ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 24/1967 - Ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος του 1967
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:A775
(2014) 1 ΑΑΔ 2205
14 Oκτωβρίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΑΟΥΤΑ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Πoλιτική Έφεση αρ. 60/2010)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Τερματισμός υπηρεσιών εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου στο δημόσιο τομέα ― Εκρίθη παράνομος από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις δεδομένου ότι, δεν ενέπιπτε στους λόγους τερματισμού, με βάση το Άρθρο 5 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967, (Ν.24/67), η απόλυση λόγω πλήρωσης μόνιμης θέσης ― Κατά πόσον μπορούσε να διαταχθεί επαναπρόσληψη και κατά πόσον επρόκειτο περί κακόπιστου τερματισμού.
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Έκτακτοι συμβασιούχοι στο δημόσιο τομέα ― Οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβασή τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία.
Αγωγή ― Επίδικα θέματα ― Δικόγραφα ― Αποτελούν τη βάση προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και η προσαχθείσα μαρτυρία θα πρέπει να στοχεύει στο στόχο αυτό.
Δικαστική απόφαση ― Δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα και αποσπασματικά αλλά ως ενιαίο σύνολο ― Η απομόνωση μιας φράσης ή η αποσπασματική ανάγνωση ενός μέρους της απόφασης δεν είναι ορθή αντιμετώπιση.
Η εφεσείουσα είχε, αρχικώς, προσληφθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία σε έκτακτη βάση για εκτέλεση καθηκόντων Λειτουργού Νομικών Θεμάτων. Η πρώτη σύμβαση άρχισε στις 17 Μαΐου 2004 και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2004. Μετά την πιο πάνω περίοδο οι διάδικοι υπέγραψαν, διαδοχικές δεκαπενθήμερες συμβάσεις απασχόλησης, που διήρκησαν μέχρι τις 22 Απριλίου 2005.
Στις 23 Απριλίου 2005 υπογράφτηκε νέα σύμβαση που ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.
Στις 4 Δεκεμβρίου 2006, η εφεσίβλητη ενημέρωσε την αιτήτρια ότι, με βάση τις πρόνοιες του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου του 2003 (Ν.98(Ι)/2003) και επειδή είχε συμπληρώσει 30μηνη απασχόληση, από την 1 Δεκεμβρίου 2006, η εργοδότηση της κατέστη αορίστου διαρκείας.
Στις 14 Μαϊου 2007, γνωστοποιήθηκε γραπτώς στην εφεσείουσα ότι τερματίζονταν οι υπηρεσίες της καθότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), προχώρησε στην πλήρωση της μόνιμης θέσης Λειτουργού Νομικών Θεμάτων, θέση που διεκδίκησε και η εφεσείουσα, ανεπιτυχώς.
H εφεσείουσα απέρριψε το ποσό που της προτάθηκε ως αποζημίωση, και προχώρησε στην καταχώρηση αίτησης, ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, διεκδικώντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις όπως και διάταγμα επαναπρόσληψης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο τερματισμός απασχόλησης της εφεσείουσας, δεν ενέπιπτε στους, με βάση το Άρθρο 5 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967, (Ν.24/67), προβλεπόμενους λόγους και έκρινε τον τερματισμό παράνομο, επιδικάζοντας αποζημιώσεις ύψους €3.610.
Ασκήθηκε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Ήταν εσφαλμένη η κρίση ότι δεν αποδείχθηκε κακοπιστία στον τερματισμό ο οποίος εκρίθη παράνομος και περαιτέρω εσφαλμένα δεν εκρίθη έκδηλα παράνομος.
β) Λανθασμένα δεν κρίθηκε η εφεσείουσα ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος.
γ) Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εργοδότηση τερματίστηκε αυτοδικαίως με τον μόνιμο διορισμό από την ΕΔΥ τρίτου προσώπου στη θέση που εργοδοτείτο η εφεσείουσα.
δ) Ήταν ανεπαρκές το ύψος του επιδικασθέντος ποσού.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από νομολογία, θεώρησε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να εξισωθεί με μόνιμο δημόσιο υπάλληλο και η εισήγηση περί του αντιθέτου δεν ήταν ορθή.
2. Η διαφοροποίηση που δημιουργείτο μεταξύ μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και εκτάκτου ορισμένης ή αορίστου διαρκείας, με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να απαλειφθεί, έχοντας ως πρώτιστη διαφορά το νομικό υπόβαθρο επί του οποίου εδράζεται η πρόσληψη ή η δημιουργία της εννόμου σχέσεως εργοδότησης.
3. Η δικαιοδοσία για εκδίκαση της υπόθεσης τερματισμού απασχόλησης ατόμων που εργοδοτήθηκαν στο πλαίσιο της εφαρμογής του Ν.98(Ι)/2003, (αρθ.10) ανήκει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, και σ' αυτό απευθύνθηκε και η εφεσείουσα.
4. Το ζήτημα της ισχυριζόμενης κακοπιστίας βρισκόμενο, όπως ήταν παραδεχτό εκτός των δικογράφων, ορθώς δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
5. Η θέση της εφεσείουσας ότι η ενέργεια των εφεσιβλήτων να προσλάβουν άλλο στη θέση που κατείχε η εφεσείουσα, αποτελούσε άλλη ένδειξη κακοπιστίας, δεν μπορούσε να επιτύχει έχοντας ως δεδομένο ότι η εκάστοτε σύμβαση που υπογραφόταν από τις δυο πλευρές περιείχε τον όρο ότι, η εργοδότηση της εφεσείουσας θα συνεχιζόταν μέχρι το μόνιμο διορισμό υπαλλήλου στη συγκεκριμένη θέση.
6. Η υποχρέωση νομιμοποίησης των ενεργειών του κράτους με την προκήρυξη και πλήρωση της επίδικης θέσης, μέσω της συνταγματικά καθιερωθείσας αρχής (ΕΔΥ), επ' ουδενί λόγο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κακόπιστη ενέργεια. Kαι η ιδία, αναγνωρίζουσα τη νομιμότητα της πιο πάνω ενέργειας, υπέβαλε αίτηση για πρόσληψη.
7. Αναφορικά με το θέμα της διεκδίκησης της δυνατότητας επαναπρόσληψης, στην προκείμενη περίπτωση, δεν προέκυπτε ότι οι συνθήκες της υπόθεσης όπως περιεγράφηκαν, επέτρεπαν την ενεργοποίηση των εφαρμοστέων επί του θέματος αρχών της νομολογίας και των σχετικών νομοθετικών προνοιών.
8. Το νομικό και πραγματικό καθεστώς της συμβατικής σχέσης στην προκείμενη περίπτωση, προκαθόριζε την πορεία της. Ο δε τερματισμός της σε περίπτωση μόνιμης εργοδότησης άλλου, ήταν συμφωνημένος.
9. Σε σχέση με την περαιτέρω εισήγηση της αιτήτριας ότι, καθισταμένης της σύμβασης εργοδότησης της αορίστου χρόνου, έπαυσαν να έχουν εφαρμογή οι πρόνοιες της αρχικής σύμβασης, έχει νομολογηθεί ότι oι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβασή τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία.
10. Αναφορικά με τον τελευταίο λόγο έφεσης, που αφορούσε το επιδικασθέν ποσό αποζημίωσης, σημειωτέα ήταν η δήλωση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι, αν η υπόθεση κρινόταν ως εντασσόμενη σε απόλυση λόγω πλεονασμού, το ποσό ήταν ικανοποιητικό.
11. Η θέση αυτή είναι ορθή δοθέντος ότι, κανένας από τους επιβαρυντικούς παράγοντες που αναλύονται στο Άρθρο 3 του Ν.24/67, και ήταν αντικείμενο των προηγούμενων αναλυθέντων λόγων έφεσης, δεν είχαν επιτυχή κατάληξη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αβραάμ ν. Δημοκρατίας, (2008) 3 Α.Α.Δ. 49,
Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,
Πατσαλίδη ν. Κυπριακών Αερογραμμών (2012) 1 Α.Α.Δ. 194.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας (Ζαμπακίδου-Μουρτουβάνη, Πρ. ............Μελών??), (Αίτηση Αρ. 77/08), ημερομηνίας 12/1/2010.
Ρ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.
Α. Χριστοφόρου - Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παμπαλλή, Δ..
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είχε, αρχικώς, προσληφθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία σε έκτακτη βάση για εκτέλεση καθηκόντων Λειτουργού Νομικών Θεμάτων. Η πρώτη σύμβαση άρχισε στις 17 Μαΐου 2004 και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2004. Μετά την πιο πάνω περίοδο οι διάδικοι υπέγραψαν, διαδοχικές δεκαπενθήμερες συμβάσεις απασχόλησης, που διήρκησαν μέχρι τις 22 Απριλίου 2005.
Στις 23 Απριλίου 2005 υπογράφτηκε νέα σύμβαση που ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.
Στις 4 Δεκεμβρίου 2006, η εφεσίβλητη ενημέρωσε την αιτήτρια ότι, με βάση τις πρόνοιες του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου του 2003 (Ν.98(Ι)/2003) και επειδή είχε συμπληρώσει 30μηνη απασχόληση, από την 1 Δεκεμβρίου 2006, η εργοδότηση της κατέστη αορίστου διαρκείας.
Στις 14 Μαΐου 2007, γνωστοποιήθηκε γραπτώς στην εφεσείουσα ότι τερματίζονται οι υπηρεσίες της καθότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), προχώρησε στην πλήρωση της μόνιμης θέσης Λειτουργού Νομικών Θεμάτων, θέση που διεκδίκησε, ανεπιτυχώς, και η εφεσείουσα.
Μέσα σ' αυτό το πραγματικό και νομικό πλαίσιο, η εφεσείουσα απέρριψε το ποσό που της προτάθηκε ως αποζημίωση, και προχώρησε στην καταχώρηση αίτησης, ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, διεκδικώντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις όπως και διάταγμα επαναπρόσληψης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο τερματισμός απασχόλησης της εφεσείουσας, δεν ενέπιπτε στους, με βάση το Άρθρο 5 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967, (Ν.24/67), προβλεπόμενους λόγους και έκρινε τον τερματισμό παράνομο, επιδικάζοντας αποζημιώσεις ύψους €3.610.
Η εφεσείουσα ουσιαστικώς αμφισβητεί το εύρημα του Δικαστηρίου που χαρακτήρισε τον τερματισμό παράνομο, χωρίς να αποδεχθεί ότι υπήρξε, από πλευράς της εφεσίβλητης κακοπιστία, (1ος και 5ος λόγος έφεσης). Ταυτοχρόνως, ισχυρίστηκε ότι η απόλυση ήταν έκδηλα παράνομη (3ος λόγος έφεσης). Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι κακώς δεν κρίθηκε η εφεσείουσα ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος (2ος λόγος έφεσης). Αμφισβητείται επίσης το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εργοδότηση τερματίστηκε αυτοδικαίως με τον μόνιμο διορισμό από την ΕΔΥ τρίτου προσώπου στη θέση που εργοδοτείτο η εφεσείουσα (4ος λόγος έφεσης). Και τέλος η εφεσείουσα παραπονείται για το ύψος του επιδικασθέντος ποσού (6ος λόγος έφεσης).
Το πρώτο θέμα που εγείρεται άπτεται του καθεστώτος εργοδότησης της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από νομολογία (Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49), θεώρησε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να εξισωθεί με μόνιμο δημόσιο υπάλληλο και εφαρμογή, σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης της, έχουν οι πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι παρερμηνεύθηκε ο λόγος της υπόθεσης Αβραάμ, (πιο πάνω) καθότι, κατά την εισήγηση του δεν υπάρχει «εννοιολογική διαφορά» στις εκφράσεις «αορίστου χρόνου» και «μόνιμη» αλλά μόνο «πρακτική».
Εισηγήθηκε περαιτέρω ο συνήγορος ότι η εφαρμογή της Οδηγίας ΕΚ1999/70, επί της οποίας στηρίχθηκε η θέσπιση του Ν.98(Ι)/2003, επιβάλλει τη διασταλτική ερμηνεία έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ισότης στην αντίκριση των μονίμων ή αορίστου διαρκείας εργοδοτουμένων.
Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η διαφοροποίηση που δημιουργείται μεταξύ μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και εκτάκτου ορισμένης ή αορίστου διαρκείας, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να απαλειφθεί, έχοντας ως πρώτιστη διαφορά το νομικό υπόβαθρο επί του οποίου εδράζεται η πρόσληψη ή η δημιουργία της εννόμου σχέσεως εργοδότησης.
Όπως, με λεπτομέρεια αναλύεται στην απόφαση Αβραάμ, (πιο πάνω) η πρόσληψη ατόμων στη δημόσια υπηρεσία, με διαδικασίες έξω από το Σύνταγμα και τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (Ν.1/90), δεν γίνεται αποδεχτή ως ερχόμενη εναντίον της ίσης μεταχείρισης πολιτών και της διαφάνειας των διαδικασιών πρόσληψης, υιοθετώντας, μεταξύ άλλων, την υπόθεση Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου (1995) 3 Α.Α.Δ. 363. Καταλήγει δε η απόφαση με τα εξής:
«α. Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη Δημόσια Υπηρεσία, σε μόνιμη ή προσωρινή θέση, είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
β. Καμιά θέση στη Δημόσια Υπηρεσία δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της.
γ. Η κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό σε δημόσια θέση.»
Εδώ έγκειται, κατά τη γνώμη μας, και η ουσιαστική διαφορά της εργοδότησης μόνιμου υπαλλήλου και υπαλλήλου αορίστου διαρκείας, προερχομένου από συμβατική σχέση.
Συναφώς, ήταν ορθή η αντιμετώπιση του θέματος πρωτοδίκως.
Η δικαιοδοσία για εκδίκαση της υπόθεση τερματισμού απασχόλησης ατόμων που εργοδοτήθηκαν στο πλαίσιο της εφαρμογής του Ν.98(Ι)/2003, (αρθ.10) ανήκει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, σ' αυτό απευθύνθηκε και η εφεσείουσα.
Οι συνθήκες τερματισμού της απασχόλησης της εφεσείουσας ήταν τέτοιες που υποδηλούν κακοπιστία εκ μέρους της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ο συνήγορος της. Ως παραδείγματα στοιχειοθέτησης του παραπόνου ήταν ο τερματισμός της απασχόλησης ενώ η εφεσείουσα τελούσε υπό άδεια μητρότητας.
Το ζήτημα αυτό απασχόλησε σε έκταση το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η εφεσείουσα παραδέχεται ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν δικογραφήθηκε. Ήταν όμως μέρος της ένορκης μαρτυρίας που δόθηκε από την ίδια και δεν αντεξετάστηκε, όπως λέχθηκε.
Τα δικόγραφα, όπως τονίστηκε σε σειρά αποφάσεων, και αποτελεί πλέον ξεκάθαρη νομολογιακή αρχή, αποτελούν τη βάση προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και η προσαχθείσα μαρτυρία θα πρέπει να στοχεύει στο στόχο αυτό. Το θέμα αυτό βρισκόμενο, όπως είναι παραδεχτό εκτός των δικογράφων, ορθώς δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η ενέργεια των εφεσιβλήτων να προσλάβουν άλλο στη θέση που κατείχε η εφεσείουσα, αποτελεί άλλη ένδειξη κακοπιστίας, εισηγήθηκε ο συνήγορος της. Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να επιτύχει, έχοντας ως δεδομένο ότι η εκάστοτε σύμβαση που υπογραφόταν από τις δυο πλευρές περιείχε τον όρο ότι, η εργοδότηση της εφεσείουσας θα συνεχιζόταν μέχρι το μόνιμο διορισμό υπαλλήλου στη συγκεκριμένη θέση. Η υποχρέωση νομιμοποίησης των ενεργειών του κράτους με την προκήρυξη και πλήρωση της επίδικης θέσης, μέσω της συνταγματικά καθιερωθείσας αρχής (ΕΔΥ), επ' ουδενί λόγο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κακόπιστη ενέργεια, που στόχευε να πλήξει την εφεσείουσα. Αφήνουμε που και η ιδία, αναγνωρίζουσα τη νομιμότητα της πιο πάνω ενέργειας, υπέβαλε αίτηση για πρόσληψη, κάτι που αποτελούσε, βεβαίως, δικαίωμα της. Είναι, όμως, οξύμωρο να παραπονείται επί τούτου.
Προς υποστήριξη της νομικής του επιχειρηματολογίας επί της κακοπιστίας, ο συνήγορος της εφεσείουσας έκαμε επίκληση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, όπως και στην άσκηση των αρχών που θα έπρεπε να διέπουν τη χρηστή διοίκηση. Όπως, ορθώς, κατά τη γνώμη μας, επισημαίνεται και πρωτοδίκως, τα γεγονότα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο και αναλύθηκαν στην αρχή της απόφασης μας, ουδόλως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ότι υποδηλούν κακοπιστία ή έκδηλα παράνομο τερματισμό της απασχόλησης, έτσι ώστε να μπορεί να ενεργοποιηθεί η προσφερόμενη, με βάση το αρ.3 του Ν.24/1967, δυνατότητα επαναπρόσληψης της εφεσείουσας.
Το θέμα της διεκδίκησης της δυνατότητας επαναπρόσληψης, απασχόλησε πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πατσαλίδη ν. Κυπριακών Αερογραμμών (2012) 1 Α.Α.Δ. 194, όπου αποφασίστηκε ότι, υφισταμένων των προϋποθέσεων που τίθενται από το Άρθρο 3 του Ν.24/67, ήτοι: της απασχόλησης πέραν των δεκαεννέα εργοδοτουμένων και της διεκδίκησης της θεραπείας, που εδώ δεν αμφισβητήθηκε ότι ισχύουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να ικανοποιήσει το αίτημα, αν κριθεί η απόλυση ως έκδηλα παράνομη. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε, αλλά ούτε και εμείς έχουμε πεισθεί ότι οι συνθήκες της υπόθεσης όπως περιγράφονται πιο πάνω αιτιολογούσαν αντίθετα το αποτέλεσμα. Το νομικό και πραγματικό καθεστώς της συμβατικής σχέσης στην προκείμενη περίπτωση, προκαθόριζε την πορεία της. Ο δε τερματισμός της σε περίπτωση μόνιμης εργοδότησης άλλου, ήταν συμφωνημένος.
Ήταν η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η κατάληξη των πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν ήταν κακόπιστη η ενέργεια των εφεσιβλήτων, δεν δικαιολογείται και έγινε αναφορά στη σελ.11 της απόφασης.
Η απόφαση δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα και αποσπασματικά αλλά ως ενιαίο σύνολο. Η δικαστική κρίση δεν είναι απομονωμένη από το σύνολο των γεγονότων και του συλλογισμού του εκδικάσαντος δικαστηρίου. Ως ενιαίο σύνολο θα πρέπει να εξετάζεται. Η απομόνωση μιας φράσης ή η αποσπασματική ανάγνωση ενός μέρους της απόφασης δεν είναι ορθή αντιμετώπιση.
Η υπό κρίση αναφορά είναι το επιστέγασμα του προγενέστερου προβληματισμού του δικαστηρίου και η καταληκτική του σκέψη πριν την επιδίκαση του ποσού. Ως εκ τούτου η εισήγηση απορρίπτεται.
Σε σχέση με την περαιτέρω εισήγηση της αιτήτριας ότι, καθισταμένης της σύμβασης εργοδότησης της αορίστου χρόνου, έπαυσαν να έχουν εφαρμογή οι πρόνοιες της αρχικής σύμβασης. Έχουμε να παρατηρήσουμε ότι το θέμα έχει ξεκαθαρίσει με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αβραάμ (πιο πάνω), όπου λέχθηκε το εξής:
«Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Επομένως, οι συμβασιούχοι αορίστου διαρκείας στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να την επικαλεστούν. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.
Οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβασή τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, Ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν. 127(Ι)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.»
Συνεπώς η εν λόγω εισήγηση δεν γίνεται αποδεκτή.
Αναφορικά με τον τελευταίο λόγο έφεσης, που αφορά το επιδικασθέν ποσό αποζημίωσης, σημειώνουμε τη δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι, αν η υπόθεση κρινόταν ως εντασσόμενη σε απόλυση λόγω πλεονασμού, το ποσό είναι ικανοποιητικό. Η θέση αυτή είναι ορθή δοθέντος ότι, κανένας από τους επιβαρυντικούς παράγοντες που αναλύονται στο Άρθρο 3 του Ν.24/67, και ήταν αντικείμενο των προηγούμενων αναλυθέντων λόγων έφεσης, δεν είχαν επιτυχή κατάληξη.
Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε τον υπολογισμό της αποζημίωσης με βάση τον «Πρώτο Πίνακα».
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.