ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A503
(2014) 1 ΑΑΔ 1561
9 Ιουλίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΡΘΑ ΛΥΤΡΑ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
1. ELLINAS FINANCE LTD., ΠρΩην ΕλληναΣ
ΧρηματοδοτΗσειΣ Λτδ., και Αλλων,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 395/2011)
Έφεση ― Μαρτυρία ― Προσαγωγή μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης ― Η σχετική εξουσία του Εφετείου να επιτρέψει τέτοια προσαγωγή ― Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και Δ.35 Θ.8 ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Μπορεί να ληφθεί μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κάτω από τις αυστηρές προϋποθέσεις που έχει καθορίσει η νομολογία.
Έφεση ― Μαρτυρία ― Προσαγωγή μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης ― Η ευχέρεια που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο να δεχθεί μαρτυρία στο πλαίσιο της άσκησης της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του δεν απαλλάττει τον διάδικο που φέρει το αποδεικτικό βάρος από την υποχρέωση να προσαγάγει το σύνολο της μαρτυρίας που στηρίζει την υπόθεση του στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη Δικαιώματα ― Δίκαιη Δίκη ― Δίκαιη δημοσιότητα και κριτική γύρω από την απονομή της δικαιοσύνης είναι όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιθυμητή ― Ο προπηλακισμός και η δημιουργία προκατάληψης εναντίον υποδίκων αντιστρατεύονται όχι μόνο τα δικαιώματα του υποδίκου αλλά και την υπόσταση της δικαιοσύνης.
Η εφεσείουσα με ενδιάμεση αίτηση, ζήτησε την έκδοση διατάγματος προσαγωγής μαρτυρίας και συγκεκριμένα για την κλήση Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με συγκεκριμένη Πολιτική Έφεση ως επίσης και του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου σχετικά με αγωγή του ιδίου Δικαστηρίου, όπου εκδόθηκαν αποφάσεις.
Τα αιτούμενα διατάγματα σκοπούσαν στην προσαγωγή μαρτυρίας στο Ανώτατο Δικαστήριο, συγκεκριμένων εγγράφων και τεκμηρίων τα οποία και κατονομάζονταν στην αίτηση και τα οποία θα αξιοποιούνταν από την αιτήτρια στο πλαίσιο της προώθησης της έφεσης της.
Ήταν η θέση της εφεσείουσας, όπως αυτή προέκυπτε από την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της, ότι με την προτιθέμενη μαρτυρία θα συμπληρωνόταν το ιστορικό των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες αφορούσαν στην έφεση της εφεσείουσας και τα επίδικα Επενδυτικά Σχέδια και θα καταδεικνυόταν «η αντίφαση και η αβεβαιότητα της Νομολογίας η οποία είναι ασυμβίβαστη με την Αρχή της Ασφάλειας Δικαίου» όπως υποστήριξε. Έτσι, κατά τη θέση της, το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να αποστεί από τις αποφάσεις του σε σειρά υποθέσεων, οι οποίες και παραθέτονταν και να εφαρμόσει τις αρχές που εφαρμόστηκαν στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042.
Η ύπαρξη της προτιθέμενης μαρτυρίας διαπιστώθηκε, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που η έφεση ήταν ορισμένη για προδικασία, από τους συνηγόρους της εφεσείουσας, στο στάδιο ετοιμασίας του περιγράμματος αγόρευσης τους.
Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς και οδηγήθηκε σε Ακρόαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Tο αίτημα της εφεσείουσας δεν είχε έρεισμα στο Νόμο και τη νομολογία. Η άσκηση από το Εφετείο της εξουσίας που του παρέχεται από το Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου να δέχεται πρόσθετη μαρτυρία, υπόκειται σε περιορισμούς.
2. Η ίδια προσέγγιση διέπει τόσο τις ποινικές, όσο και τις αστικές υποθέσεις και οι ίδιες αρχές τυγχάνουν εφαρμογής και στις δύο περιπτώσεις.
3. Η εξουσία του Εφετείου να δεχθεί μαρτυρία έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία η οποία έρχεται σε φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης η ύπαρξη της οποίας δεν μπορούσε να εντοπισθεί παρά την λήψη κάθε λογικού μέτρου από το διάδικο ο οποίος επιδιώκει την παρουσίαση της στο Εφετείο.
4. Η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται, πρέπει να προσδιορίζεται με ακρίβεια η σύνοψη της, ή όπου είναι δυνατό ολόκληρο το κείμενο της, πρέπει να επισυνάπτεται στην αίτηση ώστε το Εφετείο να είναι σε θέση να εκτιμήσει προκαταρκτικά τη σχετικότητα, αξιοπιστία και τις πιθανές επιπτώσεις της στο αποτέλεσμα.
5. Στην προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία όχι μόνο ήταν γνωστή και διαθέσιμη στην αιτήτρια και δεν επιδιώχθηκε να δοθεί πρωτοδίκως, αλλά ήταν και άσχετη με τα επίδικα θέματα.
6. Το κρίσιμο ερώτημα δεν ήταν αν ήταν γνωστή στους δικηγόρους της εφεσείουσας, οι οποίοι την εκπροσωπούν στην έφεση, αλλά εαν ήταν αντικειμενικά διαθέσιμη και μπορούσε να εντοπισθεί και να κατατεθεί από την υπεράσπιση κατά το χρόνο διεξαγωγής της δίκης.
7. Περαιτέρω η εφεσείουσα απέτυχε να θεμελιώσει και τη σχετικότητα της προτιθέμενης μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα και τις πιθανές επιπτώσεις από την αποδοχή της στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου. Τα ζητήματα που εγείρονταν στις δύο επίμαχες αποφάσεις μπορούσαν να αναπτυχθούν από την εφεσείουσα κατά το στάδιο της εκδίκασης της έφεσης.
8. Ενόψει του αποτελέσματος της κατάληξης, δεν επιβαλλόταν η σε βάθος εξέταση του δικαιώματος δίκαιης δίκης που προέβαλε η εφεσείουσα.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042,
Λοϊζίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 89, ECLI:CY:AD:2014:B104,
Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396,
Athinis v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 214,
Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 C.L.R. 149.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 7417/02), ημερομηνίας 15/9/2011.
Δ. Δημητρό (κα) για Αντ. Παπαντωνίου και Λ. Λουκαΐδη, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.
Μ. Αγαθοκλέους (κα) για Γ. Παμπορίδη, για τους Εφεσίβλητους-Καθ'ων η αίτηση 1, 2, 4, 5, 7, 8, 9 και 10.
Ν. Πουμπουρίδης, για τους Εφεσίβλητους-Καθ'ων η αίτηση 3, 6, 11, 12, 13, 15, 16, 17 και 18.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια της έφεσης εναντίον της πρωτόδικης απόφασης Επαρχιακής Δικαστού, με την οποία η τελευταία, απέρριψε την απαίτηση της εφεσείουσας και κάμνοντας δεκτή την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 1, επιδίκασε στην εφεσίβλητη 1 το ποσό των €70.173,18 (Λ.Κ.41.070,54), η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση με την οποία ζητά την έκδοση:
"Α. Διατάγματος για την κλήση του Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την Πολιτική Έφεση 197/2005 Marketrends Finance Ltd v Ανδρέα Πέρδικου κ.ά. (σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 17.10.2006) και του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου σχετικά με την Αγωγή 3998/02 και απόφαση ημερομηνίας 27.5.2005, για την προσαγωγή μαρτυρίας στο Ανώτατο Δικαστήριο, των πιο κάτω εγγράφων ως εξής:
1) τη Συμφωνία για το Σχέδιο Margin Account μεταξύ της Marketrends Finance Ltd και του Ανδρέα Πέρδικου ημερομηνίας 29.9.2000 η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1.
2) τη Συμφωνία Διαχείρισης μεταξύ των εν λόγω διαδίκων.
3) οποιαδήποτε άλλη συμφωνία η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο.
4) τον Κατάλογο Τεκμηρίων."
Είναι η θέση της εφεσείουσας, όπως αυτή προκύπτει από την ένορκη δήλωση του συζύγου της που συνοδεύει την αίτηση, ότι με την προτιθέμενη μαρτυρία θα συμπληρωθεί το ιστορικό των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τα Επενδυτικά Σχέδια και θα καταδειχθεί «η αντίφαση και η αβεβαιότητα της Νομολογίας η οποία είναι ασυμβίβαστη με την Αρχή της Ασφάλειας Δικαίου» και έτσι το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορέσει να αποστεί από τις αποφάσεις του σε σειρά υποθέσεων - στις υποθέσεις αυτές γίνεται ρητή αναφορά στην ένορκη δήλωση - και να εφαρμόσει τις αρχές που εφαρμόστηκαν στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Ανδρέα Πέρδικου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1042.
Η ύπαρξη της προτιθέμενης μαρτυρίας διαπιστώθηκε, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, γύρω στις 23/9/2011, ημερομηνία κατά την οποία η έφεση ήταν ορισμένη για προδικασία, από τους συνηγόρους της εφεσείουσας, στο στάδιο ετοιμασίας του περιγράμματος αγόρευσης τους.
Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση του συνόλου των εφεσιβλήτων, οι οποίοι επικέντρωσαν την επιχειρηματολογία τους στη θέση ότι η προτιθέμενη μαρτυρία ήταν γνωστή στην εφεσείουσα και βρισκόταν στη διάθεση της πριν την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και πριν την έκδοση της εκκαλούμενης με την έφεση πρωτόδικης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για μαρτυρία άσχετη, σύμφωνα με τους εφεσιβλήτους, με τα ζητήματα που εγείρονται στους προβαλλόμενους λόγους έφεσης. Επικουρικά οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται επίσης ότι η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε σε πολύ καθυστερημένο στάδιο, χωρίς η εφεσείουσα να δικαιολογεί την επιδειχθείσα καθυστέρηση, καθώς επίσης και ότι η αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και παραβιάζει το Άρθρο 30 του Συντάγματος, εφόσον εμποδίζει την εκδίκαση της έφεσης μέσα σε εύλογο χρόνο. Θέση των εφεσιβλήτων περί εσφαλμένου νομικού υπόβαθρου της αίτησης, ορθά κατά τη γνώμη μας, δεν προωθήθηκε κατά την ακρόαση και συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει.
Είναι πρόδηλο ότι το αίτημα της εφεσείουσας δεν έχει έρεισμα στο Νόμο και τη νομολογία. Η άσκηση από το Εφετείο της εξουσίας που του παρέχεται από το Άρθρο 25(3)* του περί Δικαστηρίων Νόμου να δέχεται πρόσθετη μαρτυρία, υπόκειται σε περιορισμούς. Το πλαίσιο τέθηκε πολύ πρόσφατα από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 89 με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396, σελ. 398-399. Σημειώνουμε ότι η ίδια προσέγγιση διέπει τόσο τις ποινικές, όσο και τις αστικές υποθέσεις και οι ίδιες αρχές τυγχάνουν εφαρμογής και στις δύο περιπτώσεις:
"Η ευχέρεια που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο να δεχθεί μαρτυρία στο πλαίσιο της άσκησης της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του δεν απαλλάττει τον διάδικο που φέρει το αποδεικτικό βάρος από την υποχρέωση να προσαγάγει το σύνολο της μαρτυρίας που στηρίζει την υπόθεση του στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το δικαστικό μας σύστημα βασίζεται στην αρχή ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι ο χώρος για την κατάθεση και την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η εξουσία για τη λήψη μαρτυρίας κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας δεν σκοπεί στην αλλοίωση της δομής του συστήματος ούτε μειώνει την υποχρέωση των διαδίκων στις πολιτικές υποθέσεις και της κατηγορούσας αρχής και του κατηγορουμένου στις ποινικές υποθέσεις να παρουσιάσουν το σύνολο της μαρτυρίας τους στο πρωτόδικο δικαστήριο. (Βλ. μεταξύ άλλων Yiannakis Kyriacou Pourikkos v. Mehmed Fevzi (1962) C.L.R. 283). Η εξουσία του Εφετείου να δεχθεί μαρτυρία έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία η οποία έρχεται σε φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης η ύπαρξη της οποίας δεν μπορούσε να εντοπισθεί παρά την λήψη κάθε λογικού μέτρου από το διάδικο ο οποίος επιδιώκει την παρουσίαση της στο Εφετείο.
Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ως κύριο σκοπό την θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο ρόλος αυτός δύσκολα συμβιβάζεται με την λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας. Γι' αυτό μαρτυρία μπορεί να ληφθεί μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κάτω από τις αυστηρές προϋποθέσεις που έχει καθορίσει η νομολογία. Οι αρχές αυτές αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων. Οι αρχές που έχουν καθιερωθεί, συνοψίζονται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Athinis v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 214.
.............................................................
Η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται πρέπει να προσδιορίζεται με ακρίβεια η σύνοψη της ή όπου είναι δυνατό ολόκληρο το κείμενο της πρέπει να επισυνάπτεται στην αίτηση ώστε το Εφετείο να είναι σε θέση να εκτιμήσει προκαταρκτικά την σχετικότητα, αξιοπιστία και τις πιθανές επιπτώσεις της στο αποτέλεσμα."
Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Λοϊζίδης, επαναλαμβάνονται και οι αρχές που καθιερώθηκαν από τη νομολογία και διέπουν το υπό συζήτηση θέμα, με αναφορά στην υπόθεση Athinis v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 214, στην οποία παραπέμπει με επιδοκιμασία και η υπόθεση Αγαπίου (πιο πάνω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Athinis, στην οποία, να σημειωθεί, επισημάνθηκε για ακόμα μια φορά το γεγονός ότι οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται τόσο στις ποινικές όσο και στις αστικές υποθέσεις:
"Guidance may be derived from the case of R. v. Parks, [1961] 3 All E.R. 633, where the principles applicable in relation to the hearing of evidence on appeal, in a criminal case, under Section 9 of the Criminal Appeal Act, 1907, were stated to be as follows:
(i) The evidence sought to be called must be evidence which was not available at the trial;
(ii) The evidence must be relevant to the issues;
(iii) It must be credible evidence in the sense of being well capable of belief;
and
(iv) The Court will, after considering that evidence, go on to consider whether there might have been a reasonable doubt in the minds of the jury as to the guilt of the appellant if that evidence had been given together with the other evidence at the trial.
The above approach is similarly applicable in civil cases (see Aristidou v. The Police, (supra) at page 246)."
Στην προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία όχι μόνο ήταν γνωστή και διαθέσιμη στην αιτήτρια και δεν επιδιώχθηκε να δοθεί πρωτοδίκως, αλλά είναι και άσχετη με τα επίδικα θέματα. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν ήταν γνωστή στους δικηγόρους της εφεσείουσας, οι οποίοι την εκπροσωπούν στην έφεση, αλλά αν ήταν αντικειμενικά διαθέσιμη και μπορούσε να εντοπισθεί και να κατατεθεί από την υπεράσπιση κατά το χρόνο διεξαγωγής της δίκης. Επί τούτου περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι η μεν απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση 197/2005 εκδόθηκε στις 17/10/2006, δηλαδή πολύ πριν την έκδοση της εκκαλούμενης με την παρούσα έφεση απόφασης - η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στις 15/9/2011 - και πολύ πριν την έκδοση της απόφασης του Εφετείου στην Έφεση 197/2005, η οποία εκδόθηκε στις 17/10/2006, όπως και στην επισήμανση ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία η υπεράσπιση, στα πλαίσια της αγόρευσης της, παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο και στις δύο εν λόγω αποφάσεις. Ιδιαίτερα σε σχέση με την υπό στοιχείο (3) προτιθέμενη μαρτυρία, επισημαίνουμε και το γεγονός ότι αυτή κάθε άλλο παρά προσδιορίζεται με ακρίβεια, ως οι πιο πάνω αρχές επιβάλλουν.
Πέραν όμως των πιο πάνω επισημάνσεων μας, η εφεσείουσα απέτυχε να θεμελιώσει και τη σχετικότητα της προτιθέμενης μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα και τις πιθανές επιπτώσεις από την αποδοχή της στην ετυμηγορία του δικαστηρίου. Είναι πιστεύουμε αρκετό να επισημάνουμε ότι τα ζητήματα που εγείρονται στις δύο επίμαχες αποφάσεις μπορούν να αναπτυχθούν από την εφεσείουσα κατά το στάδιο της εκδίκασης της έφεσης.
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι τυχόν απόρριψη της αίτησης της θα πλήξει ανεπανόρθωτα τα κατοχυρωμένα δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για δίκαιη δίκη, δικαιώματά της. Θεωρούμε πως ενόψει του αποτελέσματος στο οποίο έχουμε καταλήξει, δεν επιβάλλεται η σε βάθος εξέταση του συγκεκριμένου δικαιώματος της εφεσείουσας. Περιοριζόμαστε στην παράθεση του πιο κάτω αποσπάσματος από την υπόθεση Έλληνας ν. Της Δημοκρατίας (1989) 2 C.L.R. 149 στη σελ. 168, το οποίο συνοψίζει ορισμένες πτυχές του δικαιώματος και στο οποίο, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, έγινε αναφορά και στην υπόθεση Αγαπίου (πιο πάνω):
"... Η ουσία του δικαιώματος που παρέχεται από το Άρθρο 30.2 και ό,τι κατοχυρώνεται, είναι η αρχή ότι μόνοι κριτές της ποινικής ευθύνης και των αστικών δικαιωμάτων του διάδικου είναι τα Δικαστήρια της Πολιτείας. Ενώ η δίκαιη (fair) δημοσιότητα και κριτική γύρω από την απονομή της δικαιοσύνης είναι όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιθυμητή, ο προπηλακισμός και η δημιουργία προκατάληψης εναντίον υποδίκων αντιστρατεύονται όχι μόνο τα δικαιώματα του υποδίκου αλλά και την υπόσταση της δικαιοσύνης ως του συνταγματικά εντεταλμένου κριτή των δικαιωμάτων του πολίτη. Το δικαίωμα για ανεπηρέαστη δίκη είναι συνυφασμένο με το δικαίωμα της ελευθερίας - στην ουσία, αναπόσπαστο στοιχείο της ελευθερίας."
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η έφεση να οριστεί για ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο, νοουμένου ότι τα περιγράμματα έχουν ολοκληρωθεί.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.