ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MICHALAKIS KARAYIORGHIS ν. IORDANIS KYRIACOU (1974) 1 CLR 133
PAVIOU ν. LAZAROU (1982) 1 CLR 850
PHILIPPOU ν. ODYSSEOS (1989) 1 CLR 1
Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 ΑΑΔ 512
Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ 746
Μακρή κ.ά. ν. Χ'' Ευαγγέλλου (1993) 1 ΑΑΔ 203
Κωνσταντίνου ν. Χατζηκυριάκου (1993) 1 ΑΑΔ 864
Πουγιούκα Kωστάκης κ.ά. ν. Eυαγόρα Θρασυβούλου (1998) 1 ΑΑΔ 2014
Μαίρης Οράτη ν. Ανδρέα Παστού (2000) 1 ΑΑΔ 1787
Λουκαΐδης Λουκής και Άλλοι ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ και Άλλοι (2003) 1 ΑΑΔ 22
Σιαλαμπή Θεόδουλος ν. Θεμούλας Παναγή (2008) 1 ΑΑΔ 75
Παναγιώτης Kουντουρίδης Λτδ ν. Ahmed El-Sayed Mohamed Ahmed Awadalla και Άλλων (2008) 1 ΑΑΔ 852
Σαμαρά Αναστασία και Άλλος ν. Θεοδώρας Πιπονίδου και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 629
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Σιακόλα Ανδρέας και Άλλη ν. Έλιας Μιχαλοπούλου (2016) 1 ΑΑΔ 2473, ECLI:CY:AD:2016:A501
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ν. ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 248/2011, 24/1/2017, ECLI:CY:AD:2017:A17
ECLI:CY:AD:2014:A676
(2014) 1 ΑΑΔ 1985
12 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος στις αγωγές 12895/00,
2804/02, 4070/01, 6397/02, 6405/02, 4813/02,
v.
1. ΠΕΤΡΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου/Ενάγοντα στην αγωγή 12895/00,
2. CHRISTINA FLINT (SLATER),
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας στην αγωγή 2840/02,
3. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ,
Εφεσιβλήτου/Ενάγοντα στην αγωγή 4070/01,
4. ΠΕΤΡΟΥ Ν. ΚΟΥΡΕΑ,
Εφεσιβλήτου/Ενάγοντα στην αγωγή 6397/02,
5. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΣΟΦΟΚΛΗ,
Εφεσιβλήτου/Ενάγοντα στην αγωγή 6405/02,
6. ΕΛΕΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας στην αγωγή 4813/02.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 316/2009)
Αμέλεια ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Άτομο το οποίο μετέβη σε χώρο δυστυχήματος κατά τη διάρκεια της νύχτας για να δει τι συνέβη, τραυματίζεται από διερχόμενο όχημα, ενώ βρισκόταν πίσω από άλλο εμπλεκόμενο ακινητοποιημένο όχημα ― Εκρίθη πρωτοδίκως ότι αποκλειστικά υπαίτιος ήταν ο οδηγός που αυτοκινήτου που προσέκρουσε στο ακινητοποιημένο όχημα, παρά τις προειδοποιήσεις στις οποίες προέβαιναν άλλα πρόσωπα αναβοσβήνοντας φανάρια ― Επέμβαση Εφετείου και απόδοση συντρέχουσας αμέλειας 30% στον τραυματισθέντα ο οποίος βρέθηκε πίσω από το ακινητοποιημένο όχημα χωρίς να λάβει προφυλάξεις.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Τροχαίο ατύχημα ― Εφεσίβλητος υπέστη μεταξύ άλλων συντριπτικό ενδοαρθρικό κάταγμα των κονδύλων της κνήμης του αριστερού γόνατος, κάταγμα της αριστερής ωλένης και εγκεφαλική διάσειση με κατάλοιπο μετα―τραυματικό σύνδρομο ― Δυο χειρουργικές επεμβάσεις ― Παραμονή σε κλινική για ένα μήνα, μακρά αποθεραπεία ― Άδεια ασθενείας για ένα και πλέον χρόνο και μόνιμα κατάλοιπα ― Επιδικάστηκε πρωτοδίκως ποσό €26.000 ― Εκρίθη έκδηλα ανεπαρκές από το Εφετείο και αυξήθηκε σε €40.000.
Αμέλεια ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν εξέτασε θέμα συντρέχουσας αμέλειας, στηριζόμενο σε δηλώσεις των δικηγόρων που έγιναν κατά την υποβολή αιτήματος συνεκδίκασης ― Το γεγονός ότι η κάθε πλευρά απέδωσε στην άλλη πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα κατά το στάδιο των αγορεύσεων, δε θα έπρεπε άνευ ετέρου να απολήγει σε απόφαση για απόλυτη ευθύνη ενός εκ των δύο μερών για το δυστύχημα.
Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Εμπειρογνώμονες ― Η συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα δεν έχει τόση σπουδαιότητα για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας τους, παρόλο που παραμένει ένα από τα στοιχεία για να βρεθεί η αξία της γνώμης τους.
Αμέλεια ― Οδήγηση υπό συνθήκες σκότους ― Ο οδηγός έχει καθήκον να οδηγεί με τέτοια ταχύτητα που να του επιτρέπει να ελέγχει το δρόμο εντός της εμβέλειας των φώτων του, ώστε να είναι σε θέση να μπορεί να ακινητοποιήσει το όχημα του αν παρουσιαστεί κάποιος κίνδυνος, εκτός αν αυτός είναι αναπάντεχος.
Αμέλεια ― Τροχαία ατυχήματα ― Στάθμευση ή παραμονή οχήματος χωρίς φώτα κατά τη διάρκεια της νύκτας σε σκοτεινό δρόμο ― Αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για αμέλεια ― Αποτελεί απόρροια του καθήκοντος κάθε οδηγού προς άλλους χρήστες του δρόμου, να καθιστούν τα οχήματα τους ορατά κατά τη διάρκεια της νύχτας, με τη χρήση φώτων ή άλλων μέσων.
Αμέλεια ― Τροχαία ατυχήματα ― Ορατότητα ― Όπου διαπιστώνεται ότι υπάρχει καλή ορατότητα και ευκαιρία για τον επερχόμενο οδηγό να δει και να εκτιμήσει το εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά του και να πάρει μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης, τότε η παρεμπόδιση ενδεχομένως να μη συνιστά κίνδυνο ― Σ' αυτή την περίπτωση, δημιουργείται κενό στην αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αρχικής αμέλειας που προκάλεσε την παρεμπόδιση στο δρόμο και της μεταγενέστερης που προκάλεσε το δυστύχημα.
Δικαστική απόφαση ― Καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Δεν σημαίνει ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση και μόνο, οδηγεί αυτόματα στην ακυρότητα της εκδοθείσης αποφάσεως ― Δεν υπάρχει τέτοια αρχή δικαίου γιατί θα απέληγε σε άρνηση των δικαιωμάτων του δικαιωθέντος διαδίκου, ο οποίος, όπως και ο εφεσίβλητος, υπέστη την ταλαιπωρία της αδικαιολόγητης καθυστέρησης, ειδικά σε πολιτικές υποθέσεις.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά στις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές.
Στις 23.9.2000 και περί ώρα 23.00 στον κύριο δρόμο Πλατρών ― Λεμεσού έγιναν, σε μικρό χρονικό διάστημα, δύο διαφορετικά δυστυχήματα.
Το πρώτο δυστύχημα συνέβη όταν κάποια οδηγός, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό της επί του κύριου δρόμου με κατεύθυνση τη Λεμεσό, σε κάποιο σημείο, έχασε τον έλεγχό του, το όχημα παρεξέκλινε αριστερότερα της πορείας του και ακινητοποιήθηκε κάθετα στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μετά το πρώτο δυστύχημα, ο ΜΕ6 με την ΜΕ5 κατευθύνονταν με το αυτοκίνητό τους προς τις Πλάτρες, όταν είδαν το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο στη δεξιά λωρίδα του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία τους, και μία κοπέλα τραυματισμένη. Τότε ο ΜΕ6 σταμάτησε το αυτοκίνητό του λίγο πιο πάνω, στην αριστερή πλευρά του δρόμου όπου υπήρχε χώρος, έθεσε σε λειτουργία τα φώτα κινδύνου του αυτοκινήτου του, άφησε αναμμένα τα μικρά του φώτα και κατέβηκε να δώσει πρώτες βοήθειες στην τραυματία. Στη σκηνή σταμάτησε και το αυτοκίνητο του ΜΕ3, στον οποίο ο ΜΕ6 έδωσε εντολή να πάει πιο ψηλά στη στροφή και να προειδοποιεί τους άλλους οδηγούς που κατευθύνονταν προς Λεμεσό να ελαττώσουν ταχύτητα, αναβοσβήνοντας τα μεγάλα του φώτα.
Στη σκηνή έφθασε και ο ΜΕ4, ο οποίος με ένα φανάρι κατευθύνθηκε πεζός προς την αντίθετη πλευρά από την πλευρά που σταμάτησε ο ΜΕ3. Ο ΜΕ3 πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο αριστερό παγκέτο με κατεύθυνση τις Πλάτρες, άναψε τα φώτα κινδύνου και, όταν έβλεπε αυτοκίνητα να κατευθύνονται προς Λεμεσό, τους αναβόσβηνε τα μεγάλα φώτα του αυτοκινήτου του, προειδοποιώντας τα για τον κίνδυνο.
Πέρασαν δύο αυτοκίνητα και με την καθοδήγησή του ελάττωσαν ταχύτητα. Το τρίτο αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων, δεν ανταποκρίθηκε να μειώσει την ταχύτητά του και ο ΜΕ3 προχώρησε προς το κέντρο του δρόμου κάνοντας νοήματα με τα χέρια. Ο εφεσείων συνέχισε την πορεία του και συγκρούστηκε με το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο πίσω από το οποίο βρισκόταν, μεταξύ άλλων, ο εφεσίβλητος 1. Συνεπεία της σύγκρουσης, το όχημα της πρώτης οδηγού ανατράπηκε και ο εφεσίβλητος 1 κτυπήθηκε και τραυματίστηκε.
Συνεπεία του πιο πάνω τροχαίου δυστυχήματος, κινήθηκαν έξι αγωγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν ώστε να αποφασιζόταν σε όλες από κοινού το θέμα της ευθύνης, με δεσπόζουσα την αγωγή 12895/2000, όπου θα κρινόταν και το θέμα των αποζημιώσεων που αξιώνονταν στην εν λόγω αγωγή από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο 1. Οι αποζημιώσεις για τις υπόλοιπες αγωγές θα κρίνονταν, νοουμένου ότι ο εναγόμενος-εφεσείων είχε ευθύνη, μετά την αποσυνένωσή τους, από τα Δικαστήρια τα οποία είχαν δικαιοδοσία για την εκδίκασή τους.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε το περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιητικών που κατατέθηκαν αναφορικά με τους τραυματισμούς του εφεσίβλητου 1 και προέβη στα ανάλογα ευρήματα.
Ο εφεσίβλητος 1 υπέστη μεταξύ άλλων συντριπτικό ενδοαρθρικό κάταγμα των κονδύλων της κνήμης του αριστερού γόνατος, κάταγμα της αριστερής ωλένης και εγκεφαλική διάσειση με κατάλοιπο μετα-τραυματικό σύνδρομο.
Υποβλήθηκε σε δυο χειρουργικές επεμβάσεις.
Παρέμεινε στην Ορθοπεδική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού για ένα μήνα και χρειάστηκε αρκετό χρόνο αποθεραπείας.
Ήταν σε συνεχή άδεια ασθενείας για 1 χρόνο και μετέπειτα άλλο ένα μήνα για να αφαιρεθούν οι βίδες, οι οποίες στο τέλος δεν αφαιρέθηκαν όλες, βρίσκονται μέσα του και τον ενοχλούν σε συνδυασμό με άλλα εναπομείναντα τραυματικά κατάλοιπα που παρατέθηκαν αναλυτικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν αμελής στη βάση των πιο κάτω συμπερασμάτων του. Ο εφεσείων δεν οδηγούσε με τρόπο ώστε να έχει επαρκή έλεγχο του δρόμου μπροστά του, σε συνάρτηση με τις συνθήκες φωτισμού του δρόμου και των φώτων του οχήματος του. Δεν οδηγούσε με τέτοια ταχύτητα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα συνηθισμένο συμβάν στο δρόμο που απαιτούσε να το αποφύγει ή να σταματήσει. Περαιτέρω, εφόσον δεν υπήρχε τροχαία κίνηση από απέναντι, η παράλειψή του να χρησιμοποιήσει τα φώτα του αυτοκινήτου του στη ψηλή στάση, εφόσον σύμφωνα με τον ίδιο, κατά το χρόνο που ευθυγράμμισε το αυτοκίνητο του δεν ερχόταν εξ αντιθέτου κατευθύνσεως όχημα, συνιστά αμέλεια. Αποτέλεσε επίσης συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν επέδειξε την δέουσα παρατηρητικότητα ώστε να αντιληφθεί τους ΜΕ3 και ΜΕ4 και τις προειδοποιήσεις τους για τον επικείμενο κίνδυνο ώστε να βρίσκεται σε επιφυλακή για κίνδυνο που θα βρίσκετο στο δρόμο. Επίσης, δεν επέδειξε την δέουσα παρατηρητικότητα ώστε να αντιληφθεί το αυτοκίνητο του ΜΕ6 και άλλα που ήταν σταματημένα στο δεξιό «παγκέτο» σύμφωνα με την πορεία του με αναμμένα τα φώτα κινδύνου, ενώ όφειλε να τα δει από απόσταση πέραν των 100 μέτρων, οπότε θα έπρεπε να αφυπνιστεί και να τεθεί σε εγρήγορση αναφορικά με κίνδυνο που θα βρίσκετο στο δρόμο.
Για το θέμα της ευθύνης το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων-εναγόμενος ήταν αμελής και ευθυνόταν για το δυστύχημα και για τον τραυματισμό του εφεσίβλητου 1-ενάγοντα στην αγωγή 12895/2000 και επεδίκασε ποσό €26.000, πλέον τόκους, ως γενικές αποζημιώσεις και €13.001,55, πλέον τόκους, ως ειδικές αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε θέμα συντρέχουσας αμέλειας, εκτιμώντας από τις δηλώσεις των συνηγόρων ως προς τη συνεκδίκαση των αγωγών, καθώς και από το γεγονός ότι δεν έγινε καμία αναφορά στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων ως προς την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας, ότι δεν εγειρόταν τέτοιο θέμα.
Ο εφεσείων, αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Από τα όσα προβλήθηκαν προς υποστήριξη της έφεσης προέκυπτε ότι ο εφεσείων ουσιαστικά δεν αμφισβήτησε το πρωτόδικο εύρημα ότι υπήρξε αμελής, αλλά το γεγονός ότι δεν εξετάστηκε και δεν αποδόθηκε στον εφεσίβλητο 1 οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια.
Πέραν της έφεσης, καταχωρήθηκε αντέφεση από τον εφεσίβλητο 1, ο οποίος προώθησε τη θέση ότι το ποσό των €26,000 που το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του υπό τη μορφή γενικών αποζημιώσεων, ήταν πολύ χαμηλό και ανεπαρκές.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους οι οποίοι εξετάστηκαν με την εξής ακολουθία:
Λόγοι έφεσης 1 και 2:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο εφεσείων είχε την πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα και ότι ο εφεσίβλητος 1 και κατά συνέπεια και οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι-ενάγοντες στις συνενωμένες αγωγές δεν είχαν συντρέχουσα ευθύνη και λανθασμένα δεν εξέτασε εάν ο εφεσίβλητος 1 και κατά συνέπεια οι άλλοι εφεσίβλητοι, είχαν συντρέχουσα αμέλεια για το δυστύχημα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εξετάσει θέμα συντρέχουσας αμέλειας ήταν εσφαλμένη. Ήταν προφανές από το λεκτικό της δήλωσης που έγινε από τους δικηγόρους ότι το θέμα της ευθύνης θα καθοριζόταν στην αγωγή 12895/2000, κάτι το οποίο θα δέσμευε και τις υπόλοιπες αγωγές.
2. Συνακόλουθα, θέμα συντρέχουσας αμέλειας για τις υπόλοιπες αγωγές δεν τίθετο προς εξέταση. Όμως, το θέμα της ευθύνης στην αγωγή 12895/2000, με δεδομένη την υπεράσπιση του εφεσείοντα ότι το δυστύχημα ήταν αποτέλεσμα της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου 1, καθιστούσε αναγκαίο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια η οποία βάρυνε τον εφεσίβλητο 1.
3. Το γεγονός ότι η κάθε πλευρά απέδωσε στην άλλη, πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα κατά το στάδιο των αγορεύσεων, δε θα έπρεπε άνευ ετέρου να απολήγει σε απόφαση για απόλυτη ευθύνη ενός εκ των δύο μερών για το δυστύχημα.
Λόγοι έφεσης 4, 5 και 6:
Εσφαλμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα ΜΥ1 που κλήθηκε να καταθέσει εκ μέρους του εφεσείοντα και λανθασμένα έκαμε αποδεκτή τη μαρτυρία του ΜΕ3 και του ΜΕ4, δεχόμενο επιλεκτικά μόνο όσα σημεία της μαρτυρίας τους ήταν εναντίον του εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι πάγια νομολογημένο ότι το βάρος αξιολόγησης της μαρτυρίας βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις.
2. Η αξιολόγηση που έκανε το Δικαστήριο σε σχέση με τον εμπειρογνώμονα ΜΥ1 ήταν καθόλα επιτρεπτή και δεν απαιτείτο παρέμβαση.
3. Σε συνάρτηση με τους ΜΕ3 και ΜΕ4, δεν υπήρξε οποιοδήποτε στοιχείο που να υποδηλούσε λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας. Ούτε υπήρξαν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων έτσι ώστε να επηρεαζόταν η αξιοπιστία τους.
4. Δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε σφάλμα του Δικαστηρίου ούτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Άλλωστε, το μόνο στοιχείο από τη μαρτυρία του το οποίο έτυχε ανάλυσης ήταν εκείνο της ταχύτητας με την οποία οδηγούσε.
5. Ο εφεσείων δεν είχε αντιληφθεί στο δρόμο την παρουσία είτε των σταθμευμένων αυτοκινήτων στη δεξιά πλευρά του δρόμου ως προς την πορεία του, είτε του ΜΕ4, ούτε των άλλων πεζών που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στη σκηνή.
6. Με δεδομένα τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τις επικρατούσες συνθήκες λίγο πριν από τη σύγκρουση και τις κινήσεις του εφεσείοντα, ετίθετο υπό εξέταση το θέμα του καταμερισμού της ευθύνης.
7. Καθοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό της ευθύνης των διαδίκων ήταν, για μεν τον εφεσείοντα, ο τρόπος οδήγησής του κατά τη διάρκεια της νύχτας σε ένα δρόμο χωρίς φωτισμό και η δυνατότητά του να αντιληφθεί τον κίνδυνο που βρισκόταν μπροστά του και για δε τον εφεσίβλητο 1, η παρουσία του στο δρόμο, πίσω από ένα ακινητοποιημένο όχημα, χωρίς φωτισμό και χωρίς τρίγωνα ή άλλα προειδοποιητικά σήματα.
8. Αναφορικά με την κατάληξη του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με την παράλειψη του εφεσείοντα να έχει τα φώτα του αυτοκινήτου του στην ψηλή στάση, επρόκειτο για ισχυρισμό που δεν δικογραφείτο ειδικά στις λεπτομέρειες αμέλειας και, συνεπώς, δεν ήταν επιτρεπτό, για το Δικαστήριο, να καταλογίσει στον εφεσείοντα αμέλεια στη βάση αυτού του ισχυρισμού.
9. Όμως, υπήρχε και η υπόλοιπη οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα η οποία δικογραφήθηκε και εξετάστηκε από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων οδηγούσε σε δρόμο με στροφές κατά τη διάρκεια της νύκτας, χωρίς φωτισμό, με ταχύτητα τέτοια που δεν του επέτρεπε να ελέγχει το δρόμο μπροστά του, ώστε να μπορούσε να απέφευγε κάποιο κίνδυνο σε περίπτωση που παρουσιαζόταν, μέσα στην εμβέλεια των φώτων του.
10. Η παρουσία στο δρόμο του ΜΕ4 με φανάρι έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, όπως και η ύπαρξη αυτοκινήτων στην αριστερή πλευρά του δρόμου με κατεύθυνση τις Πλάτρες, πιο πάνω από το ακινητοποιημένο όχημα.
11. Παρά το ότι δεν εξετάστηκε η ακτίνα που κάλυπτε το φανάρι, εντούτοις ήταν λογικό να συμπεράνει κάποιος ότι αυτό πρέπει να μπορούσε να γίνει αντιληπτό από κάποιον που κατευθυνόταν από τις Πλάτρες, έστω σε μικρή απόσταση πριν από το σημείο όπου στεκόταν ο ΜΕ4 κρατώντας φανάρι και έκανε σήμα στα αυτοκίνητα με κατεύθυνση τη Λεμεσό.
12. Ο εφεσείων δεν αντιλήφθηκε ούτε αυτό το φανάρι ούτε τα οχήματα στη δεξιά πλευρά ως προς την πορεία του που βρίσκονταν σταματημένα, με τα φώτα τους αναμμένα. Σε περίπτωση που ο εφεσείων επιδείκνυε τη δέουσα παρατηρητικότητα θα αντιλαμβανόταν την παρουσία των πιο πάνω, θα τίθετο σε εγρήγορση και θα μπορούσε να ελαττώσει ταχύτητα ενωρίτερα και να αποφύγει τον κίνδυνο που βρισκόταν μπροστά του.
13. Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι ο δρόμος όπου έγινε το δυστύχημα ήταν υπεραστικός, διαχωρίζετο από συνεχή άσπρη γραμμή και δεν φωτιζόταν. Το κτυπημένο αυτοκίνητο βρισκόταν ακινητοποιημένο κάθετα στην αριστερή λωρίδα του δρόμου Πλατρών - Λεμεσού και ο εφεσίβλητος 1, ο οποίος είχε μεταβεί στη σκηνή του δυστυχήματος για να δει τι συνέβη, την ώρα της σύγκρουσης βρισκόταν πίσω από το κτυπημένο αυτοκίνητο το οποίο δεν είχε φωτισμό, ούτε είχαν τοποθετηθεί τρίγωνα ή άλλα προειδοποιητικά σήματα στο δρόμο.
14. Δε δόθηκε καμία δικαιολογία από τον εφεσίβλητο αναφορικά με την αναγκαιότητα να ευρίσκεται στο συγκεκριμένο σημείο. Από το σύνολο των γεγονότων που τέθηκαν, ήταν προφανές ότι ο εφεσίβλητος δεν έλαβε κανένα μέτρο προστασίας για τον εαυτόν του ευρισκόμενος πίσω από ένα κτυπημένο αυτοκίνητο εντός της μίας λωρίδας κυκλοφορίας του εν λόγω δρόμου, όπου ούτε ο δρόμος, ούτε το αυτοκίνητο φωτίζοντο.
15. Με τη συμπεριφορά του επέδειξε αδιαφορία για τη δική του ασφάλεια και εξέθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο.
16. Ο εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια για το δυστύχημα και τις προκληθείσες σε αυτόν ζημιές η οποία καθορίστηκε από το Εφετείο σε ποσοστό 30%.
Λόγος έφεσης αναφορικά με ισχυριζόμενη κακοδικία και παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και του Διαδικαστικού Κανονισμού για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων του 1986, λόγω καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης για περίοδο 30 μηνών:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην προκείμενη περίπτωση, η υπόθεση αφορούσε δυστύχημα όπου ενεπλάκησαν διάφορα άτομα, έγιναν δύο συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται για μία συνηθισμένη υπόθεση τροχαίου δυστυχήματος.
2. Παρά ταύτα, δε δικαιολογείτο η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έκδοση της απόφασης. Όμως, το Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή παράθεση και ανάλυση της μαρτυρίας, συνεπώς, δεν κρινόταν ότι η καθυστέρηση είχε οδηγήσει σε λανθασμένη ετυμηγορία του Δικαστηρίου.
3. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο θεώρησε το ΜΕ4 ως ανεξάρτητο μάρτυρα, ενώ όπως διεφάνη κατά την αντεξέτασή του είχε συγγένεια με ένα από τους τραυματισθέντες, δεν μπορούσε να οδηγήσει στα συμπεράσματα που επικαλέστηκε η πλευρά του εφεσείοντα.
Η αντέφεση στηρίχθηκε στην κάτωθι αιτιολογία:
α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη προηγούμενες αποφάσεις στις οποίες επιδικάστηκε, για παρόμοιους με τον εφεσίβλητο τραυματισμούς, ποσό μεγαλύτερο των €26,000.
β) Δεν έλαβε υπόψη του την τάση που υπάρχει να αυξάνεται το ποσό των γενικών αποζημιώσεων σε μια προσπάθεια αποτίμησης του ανθρώπινου πόνου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε το περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιητικών που κατατέθηκαν και προέβη στα ανάλογα ευρήματα.
2. Έχοντας υπόψιν τα τραύματα που υπέστη ο εφεσίβλητος 1, τη θεραπεία που ακολούθησε, η οποία περιελάμβανε και δύο χειρουργικές επεμβάσεις, καθώς και τα μόνιμα κατάλοιπα των τραυματισμών του, όπως καταγράφηκαν, το επιδικασθέν ποσό των €26.000 ως γενικές αποζημιώσεις ήταν έκδηλα ανεπαρκές και το αυξήθηκε σε €40.000.
Έφεση και αντέφεση επιτράπηκαν ως ανωτέρω.
Εκδόθηκε διαταγή όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κωνσταντίνου ν. Χατζηκυριάκου (1993) 1 Α.Α.Δ. 864,
Fookes v. Slaytor [1979] 1 All E.R. 137,
Star Fiberglass Ltd v. Elueda Trading Ltd (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 875,
Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1,
Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746,
Davie v. Edinburgh Magistrates [1953] S.C. 34,
Rouse v. Squires [1973] 2 All E.R. 903,
Karayiorghis v. Kyriacou (1974) 1 C.L.R. 133,
Σιαλαμπή ν. Παναγή (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 75,
Σαμαρά ν. Πιπονίδου κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 629,
Τσολάκης ν. Ανδρέου (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 129,
Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,
Μακρή κ.ά. ν. Χ" Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203,
Πουγιούκα κ.ά. ν. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014
Κουντουρίδης Λτδ ν. Awadalla κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 852,
Λουκαΐδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22,
Pechtchanske v. Keogh [2013] 1(Β) Α.Α.Δ. 978.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαυρονικόλας, Α.Ε.Δ.??), (Αγωγή Αρ. 12895/00), ημερομηνίας 9/9/2009.
Θ. Ιωαννίδης, για τoν Εφεσείοντα.
Κ. Δημητριάδης, για τον Εφεσίβλητο 1.
Α. Γλυκής, για τον Εφεσίβλητο 2.
Ντ. Καψάλης εκ μέρους του Γ. Θωμά, για τον Εφεσίβλητο 3.
Ντ. Καψάλης, για τον Εφεσίβλητο 4.
Ντ. Καψάλης εκ μέρους του Α. Βασιλείου, για τους Εφεσίβλητους 5 και 6.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 23.9.2000 και περί ώρα 23.00 στον κύριο δρόμο Πλατρών - Λεμεσού έγιναν, σε μικρό χρονικό διάστημα, δύο διαφορετικά δυστυχήματα. Το πρώτο δυστύχημα είναι παραδεκτό ότι επεσυνέβη όταν κάποια κα Ελένη Χριστοδούλου, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό της με αρ. εγγραφής VP257 επί του κύριου δρόμου Πλατρών-Λεμεσού με κατεύθυνση τη Λεμεσό, σε κάποιο σημείο του δρόμου έχασε τον έλεγχό του, το όχημα παρεξέκλινε αριστερότερα της πορείας του και πλαγιολισθένοντας κτύπησε σε δύο σημεία σε παρακείμενο όχθο και ακινητοποιήθηκε κάθετα στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μετά το πρώτο δυστύχημα, ο ΜΕ6 με την ΜΕ5 κατευθύνονταν με το αυτοκίνητό τους προς τις Πλάτρες, όταν είδαν το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο στη δεξιά λωρίδα του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία τους, και μία κοπέλα τραυματισμένη. Τότε ο ΜΕ6 σταμάτησε το αυτοκίνητό του λίγο πιο πάνω, στην αριστερή πλευρά του δρόμου όπου υπήρχε χώρος, έθεσε σε λειτουργία τα φώτα κινδύνου του αυτοκινήτου του, άφησε αναμμένα τα μικρά του φώτα και κατέβηκε να δώσει πρώτες βοήθειες στην τραυματία. Στη σκηνή σταμάτησε και το αυτοκίνητο του ΜΕ3, στον οποίο ο ΜΕ6 έδωσε εντολή να πάει πιο ψηλά στη στροφή και να προειδοποιεί τους άλλους οδηγούς που κατευθύνοντο προς Λεμεσό να ελαττώσουν ταχύτητα, αναβοσβήνοντας τα μεγάλα του φώτα. Στη σκηνή έφθασε και ο ΜΕ4, ο οποίος με ένα φανάρι κατευθύνθηκε πεζός προς την αντίθετη πλευρά από την πλευρά που σταμάτησε ο ΜΕ3. Ο ΜΕ3 πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο αριστερό παγκέτο με κατεύθυνση τις Πλάτρες, άναψε τα φώτα κινδύνου και, όταν έβλεπε αυτοκίνητα να κατευθύνονται προς Λεμεσό, τους αναβόσβηνε τα μεγάλα φώτα του αυτοκινήτου του, προειδοποιώντας τα για τον κίνδυνο. Πέρασαν δύο αυτοκίνητα και με την καθοδήγησή του ελάττωσαν ταχύτητα. Το τρίτο αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων, δεν ανταποκρίθηκε να μειώσει την ταχύτητά του και ο ΜΕ3 προχώρησε προς το κέντρο του δρόμου κάνοντας νοήματα με τα χέρια. Ο εφεσείων συνέχισε την πορεία του και συγκρούστηκε με το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο πίσω από το οποίο βρισκόταν, μεταξύ άλλων, ο εφεσίβλητος 1. Συνεπεία της σύγκρουσης, το όχημα VP257 ανατράπηκε και ο εφεσίβλητος 1 κτυπήθηκε και τραυματίστηκε.
Το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται σε ένα ευθύγραμμο τμήμα του δρόμου Λεμεσού-Πλατρών, του οποίου προηγούνται μια αριστερόστροφη ανοικτή στροφή και μία δεξιόστροφη κλειστή στροφή, με κατεύθυνση τις Πλάτρες. Ο δρόμος έχει δύο λωρίδες πλάτους 3,70 μέτρα προς κάθε κατεύθυνση και διαχωρίζεται με άσπρη συνεχή γραμμή. Ακολουθεί και από τις δύο πλευρές ασφαλτοστρωμένο παγκέτο πλάτους 2,5 μέτρων και ακολουθεί αυλάκι πλάτους 1,20 μέτρων με κατεύθυνση τη Λεμεσό και 2,20 μέτρων με κατεύθυνση τις Πλάτρες. Μετά το αυλάκι, στην κατεύθυνση της Λεμεσού, υπάρχει όχθος. Επίσης, υπάρχει άσπρη συνεχής γραμμή η οποία διαχωρίζει το δρόμο από το παγκέτο. Το όριο ταχύτητας στο δρόμο είναι 80 Χ.Α.Ω., το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφησε ίχνη τροχοπέδησης μήκους 23 μέτρων και το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων ευρίσκεται εντός της αριστερής λωρίδας του δρόμου με κατεύθυνση τη Λεμεσό. Το σημείο όπου ο ΜΕ4 υπέδειξε πως με φανάρι έκαμνε σήμα στα αυτοκίνητα που κατευθύνονταν προς τη Λεμεσό, ευρίσκεται στην αριστερή πλευρά του δρόμου με πορεία προς Λεμεσό και απέχει 43,50 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης, ενώ ο ΜΕ3 στάθμευσε το αυτοκίνητό του στην αντίθετη πλευρά του δρόμου 30 με 50 μέτρα πιο μπροστά. O εφεσείων οδηγούσε με κατεύθυνση τη Λεμεσό με τα φώτα του αναμμένα στη χαμηλή στάση. Η εμβέλεια των φώτων του οχήματος του εφεσείοντα για τη χαμηλή στάση ήταν 40 μέτρα, ενώ για τη ψηλή στάση περίπου 140 μέτρα.
Συνεπεία του πιο πάνω τροχαίου δυστυχήματος, κινήθηκαν έξι αγωγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν ώστε να αποφασιστεί σε όλες από κοινού το θέμα της ευθύνης, με δεσπόζουσα την αγωγή 12895/2000, όπου θα κρίνετο και το θέμα των αποζημιώσεων που αξιώνονταν στην εν λόγω αγωγή από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο 1. Οι αποζημιώσεις για τις υπόλοιπες αγωγές θα εκρίνοντο, νοουμένου ότι ο εναγόμενος-εφεσείων είχε ευθύνη, μετά την αποσυνένωσή τους, από τα Δικαστήρια τα οποία είχαν δικαιοδοσία για την εκδίκασή τους.
Για το θέμα της ευθύνης το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων-εναγόμενος ήταν αμελής και ευθύνεται για το δυστύχημα και για τον τραυματισμό του εφεσίβλητου 1-ενάγοντα στην αγωγή 12895/2000 και επεδίκασε ποσό €26.000, πλέον τόκους, ως γενικές αποζημιώσεις και €13.001,55, πλέον τόκους, ως ειδικές αποζημιώσεις. Δεν εξέτασε θέμα συντρέχουσας αμέλειας, εκτιμώντας από τις δηλώσεις των συνηγόρων ως προς τη συνεκδίκαση των αγωγών, καθώς και από το γεγονός ότι δεν έγινε καμία αναφορά στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων ως προς την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας, ότι δεν εγείρετο τέτοιο θέμα.
Ο εφεσείων, με οκτώ λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε τα εξής: Μετά από προσεκτική μελέτη των λόγων έφεσης και της αιτιολογίας που δίδεται γι΄ αυτούς, προκύπτει ότι δεν αμφισβητείται ουσιαστικά το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων υπήρξε αμελής, αλλά το γεγονός ότι δεν εξετάστηκε και δεν αποδόθηκε στον εφεσίβλητο οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια.
Με αυτό ως δεδομένο, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που διατυπώθηκαν, ξεκινώντας από τους λόγους έφεσης 2 και 3, οι οποίοι αναπτύχθηκαν μαζί. Με αυτούς ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι αυτός είχε την πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα και ότι ο εφεσίβλητος 1 και κατά συνέπεια και οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι-ενάγοντες στις συνενωμένες αγωγές δεν είχαν συντρέχουσα ευθύνη και λανθασμένα δεν εξέτασε εάν ο εφεσίβλητος 1 και κατά συνέπεια οι άλλοι εφεσίβλητοι είχαν συντρέχουσα αμέλεια για το δυστύχημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, αφού κατέληξε ότι ο εφεσείων υπήρξε αμελής και ευθύνεται για το δυστύχημα, ανέφερε:
«Με δηλώσεις τους οι δικηγόροι των διαδίκων συμφωνώντας να συνεκδικαστούν οι υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους υποθέσεις όσον αφορά το επίδικο θέμα της ευθύνης και το αποτέλεσμα της παρούσας απόφασης επί του πιο πάνω ζητήματος να δεσμεύει και τους υπόλοιπους Ενάγοντες συνάγεται ότι ο Εναγόμενος έχει εγκαταλείψει οποιοδήποτε ισχυρισμό για συντρέχουσα αμέλεια των Εναγόντων που εξάλλου δεν ηγέρθη σαν θέμα στις τελικές αγορεύσεις των δικηγόρων. Επομένως τέτοιο ζήτημα δεν θα εξεταστεί.»
Το διάταγμα συνένωσης των έξι αγωγών εκδόθηκε «ώστε να εκδικαστεί σε όλες από κοινού το θέμα της ευθύνης» και όπως ο χειρισμός των αγωγών κατά την ακρόαση δοθεί στην αγωγή 12895/2000 που έχει τη μεγαλύτερη κλίμακα.
Στις 20.2.2006, μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, και, αφού εξετάστηκαν πέντε μάρτυρες εκ μέρους του ενάγοντα, έγινε η ακόλουθη δήλωση εκ μέρους του κ. Δημητριάδη, συνηγόρου του ενάγοντα στην αγωγή 12895/2000, εφεσίβλητου 1, με την οποία συμφώνησαν και οι υπόλοιποι συνήγοροι:
«Εντιμότατε, είναι κοινή αντίληψη όλων των δικηγόρων οι οποίοι εμφανίζονται για όλους τους ενάγοντες στις παρούσες συνενωμένες αγωγές, όσο και του συναδέλφου που εμφανίζεται για τον Εναγόμενο σε όλες τις υποθέσεις, ότι η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί είναι η εξής: Να προχωρήσουν και να ακουστούν όσοι άλλοι μάρτυρες χρειάζονται για το θέμα της ευθύνης, που στο παρόν στάδιο φαίνεται να είναι δύο ακόμα, χωρίς να περιορίζεται βεβαίως το δικαίωμα για περαιτέρω και ο Ενάγοντας, ο οποίος ενάγοντας θα καταθέσει τόσο για το θέμα της ευθύνης ότι γνωρίζει, όσο και για την απαίτηση του γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Γίνεται επίσης προσπάθεια να αποφευχθεί η παρουσία γιατρών αν και εφόσον τα ιατρικά πιστοποιητικά, ιδιαίτερα αυτά του νοσοκομείου γίνουν αποδεκτά από την άλλη πλευρά.
Στη συνέχεια αφού ο δικηγόρος του Εναγομένου προσκομίσει όσους μάρτυρες θεωρεί για σκοπούς της υπεράσπισης του και το Δικαστήριο επιφυλάξει την απόφαση του, θα εκδώσει τελική απόφαση στην υπόθεση αρ. 12895/2000 που είναι η υπόθεση η οποία έχει και το χειρισμό των υπολοίπων σύμφωνα με το εκ συμφώνου εκδοθέν διάταγμα συνένωσης των αγωγών αυτών για σκοπούς ευθύνης μόνο και η τελική απόφαση του σεβαστού Δικαστηρίου θα είναι τόσο για το θέμα της ευθύνης που θα δεσμεύει τις υπόλοιπες αγωγές, όσο και για το θέμα των αποζημιώσεων γενικά και ειδικά του παρόντος ενάγοντα, δηλαδή του ενάγοντα στην αγωγή 12895/2000. Στην συνέχεια θα εκδοθεί διάταγμα αποσύνδεσης των υπολοίπων αγωγών και θα παραπεμφθούν ενώπιον Δικαστηρίων ανάλογα με την κλίμακα τους για να αποφασιστεί το εναπομείναν πλέον θέμα των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων νοουμένου αν η απόφαση από το παρόν Δικαστήριο είναι ότι ο εναγόμενος φέρει ευθύνη. Το θέμα αυτό θα δεσμεύει τους διαδίκους πρωτόδικα αλλά και κατ΄ έφεση σε περίπτωση που ήθελε καταχωρηθεί έφεση.»
Στην υπεράσπιση του εφεσείοντα προβάλλεται η θέση ότι το επίδικο δυστύχημα οφείλετο στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου και παρατίθενται οι λεπτομέρειες της κατ΄ ισχυρισμό αμέλειας. Στο στάδιο των αγορεύσεων, ο συνήγορος του εφεσίβλητου 1 κατέληξε σε εισήγηση ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα φέρει ο εφεσείων, ενώ ο συνήγορος του εφεσείοντα στη γραπτή του αγόρευση εισηγήθηκε πως ο εφεσίβλητος 1 ευθύνεται 100% για το δυστύχημα.
Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα, θεωρούμε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εξετάσει θέμα συντρέχουσας αμέλειας ως εσφαλμένη.
Είναι προφανές από το λεκτικό της δήλωσης που έγινε στις 20.2.2006 ότι το θέμα της ευθύνης θα καθορίζετο στην αγωγή 12895/2000, κάτι το οποίο θα δέσμευε και τις υπόλοιπες αγωγές. Συνακόλουθα, θέμα συντρέχουσας αμέλειας για τις υπόλοιπες αγωγές δεν τίθετο προς εξέταση. Όμως, το θέμα της ευθύνης στην αγωγή 12895/2000, με δεδομένη την υπεράσπιση του εφεσείοντα ότι το δυστύχημα ήταν αποτέλεσμα της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου 1, καθιστούσε αναγκαίο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια η οποία βάρυνε τον εφεσίβλητο 1.
Το γεγονός ότι η κάθε πλευρά απέδωσε στην άλλη πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα κατά το στάδιο των αγορεύσεων, δε θεωρούμε ότι θα έπρεπε άνευ ετέρου να απολήγει σε απόφαση για απόλυτη ευθύνη ενός εκ των δύο μερών για το δυστύχημα. Στην υπόθεσηΚωνσταντίνου ν. Χατζηκυρίακου (1993) 1 Α.Α.Δ. 864 αναφέρθηκε ότι «Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου να κατανέμει την ευθύνη προκύπτει από το ότι τέτοιο θέμα τέθηκε από την αρχή με τη γραπτή υπεράσπιση και συζητήθηκε αργότερα κατά τη δίκη. [Βλέπε Fookes v. Slaytor [1979] 1 All E.R. 137].»
Το ζήτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο μπορούμε στα πλαίσια της έφεσης να εξετάσουμε το θέμα της ύπαρξης ή μη συντρέχουσας αμέλειας εκ μέρους του εφεσίβλητου 1. Κρίνουμε ότι για να αποφασιστεί το θέμα αυτό, θα πρέπει πρώτα να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης που άπτονται των ευρημάτων του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με την αξιοπιστία των μαρτύρων. (Λόγοι έφεσης 4, 5 και 6).
Ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Θράσου Ο΄Μαχόνη (ΜΥ1) που κλήθηκε να καταθέσει εκ μέρους του εφεσείοντα (4ος λόγος) και ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκαμε αποδεκτή τη μαρτυρία του Πατρός Ιωάννη Ηροδότου (ΜΕ3) και του Γιώργου Δυμιώτη (ΜΕ4), δεχόμενο επιλεκτικά μόνο όσα σημεία της μαρτυρίας τους ήσαν εναντίον του εφεσείοντα (5ος λόγος).
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το βάρος αξιολόγησης της μαρτυρίας βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις. Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων η εκτίμηση της μαρτυρίας τους διαφέρει από την αντιμετώπιση άλλων μαρτύρων ως προς το ότι η συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα δεν έχει τόση σπουδαιότητα για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας τους παρόλο που παραμένει ένα από τα στοιχεία για να βρεθεί η αξία της γνώμης τους. [βλ. Star Fiberglass Ltd v. Elueda Trading Ltd (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 875]. Ο εμπειρογνώμονας οφείλει να δώσει στο Δικαστήριο τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να μπορεί να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του, ώστε να καταστεί δυνατό για το Δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία. [βλ. Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1, Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746, Davie v. Edinburgh Magistrates [1953] S.C. 34].
Αναφορικά με τον εμπειρογνώμονα O´Μαχόνη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του, κατέληξε ως ακολούθως:
«Ο ΜΥ1 ως εμπειρογνώμονας είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει την ταχύτητα του αυτοκινήτου του Εναγομένου πριν το δυστύχημα αλλά για ευνόητους λόγους δεν το έκαμε. Είναι προφανές ότι ο ΜΥ1 ήρθε στο Δικαστήριο να βοηθήσει την υπόθεση του Εναγομένου. Έλαβε ως δεδομένο ότι αυτός οδηγούσε με 80Χ.Α.Ω. και στήριξε τους συλλογισμούς του βασιζόμενος στην εν λόγω ταχύτητα. Εκείνο που φαίνεται από τα συμπεράσματα του ΜΥ1 είναι ότι έστω και με 80Χ.Α.Ω. να οδηγούσε ο Εναγόμενος χρειαζόταν 83, 8 - 95,4 μέτρα για να σταματήσει δηλαδή απόσταση υπερδιπλάσια του πεδίου ορατότητας που του πρόσφεραν τα φώτα του οχήματος του στη χαμηλή στάση. Επίσης η θέση του ΜΥ1 ότι τα φώτα του αυτοκινήτου του Εναγομένου θα ευθυγραμμίζοντο όταν πλησίαζε το σημείο σύγκρουσης σε απόσταση 70-80 μέτρα δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ακόμη και ο Εναγόμενος τον διαψεύδει λέγοντας ότι διήνυσε 8-10 μέτρα μετά τη στροφή για να ευθυγραμμιστεί με το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο και είναι λογικό αφού το αυτοκίνητο για να ευθυγραμμιστεί μετά την έξοδο του από μια στροφή χρειάζεται απόσταση μια ή δύο φορές το μήκος του. Τούτο υπαγορεύει η κοινή λογική και η ανθρώπινη εμπειρία.»
Εξετάσαμε την μαρτυρία του εν λόγω εμπειρογνώμονα υπό το φως των εισηγήσεων του κ. Ιωαννίδη όπως αναλύονται στο περίγραμμα της αγόρευσης του. Κρίνουμε ότι η αξιολόγηση που έκανε το Δικαστήριο ήταν καθόλα επιτρεπτή και δεν απαιτείται η παρέμβαση μας.
Σε συνάρτηση με τους ΜΕ3 και ΜΕ4, το Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:
«Οι μάρτυρες 3 και 4 δεν έχω καμία αμφιβολία ότι και οι δύο κατέθεσαν στο Δικαστήριο την αλήθεια. Ήταν πρόσωπα που δεν είχαν κανένα συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης και μου έδωσαν την εικόνα ότι είπαν στο Δικαστήριο την αλήθεια. Δεν μου διαφεύγει ότι υπήρξαν ορισμένες μικροαντιφάσεις μεταξύ των δύο και ότι ο ΜΕ4 είπε πως δεν είδε τον ΜΕ3 στη σκηνή. Αυτό όμως δεν επηρεάζει την αξιοπιστία τους. Άλλωστε κάτω από τις συνθήκες που ανέφερα πιο πάνω δεν αναμένετο από τους μάρτυρες αυτούς να είναι σε θέση να αποτυπώσουν στην μνήμη τους την κάθε λεπτομέρεια με ακρίβεια (βλ. Οράτη - ν - Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787). Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο μάρτυρας ΜΕ4 την επομένη του δυστυχήματος βρήκε στο σημείο Α3 το κεραστικό που πήρε από το γάμο το οποίο έπεσε στη σκηνή όταν το αυτοκίνητου του Εναγομένου κινδύνευσε να τον κτυπήσει και αυτός πετάχτηκε μέσα στο αυλάκι για να γλιτώσει. Επίσης την επομένη παρουσίασε στην Αστυνομία το στρατιωτικό φανάρι (βλέπε φωτογραφίες 22, 23 του Τεκμηρίου2) με το οποίο «ένεφκε» προς την κατεύθυνση των Πλατρών και προειδοποιούσε τα επερχόμενα αυτοκίνητα για τον κίνδυνο που δημιούργησε το αυτοκίνητο που ανετράπη.»
Ο κ. Ιωαννίδης στο περίγραμμα αγόρευσης του τονίζει την ύπαρξη συγγένειας του ΜΕ4 με τον εφεσίβλητο 3, η οποία αναφέρθηκε κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, με αποτέλεσμα, ως εισηγήθηκε, το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να κρίνει ως ανεξάρτητους τους ΜΕ3 και ΜΕ4 να είναι λανθασμένο, καθώς και σε αντιφάσεις στη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων.
Είναι γεγονός ότι ο ΜΕ4 κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι δεν είχε συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε μεν άμεσο συμφέρον όπως είχαν αρκετοί από τους μάρτυρες που κλήθηκαν να καταθέσουν στην υπόθεση, είχε όμως συγγενική σχέση με ένα από τους τραυματίες που καταχώρησαν αγωγή διεκδικώντας αποζημιώσεις για το δυστύχημα. Επεξηγεί, όμως, στη συνέχεια το Δικαστήριο τους λόγους που το οδήγησαν στην αποδοχή της μαρτυρίας τόσο αυτού του μάρτυρα όσο και του ΜΕ3 και έχοντας διεξέλθει τη μαρτυρία και τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του, δεν κρίνουμε ότι υπήρξε οποιοδήποτε στοιχείο που να υποδηλεί λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας. Ούτε κρίνουμε ότι υπήρξαν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων έτσι ώστε να επηρεάζεται η αξιοπιστία τους. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πρόκειται για δυστύχημα που έγινε κατά τη διάρκεια της νύχτας σε ένα δρόμο που δεν φωτίζεται, όπου υπήρχε σε μικρή απόσταση στροφή. Συνεπώς, δεν μπορεί να αναμένεται από τους μάρτυρες να είναι πολύ ακριβείς στις εκτιμήσεις τους ως προς τα διαδραματισθέντα.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα, το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Εξέτασα με προσοχή τη μαρτυρία του Εναγομένου ο οποίος ανακατασκεύασε τη θέση ότι κοίταζε συνεχώς το μιλίμετρο του και οδηγούσε με ταχύτητα 75-80 Χ.Α.Ω. λέγοντας κατά την αντεξέταση του ότι έχει πείρα από μηχανολογία και δεν χρειάζεται κάποιος να βλέπει το μιλίμετρο του αυτοκινήτου για να καταλαβαίνει την ταχύτητα του και με τις δύο διπλές στροφές δεν μπορούσε να πηγαίνει με μεγάλη ταχύτητα. Γνωρίζει όπως είπε το δρόμο και δεν θα μπορούσε να τρέχει με μεγαλύτερη ταχύτητα. Φαίνεται ότι ο Εναγόμενος ανέφερε στην κυρίως εξέταση του ότι οδηγούσε με την πιο πάνω ταχύτητα επειδή έτσι την εκτίμησε. Η εκτίμηση του Εναγομένου όσον αφορά την ταχύτητα του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Αυτή εν πάση περιπτώσει αναφέρεται σε συνάρτηση με τις στροφές και όχι για το ευθύγραμμο μέρος του δρόμου και σίγουρα η εκτίμηση της ταχύτητας δεν μπορεί να γίνει με ακρίβεια.»
Έχοντας διεξέλθει τη μαρτυρία και την εισήγηση του κ. Ιωαννίδη, όπως αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσής του, δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Άλλωστε, το μόνο στοιχείο από τη μαρτυρία του το οποίο έτυχε ανάλυσης είναι αυτό της ταχύτητας με την οποία οδηγούσε. Ο εφεσείων δεν είχε αντιληφθεί στο δρόμο την παρουσία είτε των σταθμευμένων αυτοκινήτων στη δεξιά πλευρά του δρόμου ως προς την πορεία του, είτε του ΜΕ4, ούτε των άλλων πεζών που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στη σκηνή.
Με δεδομένα τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τις επικρατούσες συνθήκες λίγο πριν τη σύγκρουση και τις κινήσεις του εφεσείοντα, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το θέμα του καταμερισμού της ευθύνης.
Καθοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό της ευθύνης των διαδίκων είναι, για μεν τον εφεσείοντα, ο τρόπος οδήγησής του κατά τη διάρκεια της νύχτας σε ένα δρόμο χωρίς φωτισμό και η δυνατότητά του να αντιληφθεί τον κίνδυνο που βρισκόταν μπροστά του και για δε τον εφεσίβλητο 1, η παρουσία του στο δρόμο, πίσω από ένα ακινητοποιημένο όχημα, χωρίς φωτισμό και χωρίς τρίγωνα ή άλλα προειδοποιητικά σήματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν αμελής στη βάση των πιο κάτω συμπερασμάτων του. Ο εφεσείων δεν οδηγούσε με τρόπο ώστε να έχει επαρκή έλεγχο του δρόμου μπροστά του, σε συνάρτηση με τις συνθήκες φωτισμού του δρόμου και των φώτων του οχήματος του. Δεν οδηγούσε με τέτοια ταχύτητα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα συνηθισμένο συμβάν στο δρόμο που απαιτούσε να το αποφύγει ή να σταματήσει. Περαιτέρω, εφόσον δεν υπήρχε τροχαία κίνηση από απέναντι, η παράλειψή του να χρησιμοποιήσει τα φώτα του αυτοκινήτου του στη ψηλή στάση, εφόσον σύμφωνα με τον ίδιο, κατά το χρόνο που ευθυγράμμισε το αυτοκίνητο του δεν ερχόταν εξ αντιθέτου κατευθύνσεως όχημα, συνιστά αμέλεια. Αποτέλεσε επίσης συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν επέδειξε την δέουσα παρατηρητικότητα ώστε να αντιληφθεί τους ΜΕ3 και ΜΕ4 και τις προειδοποιήσεις τους για τον επικείμενο κίνδυνο ώστε να βρίσκεται σε επιφυλακή για κίνδυνο που θα βρίσκετο στο δρόμο. Επίσης, δεν επέδειξε την δέουσα παρατηρητικότητα ώστε να αντιληφθεί το αυτοκίνητο του ΜΕ6 και άλλα που ήταν σταματημένα στο δεξιό «παγκέτο» σύμφωνα με την πορεία του με αναμμένα τα φώτα κινδύνου, ενώ όφειλε να τα δει από απόσταση πέραν των 100 μέτρων, οπότε θα έπρεπε να αφυπνιστεί και να τεθεί σε εγρήγορση αναφορικά με κίνδυνο που θα βρίσκετο στο δρόμο.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ένας οδηγός που οδηγεί το βράδυ υπό συνθήκες σκότους, έχει καθήκον να οδηγεί με τέτοια ταχύτητα που να του επιτρέπει να ελέγχει το δρόμο εντός της εμβέλειας των φώτων του, ώστε να είναι σε θέση να μπορεί να ακινητοποιήσει το όχημα του αν παρουσιαστεί κάποιος κίνδυνος, εκτός αν αυτός είναι αναπάντεχος και απρόσμενος. [βλ. Rouse v. Squires [1973] 2 All E.R. 903, Karayiorghis v. Kyriacou (1974) 1 C.L.R. 133, Σιαλαμπή ν. Παναγή (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 75 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 629].
Κατ' αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αναφορικά με την κατάληξη του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με την παράλειψη του εφεσείοντα να έχει τα φώτα του αυτοκινήτου του στην ψηλή στάση, όπως ορθά υπέδειξε ο συνήγορος του εφεσείοντα, πρόκειται για ισχυρισμό που δεν δικογραφείται ειδικά στις λεπτομέρειες αμέλειας και, συνεπώς, δεν ήταν επιτρεπτό, για το Δικαστήριο, να καταλογίσει στον εφεσείοντα αμέλεια στη βάση αυτού του ισχυρισμού.
Όμως, υπάρχει και η υπόλοιπη οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα η οποία δικογραφείται και εξετάστηκε από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων οδηγούσε σε δρόμο με στροφές κατά τη διάρκεια της νύκτας, χωρίς φωτισμό, με ταχύτητα τέτοια που δεν του επέτρεπε να ελέγχει το δρόμο μπροστά του, ώστε να μπορεί να αποφύγει κάποιο κίνδυνο σε περίπτωση που παρουσιαζόταν, μέσα στην εμβέλεια των φώτων του. Η παρουσία στο δρόμο του ΜΕ4 με φανάρι έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, όπως και η ύπαρξη αυτοκινήτων στην αριστερή πλευρά του δρόμου με κατεύθυνση τις Πλάτρες, πιο πάνω από το ακινητοποιημένο όχημα. Παρά το ότι δεν εξετάστηκε η ακτίνα που κάλυπτε το φανάρι, εντούτοις είναι λογικό να συμπαιράνει κάποιος ότι αυτό πρέπει να μπορούσε να γίνει αντιληπτό από κάποιον που κατευθύνετο από τις Πλάτρες, έστω σε μικρή απόσταση πριν το σημείο Α3 όπου στεκόταν ο ΜΕ4 κρατώντας φανάρι και έκανε σήμα στα αυτοκίνητα με κατεύθυνση τη Λεμεσό. Ο εφεσείων δεν αντελήφθηκε ούτε αυτό το φανάρι ούτε τα οχήματα στη δεξιά πλευρά ως προς την πορεία του που βρίσκονταν σταματημένα, με τα φώτα τους αναμμένα. Σε περίπτωση που ο εφεσείων επεδείκνυε τη δέουσα παρατηρητηκότητα θα αντιλαμβανόταν την παρουσία των πιο πάνω, θα τίθετο σε εγρήγορση και θα μπορούσε να ελαττώσει ταχύτητα ενωρίτερα και να αποφύγει τον κίνδυνο που βρισκόταν μπροστά του.
Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι ο δρόμος όπου έγινε το δυστύχημα ήταν υπεραστικός, διαχωρίζετο από συνεχή άσπρη γραμμή και δεν φωτίζετο. Το κτυπημένο αυτοκίνητο βρισκόταν ακινητοποιημένο κάθετα στην αριστερή λωρίδα του δρόμου Πλατρών - Λεμεσού και ο εφεσίβλητος 1, ο οποίος είχε μεταβεί στη σκηνή του δυστυχήματος για να δει τι συνέβη, την ώρα της σύγκρουσης βρισκόταν πίσω από το κτυπημένο αυτοκίνητο το οποίο δεν είχε φωτισμό, ούτε είχαν τοποθετηθεί τρίγωνα ή άλλα προειδοποιητικά σήματα στο δρόμο.
Στην υπόθεση Σιαλαμπή ν. Παναγή (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 75, που μας παρέπεμψε ο κ. Ιωαννίδης, τονίζεται ότι με βάση τη νομολογία:
«Η στάθμευση ή η παραμονή οχήματος χωρίς φώτα κατά τη διάρκεια της νύκτας σε σκοτεινό δρόμο, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για αμέλεια. Αυτό είναι απόρροια του καθήκοντος κάθε οδηγού προς άλλους χρήστες του δρόμου, να καθιστούν τα οχήματα τους ορατά κατά τη διάρκεια της νύχτας, με τη χρήση φώτων ή άλλων μέσων (Henley v. Cameron [1949] 118 LJR 989 (CA), Pavlou v. Lazarou (1982) 1 C.L.R. 850).
Όμως, όπως υποδείχθηκε στην αγγλική υπόθεση Rouse v. Squires [1973] 2 All E.R. 903, όπου διαπιστώνεται ότι υπάρχει καλή ορατότητα και ευκαιρία για τον επερχόμενο οδηγό να δει και να εκτιμήσει το εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά του και να πάρει μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης, τότε η παρεμπόδιση ενδεχομένως να μη συνιστά κίνδυνο. Σ' αυτή την περίπτωση, δημιουργείται κενό στην αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αρχικής αμέλειας που προκάλεσε την παρεμπόδιη στο δρόμο και της μεταγενέστερης που προκάλεσε το δυστύχημα και τις συνέπειές του.»
Στην υπόθεση Τσολάκης ν. Ανδρέου (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 129, το Δικαστήριο κατελόγισε μέρος της ευθύνης στον εφεσίβλητο, ο οποίος άφησε το διπλοκάμπινο του σταθμευμένο στη δεξιά πλευρά του δρόμου με το δικαιολογητικό ότι δεν ήταν λογικά αναμενόμενο για τον εφεσείοντα να συναντήσει σταματημένο ένα όχημα και μάλιστα στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Το δυστύχημα σ' εκείνη τη περίπτωση είχε γίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Στην προκείμενη περίπτωση, εξετάζουμε την ενδεχόμενη συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου, ο οποίος δεν ευθύνεται για την παρουσία του κτυπημένου οχήματος στο δρόμο, αλλά για την δική του παρουσία πίσω από το εν λόγω αυτοκίνητο, γεγονός που διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση από τις πιο πάνω υποθέσεις.
Με βάση τα αποδεκτά γεγονότα, ο εφεσίβλητος 1 βρισκόταν στο σπίτι του όταν άκουσε τη σύγκρουση του πρώτου δυστυχήματος και, ακολούθως, προσήλθε στη σκηνή. Στο μέρος βρισκόταν ήδη ένας περαστικός που τύγχανε να είναι ιατρός, ο ΜΥ6, εφεσίβλητος 4, ο οποίος πλησίασε για να βοηθήσει την οδηγό του κτυπημένου οχήματος που ήταν τραυματισμένη. Δε δόθηκε καμία δικαιολογία από τον εφεσίβλητο αναφορικά με την αναγκαιότητα να ευρίσκεται στο συγκεκριμένο σημείο. Από το σύνολο των γεγονότων που τέθηκαν, είναι προφανές ότι ο εφεσίβλητος δεν έλαβε κανένα μέτρο προστασίας για τον εαυτόν του ευρισκόμενος πίσω από ένα κτυπημένο αυτοκίνητο εντός της μίας λωρίδας κυκλοφορίας του εν λόγω δρόμου, όπου ούτε ο δρόμος, ούτε το αυτοκίνητο φωτίζοντο. Με τη συμπεριφορά του επέδειξε αδιαφορία για τη δική του ασφάλεια και εξέθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο. Καταλήγουμε ότι ο εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια για το δυστύχημα και τις προκληθείσες σε αυτόν ζημιές την οποία καθορίζουμε σε ποσοστό 30%.
Ο εφεσείων εγείρει θέμα κακοδικίας και παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και του Διαδικαστικού Κανονισμού για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων του 1986, λόγω καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης για περίοδο 30 μηνών.
Στην υπόθεση Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκδόθηκε πέραν των πέντε χρόνων μετά την επιφύλαξη της και, εξαιτίας της καθυστέρησης, ακυρώθηκε η απόφαση και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Στην υπόθεση Μακρή κ.ά. ν. Μέγα Χ"Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203, κρίνοντας ότι η υπόθεση Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου αποφασίστηκε πάνω στα ιδιαίτερά της περιστατικά και ειδικότερα στη στάση των δικηγόρων των διαδίκων, επεσήμανε τα ακόλουθα:
«Δεν διαφωνούμε με τις αρχές, που εξάλλου κατοχυρώνονται συνταγματικά, που διέπουν, το δικαίωμα διάγνωσης των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κάθε πολίτη και της οποιασδήποτε ποινικής κατηγορίας εναντίον του , εντός ευλόγου χρόνου, και ότι τα Δικαστήρια έχουν επιτακτικό καθήκον να απονέμουν δικαιοσύνη μέσα σε εύλογο χρόνο. (Δες επίσης Άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Αυτό όμως έχουμε τη γνώμη πως δεν σημαίνει ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση και μόνο οδηγεί αυτόματα στην ακυρότητα της εκδοθείσης αποφάσεως. Δεν υπάρχει τέτοια αρχή δικαίου γιατί θα απέληγε σε άρνηση των δικαιωμάτων του δικαιωθέντος διαδίκου, ο οποίος, όπως και ο εφεσίβλητος, υπέστη την ταλαιπωρία της αδικαιολόγητης καθυστέρησης, ειδικά σε πολιτικές υποθέσεις. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί επίσης ο κίνδυνος οι μάρτυρες να μην είναι πλέον διαθέσιμοι στην επανεκδίκαση, ή να μη θυμούνται ή να αμφισβητείται η ορθότητα της μνήμης τους. Και αν η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης από το Δικαστή επενεργεί ώστε η διαδικασία να ακυρώνεται και να διατάσσεται επανεκδίκαση, ενώπιον άλλου βέβαια Δικαστή, το αποτέλεσμα είναι: η παραπέρα καθυστέρηση, που βέβαια δεν συνάδει με τις συνταγματικές επιταγές, και ούτε θεραπεύει την αιτία της ακύρωσης.»
Στην υπόθεση Πουγιούκα κ.ά. ν. Θρασυβούλου (1998)1 Α.Α.Δ. 2014 επαναλήφθηκε ότι καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης συνιστά άρνηση απονομής της, ότι η κατά το δυνατό ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων και η εντός ευλόγου χρόνου έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και την ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το Νόμο 37/62. Η καθυστέρηση στην υπόθεση εκείνη ήταν 9 μήνες, από την επιφύλαξη μέχρι την έκδοση της απόφασης, και κρίθηκε ότι δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογείται ανατροπή της απόφασης, υπό τις περιστάσεις.
Στην Κουντουρίδης Λτδ ν. Awadalla κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 852 η καθυστέρηση ήταν περίπου 15 μηνών και το Εφετείο έκρινε ότι, στην περίπτωση εκείνη, δεν είχε επηρεάσει την τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου. Παρατηρήθηκε ότι οι εφεσείοντες μπορούσαν και οι ίδιοι να κάνουν χρήση των προνοιών των προαναφερθέντων Κανονισμών για έκδοση οδηγιών από το Ανώτατο Δικαστήριο, πράγμα που δεν έπραξαν. Στην Λουκαϊδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22 η καθυστέρηση ήταν περίπου 16 μηνών, είχαν δοθεί οδηγίες από το Ανώτατο Δικαστήριο για παράταση χρόνου έκδοσης της απόφασης και το Εφετείο έκρινε ότι και πάλι η καθυστέρηση δεν έιχε προκαλέσει αδικία στον εφεσείοντα. Ο προαναφερόμενος Διαδικαστικός Κανονισμός, όπως λέχθηκε, δεν αποβλέπει στην αποτίμηση των επιπτώσεων των καθυστερήσεων στην έκδοση απόφασης, επί των δικαιωμάτων των διαδίκων.
Στην πρόσφατη απόφαση Pechtchanske v. Keogh (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 978 η οποία αφορούσε καθυστέρηση 26 μηνών στην έκδοση επιφυλαχθείσας απόφασης, παρά το ότι η καθυστέρηση δε δικαιολογείτο, κρίθηκε ότι αυτό δε δικαιολογούσε την ακύρωση της απόφασης, έχοντας υπόψη ότι από την ίδια την απόφαση φαινόταν ότι η καθυστέρηση δεν επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου και την απονομή της δικαιοσύνης.
Στην προκείμενη περίπτωση, η υπόθεση αφορά δυστύχημα όπου ενεπλάκησαν διάφορα άτομα, έγιναν δύο συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται για μία συνηθισμένη υπόθεση τροχαίου δυστυχήματος. Παρά ταύτα, δε θεωρούμε ότι δικαιολογείται η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έκδοση της απόφασης. Όμως, το Δικαστήριο προβαίνει σε λεπτομερή παράθεση και ανάλυση της μαρτυρίας, συνεπώς, δεν κρίνουμε ότι η καθυστέρηση έχει οδηγήσει σε λανθασμένη ετυμηγορία του Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο θεώρησε το ΜΕ4 ως ανεξάρτητο μάρτυρα, ενώ όπως διεφάνη κατά την αντεξέτασή του είχε συγγένεια με ένα από τους τραυματισθέντες, δεν κρίνουμε ότι δίχως άλλο μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα που μας κάλεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα. Και αυτό έχοντας υπόψη τον τρόπο αξιολόγησης του μάρτυρα, καθώς και την υπόλοιπη μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη από το Δικαστήριο. Ήδη με το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας έχουμε ασχοληθεί πιο πάνω και θεωρούμε περιττό να προσθέσουμε οτιδήποτε επί του θέματος. Συνακόλουθα, αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με αντέφεση ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το ποσό των €26,000 που το δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του υπό τη μορφή γενικών αποζημιώσεων είναι πολύ χαμηλό και ανεπαρκές.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε το περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιητικών που κατατέθηκαν και προέβη στα ανάλογα ευρήματα. Τα παραθέτουμε όπως συνοψίζονται στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσίβλητου:
«Ι. Συντριπτικό ενδοαρθρικό κάταγμα των κονδύλων της κνήμης του αριστερού γόνατος.
ΙΙ. Κάταγμα της αριστερής ωλένης.
ΙΙΙ. Εγκεφαλική διάσειση με κατάλοιπο το μετα-τραυματικό σύνδρομο το οποίο αναμένεται να παρουσιάσει βραδεία βελτίωση.
IV. Υποβλήθηκε σε δυο χειρουργικές επεμβάσεις, μια για ανάταξη και σταθεροποίηση των κονδύλων της κνήμης με 2 βίδες και μια για ανοικτή ανάταξη - οστεοσύνθεση της αριστερής ωλένης με πλάκα 6 οπών και σταθεροποίηση της με 6 βίδες.
V. Παρέμεινε στην Ορθοπεδική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού για ένα μήνα.
VI. Ούτε με τη χρήση βακτηριών μασχάλης δεν μπορούσε να κινηθεί στις αρχές και χρησιμοποιούσε τροχοκάθισμα για 3-4 μήνες και μετέπειτα βακτηρίες μασχάλης για 7 μήνες.
VII. Ήταν σε συνεχή άδεια ασθενείας για 1 χρόνο και μετέπειτα άλλο ένα μήνα για να αφαιρεθούν οι βίδες, οι οποίες στο τέλος δεν αφαιρέθηκαν όλες, βρίσκονται μέσα του και τον ενοχλούν.
VIII. Βαδίζει με ελαφρά χωλότητα και παρουσιάζει αστάθεια κατά την έγερση από ύπτια θέση, κατάλοιπο μετατραυματικής αιτιολογίας και σύνδεσης του με διαταραχή του λαβύρινθου.»
Ο κ. Δημητριάδης υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη προηγούμενες αποφάσεις στις οποίες επιδικάστηκε, για παρόμοιους με τον εφεσίβλητο τραυματισμούς, ποσό μεγαλύτερο των €26,000 και δεν έλαβε υπόψιν του την τάση που υπάρχει να αυξάνεται το ποσό των γενικών αποζημιώσεων σε μια προσπάθεια αποτίμησης του ανθρώπινου πόνου. Ούτε έλαβε υπόψιν τη χρονική διαφορά της παρούσας υπόθεσης με τις υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε και δεν έλαβε υπόψιν και τη μεταβολή της αξίας του χρήματος και τη μείωση της αγοραστικής του αξίας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι το ορθό ποσό που θα έπρεπε να επιδικαστεί είναι αυτό των €85.000.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψιν το είδος και τη φύση των τραυμάτων που υπέστη ο εφεσίβλητος 1, την ηλικία του (γεννήθηκε στις 9.11.40), τη φύση και τη διάρκεια της θεραπείας που ακολούθησε, το γεγονός ότι παρέμειναν σ΄ αυτόν ορισμένα κατάλοιπα και μόνιμα προβλήματα ως επακόλουθο του τραυματισμού του, έκρινε ότι το ποσό των €26.000, πλέον τόκους από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, θα αποτελούσε για τον εφεσίβλητο 1 δίκαιη και εύλογη αποζημίωση.
Το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές, ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων που δικαιούται ο ενάγων.
Έχοντας υπόψιν τα τραύματα που υπέστη ο εφεσίβλητος 1, τη θεραπεία που ακολούθησε, η οποία περιελάμβανε και δύο χειρουργικές επεμβάσεις, καθώς και τα μόνιμα κατάλοιπα των τραυματισμών του, όπως καταγράφονται πιο πάνω, κρίνουμε ότι το επιδικασθέν ποσό των €26.000 ως γενικές αποζημιώσεις είναι έκδηλα ανεπαρκές και το αυξάνουμε σε €40.000.
Ως εκ των ανωτέρω, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση επιτυγχάνουν, όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω.
Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως προς την ευθύνη η οποία κατανέμεται ως ανωτέρω και το επιδικασθέν ποσό των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, ώστε το ποσό αυτό να διαβάζεται €28.000 και €9.101,09 αντίστοιχα, μη τροποποιούμενη κατά τα λοιπά.
Αναφορικά με τα έξοδα, ενόψει του αποτελέσματος και του γεγονότος ότι η έφεση και η αντέφεση συνεκδικάστηκαν, η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδά της.
Έφεση και αντέφεση επιτρέπονται ως ανωτέρω.
Εκδίδεται διαταγή όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.