ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KYPREOS ν. KYPREOS (1984) 1 CLR 565
Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464
Ρόπας Ιερόθεος Χριστοδούλου (2009) 2 ΑΑΔ 235
Eλεγκτική Yπηρεσία Συνεργατικών Eταιρειών v.Aγαθοκλή Παπαγεωργίου και Άλλων (2000) 3 ΑΑΔ 151
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.15
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Page Directors Limited και Άλλοι (2015) 1 ΑΑΔ 2145, ECLI:CY:AD:2015:D669
PAGE DIRECTORS LIMITED κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 118/15, 12/10/2015, ECLI:CY:AD:2015:D669
ECLI:CY:AD:2014:D746
(2014) 1 ΑΑΔ 2153
7 Οκτωβρίου, 2014
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ANDREY RAYKOV ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI,
ANΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 13/5/2014 ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΚΡΟΑΣΗ ΣΤΙΣ 09/05/2014 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜO 2058/2012 ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΥΤΗ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΑΤΑΞΕ ΚΑΙ/Η ΑΠΕΦΑΝΘΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ,
ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ 1. ANDREY RAYKOV ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ,
Αιτητή.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 167/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία έκανε δεκτό προφορικό αίτημα των εναγόντων δυνάμει της Δ.15 θ.1 να διακόψει αγωγή, εναντίον εναγόμενης Τράπεζας ― Απορριπτική κατάληξη, δεδομένης ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ένδικου μέσου της έφεσης, ούτε μέσο εποπτείας της διαδικασίας των Επαρχιακών Δικαστηρίων ή της πρακτικής που ακολουθήθηκε.
Ο αιτητής επιδίωξε την παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία το Δικαστήριο αποφάσισε, ύστερα από προφορικό αίτημα των εναγόντων Δ.15 θ.1, να διακόψει την αγωγή, ενώ ενώπιον του εκκρεμούσε αίτηση δια κλήσεως, που καταχώρησε ο εναγόμενος 1 - αιτητής, με την οποία ζητούσε την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης που εκδόθηκε στα πλαίσια της ίδιας αγωγής εναντίον της εναγομένης 6, Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ.
Ήταν η θέση του εναγομένου 1-αιτητή, ότι οι ενάγοντες, αλίευσαν στοιχεία και ότι πραγματική τους πρόθεση ήταν να χρησιμοποιήσουν τις δικαστικές διαδικασίες κατά τρόπο καταχρηστικό. Ενώ ζητήθηκε από το συνήγορο του ενάγοντα, χρόνος για καταχώριση ένστασης στην αίτηση, ακολούθησε υποβολή προφορικού αιτήματος για απόσυρση της αγωγής, αίτημα το οποίο αντίκρισε την ένσταση του εναγόμενου 1-αιτητή, με δεδομένο ότι εκκρεμούσε η αίτηση του για ακύρωση του εν λόγω διατάγματος αποκάλυψης την οποία επέμενε να προωθήσει εφόσον, έκρινε, ότι παραβλάπτονταν τα δικαιώματα του.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας τις πρόνοιες της Δ.15 θ.1 σε συνάρτηση με τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν, έκρινε μεταξύ άλλων, ότι η διακοπή της αγωγής ήταν επιτρεπτή και ότι περαιτέρω ο εναγόμενος 1 καμία ζημιά δεν υπέστη από την παρατυπία για υποβολή προφορικού αιτήματος για διακοπή της αγωγής. Αντιθέτως με την υποβολή του αιτήματος προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, είχε την ευκαιρία να ακουστεί και να εκφράσει τις απόψεις του σε σχέση με το ζήτημα.
Επεσήμανε, ακόμη, το πρωτόδικο Δικαστήριο μεταξύ άλλων, ότι στο διάταγμα αποκάλυψης που εκδόθηκε από το Δικαστήριο αναφερόταν ρητά ότι τα έγγραφα που θα αποκαλύπτονταν από την τράπεζα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε καμία άλλη διαδικασία πλην της παρούσας αγωγής.
Με τη διακοπή της αγωγής, συμπαρασυρόταν δε σε ακύρωση και η ισχύς του υπό κρίση διατάγματος.
Στη βάση του ανωτέρω σκεπτικού, δεν έκανε δεκτή τη θέση του συνηγόρου του εναγόμενου 1-αιτητή για διακοπή της αγωγής υπό όρους.
Η αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος στηρίχθηκε κυρίως στην εξής επιχειρηματολογία:
α) Ότι η απόφαση αποτέλεσε προϊόν νομικής πλάνης, αναφορικά με τη σχετική ακολουθητέα διαδικασία, πλάνη που απέληξε σε πραγματικό πολλαπλό πλεονέκτημα υπέρ των εναγόντων και άφησε εκτός της δυνατότητας άσκησης δικαστικού ελέγχου τη χρήση των αποκαλυφθέντων εγγράφων.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπράττοντας νομικό σφάλμα θεώρησε ότι δεν παρέχεται δικονομική διάταξη υπέρ της θέσης για επιβολή όρων, σε περίπτωση απόφασης υπέρ της διακοπής της διαδικασίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προέκυπτε από τα εκτεθέντα στοιχεία ότι ο εναγόμενος 1-αιτητής ακούστηκε κατά πάντα χρόνο, στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, πριν αυτό προβεί σε τελική κρίση επί του αιτήματος.
2. Το Δικαστήριο εξάσκησε την διακριτική του ευχέρεια, δίδοντας αιτιολογημένη απόφαση επί του προκειμένου, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη και ως καταλυτικό παράγοντα, το γεγονός ότι η αποκάλυψη εμπιστευτικής φύσεως εγγράφων και πληροφοριών από την τράπεζα, εναγόμενη 6, έγινε στα πλαίσια άλλης διαδικασίας και στη βάση του σχετικού δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας και προς συμμόρφωση με αυτό.
3. Η κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εμβέλεια της Δ.15 κατά πάντα χρόνο μπορεί να ελεγχθεί με έφεση. Το αυτό ισχύει κατ' αναλογία για το έτερο σκέλος του ισχυριζόμενου νομικού λάθους, για τη διακοπή υπό όρους.
4. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο διατηρεί τη δυνατότητα να προστατεύει τη διαδικασία η οποία διεξάγεται ενώπιόν του κατ' επίκληση των συμφυών εξουσιών του, εξυπακούεται ότι ταυτόχρονα έχει δικαιοδοσία πρακτικής εφαρμογής των εν λόγω εξουσιών.
5. Αν όμως υπάρχει οποιαδήποτε υπόνοια ότι το Δικαστήριο ενήργησε λανθασμένα κατ' επίκληση των συμφυών εξουσιών του, η ορθότητα της απόφασης ελέγχεται με το ένδικο μέσο της έφεσης και όχι με ένταλμα Certiorari.
6. Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου δεν μπορεί κατά κανόνα να αποτελέσει αφ' εαυτής, αυτοδύναμη δικαιοδοτική βάση για συγκεκριμένο αίτημα ή διάβημα.
7. Απλή επίκληση της είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που η τυχόν άρνηση ή εξουσίας ή δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του διαδίκου.
8. Η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ένδικου μέσου της έφεσης, ούτε μέσο εποπτείας της διαδικασίας των Επαρχιακών Δικαστηρίων ή της πρακτικής που ακολουθήθηκε.
9. Από τη στιγμή που παρέχεται στον αιτητή άλλο ένδικο μέσο, η αίτηση οδηγείται μοιραία σε απόρριψη.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργ. Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151,
Τουβλοπ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) Α.Α.Δ. 109,
Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235,
Bankers Trust Co v. Shapira a.o. [1980] 1 W.L.R. 1274,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42,
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,
Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116.
Αίτηση.
Δ. Κρονίδης και Π. Κούρτελλος, για τον Aιτητή.
Cur. adv. vult.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίσης διαδικασίας απετέλεσε η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 13.5.2014, με την οποία το Δικαστήριο απεφάσισε, μετά από προφορικό αίτημα των εναγόντων να διακόψει την αγωγή, ενώ ενώπιον του εκκρεμούσε αίτηση δια κλήσεως, την οποία ο εναγόμενος 1-αιτητής καταχώρισε, με την οποία ζητούσε την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης που εκδόθηκε στα πλαίσια της ίδιας αγωγής εναντίον της εναγομένης 6, Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ. Επρόκειτο για διάταγμα αποκάλυψης που εκδόθηκε στις 31.1.2013, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, με το οποίο διάταγμα η εναγόμενη 6 τράπεζα, συμμορφώθηκε με καταχώριση ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 21.2.2013, δίνοντας λεπτομέρειες για λογαριασμούς που ο εναγόμενος 1-αιτητής διατηρεί στην τράπεζα τους.
Ήταν η θέση του εναγομένου 1-αιτητή, ότι οι ενάγοντες, αλίευσαν στοιχεία και ότι πραγματική τους πρόθεση ήταν να χρησιμοποιήσουν τις δικαστικές διαδικασίες κατά τρόπο καταχρηστικό. Ενώ ζητήθηκε από το συνήγορο του ενάγοντα, χρόνος για καταχώριση ένστασης στην αίτηση ακολούθησε υποβολή προφορικού αιτήματος για απόσυρση της αγωγής, αίτημα το οποίο αντίκρισε την ένσταση του εναγόμενου 1-αιτητή, με δεδομένο ότι εκκρεμούσε η αίτηση του για ακύρωση του εν λόγω διατάγματος αποκάλυψης την οποία επέμενε να προωθήσει εφόσον, έκρινε, παραβλάπτονταν τα δικαιώματα του.
Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση σε νέα ημερομηνία, ώστε να παρασχεθεί στα διάδικα μέρη η ευκαιρία να εκθέσουν τη θέση τους. Είναι σε αυτό το στάδιο, με την αγόρευση του συνηγόρου των εναγόντων, που το αίτημα στηρίχθηκε στη Δ.15 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών, για διακοπή της αγωγής. Η ένσταση του εναγόμενου 1-αιτητή συνίστατο στο ότι η διακοπή της διαδικασίας, ενώ εκκρεμεί αίτηση για ακύρωση του διατάγματος και προτού εκδικαστεί η αίτηση του για ακύρωση του, συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας από τους ενάγοντες: με τον τρόπο αυτό επεδίωκαν, να αποκομίσουν πλεονέκτημα τακτικής σε άλλη αγωγή που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα στην αγωγή υπ' αρ. 3521/2011 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Πλεονέκτημα που συνίστατο στη νομιμοποίηση της αποκάλυψης των εγγράφων που απέκτησαν, παρά το ότι το διάταγμα που εκδόθηκε, ρητά περιόριζε την χρήση των πληροφοριών μόνο στα πλαίσια της υπό κρίση αγωγής και σε καμιά άλλη διαδικασία. Διαδικαστικά έγινε επίκληση της Δ.15 και προωθήθηκε η θέση εκ μέρους του εναγόμενου 1-αιτητή, ότι οποιοδήποτε αίτημα για διακοπή της αγωγής θα έπρεπε να γίνει με γραπτή ειδοποίηση. Διαζευκτικά, ότι σε περίπτωση που γινόταν δεκτό το αίτημα διακοπής αυτή θα έπρεπε να γίνει υπό όρους και συγκεκριμένα, με την παράδοση στον Πρωτοκολλητή των εγγράφων που αποκαλύφθησαν δυνάμει του διατάγματος, προς καταστροφή.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας τις πρόνοιες της Δ.15 θ.1 σε συνάρτηση με τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν, έκρινε:
«Το υπό εξέταση ζήτημα ρυθμίζεται από τη Δ.15 θ.1 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που έχει ως εξής:
The plaintiff may, at any time before the receipt of the defendant's defence, or after the receipt of the defendant's pleaded defence before taking any other proceeding in the action (save any interlocutory application), by notice in writing, wholly discontinue his action against all or any of the defendants or withdraw any part or parts off his alleged cause of complaint, and thereupon he shall pay such defendant's costs of the action, or if the action be not wholly discontinued, the costs occasioned by the matter so withdrawn. .....»
..........
Προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη ότι ο εναγόμενος μπορεί να διακόψει την αγωγή οποτεδήποτε πριν την καταχώρηση υπεράσπισης ή μετά την υπεράσπιση πριν προβεί σε οιονδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα με επιφύλαξη ως προς οιανδήποτε ενδιάμεση αίτηση. Από τη στιγμή όμως που προβεί σε δικονομικά διαβήματα στην αγωγή, η διακοπή της αγωγής τελεί πλέον υπό την αίρεση εξασφάλισης σχετικής άδειας από το Δικαστήριο. Σχετική είναι η υπόθεση Παμπορίδης ν. Κτηματική Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 670. Με τον όρο οιονδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα εννοείται διάβημα που αποσκοπεί στη συνέχιση της διαδικασίας (Βλ. Annual Practice 1958, Vol.1 p. 592).
Tέτοια άδεια παραχωρείται από το Δικαστήριο στα πλαίσια διακριτικής ευχέρειας. Εξετάζεται κατά πόσο το αίτημα συνιστά κατάχρηση της Δικαστικής διαδικασίας ή αν η διακοπή θα επιτρέψει στον ενάγοντα να αποκτήσει πλεονέκτημα τακτικής (Βλ. μεταξύ άλλων Kypreos v. Kypreos (1984) 1 C.L.R. 565 & Γαβριήλ ν. Αγαπίου (1988) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1868).»
Επί της ουσίας και πέραν του διαδικαστικού ζητήματος έκρινε ότι:
«.Εξ' άλλου, ο εναγόμενος 1 καμία ζημιά δεν υπέστη από την εν λόγω παρατυπία. Αντιθέτως με την υποβολή του αιτήματος προφορικά ενώπιον του δικαστηρίου, είχε την ευκαιρία να ακουστεί και να εκφράσει τις απόψεις του σε σχέση με το ζήτημα.
Αλλά και σε αντίθετη περίπτωση, ακόμα και αν έκρινα ότι χρειάζεται η άδεια του Δικαστηρίου για διακοπή της αγωγής και πάλιν η κατάληξη μου θα ήταν υπέρ της αποδοχής του αιτήματος.
Δεν έχει αποδειχθεί από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, κατάχρηση της διαδικασίας εκ μέρους των εναγόντων ούτε και ότι η διακοπή της αγωγής θα επιτρέψει στους ενάγοντες να αποκομίσουν οιονδήποτε πλεονέκτημα τακτικής.»
Επεσήμανε, ακόμη, το Δικαστήριο ότι:
«.στο διάταγμα αποκάλυψης που εκδόθηκε από το Δικαστήριο στις 31.1.13 αναφέρεται ρητά ότι τα έγγραφα που θα αποκαλυφθούν από την τράπεζα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε καμία άλλη διαδικασία πλην της παρούσας αγωγής. Με τη διακοπή της παρούσας αγωγής, συμπαρασύρεται σε ακύρωση και η ισχύς του υπό κρίση διατάγματος. Επιπλέον, τα έγγραφα που αποκαλύφθηκαν δυνάμει του πιο πάνω διατάγματος δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν σε καμία διαδικασία. Δεν προκύπτει ως εκ τούτου δυνατότητα αποκόμισης πλεονεκτήματος τακτικής εκ μέρους των εναγόντων με την διακοπή της παρούσας αγωγής.»
Στη βάση του ανωτέρω σκεπτικού, δεν έκανε δεκτή τη θέση του συνηγόρου του εναγόμενου 1-αιτητή για διακοπή της αγωγής υπό όρους. Δεν υπάρχει δικονομική διάταξη, έκρινε, που να επιτρέπει κάτι τέτοιο, ούτε το Δικαστήριο παραπέμφθηκε από το συνήγορο του εναγόμενου 1-αιτητή σε σχετική νομολογία «που να δίνει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να διατάξει τέτοιους όρους.»
Η επιχειρηματολογία του εναγόμενου 1-αιτητή για παραχώρηση του σχετικού διατάγματος, στηρίζεται στο ότι η απόφαση αποτέλεσε προϊόν νομικής πλάνης, αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθείται προκειμένου για διακοπή της αγωγής και την ευρεία έκταση των εξουσιών του Δικαστηρίου, προς εξισορρόπηση των συμφερόντων των διαδίκων μερών, πλάνη που απέληξε σε πραγματικό πολλαπλό πλεονέκτημα υπέρ των εναγόντων και άφησε εκτός της δυνατότητας άσκησης δικαστικού ελέγχου την χρήση των αποκαλυφθέντων εγγράφων.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία διαπιστώνω ότι ο εναγόμενος 1-αιτητής ακούστηκε κατά πάντα χρόνο, στα πλαίσια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, πριν το τελευταίο προβεί σε τελική κρίση επί του αιτήματος. Το Δικαστήριο εξήσκησε την διακριτική του ευχέρεια, δίδοντας αιτιολογημένη απόφαση επί του προκειμένου, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη και ως καταλυτικό παράγοντα, το γεγονός ότι η αποκάλυψη εμπιστευτικής φύσεως εγγράφων και πληροφοριών από την τράπεζα, εναγόμενη 6, έγινε στα πλαίσια άλλης διαδικασίας και στη βάση του σχετικού δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας και προς συμμόρφωση με αυτό. Η κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εμβέλεια της Δ.15 κατά πάντα χρόνο μπορεί να ελεγχθεί με έφεση. Το αυτό ισχύει κατ' αναλογία για το έτερο σκέλος του «νομικού λάθους», όπως το προωθεί ο εναγόμενος 1-αιτητής, ότι το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν παρέχεται δικονομική διάταξη υπέρ της θέσης για επιβολή όρων, σε περίπτωση απόφασης υπέρ της διακοπής της διαδικασίας ή και επέτρεψε τη διακοπή της αγωγής, παρόλο που προδήλως το αίτημα ήταν καταχρηστικό.
Στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργ. Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ 151, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γι' αυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο «σύμφυτη». Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη. Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της. Όπως παρατήρησε εύστοχα ο καθηγητής M.S. Dockray στο άρθρο του «The Inherent Jurisdiction to Regulate Civil Proceedings (1977) 113 Law Quarterly Review, σελ. 120, στην οποία σχολιάζει, στη σελ. 130, περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια δε διέγνωσαν σύμφυτη εξουσία σε συγκεκριμένα θέματα:
«These decisions are quite inconsistent with the idea that the inherent jurisdiction is an unlimited reservoir from which new powers can be fashioned at will.»
Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο διατηρεί τη δυνατότητα να προστατεύει τη διαδικασία η οποία διεξάγεται ενώπιόν του κατ' επίκληση των συμφυών εξουσιών του, εξυπακούεται ότι ταυτόχρονα έχει δικαιοδοσία πρακτικής εφαρμογής των εν λόγω εξουσιών. Αν όμως υπάρχει οποιαδήποτε υπόνοια ότι το δικαστήριο ενήργησε λανθασμένα κατ' επίκληση των συμφυών εξουσιών του, η ορθότητα της απόφασης ελέγχεται με το ένδικο μέσο της έφεσης και όχι με ένταλμα certiorari."
Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου δεν μπορεί κατά κανόνα να αποτελέσει αφ' εαυτής, αυτοδύναμη δικαιοδοτική βάση για συγκεκριμένο αίτημα ή διάβημα. Απλή επίκληση της είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που η τυχόν άρνηση ή εξουσίας ή δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του διαδίκου (Τουβλοπ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) Α.Α.Δ. 109 και Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235).
Έλαβα σοβαρά υπόψη ότι το διάταγμα εκδόθηκε εναντίον της εναγομένης 6 τράπεζας, χωρίς προηγουμένως η αίτηση να επιδοθεί στους λοιπούς εναγόμενους, συμπεριλαμβανομένου του εναγόμενου 1-αιτητή. Όπως και ότι επρόκειτο για διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών εναντίον τράπεζας που αθώα ή άλλως πως ενεπλάκη σε υπόθεση δόλου και απόσπασης χρημάτων με απάτη. Ακόμα ότι είχε εκδοθεί διάταγμα φίμωσης (Gagging Order) με το οποίο απαγορευόταν στην εναγόμενη 6 τράπεζα να δώσει πληροφορίες στους λοιπούς εναγομένους σε σχέση με την παρούσα διαδικασία, μέχρι την αποκάλυψη των πιο πάνω εγγράφων, το οποίο είχε γίνει απόλυτο.
Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα και τη φύση των αιτούμενων διαταγμάτων κρίθηκε και η απόφαση του εκδόσαντος το ενδιάμεσο διάταγμα Δικαστηρίου (Bankers Trust Co v. Shapira a.o. [1980] 1 W.L.R. 1274). Οι προηγούμενες ενέργειες του εκδόσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου και η τελική απόφανση επί των όρων του, δια της αποκάλυψης των πληροφοριών εκ μέρους της εναγομένης 6 τράπεζας, σε σύζευξη με τον όρο ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιηθούν, για σκοπούς άλλους, από την προώθηση της υπό κρίση αγωγής, περιόριζαν την κρίση του Δικαστηρίου στα πλαίσια του συγκεκριμένου και μόνο διατάγματος της διακοπής της αγωγής. Η εξισορρόπηση των αντίθετων δικαιωμάτων των διαδίκων μερών, απέληξε στην υπό αμφισβήτηση απόφανση του Δικαστηρίου. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι ο αιτητής ακούστηκε και το Δικαστήριο αποφάνθηκε, επί συγκεκριμένου αιτήματος - της διακοπής της αγωγής υπό ή άνευ όρων - και αυτή η απόφαση τίθεται υπό το φακό της κρίσης του αιτήματος για παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης Certiorari. Αν λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η κρίση του ελέγχεται κατ' έφεση.
Η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ένδικου μέσου της έφεσης, ούτε μέσο εποπτείας της διαδικασίας των Επαρχιακών Δικαστηρίων ή της πρακτικής που ακολουθήθηκε (Γενικός Εισαγγελέα (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464). Αντικείμενό της, είναι ο έλεγχος της ορθότητας αλλά και της νομιμότητας της απόφασης εκεί όπου διαπιστώνεται από το πρακτικό της σχετικής απόφασης και/ή διαδικασίας, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
Στοχεύει η διαδικασία, όχι στον έλεγχο της ορθότητας, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116).
Από τη στιγμή που παρέχεται στον αιτητή άλλο ένδικο μέσο, η αίτηση οδηγείται μοιραία σε απόρριψη.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.