ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D675
(2014) 1 ΑΑΔ 2011
12 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THN ΑΙΤΗΣΗ TΩΝ (1) ASSOFIT HOLDINGS LIMITED, (2) OΜΝΙSERVE LTD, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ
ΣΤΙΣ 21/8/2014 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 4670/2014.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 157/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Prohibition ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari και/ή Prohibition προς ακύρωση προσωρινών απαγορευτικών και προστακτικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν από Επαρχιακό Δικαστήριο ― Απορριπτική κατάληξη ― Δεν μπορούσε με μόνη επίκληση τις καταλυτικές συνέπειες των διαταγμάτων, να δικαιολογείτο η καταφυγή στην αίτηση της φύσης αυτής σε αντιδιαστολή με τη φύση της έφεσης και το χρονοβόρο της εκδίκασης της τελευταίας ― Απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Prohibition ― Η διαδικασία δεν συνιστά υποκατάστατο του ένδικου μέσου της έφεσης ― Αντικείμενό της, είναι ο έλεγχος της ορθότητας αλλά και της νομιμότητας της απόφασης ― Εκεί όπου διαπιστώνεται από το πρακτικό, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης ― Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος, επειδή ενδεχομένως το κατώτερο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο.
Οι αιτήτριες αιτήθηκαν την παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari και/ή Prohibition επιδιώκοντας την ακύρωση προσωρινών απαγορευτικών και προστακτικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν από Επαρχιακό Δικαστήριο.
Προέβαλαν προς υποστήριξη της αίτησης τους κάτωθι λόγους:
α) Τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν χωρίς προηγουμένως να εξεταστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Ουδεμία αναφορά γινόταν στο εν λόγω πρακτικό κατά τρόπο που συνιστά έκδηλη πλάνη Νόμου και συνέτρεχαν εξαιρετικές συνθήκες.
β) Επίσης, χωρίς προηγουμένως να δοθεί ευκαιρία στις αιτήτριες να ακουστούν, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και καθ' υπέρβαση εξουσίας, με αποτέλεσμα να εκδοθούν διαταγές, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, εκκρεμούσης της διαδικασίας εκκαθάρισης, δεδομένου ότι μετά την έναρξη της αίτησης διάλυσης δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση περιουσίας της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης και μεταβίβασης μετοχών ή αλλαγής στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των μελών της.
γ) Το Δικαστήριο παραχώρησε επίσης υπό μορφή τελικής θεραπείας, αίτημα το οποίο αξιωνόταν με την αγωγή, εφόσον διέταξε την ακύρωση της μεταβίβασης μετοχών και επιπρόσθετα την επαναμεταβίβαση τους με αποτέλεσμα, να υπερβεί τη δικαιοδοσία του και να αποφασίσει στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο, επί της ουσίας της αντιδικίας, χωρίς να ακουστεί η πλευρά των αιτητριών.
δ) Με τις ενέργειες του το Δικαστήριο, ανέτρεψε το status quo ante, παρερμηνεύοντας τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ. 113, Άρθρα 216 και 218(2).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, στη βάση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και εξέδωσε μονομερώς τα επίδικα διατάγματα ενώ έκρινε ορθή την επίδοση του διατάγματος στην άλλη πλευρά, ως προς το υπό στοιχείο ΣΤ της αίτησης, ώστε να της δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί.
2. Δεν επιβάλλεται λεπτομερής αιτιολόγηση ή καταγραφή των εσωτερικών διεργασιών και συλλογισμών τους οποίους το Δικαστήριο επεξεργάστηκε νοητικά πριν καταλήξει στην απόφαση του. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε την αίτηση με όλα τα ενώπιον του στοιχεία.
3. Οι αιτήτριες είχαν στη διάθεση τους άλλο ένδικο μέσο: καταχώριση έφεσης, με ταυτόχρονη δυνατότητα καταχώρισης αίτησης αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος εκκρεμούσης της έφεσης, θεραπεία την οποία κατά πρώτο θα μπορούσαν να αναζητήσουν με μονομερή αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μέχρι την εκδίκαση των εφέσεων, στη βάση της Δ.35 θ. 18 - που περιορίζεται σε αποφάσεις οι οποίες είναι υπό έφεση. Σε περίπτωση δε απόρριψης της, καταχώριση ταυτόσημης αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει της ίδιας και πάλι Διαταγής.
4. Είχαν ακόμα στη διάθεση τους το μηχανισμό της Δ.48 θ.8(4), προς ακύρωση των διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί μονομερώς και ακολούθως, σε περίπτωση αποτυχίας της αίτησης, το μηχανισμό της έφεσης. Κατά πάντα χρόνο, οποιαδήποτε διαδικαστική επιλογή και αν ακολουθούσαν, είχαν τη δυνατότητα προώθησης αιτήματος αναστολής των επίδικων διαταγμάτων.
5. Η παρούσα υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας οπότε οι αιτήτριες θα είχαν αμέσως την ευκαιρία να εμφανιστούν και να επιζητήσουν θεραπείες όπως τους παρέχονται από τις σχετικές διατάξεις των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
6. Δεν μπορούσε με μόνη επίκληση τις καταλυτικές συνέπειες των διαταγμάτων Α και Ζ, ώστε να καθίσταται το ζήτημα επείγον, να δικαιολογείτο η καταφυγή στην αίτηση της φύσης Certiorari, σε αντιδιαστολή με τη φύση της έφεσης και το χρονοβόρο της εκδίκασης της τελευταίας.
7. Δεν είχαν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν απόκλιση από την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42,
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,
Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116,
Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398,
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Christofi v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713.
Αίτηση.
Π. Ιωαννίδης με Χρ. Φρακάλα και Μ. Μιχαήλ (κα), για τις Αιτήτριες.
Cur. adv. vult.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, προχώρησε, στη βάση μονομερούς αίτησης ημερ. 21.8.2014, να εκδώσει στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 4670/14, στη βάση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, αριθμό διαταγμάτων - απαγορευτικών και προστακτικών - διατάγματα Α-Ζ, ενώ διέταξε την επίδοση του αιτητικού ΣΤ.
Η αίτηση και τα διατάγματα επιδόθηκαν στις αιτήτριες αυθημερόν. Aκολούθησε η καταχώριση της υπό κρίση αίτησης, για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, για ακύρωση των υπό στοιχείων Α και Z διαταγμάτων, με παράλληλη θεραπεία την αναστολή της ισχύος του συνόλου και/ή υπό στοιχεία Α και Ζ διαταγμάτων και κάθε άλλης διαδικασίας που απορρέει από τα εν λόγω διατάγματα, εκκρεμούσης της αίτησης.
Οι σχέσεις των διαδίκων μερών, οι μεταξύ τους συμφωνίες και συναλλαγές, ανατρέχουν σε βάθος χρόνου. Συνοπτικά σημειώνεται, ότι η Arricano Real Estate Plc (Arricano), ενάγουσα στην αγωγή υπ' αρ. 4670/14 και η Stockman Interhold SA (Stockman), εναγόμενη 2, υπέγραψαν στις 25.2.2010 συμφωνίες: Αγοράς Μετοχών και Συμφωνία Μετόχων με σκοπό τη λειτουργία κοινοπραξίας με τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στην Κύπρο, ονόματι Assofit. Περαιτέρω, κατά την ίδια ημερομηνία η Stockman και η Arricano υπέγραψαν Συμφωνία Δικαιώματος Αγοράς Μετοχών (Call Option Agreement - COA). Σε μεταγενέστερη ημερομηνία η Stockman, προχώρησε στον τερματισμό των συμφωνιών (SHA και SPA) λόγω παράβασης του απορρήτου από την Arricano, καθώς και του όρου που απαγόρευε την αλλαγή ελέγχου.
Διαφορές που ανεφύησαν, οδήγησαν τους αντιδίκους σε διαδικασίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου, στη βάση των κανόνων διαιτησίας UNCITRAL, με κατάληξη την έκδοση απόφασης ημερ. 9.6.2011. Η ενάγουσα προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση. Η έφεση εν τούτοις απορρίφθηκε από το Αγγλικό Δικαστήριο. Ακολούθησαν άλλες εφέσεις και ενδιάμεσες διαδικασίες στα Αγγλικά Δικαστήρια, μέχρι τις 19.8.2014, οπότε εξεδόθη απόφαση από το Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου (LCIA), με την οποία κρίθηκε ότι η εταιρεία Arricano, ορθά και νομότυπα εξάσκησε το δικαίωμα αγοράς των μετοχών της, σύμφωνα με το όρο 3 της Συμφωνίας (COA) και καθορίστηκε το τίμημα επανάκτησης/επαναγοράς των μετοχών.
Οι αιτήτριες επιζητούν την παραχώρηση θεραπείας υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι: παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, το Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του, έκδηλη πλάνη περί το Νόμο και παράλειψη εξέτασης των εκ του Νόμου καθορισμένων προϋποθέσεων για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Προβάλλεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εξέδωσε τα επίδικα διατάγματα χωρίς προηγουμένως να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, χωρίς προηγουμένως να δοθεί ευκαιρία στις αιτήτριες να ακουστούν, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και καθ' υπέρβαση εξουσίας, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η αιτήτρια να προβεί σε αλλαγή του μητρώου της, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113, και συγκεκριμένα των σχετικών προνοιών περί διάλυσης εταιρειών, Άρθρο 216 του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113, αντίστοιχο Άρθρο 227 του Αγγλικού περί Εταιρειών Νόμου, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, εκκρεμούσης της διαδικασίας εκκαθάρισης. Μετά την έναρξη της αίτησης διάλυσης δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση περιουσίας της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης και μεταβίβασης μετοχών ή αλλαγής στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των μελών της.
Παρεχώρησε επίσης το Δικαστήριο υπό μορφή τελικής θεραπείας, ικανοποιώντας έτσι τελικό αίτημα ως αξιώνεται με την αγωγή, εφόσον διέταξε την ακύρωση της μεταβίβασης των μετοχών (διάταγμα υπό στοιχείο Α) και επιπρόσθετα την επαναμεταβίβαση τους (διάταγμα υπό στοιχείο Ζ), με αποτέλεσμα, να υπερβεί τη δικαιοδοσία του και να αποφασίσει στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο, επί της ουσίας της αντιδικίας, χωρίς να ακουστεί η πλευρά των αιτητριών. Με τις ενέργειες του το Δικαστήριο, ανέτρεψε το status quo ante, παρερμηνεύοντας τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ. 113, Άρθρα 216 και 218(2).
Τέλος, ότι από το πρακτικό του Δικαστηρίου διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60. Ουδεμία αναφορά γίνεται στο εν λόγω πρακτικό κατά τρόπο που συνιστά έκδηλη πλάνη Νόμου (error of law on the face of the record).
Συντρέχουν, είναι η θέση του συνηγόρου των αιτητριών, εξαιρετικές συνθήκες και περιστάσεις εφόσον δεν υφίσταται οποιαδήποτε άλλη διαδικασία που μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά τα συμφέροντα τους, τα οποία καταπατήθηκαν κατάφορα από τα προσβαλλόμενα διατάγματα.
Ιδιαιτέρως, το υπό στοιχείο Ζ διάταγμα επηρεάζει τα δικαιώματα των αιτητριών κατά τρόπο τελεσίδικο: από και δια της μεταβίβασης των μετοχών δεν παρέχεται θεραπεία στις εδώ αιτήτριες να ζητήσουν επιστροφή των μετοχών και επανεγγραφή επ' ονόματι τους, αλλά και από και δια της μεταβίβασης αυτομάτως, επηρεάζονται τα δικαιώματα των αιτητριών και τα συμφέροντα τους.
Οι αρχές με βάση τις οποίες δίδεται άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, είναι πολύ καλά γνωστές και θεμελιωμένες. Αναφέρονται με πολλή λεπτομέρεια στο σύγγραμμα Π. Αρτέμης: «Προνομιακά Εντάλματα», σελ. 122 και επόμενα.
Η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος, δεν συνιστά υποκατάστατο του ένδικου μέσου της έφεσης, ούτε μέσο εποπτείας της διαδικασίας των Επαρχιακών Δικαστηρίων ή της πρακτικής που ακολουθήθηκε (Αναφορικά με το Γενικό Εισαγγελέα (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464). Αντικείμενό της, είναι ο έλεγχος της ορθότητας αλλά και της νομιμότητας της απόφασης. Εκεί όπου διαπιστώνεται από το πρακτικό της σχετικής απόφασης και/ή διαδικασίας, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
Στοχεύει η διαδικασία, όχι στον έλεγχο της ορθότητας, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116). Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος, επειδή ενδεχομένως το κατώτερο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398). Εκεί όπου το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του, απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα ή ακόμα αποδέχθηκε παράνομη μαρτυρία (Χρίστου, ανωτέρω), ή, τέλος αν παραπλανήθηκε ως προς τα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, το διάταγμα δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της κρίσης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Εδώ, το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, στη βάση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και εξέδωσε μονομερώς τα διατάγματα Α-Ζ, ενώ έκρινε ορθή την επίδοση του διατάγματος στην άλλη πλευρά, ως προς το υπό στοιχείο ΣΤ της αίτησης, ώστε να της δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί.
Κατά πρώτον, ως προς την απουσία αιτιολογίας κρίνω ότι δεν επιβάλλεται λεπτομερής αιτιολόγηση ή καταγραφή των εσωτερικών διεργασιών και συλλογισμών τους οποίους το Δικαστήριο επεξεργάστηκε νοητικά πριν καταλήξει στην απόφαση του. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε την αίτηση με όλα τα ενώπιον του στοιχεία: ένορκη δήλωση και τα επισυνημμένα σε αυτήν έγγραφα πριν αποφασίσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, στη βάση και του όλου νομολογιακού και νομοθετικού πλαισίου ώστε να εγκρίνει ή να απορρίψει το αίτημα. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα του αναιτιολόγητου δυνατόν να προωθηθεί ως λόγος έφεσης.
Έχει πάγια νομολογηθεί, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις δίδεται άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, σελ. 48-49).
Το αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Οι αιτήτριες είχαν στη διάθεση τους άλλο ένδικο μέσο: καταχώριση έφεσης, με ταυτόχρονη δυνατότητα καταχώρισης αίτησης αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος εκκρεμούσης της έφεσης, θεραπεία την οποία κατά πρώτο θα μπορούσαν οι αιτήτριες να αναζητήσουν με μονομερή αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μέχρι την εκδίκαση των εφέσεων, στη βάση της Δ.35 θ. 18 - που περιορίζεται σε αποφάσεις οι οποίες είναι υπό έφεση (Christofi v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713) - και θ. 19. Σε περίπτωση δε απόρριψης της, καταχώριση ταυτόσημης αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει της ίδιας και πάλι Διαταγής.
Έχουν ακόμα στη διάθεση τους το μηχανισμό της Δ.48 θ.8(4), προς ακύρωση των διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί μονομερώς και ακολούθως, σε περίπτωση αποτυχίας της αίτησης, το μηχανισμό της έφεσης. Κατά πάντα χρόνο, οποιαδήποτε διαδικαστική επιλογή και αν ακολουθούσαν, είχαν τη δυνατότητα προώθησης αιτήματος αναστολής των επίδικων διαταγμάτων.
Η παρούσα υπόθεση είναι ορισμένη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 12.9.2014, οπότε οι αιτήτριες έχουν αμέσως την ευκαιρία να εμφανιστούν και να επιζητήσουν θεραπείες όπως τους παρέχονται από τις σχετικές διατάξεις των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Αντ' αυτού οι αιτήτριες, από την ημερομηνία που τους επιδόθηκε το διάταγμα, 21.8.2014, άφησαν τα πράγματα στην τύχη τους, μέχρι τις 8.9.2014, οπότε καταχώρισαν την υπό κρίση αίτηση. Είχαν πολύ χρόνο στη διάθεση τους οι αιτήτριες ώστε να κινηθούν προς την ορθή κατεύθυνση, και όχι να αναμένουν μέχρι τις 8.9.2014 για να προωθήσουν αίτημα για έκδοση εντάλματος Certiorari. Δεν μπορεί με μόνη επίκληση τις καταλυτικές συνέπειες των διαταγμάτων Α και Ζ, ώστε να καθίσταται το ζήτημα επείγον, να δικαιολογείται η καταφυγή στην αίτηση της φύσης Certiorari, σε αντιδιαστολή με τη φύση της έφεσης και το χρονοβόρο της εκδίκασης της τελευταίας.
Οι αιτήτριες δεν έχουν ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της νομολογίας στην υπό κρίση περίπτωση. Προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, είτε της έφεσης είτε της αίτησης ακύρωσης δυνάμει της Δ.48 θ.8(4) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, με επικουρικό δικονομικό όπλο, την καταχώριση αίτησης αναστολής εκτέλεσης των διαταγμάτων.
Με τα ενώπιον μου στοιχεία δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν απόκλιση από την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.