ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A487
(2014) 1 ΑΑΔ 1482
8 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
1. ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΒΒΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
2. ΜΑΡΙΑ ΣΑΒΒΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
A & G PROPERTY WISE DEVELOPMENT LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγoμένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 302/2008)
Συμβάσεις ― Συμφωνία αγοραπωλητηρίου ― Κατά πόσον ορθά οι εφεσείοντες, κρίθηκαν πρωτοδίκως ένοχοι παράβασης συμφωνίας αγοραπωλητηρίου, λόγω μη καταβολής του τιμήματος αγοράς όταν η οικία την οποία συμφώνησαν να αγοράσουν, είχε αποπερατωθεί ― Επικύρωση πρωτόδικου ευρήματος περί νόμιμου τερματισμού της σύμβασης.
Έξοδα ― Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα ― Το Δικαστήριο μπορεί να παρεκκλίνει αν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεση την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία κρίθηκαν ένοχοι παράβασης συμφωνίας αγοραπωλητηρίου, λόγω αδυναμίας τους να καταβάλουν το τίμημα αγοράς όταν η οικία την οποία συμφώνησαν να αγοράσουν, είχε αποπερατωθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ήταν οι εφεσείοντες οι οποίοι παρέβησαν τη συμφωνία και έκρινε ότι δεν εδικαιούντο στη θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης και των αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας, στην αγωγή που είχαν προωθήσει. Περαιτέρω έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του όρου 8 του πωλητηρίου εγγράφου, νόμιμα προέβησαν στον τερματισμό του. Παρά ταύτα, απέρριψε την ανταπαίτηση τους, με την οποία διεκδικούσαν τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης, καθώς και διάφορα άλλα έξοδα, κρίνοντας ότι δεν κατάφεραν να την αποσείσουν. Όμως διέταξε τους εφεσίβλητους να επιστρέψουν στους εφεσείοντες το ποσό που ήδη κατέβαλαν, ήτοι Λ.Κ.8.927 με νόμιμο τόκο από την έγερση της αγωγής, δηλαδή 20.9.2002.
Υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα σε κανένα από τους διαδίκους.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Ήταν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη οικία ήταν κατοικήσιμη στις 30.4.2002 καθορισθείσα ημερομηνία παράδοσης της και το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία.
β) Ως επίσης εσφαλμένο ήταν και το εύρημα ότι στις 30.4.2002 οι εφεσείοντες δεν είχαν χρήματα για την καταβολή του υπολοίπου. Περαιτέρω διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι ο χρόνος πληρωμής του τιμήματος δεν είχε επέλθει, λόγω μη παράδοσης της οικίας.
γ) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θεραπεία των αποζημιώσεων που ζητείτο με την Έκθεση Απαίτησης.
δ) Eσφαλμένα δεν επιδίκασε έξοδα σε βάρος των εφεσιβλήτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ως προς τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, καθοριστικός παράγοντας ήταν η αξιοπιστία των μαρτύρων. Η εκκαλούμενη απόφαση αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή, λόγω του επιπόλαιου τρόπου που είναι γραμμένη και της όλης λανθασμένης δομής της.
2. Παρά ταύτα, οι δυσκολίες που απέρρεαν από τον τρόπο σύνταξης της απόφασης, δεν επηρέαζαν την ορθότητά της, ούτε και το αποτέλεσμα της έφεσης.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αποτελούσε αναντίλεκτο γεγονός ότι μέχρι τις 30.4.2002, καθορισθείσα ημερομηνία παράδοσης, η εφεσείουσα 2 δεν είχε τα χρήματα για να καταβάλει το τίμημα μιας αποπερατωθείσας και κατοικήσιμης κατοικίας.
4. Δεν ήταν ορθή η θέση των εφεσειόντων ότι η κατοικία δεν ήταν κατοικήσιμη. Με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, ήταν σαφές ότι η κατοικία ήταν αποπερατωμένη.
5. Το θέμα δεν κρινόταν με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων, αλλά στη βάση διαφόρων τεκμηρίων που επιβεβαίωναν τη θέση των εφεσιβλήτων.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά στις επιστολές των εφεσιβλήτων, με τις οποίες οι εφεσείοντες πληροφορούνταν ότι η κατοικία είχε αποπερατωθεί.
7. Το γεγονός ότι ορισμένες από τις συστημένες επιστολές δεν παραλήφθηκαν, με αποτέλεσμα να επιστραφούν στους εφεσίβλητους, δεν αλλοίωνε το περιεχόμενο τους.
8. Οι εφεσείοντες δεν εξήγησαν γιατί δύο μέρες μετά τις 30.4.2002 που ήταν η καθορισθείσα ημερομηνία αποπεράτωσης της οικίας, κατέβαλαν χρηματικό ποσό έναντι του υπολοίπου, εφόσον η οικία, σύμφωνα με την εκδοχή τους, δεν ήταν ακόμα αποπερατωμένη. Ακόμη και στις 3.9.2002 οι εφεσείοντες προσπάθησαν να μεταφέρουν έπιπλα στο σπίτι.
9. Δεν εξήγησαν όμως γιατί προέβηκαν σ' αυτή την ενέργεια, ενώ η κατοικία δεν ήταν ούτε αποπερατωμένη, ούτε κατοικήσιμη.
10. Η δε προσβαλλόμενη κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες μέχρι τις 30.4.2002 δεν είχαν τα απαιτούμενα χρήματα, στηριζόταν επί μαρτυρίας που ήταν αναντίλεκτη και τα σχετικά κρίσιμα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήταν ορθά.
11. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά τους σχετικούς όρους του συμβολαίου και ιδιαίτερα τον όρο 8 ο οποίος έδιδε το δικαίωμα στους εφεσίβλητους να τερματίσουν τη σύμβαση.
12. Και ο τρίτος λόγος έφεσης ήταν χωρίς έρεισμα. Από τη στιγμή που κρίθηκε ότι ήταν οι εφεσείοντες οι οποίοι παρέβησαν τη συμφωνία, δεν ετίθετο θέμα καταβολής σ' αυτούς αποζημιώσεων, αλλά αυτοί ήταν υπόλογοι στους εφεσίβλητους σε περίπτωση που αποδεικνυόταν ζημιά τους.
13. Αναφορικά με τη μη επιδίκαση εξόδων, ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης ορθός.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 Α.Α.Δ. 223,
Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646,
Κυπριανού ν. Πιλλακούρη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1873,
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1390.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10092/02), ημερομηνίας 26/6/2008.
Δ. Δημητρό (κα) για Α. Παπαντωνίου, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Βασιλείου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔικαστHριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες-Ενάγοντες στις 28.12.2001 συμφώνησαν γραπτώς για την αγορά από τους Εφεσίβητους μιας υπό ανέγερση οικίας στην Έγκωμη, για το ποσό των Λ.Κ.165.000, από το οποίο Λ.Κ.5.000 θα καταβάλλονταν προκαταβολικά και οι υπόλοιπες Λ.Κ.160.000 με την παράδοση της κατοικίας μέχρι τις 30.4.2002. Το συμβόλαιο δεν κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Τελικά οι Εφεσείοντες κατέβαλαν το συνολικό ποσό των Λ.Κ.8.927, συμπεριλαμβανομένης και της αρχικής προκαταβολής, με αποτέλεσμα να παραμείνει οφειλόμενο το ποσό των Λ.Κ.156.073.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης, οι Εφεσίβλητοι ανέλαβαν δυνάμει του συμβολαίου την υποχρέωση να προβούν στις αναγκαίες διευθετήσεις για την έκδοση ξεχωριστών τίτλων ιδιοκτησίας του κτήματος επί των οποίων θα ανεγείρετο η οικία και να το μεταβιβάσουν στους Εφεσείοντες το αργότερο σε δύο χρόνια από την ημέρα παραδόσεως της οικίας. Το πωλητήριο έγγραφο προέβλεπε επίσης ότι σε περίπτωση που οι Εφεσείοντες αγοραστές παρέλειπαν να καταβάλουν το τίμημα πώλησης, οι Εφεσίβλητοι θα είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν τη συμφωνία και οι Εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να παραδώσουν ελεύθερη κατοχή της οικίας. Οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι να καταβάλουν το υπόλοιπο μόλις τους παραδίδετο η οικία, όπως προβλέπετο στη μεταξύ τους συμφωνία. Όμως, οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν, όπως είχαν υποχρέωση, να παραδώσουν έτοιμη την οικία μέχρι τις 30.4.2002. Οι Εφεσείοντες με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 13.9.2002 τους κάλεσαν να ολοκληρώσουν την οικία το συντομότερο δυνατό, πλην όμως οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν να το πράξουν. Περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι οι δικηγόροι τους, μετά από έρευνα στο αρχείο του Εφόρου Εταιρειών, διαπίστωσαν ότι η περιουσία των Εφεσιβλήτων ήταν βεβαρυμένη με υποθήκες και άλλες επιβαρύνσεις για περίπου Λ.Κ.11.000.000, το δε οικόπεδο επί του οποίου θα ανεγείρετο η οικία, ήταν βεβαρυμένο με δύο υποθήκες για το συνολικό ποσό των Λ.Κ.266.000. Επίσης οι Εφεσείοντες πληροφορήθηκαν εντελώς τυχαία ότι οι Εφεσίβλητοι κατά παράβαση του πωλητηρίου εγγράφου, πώλησαν την οικία για δεύτερη φορά σε τρίτο πρόσωπο σε πιο ψηλή τιμή (Λ.Κ.210.000). Ενόψει της παράβασης των συμφωνηθέντων, οι Εφεσείοντες ενήγαγαν τους Εφεσίβλητους, αξιώνοντας:- (Α) Διάταγμα για ειδική εκτέλεση του πωλητηρίου εγγράφου, ημερ. 28.12.2001, διαζευκτικά (Β) επιστροφή κάθε ποσού που κατέβαλαν με τόκο 9% ετησίως, (Γ) αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και (Δ) τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν ότι είχαν υποχρέωση να παραδώσουν την οικία το αργότερο μέχρι τις 30.4.2012, αλλά ισχυρίστηκαν ότι επανειλημμένως κάλεσαν τους Εφεσείοντες να καταβάλουν το υπόλοιπο, πληροφορώντας τους ότι η κατοικία ήταν έτοιμη προς παράδοση, αλλά οι Εφεσείοντες προσπαθούσαν να συνάψουν δάνειο χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των Εφεσειόντων, τους απέστειλαν μέσω των δικηγόρων τους, επιστολή ημερ. 17.7.2002, δίδοντας τους μια τελευταία ευκαιρία να πληρώσουν. Δεν υπήρξε ανταπόκριση και μέσω των δικηγόρων τους του απέστειλαν και δεύτερη επιστολή, ημερ. 6.8.2002, δίδοντας τους νέα παράταση να πληρώσουν. Επειδή συνέχιζαν να αρνούνται να καταβάλουν το υπόλοιπο, με διπλοσυστημένη επιστολή των δικηγόρων τους, ημερ. 3.9.2002, τερμάτισαν τη συμφωνία και πώλησαν την οικία σε νέους αγοραστές σε τιμή χαμηλότερη της αρχικής κατά Λ.Κ.10.000. Ως αποτέλεσμα της αντισυμβατικής συμπεριφοράς των Εφεσειόντων, ήγειραν ανταπαίτηση διεκδικώντας τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης, καθώς και διάφορα άλλα έξοδα.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσε η Εφεσείουσα 2 (ΜΕ 1), ο εκτιμητής ακινήτων κ. Ξενοφών Στεφάνου (ΜΕ 2) και ο θείος της Εφεσείουσας κ. Ανδρέας Μιχαήλ (ΜΕ 3). Για τους Εφεσίβλητους, κατέθεσε ο Διευθυντής και κύριος μέτοχος τους (ΜΥ 1), η κα Ελένη Σουρκουνή (ΜΥ 2), υπεύθυνη πωλήσεων και ο Αντώνης Αντωνίου (ΜΥ 3), εργοδηγός.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ήταν οι Εφεσείοντες που παρέβησαν τη συμφωνία, λόγω της αδυναμίας τους να καταβάλουν το τίμημα αγοράς όταν η οικία είχε αποπερατωθεί. Ως εκ τούτου έκρινε ότι δεν εδικαιούντο στη θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης και των αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας. Περαιτέρω έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του όρου 8 του πωλητηρίου εγγράφου, νόμιμα προέβησαν στον τερματισμό του. Παρά ταύτα, απέρριψε την ανταπαίτηση τους, κρίνοντας ότι δεν κατάφεραν να την αποσείσουν. Όμως διέταξε τους Εφεσίβλητους να επιστρέψουν στους Εφεσείοντες το ποσό που κατέβαλαν, ήτοι Λ.Κ.8.927 με νόμιμο τόκο από την έγερση της αγωγής, δηλαδή 20.9.2002. Υπό τις περιστάσεις, το δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα σε κανένα από τους διαδίκους.
Οι Εφεσείοντες, με τέσσερις λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο θεωρούν εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίδικη οικία ήταν κατοικήσιμη στις 30.4.2002 και ότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία. Με τον δεύτερο, προσβάλλουν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στις 30.4.2002 οι Εφεσείοντες δεν είχαν χρήματα για την καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος πώλησης, σύμφωνα με τον όρο 8 του συμβολαίου και ότι διέλαθε της προσοχής του δικαστηρίου ότι ο χρόνος πληρωμής του τιμήματος δεν είχε επέλθει, λόγω μη παράδοσης της οικίας. Με τον τρίτο λόγο έφεσης θεωρούν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θεραπεία των αποζημιώσεων που ζητείτο με την παράγραφο Γ της Έκθεσης Απαίτησης. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα σε βάρος των Εφεσιβλήτων.
Με την αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες εγείρει, εκτός του πλαισίου των λόγων έφεσης, θέμα «σοβαρής δικονομικής παρατυπίας», όπως τη χαρακτηρίζει, η οποία άπτεται του τρόπου που ο πρωτόδικος δικαστής διέκοπτε στη δίκη το δικηγόρο των Εφεσιβλήτων ενώ αγόρευε και επέτρεψε την εισαγωγή νέας μαρτυρίας. Δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε θέματα που δεν καλύπτονται από τους λόγους έφεσης. Κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε τη Δ.35 θ.4 και τις καθιερωμένες δικονομικές αρχές (βλ. Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 Α.Α.Δ. 223). Εν πάση περιπτώσει, εάν η κατ' ισχυρισμό «δικονομική παρατυπία» ήταν τόσο «σοβαρή», όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, διερωτόμαστε πώς διέλαθε της προσοχής του και γιατί όταν τελικά το εντόπισε δεν ζήτησε άδεια να προσθέσει νέο λόγο έφεσης.
Έχουμε εξετάσει τους λόγους έφεσης, αλλά κανένας από αυτούς δεν ευσταθεί. Ως προς τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, καθοριστικός παράγοντας είναι η αξιοπιστία των μαρτύρων. Μελετήσαμε την εκκαλούμενη απόφαση την οποία θεωρούμε παράδειγμα προς αποφυγή, λόγω του επιπόλαιου τρόπου που είναι γραμμένη και της όλης λανθασμένης δομής της. Τα γεγονότα είναι διατυπωμένα κατά τρόπο περίπλοκο και χωρίς καμία αναφορά στους δικογραφημένους ισχυρισμούς των διαδίκων, ενώ η αξιοπιστία των μαρτύρων γίνεται κατά τρόπο περιστασιακό χωρίς να διατυπώνονται με σαφήνεια τα ευρήματα του δικαστηρίου, τα οποία εξάγονται κατά τρόπο έμμεσο. Παρά ταύτα, έχουμε βεβαιωθεί ότι οι πιο πάνω δυσκολίες που απορρέουν από τον τρόπο σύνταξης της απόφασης, δεν επηρεάζουν την ορθότητά της, ούτε βέβαια και το αποτέλεσμα της έφεσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι αποτελούσε αναντίλεκτο γεγονός ότι μέχρι τις 30.4.2002 η Εφεσείουσα 2 δεν είχε τα χρήματα για να καταβάλει το τίμημα μιας αποπερατωθείσας και κατοικήσιμης κατοικίας. Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι η κατοικία δεν ήταν κατοικήσιμη και το δικαστήριο έσφαλλε προβαίνοντας σε αντίθετο εύρημα. Δεν συμφωνούμε. Με βάση τα ενώπιον του στοιχεία ήταν σαφές ότι η κατοικία ήταν αποπερατωμένη. Το θέμα δεν κρίνεται με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων, αλλά στη βάση διαφόρων τεκμηρίων που επιβεβαιώνουν τη θέση των Εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε αναφορά στις επιστολές των Εφεσιβλήτων ημερ. 17.7.2002, 6.8.2002 και 3.9.2002, με τις οποίες οι Εφεσείοντες πληροφορούνταν ότι η κατοικία είχε αποπερατωθεί.
Το γεγονός ότι ορισμένες από τις συστημένες επιστολές δεν παραλήφθηκαν, με αποτέλεσμα να επιστραφούν στους Εφεσίβλητους, δεν αλλοιώνει το περιεχόμενο τους. Ακόμη και η επιστολή ημερ. 30.9.2002 του δικηγόρου των Εφεσειόντων, επικεντρώνεται στο αν η κατοικία ήταν κατοικήσιμη, παρά στο αν ήταν αποπερατωμένη. Πέραν τούτου, υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία ότι στις 2.5.2002, δηλαδή μερικές μέρες μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία παράδοσης της κατοικίας, οι Εφεσείοντες κατέβαλαν κάποιο ποσό στους Εφεσίβλητους. Κατά την κρίση μας και αυτό το στοιχείο αποτελεί επιβεβαίωση του ευρήματος του δικαστηρίου. Οι Εφεσείοντες δεν εξήγησαν γιατί δύο μέρες μετά τις 30.4.2002 που ήταν η καθορισθείσα ημερομηνία αποπεράτωσης της οικίας, κατέβαλαν χρηματικό ποσό έναντι του υπολοίπου, εφόσον η οικία, σύμφωνα με την εκδοχή τους, δεν ήταν ακόμα αποπερατωμένη. Ακόμη και στις 3.9.2002 οι Εφεσείοντες προσπάθησαν να μεταφέρουν έπιπλα στο σπίτι. Δεν εξήγησαν όμως γιατί προέβηκαν σ' αυτή την ενέργεια, ενώ η κατοικία δεν ήταν ούτε αποπερατωμένη, ούτε κατοικήσιμη. Τέλος, το γεγονός ότι η οικία συνδέθηκε με την ΑΗΚ στις 18.10.2002, ουδόλως βοηθά τους Εφεσείοντες, εφόσον η οικία μετά την αποπεράτωση της θα μπορούσε να συνδεθεί οποτεδήποτε με ηλεκτρικό ρεύμα, ανάλογα με την επιθυμία των ιδιοκτητών της. Εν πάση περιπτώσει, μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2002, η σύμβαση δεν είχε ακόμα τερματιστεί.
Με το δεύτερο λόγο, παραπονούνται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι Εφεσείοντες μέχρι τις 30.4.2002 δεν είχαν τα απαιτούμενα χρήματα. Και αυτή η κατάληξη του δικαστηρίου στηρίζεται επί μαρτυρίας που είναι αναντίλεκτη. Η ίδια η Εφεσείουσα 2 ανέφερε ότι τα χρήματα της αγοράς του σπιτιού θα έρχονταν από τους γονείς της στη Νότια Αφρική, οι οποίοι είχαν την οικονομική ευχέρεια να την βοηθήσουν. Όμως στην αντεξέτασή της ανέφερε ότι για να είναι σίγουρη ότι θα έχει τα χρήματα, αποτάθηκε και στην Τράπεζα Κύπρου για δάνειο.
Κατά την άποψή μας, τα κρίσιμα συμπεράσματα του δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες μέχρι τις 30.4.2002 δεν είχαν τα χρήματα και ότι μέχρι τότε η κατοικία ήταν αποπερατωμένη και κατοικήσιμη, ήταν απόλυτα ορθά. Είναι σαφές από την αίτηση που υπέβαλαν στην Τράπεζα Κύπρου για μελλοντικό δάνειο, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχαν άμεση ετοιμότητα να πληρώσουν. Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε ορθά τους σχετικούς όρους του συμβολαίου και ιδιαίτερα τον όρο 8 ο οποίος έδιδε το δικαίωμα στους Εφεσίβλητους να τερματίσουν τη σύμβαση μετά από προειδοποίηση 15 ημερών.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν τους απέδωσε τη ζημιά που υπέστησαν, ήτοι τη διαφορά μεταξύ της αξίας της επίδικης κατοικίας στο χρόνο παράβασης της συμφωνίας και του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης της επίδικης κατοικίας. Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι χωρίς έρεισμα. Από τη στιγμή που κρίθηκε ότι ήταν οι Εφεσείοντες που παρέβησαν τη συμφωνία, δεν ετίθετο θέμα καταβολής σ' αυτούς αποζημιώσεων, αλλά αυτοί ήταν υπόλογοι στους Εφεσίβλητους σε περίπτωση που αποδεικνύετο η ζημιά τους.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στη μη επιδίκαση οποιωνδήποτε εξόδων στους Εφεσείοντες. Όπως προβάλλουν, από τη στιγμή που το δικαστήριο επιδίκασε προς όφελος τους το ποσό των Λ.Κ.8.927 που πλήρωσαν ως προκαταβολή, θα έπρεπε να τους επιδικάσει και έξοδα αγωγής.
Δεν συμφωνούμε. Το δικαστήριο έχει πάντα διακριτική ευχέρεια ως προς την επιδίκαση ή όχι εξόδων. Η εξουσία αυτή ασκείται δικαστικά. Κατά κανόνα ακολουθείται το αποτέλεσμα, αλλά το δικαστήριο μπορεί να παρεκκλίνει αν συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων (βλ. Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646, Κυπριανού ν. Πιλλακούρη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1873, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1390).
Στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες απέτυχαν στο μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής τους και πέτυχαν σε ένα πολύ μικρό μέρος. Σε περίπτωση που το πρωτόδικο δικαστήριο ασκούσε διαφορετικά τη διακριτική του ευχέρεια, θα έπρεπε από τη μια να επιδικάσει έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων στην κλίμακα του ποσού που εξασφάλισαν, αλλά ταυτόχρονα θα έπρεπε να επιδικάσει και έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων επί της κλίμακας της αγωγής (Λ.Κ.50.000-250.000) που αναγκάστηκαν αχρείαστα να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους. Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης ορθός.
Η έφεση απορρίπτεται και επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.