επίσης Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας ν. Καπετάνιου (2014) 1 Α.Α.Δ. 32, ECLI:CY:AD:2014:A8).
Στην υπό εξέταση υπόθεση είναι παραδεκτό αλλά και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη καταλόγιζε τις πληρωμές της εφεσείουσας πρώτα έναντι των δεδουλευμένων τόκων και παν υπόλοιπο, εάν υπήρχε, έναντι του κεφαλαίου. Επίσης είναι παραδεκτό, ότι η εφεσείουσα δεν παρουσίασε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι κατά τις υπ' αυτές γενόμενες πληρωμές προέβαινε σε καταλογισμό τους ήτοι κατά πόσο αυτές γίνονταν έναντι του κεφαλαίου ή των δεδουλευμένων τόκων.
Με βάση τα πιο πάνω σταθερά δεδομένα δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εφεσίβλητη είχε το δικαίωμα να προβεί σε καταλογισμό των πληρωμών με τον τρόπο που αυτή επιθυμούσε ήτοι πρώτα έναντι των δεδουλευμένων τόκων. Η διάκριση που προέβη ο συνήγορος της εφεσείουσας σε χρέος δυνάμει Δικαστικής απόφασης και σε χρέος δυνάμει συμφωνίας δεν παρέχει οιανδήποτε προστασία στην εφεσείουσα καθ' ότι δεν μπορεί να τεθεί κανόνας ότι επειδή πρόκειται περί «εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος» θα πρέπει άνευ ετέρου να γίνεται καταλογισμός πληρωμών κατά τον τρόπο που εισηγείται ο συνήγορος. Η επιδίκαση ενός ποσού με Δικαστική απόφαση δεν μεταβάλλει αυτό σε οτιδήποτε άλλο από χρέος. Αναπόφευκτα και στην περίπτωση αυτού του είδους χρέους ισχύουν τα όσα είχαν αναφερθεί την υπόθεση Λούκος (άνω) και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθό στην κρίση του ότι ο γενόμενος καταλογισμός πληρωμών όπως αυτός έγινε από την εφεσίβλητη ήταν ορθός και νόμιμος. Αναπόφευκτο αυτού είναι ότι και οι χρεωθέντες τόκοι, είναι ορθοί.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται και μαζί του απορρίπτεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης για του λόγους που αναφέρθηκαν νωρίτερα. Επίσης απορρίπτεται και ο πέμπτος λόγος καθ' ότι είναι άνευ σημασίας πλέον αλλά και αβάσιμος, ενόψει των άνω διαπιστώσεων. Ο τελευταίος αναφέρεται σε κατάσταση λογαριασμού (τεκμ. 18) που παρουσίασε ο Μ.Καθ. 1 και παρουσίαζε κατά τον ισχυρισμό του το οφειλόμενο υπό της εφεσείουσας ποσό.
Αναφορικά με τον δεύτερο (2ο) λόγο έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, αφού αγνόησε παντελώς την παράλειψη της εφεσίβλητης να προβεί σε εκτέλεση της δικαστικής απόφασης ημερ. 24/2/1998 επί της κινητής περιουσίας των εναγομένων. Δεν προέβη επίσης σε εκποίηση, των υποθηκών που αναφέρονται στην άνω απόφαση, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα μαζί με το ποσό που θ' απέφερε η εκποίηση της κινητής περιουσίας της εφεσείουσας, την πλήρη κάλυψη της απαίτησης. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι η καταχώρηση για δεύτερη φορά αίτησης διάλυσης της εφεσείουσας υπό της εφεσίβλητης συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας.
Αντίθετη ήταν η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσίβλητη η οποία απέρριψε όλα τα πιο πάνω υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση. Ειδικότερα για την προώθηση διαδικασίας για εκποίηση των δυο υποθηκών ήταν η θέση της ότι αυτές αφορούσαν περιουσία άλλου προσώπου και όχι της εφεσείουσας και εν πάση περιπτώσει η ύπαρξη τους δεν αποτελούσε προϋπόθεση ή στοιχείο για επιτυχία της αίτησης.
Ο λόγος έφεσης 2 θα πρέπει ν' απορριφθεί. Στα γεγονότα της υπόθεσης δεν τίθεται θέμα κατάχρησης της διαδικασίας. Όλες οι αιτιάσεις της εφεσείουσας είναι άνευ υπόστασης.
Οι προσφερόμενοι με το Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, μέθοδοι εκτέλεσης Δικαστικής απόφασης μεταξύ των οποίων είναι και η κατάσχεση και πώληση κινητής ιδιοκτησίας, είναι στη διάθεση του εκ Δικαστικής απόφασης πιστωτή ως δικαίωμα και όχι ως υποχρέωση ή προϋπόθεση για λήψη άλλων δικαστικών μέτρων που του παρέχονται από νόμο για εξασφάλιση του λαβείν του. Υπενθυμίζεται ότι η αίτηση για εκκαθάριση εταιρείας όπως και η πτωχευτική διαδικασία δεν σκοπεύουν στον εξαναγκασμό του χρεώστη να εξοφλήσει χρέος του αλλά στην προστασία και την διασφάλιση της περιουσίας (αντικείμενο της αίτησης) ώστε να χρησιμοποιηθεί όπως ο νόμος προνοεί προς όφελος όλων των πιστωτών (βλ. London Club Ltd v. Παπαδόπουλου (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1699).
Αβάσιμη κρίνεται και η θέση ότι καταχώρηση της δεύτερης αίτησης εκκαθάρισης (υπό εξέταση) συνιστά καταχρηση της διαδικασίας. Η πρώτη αίτηση που καταχωρήθηκε τέσσερα έτη προηγουμένως και αποσύρθηκε πέντε μήνες αργότερα της καταχώρησης στα πλαίσια συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων δεν μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη για καταχώρηση νέας αίτησης προς την ίδια κατεύθυνση εφόσον μάλιστα τα συμφωνηθέντα δεν τηρήθηκαν από την εφεσείουσα. Ούτε ασφαλώς η μη προώθηση από την εφεσίβλητη της διαδικασίας εκποίησης των δυο ενυπόθηκων ακινήτων του εναγομένου 2 στην αγωγή αρ. 8904/97, σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 24/2/98 δύναται να θεωρηθεί ως κατάχρηση της διαδικασίας. Ο εξ' αποφάσεως πιστωτής, όταν πρόκειται για απόφαση που εκδίδεται «ομού και/ή κεχωρισμένως», όπως συνέβαινε στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι ελεύθερος και όχι υποχρεωμένος να επιδιώξει την ταυτόχρονη εκτέλεση της απόφασης εναντίον όλων των χρεώστων. Τονίζεται βέβαια ότι η αίτηση γι' εκκαθάριση εταιρείας δεν αποτελεί μέθοδο εκτέλεσης (βλ. Κεφ. 6 Άρθρο 14).
Εδώ η εφεσίβλητη επέλεξε να κινηθεί εναντίον της πρωτοφειλέτιδας εφεσείουσας. Ουδέν το μεμπτόν παρατηρείται. Τα όσα αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση επί του θέματος μας βρίσκουν πλήρως σύμφωνους.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι η εφεσίβλητη/αιτήτρια απέτυχε ν' αποδείξει ότι η εφεσείουσα/καθ' ης η αίτηση είναι αφερέγγυα.
Η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας συνίσταται στο ότι ο Διευθυντής της εφεσείουσας δεν αντεξετάσθηκε κατά το χρόνο που κατέθετε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η εφεσείουσα έχει τεράστια κινητή περιουσία (μηχανήματα) δυνάμενη να εκποιηθεί και είναι φερέγγυος. Απέδωσε δε την μη πληρωμή του απαιτηθέντος ποσού αποκλειστικά στο ότι διαφωνούσε με τον τρόπο υπολογισμού του δεδουλευμένου τόκου. Με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα πάντοτε με την εισήγηση, ανατράπηκε το τεκμήριο που δημιουργείται από το Άρθρο 212(α) του Κεφ. 113, διότι στην πρωτόδικη διαδικασία η εφεσείουσα απέδειξε ότι εξόφλησε την πρωτόδικη απόφαση και πέτυχε ν' αποδείξει ότι η μέθοδος καταλογισμού των πληρωμών από την εφεσίβλητη ήταν λανθασμένος. Επίσης ήταν η θέση του ότι με τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκειμένου να καταδείξει ότι η εφεσείουσα είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, επικαλέσθηκε ουσιαστικά το Άρθρο 212 (γ) του Κεφ. 113, το οποίο δεν αναφέρει στην αίτηση της.
Αντίθετη βέβαια είναι η θέση της εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο οφειλόμενο υπό της εφεσείουσας ποσό, ότι δεν εξοφλήθηκε και ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτουν τα Άρθρα 211(ε) και 212(α) επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση. Δεν παρουσιάστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της εφεσείουσας πρωτόδικα όπως εξήγησε η ευπαίδευτη συνήγορος διότι η αίτηση δεν στηρίζεται στο Άρθρο 212(γ) ή μόνο στο Άρθρο 211(ε) οπότε η εφεσίβλητη προκειμένου ν' αποδείξει αδυναμία πληρωμών χρεών θα έπρεπε να παρουσιάσει τα περιουσιακά στοιχεία της εφεσείουσας.
Η μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσείουσας/καθ' ης η αίτηση, Μ.Καθ.2, όπως φαίνεται από το πρακτικό, είναι ότι κατόπιν υπόδειξης του λογιστή του πλήρωσε το ποσό των €5013,30 το οποίο ήταν και το μόνο οφειλόμενο ποσό. Με αυτό τον τρόπο ξόφλησε και γι' αυτό και δεν πλήρωσε οτιδήποτε άλλο ποσό. Επίσης ανέφερε ότι η εφεσείουσα δεν έχει άλλα χρέη, έχει τεράστια περιουσία σε μηχανήματα και ότι είναι σε θέση να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό και έχει λεφτά σε τράπεζα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η εφεσείουσα όφειλε κατά την ημέρα που κατέθετε η Μ.Αιτ.3, €131021,64 λόγω της πληρωμής εν τω μεταξύ και εκκρεμούσης της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου του ποσού των €5013,30 την 27/4/2009. Στη συνέχεια έκρινε ότι ικανοποιούνται όλες οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία (Άρθρα 211(ε) και 212(α) του Κεφ. 113) τις οποίες και κατέγραψε. Ήδη έχουν αναφερθεί νωρίτερα στην απόφαση μας.
Αφού δε κατέληξε ότι η εφεσείουσα είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της εξέδωσε το Διάταγμα Εκκαθάρισης.
Τα Άρθρα 211 και 212 έτυχαν ανάλυσης στην υπόθεση G.I.P. Construction Ltd. v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1991) 1 Α.Α.Δ. 15, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Τα Άρθρα 211 και 212 του δικού μας Νόμου είναι αντιγραφή του αντίστοιχου αγγλικού. Στην Αγγλία η έννοια των διατάξεων αυτών έχει φωτισθεί από νομολογία. Σύμφωνα με την αγγλική προσέγγιση, η εξειδίκευση των περιστάσεων στο Άρθρο 212 δεν περιορίζει την γενικότητα του Άρθρου 211 αναφορικά με την αδυναμία πληρωμής των χρεών της από μια εταιρεία. Δηλαδή, οι εξειδικευμένοι λόγοι συνιστούν ορισμένες περιστάσεις που εγείρουν νομοθετικό τεκμήριο ύπαρξης της αδυναμίας πληρωμής χρεών αλλά δεν εξαντλούν το πεδίο για προσκόμιση οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που θα μπορούσε να κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα.Η διαφορά μεταξύ της γενικότερης εξέτασης του θέματος και των εξειδικευμένων περιπτώσεων του 212 (α) και 212(β) είναι η εξής. Στις εξειδικευμένες περιπτώσεις, η εκπλήρωση των προϋποθέσεων που τίθενται οδηγούν από μόνες τους και στην κατάληξη. Εγείρεται δηλαδή το νομοθετικό τεκμήριο περί αδυναμίας πληρωμής χρεών. Αντίθετα, στην περίπτωση της γενικότερης εξέτασης του θέματος, το θέμα κρίνεται ανάλογα με το πώς θα αξιολογηθούν τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου περιλαμβανομένων και εκείνων στην άλλη πλευρά της πλάστιγγας που θα ήθελε προβάλει η εταιρεία.»
Στην Μ. Μouletaris Machinery Co. Ltd. v. Ζήνωνος (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1649 επιβεβαιώθηκε η G.I.P. Constructions Ltd (πιο πάνω) ότι ορθά αναλύει τον Νόμο και ορθά αναλύει τη νομολογία. Πρόσθετα λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 1651 από τον Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε:
«Δέχθηκε βεβαίως, και πολύ ορθά πως, στην περίπτωση που αποδεικνύονται τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο Άρθρο 212, το Δικαστήριο δεν έχει διακριτική ευχέρεια, και διατάσσει τη διάλυση της εταιρείας, ενώ αν ικανοποιηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 211 το Δικαστήριο διατηρεί τέτοια ευχέρεια.»
(Βλ. επίσης την Pan - AMAN Hotels Ltd (άνω))
Η πρωτόδικη κρίση περί αφερεγγυότητας της εφεσείουσας είναι ορθή. Η ανικανότητα πληρωμής χρεών που αναφέρεται στο Άρθρο 211(ε) του Κεφ. 113, είναι η γενική ρύθμιση του θέματος. Το τι συνιστά ανικανότητα πληρωμής χρεών εξειδικεύεται στο Άρθρο 212 και οποιαδήποτε των τριών διατάξεων του εν λόγω άρθρου τεκμαίρεται να σημαίνει ότι η εταιρεία αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της. Η απόδειξη της προϋπόθεσης της παραγράφου (α) του Άρθρου 212 είναι αρκετή να επιφέρει την εκκαθάριση της εταιρείας θεωρούμενης ανίκανης να πληρώσει τα χρέη της, χωρίς να αποκλείεται η προσκόμιση και άλλης μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ανικανότητα αυτή.
Με την ικανοποίηση του Άρθρου 212 (α), η εταιρεία φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν «αμέλησε» να πληρώσει την απαίτηση του πιστωτή διότι έχει κατά τα άλλα μια μια ουσιώδη και εύλογη υπεράσπιση, όπως ότι εξόφλησε την γενικότερη οφειλή. Εξ' ου και ο πιστωτής είναι σοφότερο να εναγάγει την εταιρεία προηγουμένως, να εξασφαλίζει δικαστική υπερ του απόφαση οπότε και η εταιρεία θα εμποδίζεται από την απόφαση να αμφισβητήσει την εταιρική αίτηση επί τους ουσίας της. (Pennington: Company Law, 3η έκδοση σελ. 674-675).
Η έφεση απορρίπτεται με €2000 έξοδα πλέον ΦΠΑ σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.