ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D782
(2014) 1 ΑΑΔ 2239
16 Οκτωβρίου, 2014
[ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
LEMISSOLER SHIPMANAGEMENT LTD,
Ενάγοντες,
v.
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ DRAGON PORT (IMO 9481908) ΥΠΟ ΣΗΜΑΙΑ ΜΠΑΡΜΠΑΝΤΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΕΝΟ
ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εναγομένου.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 41/2014)
Ναυτοδικείο ― Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου ― Πότε μπορεί να γίνει επίκληση της ― Άρθρα 1(1) και 3(2) και (4) του Administration of Justice Act, 1956 που εφαρμόζεται στην Κύπρο με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) ― Κατά πόσον μπορούσε να γίνει επίκληση από τους ενάγοντες της δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου in rem ― Απορριπτική κατάληξη ― H απαίτηση των εναγόντων δεν ενέπιπτε στις υποπαραγράφους (a)(b)(c) ή (s) του Άρθρου 1(1) του του Administration of Justice Act, 1956.
Οι ενάγοντες, οι οποίοι ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης, πρακτόρευσης και αντιπροσώπευσης πλοίων, καταχώρισαν την πραγματοπαγή αγωγή Ναυτοδικείου (in rem) με τον πιο πάνω αριθμό εναντίον του εναγόμενου πλοίου, αξιώνοντας το ποσό των $ΗΠΑ420.000 για υπηρεσίες που παρείχαν σ΄ αυτό ως αντιπρόσωποι του, εργασίες που διενήργησαν για λογαριασμό του και παραδοθέντα σ' αυτό εμπορεύματα, καθώς και αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας. Αφού το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στο πλοίο και δεν υπήρξε οποιαδήποτε εμφάνιση εκ μέρους του, η υπόθεση ορίστηκε από το Δικαστήριο για απόδειξη, με οδηγίες όπως στο μεταξύ καταχωρηθεί και η Αναφορά.
Την ημέρα που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απόδειξη, το Δικαστήριο έθεσε στον συνήγορο των εναγόντων το ερώτημα κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση μπορούσε να γίνει επίκληση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem, δεδομένου ότι στην Αναφορά οι ενάγοντες διατείνονται ότι οι ιδιοκτήτες του εναγόμενου πλοίου, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν και είναι η Dragon Port Holdings Ltd, εταιρεία συσταθείσα στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, ενώ η συμφωνία για την παροχή των επίδικων υπηρεσιών και εμπορευμάτων έγινε με τους ναυλωτές του πλοίου D P Shipping Ltd από την Ομοσπονδία Αγίου Χριστοφόρου και Νέβις (St. Kittis), οι οποίοι στην Αναφορά περιγράφονται ως «charterers by demise».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Tο Άρθρο 3(2) του Administration of Justice Act, 1956 (στο εξής «ο Νόμος»), που εφαρμόζεται στην Κύπρο με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), προβλέπει ότι επίκληση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem μπορεί να γίνει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (a) μέχρι (c) και (s) του Άρθρου 1(1) του Νόμου.
2. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 3(4) του Νόμου, εάν η αξίωση εμπίπτει στις παραγράφους 1(1) (d) μέχρι (r) του Νόμου και πηγάζει σε σχέση με πλοίο, μπορεί και σε αυτή την περίπτωση να γίνει επίκληση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem εναντίον του πλοίου νοουμένου ότι το πρόσωπο που θα υπείχε ευθύνη για να ικανοποιήσει την απαίτηση σε αγωγή in personam κατά το χρόνο που γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα, είναι ο πλοιοκτήτης, ή ο ναυλωτής του πλοίου ή έχει την κατοχή ή τον έλεγχο του, και κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής το πλοίο ανήκει ουσιαστικά ως προς όλα τα μερίδια σε αυτό το ίδιο πρόσωπο.
3. Είναι προφανές ότι η απαίτηση των εναγόντων δεν ενέπιπτε στις υποπαραγράφους (a)(b)(c) ή (s) του Άρθρου 1(1) του Νόμου.
4. Στο Άρθρο 21(4) του Supreme Court Act 1981 γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του «beneficial owner» και του «demise charterer» με αναφορά στο δικαίωμα σύλληψης πλοίου, άλλου από αυτό σε σχέση με το οποίο γεννάται το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο ανήκει στον ίδιο πλοιοκτήτη.
5. Συγκεκριμένα, παρόλο που το εν λόγω άρθρο επιτρέπει τη σύλληψη πλοίου σε σχέση με το οποίο γεννάται η απαίτηση στην περίπτωση που την ευθύνη για την ικανοποίηση της σε αγωγή in personam θα υπείχε ο κατά παραχώρηση ναυλωτής του πλοίου, όταν πρόκειται για τη σύλληψη άλλου πλοίου που ανήκει στον ίδιο πλοιοκτήτη (sister ship), η σύλληψη του πλοίου εκείνου επιτρέπεται μόνο εάν το πρόσωπο που θα υπείχε ευθύνη για να ικανοποιήσει την απαίτηση σε αγωγή in personam είναι ο πλοιοκτήτης του πλοίου εκείνου και όχι απλά ο κατά παραχώρηση ναυλωτής του.
6. Είναι προφανές ότι η θέσπιση του Άρθρου 21(4) του Supreme Court Act 1981 κατέστη αναγκαία ακριβώς επειδή το Άρθρο 3(4)(α) του Νόμου δεν επεκτεινόταν κατά τον τρόπο που αποφασίστηκε στην υπόθεση The "Andrea Ursula" (κατωτέρω) ώστε να ευθυγραμμιστεί η αγγλική νομοθεσία με τη Σύμβαση στην οποία είχε προσχωρήσει το Ηνωμένο Βασίλειο.
7. Υπό το φως των πιο πάνω, δεν μπορούσε να γίνει επίκληση από τους ενάγοντες της δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου in rem. Συνακόλουθα, οι ενάγοντες δεν νομιμοποιούνταν στην προώθηση της απαίτησης τους εναντίον του εναγόμενου πλοίου.
Η αγωγή εναντίον του πλοίου απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
CY.T.A v. The ship Maria (1983) 1 C.L.R. 825,
The "Andrea Ursula" [1971] 1 Lloyd's Rep. 145,
The "I Congreso Del Partido" [1977] 1 Lloyd's Rep. 536,
The "Father Thames" [1979] 2 Lloyd's Rep. 364,
Τhe Maritime Trader [1981] 2 Lloyd's Rep. 153,
The 'Nazym Khikmet' [1996] C.L.C. 1044.
Αγωγή Ναυτοδικείου.
Αντ. Χριστοφή για Ανδρέας Γιωρκάτζης ΔΕΠΕ, για τους Ενάγοντες.
Cur. adv. vult.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι ενάγοντες, οι οποίοι ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης, πρακτόρευσης και αντιπροσώπευσης πλοίων, καταχώρισαν την πραγματοπαγή αγωγή Ναυτοδικείου (in rem) με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο εναντίον του εναγόμενου πλοίου, αξιώνοντας το ποσό των $ΗΠΑ420.000 για υπηρεσίες που παρείχαν σ' αυτό ως αντιπρόσωποι του, εργασίες που διενήργησαν για λογαριασμό του και παραδοθέντα σ' αυτό εμπορεύματα, καθώς και αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας. Αφού το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στο πλοίο και δεν υπήρξε οποιαδήποτε εμφάνιση εκ μέρους του, η υπόθεση ορίστηκε από το Δικαστήριο για απόδειξη, με οδηγίες όπως στο μεταξύ καταχωρηθεί και η Αναφορά.
Την ημέρα που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απόδειξη, το Δικαστήριο έθεσε στον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγόντων το ερώτημα κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση μπορεί να γίνει επίκληση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem, δεδομένου ότι στην Αναφορά οι ενάγοντες διατείνονται ότι οι ιδιοκτήτες του εναγόμενου πλοίου, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν και είναι η Dragon Port Holdings Ltd, εταιρεία συσταθείσα στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, ενώ η συμφωνία για την παροχή των επίδικων υπηρεσιών και εμπορευμάτων έγινε με τους ναυλωτές του πλοίου D P Shipping Ltd από την Ομοσπονδία Αγίου Χριστοφόρου και Νέβις (St. Kittis), οι οποίοι στην Αναφορά περιγράφονται ως «charterers by demise».
Tο Άρθρο 3(2) του Administration of Justice Act, 1956 (στο εξής «ο Νόμος»), που εφαρμόζεται στην Κύπρο με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), προβλέπει ότι επίκληση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem μπορεί να γίνει στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (a) μέχρι (c) και (s) του Άρθρου 1(1) του Νόμου. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 3(4) του Νόμου, εάν η αξίωση εμπίπτει στις παραγράφους 1(1) (d) μέχρι (r) του Νόμου και πηγάζει σε σχέση με πλοίο, μπορεί και σε αυτή την περίπτωση να γίνει επίκληση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem εναντίον του πλοίου νοουμένου ότι το πρόσωπο που θα υπείχε ευθύνη για να ικανοποιήσει την απαίτηση σε αγωγή in personam κατά το χρόνο που γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα, είναι ο πλοιοκτήτης, ή ο ναυλωτής του πλοίου ή έχει την κατοχή ή τον έλεγχο του, και κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής το πλοίο ανήκει ουσιαστικά ως προς όλα τα μερίδια σε αυτό το ίδιο πρόσωπο.*
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο Νόμος έχει αντικατασταθεί στην Αγγλία από το Supreme Court Act 1981, δυνάμει του οποίου παρέχεται η δυνατότητα επίκλησης της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem και στην περίπτωση που το πρόσωπο το οποίο θα υπείχε ευθύνη για να ικανοποιήσει την απαίτηση in personam είναι, κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, ο κατά παραχώρηση ναυλωτής (demise charterer). Σχετικό είναι το Άρθρο 21(4). Το νέο νομοθέτημα δεν επηρεάζει τη δικαιοδοσία του δικού μας Ναυτοδικείου, όπως προσδιορίζεται από το νομοθέτημα του 1956, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του ως Ναυτοδικείου εφαρμόζει το Νόμο ως ίσχυε στην Αγγλία αμέσως πριν από την ημέρα της Ανεξαρτησίας της Κύπρου (βλ. Άρθρο 29 του Ν.14/60).
Είναι προφανές ότι η απαίτηση των εναγόντων δεν εμπίπτει στις υποπαραγράφους (a)(b)(c) ή (s) του Άρθρου 1(1) του Νόμου. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν, και αποδέχομαι για σκοπούς συζήτησης του θέματος που εδώ απασχολεί, ότι εμπίπτει στις υποπαραγράφους (m) και (p) οι οποίες προβλέπουν:
« (m) any claim in respect of goods or materials supplied to a ship for her operation or maintenance;
. . . .
(p) any claim by a master, shipper, charterer or agent in respect of disbursements made on account of a ship;»
Συνεπώς, αναγνωρίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων, ότι για να μπορεί να γίνει επίκληση της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem, θα πρέπει να ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Άρθρο 3(4) του Νόμου (βλ. CY.T.A v. The ship Maria (1983) 1 C.L.R. 825). Κάλεσε συναφώς το Δικαστήριο να υιοθετήσει το σκεπτικό του δικαστή Brandon, J στην υπόθεση The "Andrea Ursula" [1971] 1 Lloyd's Rep. 145 και να θεωρήσει ότι οι κατά παραχώρηση ναυλωτές του πλοίου, οι οποίοι είναι τα πρόσωπα που θα υπείχαν ευθύνη για να ικανοποιήσουν την απαίτηση των εναγόντων σε αγωγή in personam, είναι, εν προκειμένω, οι ιδιοκτήτες όλων των μεριδίων στο επίδικο πλοίο εν τη εννοία του Άρθρου 3(4)(a) του Νόμου.
Η έκφραση "beneficially owned" στο Άρθρο 3(4) του Νόμου δεν έχει νομοθετημένο ορισμό. Επισημαίνοντας ότι επιδέχεται πέραν της μίας έννοιας, ο δικαστής Βrandon, J στην The "Andrea Ursula" θεώρησε ότι η ορθή της έννοια πρέπει να αναζητηθεί με αναφορά στο σκοπό του Άρθρου 3(4), ο οποίος ήταν να δοθεί εφαρμογή στο Άρθρο 3 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1952 περί Συντηρητικής Κατασχέσεως των Θαλασσοπλοούντων Πλοίων* (στο εξής «η Σύμβαση») που παρείχε δικαίωμα σύλληψης πλοίου και στην περίπτωση που το πρόσωπο που θα υπείχε ευθύνη για την απαίτηση in personam ήταν ο κατά παραχώρηση ναυλωτής του πλοίου. Έκρινε, συνεπώς, ότι έπρεπε να δοθεί ευρεία ερμηνεία στην έκφραση "beneficial owner", ώστε να περιλαμβάνει τον κατά παραχώρηση ναυλωτή (demise charterer).
Ορθά, ο ευπαίδευτος συνήγορος έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου τις διιστάμενες απόψεις ως προς το ζήτημα που υιοθετήθηκαν στις υποθέσεις The "I Congreso Del Partido" [1977] 1 Lloyd's Rep. 536 και The "Father Thames" [1979] 2 Lloyd's Rep. 364. Υποστήριξε, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να τις υιοθετήσει, δεδομένου ότι η θέσπιση του Supreme Court Act 1981, δυνάμει του οποίου επεκτάθηκε η δυνατότητα επίκλησης της δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου in rem στην περίπτωση που θα υπείχε ευθύνη in personam ο κατά παραχώρηση ναυλωτής,** καταδεικνύει την ορθότητα της άποψης του Brandon, J, την οποία και υιοθέτησε ο νομοθέτης.
Στην The "I Congreso Del Partido" ο δικαστής Robert Goff, J αποφάνθηκε ότι η έκφραση «beneficially owned as respects all the shares therein» αναφέρεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει κατ' ουσία ιδιοκτησία (equitable ownership) και δεν περιλαμβάνει κατά παραχώρηση ναυλωτή, με το ακόλουθο σκεπτικό:
« I start with the statute, and the words with which I am particularly concerned, and which I have to construe in the context of the statute, are "beneficially owned as respects all the shares therein". In my judgment, the natural and ordinary meaning of these words is that they refer only to such ownership as is vested in a person who, whether or not he is the legal owner of the vessel, is in any case the equitable owner - in other words, the first of the two meanings of which Mr. Justice Brandon thought the words to be capable. Furthermore, on the natural and ordinary meaning of the words, I do not consider them apt to apply to the case of a demise charterer or indeed any other person who has only possession of the ship, however full and complete such possession may be, and however much control over the ship he may have. Generally speaking, the essential characteristic of α demise charter is that it constitutes a contract of hire of the ship, under which the possession of the ship passes to the charterer, the master of the ship being the servant of the charterer, not of the owner.»
Αφού σύγκρινε στη συνέχεια το Άρθρο 3 της Σύμβασης με το Άρθρο 3 του Νόμου, διέκρινε σαφή πρόθεση του νομοθέτη να μη δώσει εφαρμογή στο Άρθρο 3(4) της Σύμβασης. Παρατήρησε ο δικαστής Sheen, J στη μεταγενέστερη υπόθεση Τhe Maritime Trader [1981] 2 Lloyd's Rep. 153, πως στη νομοθεσία της χώρας υπήρχε "lacuna".
Θεωρώ ότι το σκεπτικό του Robert Goff, J, με το οποίο συμφωνώ και το οποίο υιοθετώ, ενισχύεται από το γεγονός ότι στο Άρθρο 21(4) του Supreme Court Act 1981 γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του «beneficial owner» και του «demise charterer» με αναφορά στο δικαίωμα σύλληψης πλοίου, άλλου από αυτό σε σχέση με το οποίο γεννάται το αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο ανήκει στον ίδιο πλοιοκτήτη. Συγκεκριμένα, παρόλο που το εν λόγω άρθρο επιτρέπει τη σύλληψη πλοίου σε σχέση με το οποίο γεννάται η απαίτηση στην περίπτωση που την ευθύνη για την ικανοποίηση της σε αγωγή in personam θα υπείχε ο κατά παραχώρηση ναυλωτής του πλοίου, όταν πρόκειται για τη σύλληψη άλλου πλοίου που ανήκει στον ίδιο πλοιοκτήτη (sister ship), η σύλληψη του πλοίου εκείνου επιτρέπεται μόνο εάν το πρόσωπο που θα υπείχε ευθύνη για να ικανοποιήσει την απαίτηση σε αγωγή in personam είναι ο πλοιοκτήτης του πλοίου εκείνου και όχι απλά ο κατά παραχώρηση ναυλωτής του. Όπως παρατηρούν οι Nigel Meeson και John Kimbell στο σύγγραμμα Admiralty Jurisdiction and Practice,(4η έκδοση), παράγραφος 3.46:
« The distinction drawn between the demise charterer on the one hand and the beneficial owner on the other, puts the matter beyond argument; "beneficial owner clearly has its ordinary meaning of equitable owner as held in The "I Congreso Del Partido"»
Είναι προφανές ότι η θέσπιση του Άρθρου 21(4) του Supreme Court Act 1981 κατέστη αναγκαία ακριβώς επειδή το Άρθρο 3(4)(α) του Νόμου δεν επεκτεινόταν κατά τον τρόπο που αποφάσισε ο Brandon,J στην The "Andrea Ursula", ώστε να ευθυγραμμιστεί η αγγλική νομοθεσία με τη Σύμβαση στην οποία είχε προσχωρήσει το Ηνωμένο Βασίλειο. Όπως παρατήρησε ο δικαστής Sir Thomas Bingham M.R στην υπόθεση The 'Nazym Khikmet' [1996] C.L.C. 1044, αφού σχολίασε τις υποθέσεις The "Αndrea Ursula" και The "I Congreso Del Partido:
«It was following these decisions that Parliament enacted s. 21 of the 1981 Act, making the amendment already noted in subs. (4)(i). This made plain that the ship giving rise to the claim could be the subject of an action in rem if, at the time when the action was brought, that ship was beneficially owned or demise-chartered by the party against whom the claim in personam lay. To that extent, Parliament gave effect to the decision of Brandon J on the facts before him, and so corrected a discrepancy which he pointed out between the language of the subsection and the language of the Convention to which the subsection was intended to give effect. The amendment was, however, limited to inclusion of a demise charterer; the expression 'beneficially owned' was not amended; and Parliament continued to restrict claims against sister ships to ships of which the party liable in an action in personam was at the relevant time the 'beneficial owner'. In our judgment the effect of the amendment made, and the amendments not made, in the 1981 Act is clear: Parliament accepted the view of Goff J that an amendment was necessary if demise charterers were to be covered by subs. (4)(i), and accordingly made that amendment to give effect to the Convention; it did not intend demise charterers to be covered by subs. (4)(ii), which indeed the Convention did not require; and it must be taken to have endorsed the ruling of Goff J on the meaning of 'beneficial ownership', since otherwise it would have been bound to legislate to reverse his conclusion on that point.»
Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση από τους ενάγοντες της δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου in rem. Συνακόλουθα, οι ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται στην προώθηση της απαίτησης τους εναντίον του εναγόμενου πλοίου. Η αγωγή εναντίον του πλοίου απορρίπτεται.
Η αγωγή εναντίον του πλοίου απορρίπτεται.