ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A458
(2014) 1 ΑΑΔ 1348
3 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ANS SECRETARIES LTD,
Εφεσειόντων-Εναγομένων-Αιτητών Aρ. 2,
v.
1. ORIANDA MANAGEMENT FZ LLC,
2. ORIANDA (SEYCHELLES) LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 362/2009)
Πολιτική Δικονομία ― Σφράγιση αγωγής ― Διάταξη 2 Θ. 2 ― Κατά πόσον η ύπαρξη και ημεδαπών εναγομένων και η επίδοση της αγωγής σ' αυτούς καθιστούσε, δυνατή την καταχώριση της αγωγής χωρίς ειδική σφράγιση δυνάμει της Δ.2 Θ.2. ― Θετική πρωτόδικη απόφανση και επικύρωση Εφετείου.
Πολιτική Δικονομία ― Επίδοση κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας ― Οι εφεσίβλητοι, μετά την καταχώρηση της αγωγής για επίδοση στους ημεδαπούς εναγομένους, θα έπρεπε να λάβουν άδεια του Δικαστηρίου για επίδοση του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας στους αλλοδαπούς εναγόμενους ― Η επίδοση στο διευθυντή τους στην Κύπρο δεν μετέβαλλε και ούτε μείωνε την υποχρέωση τους για ικανοποίηση των προϋποθέσεων της Δ.6 Θ.1.
Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Παρέκκλιση από τις πρόνοιες του Νόμου δεν μπορεί να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64 η οποία αφορά μόνο σε δικονομικές παρεκκλίσεις.
Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Τροποποιημένη Διαταγή 64 ― Διάταγμα απαλλαγής ― Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη ― Η προσπάθεια του Δικαστηρίου θα πρέπει πάντοτε να κλίνει υπέρ της διάσωσης οποιουδήποτε δικονομικού μέτρου που παρεκκλίνει ― Ωστόσο δεν είναι πανάκεια και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να θεραπεύει θεμελιώδεις παραλείψεις και ελαττώματα.
Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Διακριτική ευχέρεια για θεραπεία ― Θα πρέπει να γίνεται με φειδώ. Εάν όλες οι παρατυπίες θεραπεύονται αυτόματα, δεν θα υπάρχει πλέον κανένα κίνητρο για το διάδικο που διαπράττει την παρατυπία να αποτείνεται στο Δικαστήριο για να την θεραπεύσει.
Λέξεις και Φράσεις ― «Σφραγισμένο» στην ερμηνευτική διάταξη Δ.1 Θ.2. των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Εφετείο ― Δικηγόροι ― Παρατυπία ― Παρατήρηση Εφετείου όπως οι δικηγόροι αποφεύγουν την υποβολή τυπολατρικών εισηγήσεων για επουσιώδεις παραβάσεις των θεσμών.
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρησαν γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα με το οποίο ενήγαγαν έξι εναγομένους, ζητώντας αποζημιώσεις. Τρεις από τους εναγομένους ήταν Κύπριοι ή Κυπριακές εταιρείες και οι άλλοι τρεις, εταιρείες από τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους (ΒΠΝ). Ύστερα από αίτηση, εκδόθηκε στις 10.4.2009 παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα, με το οποίο απαγορευόταν στους εναγόμενους να αποξενώσουν διάφορα ποσά τα οποία ήταν κατατεθειμένα επ' ονόματι τους, σε τραπεζικούς λογαριασμούς, μέχρι ύψους €1.500.000.
Ενώ εκκρεμούσε η οριστικοποίηση του πιο πάνω προσωρινού διατάγματος, στις 27.4.2009 οι εναγόμενοι 3, 4 και 5 από τις ΒΠΝ, καθώς και η κυπριακή εταιρεία, εναγόμενη 2, αφού εξασφάλισαν διάταγμα για καταχώρηση εμφάνισης υπό αίρεση, καταχώρισαν αίτηση δια κλήσεως με την οποία ζητούσαν παραμερισμό της επίδοσης του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, της ενδιάμεσης μονομερούς αιτήσεως στη βάση της οποίας εκδόθηκε το απαγορευτικό διάταγμα, του μονομερώς εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος κ.α.
Στο υπόβαθρο των γεγονότων επί των οποίων στηριζόταν η αίτηση, περιλαμβάνονταν ισχυρισμοί για παράτυπη επίδοση εγγράφων, παράλειψη σφράγισης του κλητηρίου, για συμπερίληψη των εναγομένων 2-6 ως διαδίκων χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο, για κατάχρηση της διαδικασίας και τέλος για παράλειψη παροχής προσωπικής εγγύησης.
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρισαν ένσταση στην πιο πάνω αίτηση, εγείροντας τόσο προδικαστικά θέματα, όσο και θέματα ουσίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες παρέλειψαν να αποταθούν για εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου για τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και για την επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας, εξέδωσε διάταγμα παραμερισμού και ακύρωσης της επίδοσης, προς τους εναγομένους 3, 4 και 5 όλων των εγγράφων που αναφέρονταν στο αιτητικό.
Το υπόλοιπο μέρος της αίτησης που αφορούσε στον παραμερισμό του κλητηρίου και του προσωρινού διατάγματος, απορρίφθηκε.
Πρωτοδίκως οι εφεσείοντες ζήτησαν επιπροσθέτως την απόρριψη της αγωγής λόγω κατάχρησης της διαδικασίας εφόσον μεταξύ των διαδίκων προϋπήρχαν άλλες διαδικασίες με τα ίδια θέματα, όπως ισχυρίζονταν. Ζήτησαν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή ως καταχρηστική των διαδικασιών και ως καταπιεστική ή ενοχλητική.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία, όπως αυτή διατυπώνεται στη Σιακόλας ν. Federal Bank of the Lebanon (SAL) (1998) 1 A.A.Δ. 1338, αρνήθηκε να προχωρήσει σε ένα τόσο δραστικό μέτρο.
Οι εφεσείοντες - εναγόμενοι 2, αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Με την αντέφεση oι εφεσίβλητοι-ενάγοντες προσέβαλαν ως λανθασμένη την απόφαση του Δικαστηρίου να ακυρώσει την επίδοση των εγγράφων προς τους εφεσείοντες. Ιδιαίτερα προέβαλαν ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν να είχαν λάβει άδεια για σφράγιση του κλητηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, δυνάμει της Δ.2 θ.2.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Πρώτος λόγος έφεσης:
Κατά πόσο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64 η παράλειψη σφράγισης του κλητηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε. Ήταν φανερό ότι στην προκειμένη περίπτωση η παράλειψη να σφραγιστεί το κλητήριο οφειλόταν στον Πρωτοκολλητή.
2. Η νέα Διάταξη 64, μετά την τροποποίησή της, απέβλεπε ακριβώς στο να καλύψει τέτοιου είδους παραλείψεις και παρεκκλίσεις από τους Θεσμούς, εξισώνοντας τις με παρατυπίες ώστε, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα, να δύνανται να θεραπευθούν και να περισωθούν από ακυρότητα.
3. Το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια με γνώμονα πάντοτε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, όπως αυτά αποτιμούνται υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, καθώς και των ευρύτερων συμφερόντων της δικαιοσύνης.
4. Ο συνήγορος των εφεσειόντων δεν παραπονέθηκε μόνο για τη μη σφράγιση του κλητηρίου, αλλά και για τη μη σφράγιση του με την «ανάγλυφη σφραγίδα» του Δικαστηρίου.
5. Η ερμηνευτική διάταξη Δ.1 θ.2 ορίζει ότι «"σφραγισμένο" σημαίνει σφραγισμένο με σφραγίδα δικαστηρίου». Για το θέμα υπάρχει και προηγούμενη νομολογία, η οποία καλύπτει μερικώς το θέμα.
6. Η παρατυπία που διαπιστώθηκε ήταν θεραπεύσιμη και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ως αποτέλεσμα της ενώπιον του διαδικασίας και της κρίσης του επί αυτής, η παρατυπία θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε θεραπευθεί χωρίς να χρειάζεται πρόσθετη αίτηση.
Δεύτερος έφεσης:
Η παράλειψη λήψης άδειας για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και ο παραμερισμός μόνο της επίδοσης αντί και του Κλητηρίου:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι εναγόμενοι 1, 2 και 6 ήταν πρόσωπα εντός Κύπρου, ενώ οι εναγόμενοι 3, 4 και 5 ήταν νομικά πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν εκτός Κύπρου.
2. Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ουδέποτε ζήτησαν άδεια για σφράγιση του κλητηρίου για επίδοση στους εναγομένους 3, 4 και 5, ούτε και ανάλογο διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Πρωτοδίκως οι εφεσείοντες ως εκ της πιο πάνω παράλειψης των εφεσιβλήτων, ζήτησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο να ακυρώσει τόσο την επίδοση, όσο και το κλητήριο ένταλμα.
3. Αντίθετα, οι εφεσίβλητοι αντέταξαν πως «ο εντοπισμός του διευθυντή των εναγομένων 3, 4 και 5 στην Κύπρο και η επίδοση του κλητηρίου σε αυτόν, καθιστούσε ορθή και επιτρεπτή την παρέκκλιση από την πιο πάνω διαδικασία.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τις πρόνοιες της Δ.2 θ.2 σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Δ.6 θ.1(h) και του Άρθρου 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και τη σχετική νομολογία, κατέληξε ότι κατ' ακολουθία των προβλεπόμενων στη Δ.6 θ.1(h) όπου εμφανίζονται στο κλητήριο εναγόμενοι από τους οποίους κάποιοι διαμένουν ή εδρεύουν στην Κύπρο και κάποιοι άλλοι εκτός δικαιοδοσίας, το κλητήριο εκδίδεται χωρίς άδεια για σφράγιση και ο ενάγων, αφού το επιδώσει στον εναγόμενο διάδικο που βρίσκεται εντός δικαιοδοσίας, αποτείνεται και ζητά άδεια σφράγισης για επίδοση στον εναγόμενο ο οποίος βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας.
5. Ο τρόπος που προσέγγισε το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ουσιαστικότερο μέρος είναι ορθός.
6. Στην προκειμένη περίπτωση, η ύπαρξη ημεδαπών εναγομένων και η επίδοση της αγωγής σ' αυτούς καθιστούσε, δυνατή την καταχώριση της αγωγής χωρίς ειδική σφράγιση δυνάμει της Δ.2 Θ.2. Αυτό το μέρος της πρωτόδικης απόφασης ήταν ορθό.
7. Περαιτέρω ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρισε το θέμα ως θέμα δικαιοδοσίας και ορθά έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι, μετά την καταχώρηση της αγωγής για επίδοση στους ημεδαπούς εναγομένους, θα έπρεπε να λάβουν άδεια του Δικαστηρίου για επίδοση του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας στους αλλοδαπούς εναγόμενους και ότι η επίδοση στο διευθυντή τους στην Κύπρο δεν μετέβαλλε και ούτε μείωνε την υποχρέωση τους για ικανοποίηση των προϋποθέσεων της Δ.6 θ.1.
8. Χωρίς άδεια δυνάμει της Δ.6 θ.1 δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του και στους αλλοδαπούς εναγόμενους. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Zachariades & Pantelides Enterprises Ltd v. Fiat Auto S.p.a. (2000) 1(Α) A.A.Δ.447 η συγκεκριμένη παράλειψη δεν είναι απλώς θέμα θεσμών, ώστε παρέκκλιση από αυτούς να μπορεί ενδεχομένως να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64, αλλά είναι και θέμα νόμου εφόσον το Άρθρο 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, καθιστά προϋπόθεση τη λήψη άδειας για επίδοση κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας.
9. Όπως αναφέρεται στην πιο πάνω απόφαση, παρέκκλιση από τις πρόνοιες του Νόμου δεν μπορεί να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64 η οποία αφορά μόνο σε δικονομικές παρεκκλίσεις.
10. Συνακόλουθα δεν ευσταθούσε το μέρος του λόγου αντέφεσης των εφεσιβλήτων, στο βαθμό που αμφισβητείτο η ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
11. Ως προς τις επιπτώσεις, από τη στιγμή που κρίνεται επιτρεπτή η καταχώρηση αγωγής με ημεδαπούς και αλλοδαπούς εναγομένους, χωρίς να προηγηθεί άδεια για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, το κλητήριο ως ενιαίο κλητήριο θα πρέπει να θεωρηθεί νομότυπα καταχωρισμένο και σε ισχύ μέχρι να γίνουν τα δέοντα για επίδοση του στους αλλοδαπούς εναγομένους, δυνάμει της Δ.6 Θ.1.
12. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν εντελώς αχρείαστο να ακυρωθεί το ίδιο το κλητήριο σε ό,τι αφορούσε στους αλλοδαπούς εναγομένους και πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε μόνο την ακύρωση της επίδοσης στο διευθυντή τους, εφόσον δεν μπορούσε να γίνει υποκατάστατη επίδοση προτού ληφθεί άδεια του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.6 Θ.1 για επέκταση της δικαιοδοσίας και στους αλλοδαπούς εναγομένους.
13. Το ενιαίο κλητήριο, ήταν έγκυρο σε σχέση με όλους τους εναγομένους κατά το χρόνο έκδοσης του και επομένως ήταν δυνατή η έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος το οποίο θα επηρέαζε και τους αλλοδαπούς εναγόμενους, εφόσον αυτό τελικά θα τους επιδιδόταν ύστερα από άδεια του Δικαστηρίου.
14. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά έκρινε ότι δεν υπήρχε θέμα κακοπιστίας ή κατάχρησης της διαδικασίας.
15. Έχοντας υπόψη τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων-εναγόντων στο Γενικώς Οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και στις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης σε σχέση με το μέρος του αγώγιμου δικαιώματος τους και τον τρόπο που όλοι οι εναγόμενοι εμπλέκονταν μεταξύ τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή αποκάλυπτε καλή βάση αγωγής.
16. Εν πάση περιπτώσει και να ετίθετο θέμα δικαιοδοσίας έναντι των αλλοδαπών εναγομένων, πέραν της διατάξεως Δ.6 θ.1(h) που θα ήταν χρήσιμες, βοηθητικές θα ήταν και οι πρόνοιες των παραγράφων (c) και (g).
Τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης:
α) Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θέμα της κατάχρησης της διαδικασίας θα έπρεπε να ιδωθεί στα πλαίσια της διεξαγωγής δίκης, όταν θα διαφαινόταν το όλο πλέγμα των γεγονότων.
β Ως επίσης και η κατάληξη ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι απέτυχαν να καλύψουν τα απαιτούμενα από τη Δ.27 θ.3.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν ορθή η πρωτόδικη κατάληξη. Δεν θα ήταν καθόλου πρόσφορο για το Δικαστήριο σ' εκείνο το αρχικό στάδιο της διαδικασίας, που μόνο το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο είχε καταχωρηθεί, να διαγράψει την αγωγή ως αβάσιμη ή ως καταπιεστική ή ενοχλητική επειδή οι εφεσείοντες έτυχε να θεωρούν ότι κάποια άλλη διαδικασία ήταν πιο πρόσφορη.
2. Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εξαιρετική εξουσία του Δικαστηρίου να απορρίπτει αγωγές ως αβάσιμες, ασκείται με περισσή φειδώ και στην προκειμένη περίπτωση που το πραγματικό υπόβαθρο παρέμενε ομιχλώδες, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, θεωρώντας ότι δεν καλύπτονταν τα προαπαιτούμενα από τη Δ.27 θ.3 για απόρριψη της αγωγής in limine.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η αντέφεση επιτράπηκε μερικώς με έκδοση διαταγής για τον ήμισυ των εξόδων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Re Pritchard (deceased) [1963] 1 Ch 502 και [1963] 1 All ER 873,
Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 366,
Φαλέκκου ν. Χριστοφίδη (2013) 1 Α.Α.Δ. 2534,
Σκάρου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1333,
Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,
Landbroke Group Plc κ.ά. ν. Παπακόκκινου κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535,
Μιχαήλ ν. Ττούνια (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 113,
Πετρίχου ν. Χατζηιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81,
Κυριάκου κ.ά. ν. Φραντζίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 2035,
Re Πατσαλίδου κ.ά. (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 587,
Olympic Designs (Properties) Ltd v. Unique UK Inc. (2010) 1(B) Α.Α.Δ. 1395,
Αρέστη ν. Ερμογένους (Κόκονα) (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1844,
Niki Christoforou Cosmetics Ltd v. Στυλιανού κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 273,
Larticon Co v. Detergenta Developments Ltd (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1121,
Τηλέτυπος ΑΕ ν. Mega Channel Management Ltd (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863,
Philippou v. Philippou a.o. (1986) 1 C.L.R. 689,
Φραγκέσκου κ.ά. ν. Γρηγορίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1765,
Riverside Navigation Co Ltd v. Michael Antony Hambury Co Ltd a.o. (1988) 1 C.L.R. 195,
Zachariades & Pantelides Enterprises Ltd v. Fiat Auto S.p.a. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 447,
Tyne Improvement Commissioners v. Armement Anversois Societe Anonyme, The Bravo [1949] 1 All ER 294,
Σιακόλας ν. Federal Bank of the Lebanon (SAL) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1338.
Έφεση.
Έφεση από τους Εναγόμενους-Αιτητές εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2110/09), ημερομηνίας 19/11/2009.
Φρ. Χατζηχάννας, για τους Εφεσείοντες.
Ρ. Βραχίμης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔικαστHριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες στις 3.4.2009 καταχώρησαν γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα με το οποίο ενήγαγαν έξι εναγομένους, ζητώντας αποζημιώσεις. Τρεις από τους εναγομένους (αρ. 1, 2 και 6) ήταν Κύπριοι ή Κυπριακές εταιρείες και οι άλλοι τρεις (αρ. 3, 4 και 5) εταιρείες από τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους (ΒΠΝ). Μετά από αίτηση (ημερ. 7.4.2009), εκδόθηκε στις 10.4.2009 παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα, με το οποίο απαγορευόταν στους εναγόμενους να αποξενώσουν διάφορα ποσά τα οποία ήταν κατατεθειμένα επ' ονόματι τους, σε τραπεζικούς λογαριασμούς, μέχρι ύψους €1.500.000.
Ενώ εκκρεμούσε η οριστικοποίηση του πιο πάνω προσωρινού διατάγματος, στις 27.4.2009 οι εναγόμενοι 3, 4 και 5 από τις ΒΠΝ, καθώς και η κυπριακή εταιρεία, εναγόμενη 2, αφού εξασφάλισαν διάταγμα για καταχώρηση εμφάνισης υπό αίρεση, καταχώρισαν αίτηση δια κλήσεως με την οποία ζητούσαν:-
(Α) Παραμερισμό της επίδοσης:-
1. Του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος,
2. της ενδιάμεσης μονομερούς αιτήσεως στη βάση της οποίας εκδόθηκε το απαγορευτικό διάταγμα,
3. των λεπτομερειών απαιτήσεως της αγωγής που καταχωρήθηκε στις 7.4.2009 και
4. του μονομερούς προσωρινού διατάγματος ημερ. 10.4.2009
(Β) Παραμερισμό:-
1. Tου ίδιου του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος και
2. του μονομερούς προσωρινού διατάγματος ημερ. 10.4.2009.
Στο υπόβαθρο των γεγονότων επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση, περιλαμβάνονται ισχυρισμοί για παράτυπη επίδοση εγγράφων, παράλειψη σφράγισης του κλητηρίου, για συμπερίληψη των Εναγομένων 2-6 ως διαδίκων χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο, για κατάχρηση της διαδικασίας και τέλος για παράλειψη παροχής προσωπικής εγγύησης.
Οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες καταχώρισαν ένσταση στην πιο πάνω αίτηση, εγείροντας τόσο προδικαστικά θέματα, όσο και θέματα ουσίας.
Ο ευπαίδευτος πρόεδρος ο οποίος εκδίκασε την αίτηση, αφού διαπίστωσε ότι οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες παρέλειψαν να αποταθούν για εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου για τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και για την επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας, εξέδωσε διάταγμα παραμερισμού και ακύρωσης της επίδοσης, προς τους εναγομένους 3, 4 και 5 όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στο (Α) ανωτέρω, ήτοι της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, των λεπτομερειών απαιτήσεως, της επίδοσης της ενδιάμεσης μονομερούς αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος ημερ. 7.4.2009 και των συνοδευτικών της εγγράφων, καθώς και της επίδοσης του εκδοθέντος διατάγματος ημερ. 10.4.2009. Το υπόλοιπο μέρος της αίτησης, (Β) ανωτέρω, που αφορούσε τον παραμερισμό του κλητηρίου και του προσωρινού διατάγματος, απορρίφθηκε.
Οι Εναγόμενοι 2 (στο εξής «οι Εφεσείοντες»), με τέσσερις λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες με αντέφεση τους προσβάλλουν ως λανθασμένη την απόφαση του ευπαίδευτου Προέδρου να ακυρώσει την επίδοση των εγγράφων προς τους Εφεσείοντες. Ιδιαίτερα θεωρούν λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι όφειλαν να είχαν λάβει άδεια για σφράγιση του κλητηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, δυνάμει της Δ.2 θ.2.
Κατά πόσο είναι θεραπεύσιμη η παράλειψη σφράγισης του κλητηρίου - Λόγος έφεσης 1
Με δεδομένο ότι η Δ.2 θ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας επιτάσσει τη σφράγιση του κλητηρίου από τον Πρωτοκολλητή, οι Εφεσείοντες με αναφορά στην απόφαση της πλειοψηφίας στην αγγλική υπόθεση Re Pritchard (deceased) [1963] 1 All ER 873, εισηγήθηκαν πρωτοδίκως ότι η μη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος από τον Πρωτοκολλητή σύμφωνα με τη Δ.2 θ.12, θα πρέπει να θεωρηθεί μοιραία καθότι άφηνε το εναρκτήριο έγγραφο χωρίς ισχύ, αφού ως θεμελιώδες ελάττωμα δεν ήταν δυνατό να θεραπευθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στη μειοψηφική απόφαση του Λόρδου Denning στην υπόθεση Re Pritchard (deceased), ανωτέρω, κατέληξε ότι η παράλειψη του Πρωτοκολλητή να σφραγίσει το κλητήριο ήταν θεραπεύσιμη, δυνάμει της Δ.64 και δεν επηρέαζε την εγκυρότητα της αγωγής. Παραθέτουμε το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο έχει ως εξής:-
«Ο διαχρονικός, καθαρός, δικαστικός λόγος του Lord Denning, εφαρμόζεται και στην υπό κρίση περίπτωση, περιβεβλημένος πλέον και με τη νομική κάλυψη της προαναφερθείσας τροποποίησης των θεσμών που ακολούθησε. Οι ενάγοντες προσήλθαν στο Πρωτοκολλητείο παρουσιάζοντας Κλητήριο καθ' όλα κατάλληλο για σφράγιση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής το παρέλαβε, το υπέγραψε και το καταχώρησε, δίδοντάς του τον ανάλογο αριθμό και ημερομηνία καταχώρησης. Υποχρέωσή του ήταν, εφόσον το Κλητήριο πληρούσε ήδη τις απαραίτητες προϋποθέσεις, να το σφραγίσει με τη σχετική ανάγλυφη σφραγίδα του Δικαστηρίου προς ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης του Κλητηρίου και έναρξη της αγωγής. Με δεδομένη τη συμπλήρωση του όλου κύκλου των ουσιαστικών προϋποθέσεων καταχώρησης που οδηγούσε πλέον στο τυπικό μέρος της σφράγισης του Κλητηρίου, η παράλειψη τελικά του Πρωτοκολλητή να θέσει την ανάγλυφη σφραγίδα του Δικαστηρίου δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της αγωγής. Αποτελεί απλά και μόνο παρατυπία που είναι θεραπεύσιμη και καλύπτεται από τη Δ.64. Συνεπώς, το Κλητήριο θα πρέπει να θεωρείται ως δεόντως σφραγισμένο.»
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 2 προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πιο πάνω πρωτόδικη κατάληξη ότι η παράλειψη σφράγισης του Κλητηρίου από τον Πρωτοκολλητή είναι θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, στήριξε την επιχειρηματολογία του, όπως έκανε και πρωτοδίκως, κατά κύριο λόγο στην Re Pritchard (deceased), ανωτέρω, στην οποία το αγγλικό εφετείο κατά πλειοψηφία κατέληξε ότι η εκ παραδρομής τοποθέτηση λανθασμένης σφραγίδας (seal) από το Πρωτοκολλητείο ήταν μοιραία για την υπόθεση του προσφεύγοντος, καθότι καθιστούσε άκυρη και χωρίς ισχύ την εναρκτήρια κλήση, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι η διαδικασία ουδέποτε άρχισε. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, το δικαστήριο θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει τα αποφασισθέντα από την πλειοψηφία στην Re Pritchard (deceased), ανωτέρω, ανεξάρτητα αν στη συνέχεια ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων που προέκυψαν από την πλειοψηφική απόφαση του Εφετείου, η σχετική αγγλική διάταξη Order 70 r.1 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από νέα διάταξη, Order 2, ώστε να καταργηθεί η διάκριση μεταξύ άκυρου και αντικανονικού μέτρου, δίδοντας έτσι στο δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να θεραπεύει παρατυπίες. Σημειώνεται ότι η τότε νέα αγγλική διάταξη Order 2, όπως τροποποιήθηκε μετά την Pritchard, αντιστοιχεί με τη δική μας Δ.64 (βλ. Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 366 και Φαλέκκου ν. Χριστοφίδη (2013) 1 Α.Α.Δ. 2534).
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ότι η παράλειψη του Πρωτοκολλητή να σφραγίσει το κλητήριο δεν επιφέρει ακυρότητα, αλλά αποτελεί απλή παρατυπία δυνάμενη να θεραπευθεί βάσει των διατάξεων της νέας Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Κατά τον κ. Βραχίμη, η τροποποίηση των αντίστοιχων αγγλικών θεσμών μετά την απόφαση Re Pritchard (deceased), ανωτέρω, αποδεικνύει πόσο ορθή ήταν η θέση της μειοψηφικής απόφασης του δικαστή Denning MR.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κατά την κρίση μας δεν ευσταθεί. Η Δ.2 θ.12 προβλέπει σε ελεύθερη μετάφραση ότι:-
«Δ.2 θ.12 Εάν το κλητήριο είναι τέτοιο ώστε να μπορεί να σφραγιστεί, ο Πρωτοκολλητής πρέπει να καταχωρήσει την αγωγή στο Βιβλίο Πολιτικών Αγωγών (Civil Cause Book) και να δώσει στο κλητήριο αριθμό ο οποίος να δείχνει τη σειρά με την οποία καταχωρήθηκε η αγωγή· πρέπει να σημειώσει στο κλητήριο «Καταχωρήθηκε και σφραγίστηκε την .... ημέρα του ........., 19..», αναφέροντας την ημερομηνία κατά την οποία καταχωρήθηκε· πρέπει κατόπιν να σφραγίσει το κλητήριο με τη σφραγίδα του Δικαστηρίου, και μετά από αυτό θα θεωρείται ότι εκδόθηκε το κλητήριο και ότι άρχισε η αγωγή.»*
Είναι φανερό ότι στην προκειμένη περίπτωση η παράλειψη να σφραγιστεί το κλητήριο οφειλόταν στον Πρωτοκολλητή. Η νέα Διάταξη 64, μετά την τροποποίησή της, απέβλεπε ακριβώς στο να καλύψει τέτοιου είδους παραλείψεις και παρεκκλίσεις από τους Θεσμούς, εξισώνοντας τις με παρατυπίες ώστε, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα, να δύνανται να θεραπευθούν και να περισωθούν από ακυρότητα. Το δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια με γνώμονα πάντοτε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, όπως αυτά αποτιμούνται υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, καθώς και των ευρύτερων συμφερόντων της δικαιοσύνης (βλ. Σκάρου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1333, Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, Landbroke Group Plc κ.ά. ν. Παπακόκκινου κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535 και Μιχαήλ ν. Ττούνια (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 113). Ένα από τα κύρια στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και το οποίο συχνά καθορίζει την απόφαση του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του αντιδίκου, ως αποτέλεσμα της παρατυπίας. Ο μη επηρεασμός των δικαιωμάτων του Εναγομένου ήταν ο κύριος λόγος που πρόσφατα κρίναμε στην Φαλέκκου ν. Χριστοφίδη, ανωτέρω, ότι η επίδοση εσφαλμένου τύπου κλητηρίου ήταν θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64.
Με τη νέα Διάταξη 64, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Διαδικαστικό Κανονισμό 2/95, η προσπάθεια του Δικαστηρίου θα πρέπει πάντοτε να κλίνει υπέρ της διάσωσης οποιουδήποτε δικονομικού μέτρου που παρεκκλίνει από τους Θεσμούς, ενώ προηγουμένως αυτό θα εθεωρείτο άκυρο. Ωστόσο, στη νομολογία τονίζεται ότι η Δ.64 δεν είναι πανάκεια και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να θεραπεύει θεμελιώδεις παραλείψεις και ελαττώματα ασύνδετα προς αυτούς (βλ. Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου, ανωτέρω, Πετρίχου ν. Χατζηιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81 και Φαλέκκου ν. Χριστοφίδη, ανωτέρω και Κυριάκου κ.ά. ν. Φραντζίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 2035). Όμως δεν συμφωνούμε ότι η παρούσα είναι τέτοια.
Ο συνήγορος των Εφεσειόντων δεν παραπονέθηκε μόνο για τη μη σφράγιση του κλητηρίου, αλλά παραπονέθηκε περαιτέρω και για τη μη σφράγιση του με την «ανάγλυφη σφραγίδα» του Δικαστηρίου. Προφανώς ο κ. Χατζηχάννας μεταφράζει τη λέξη «seal» στη Δ.2 θ.2 ως «ανάγλυφη σφραγίδα». Η ερμηνευτική διάταξη Δ.1 θ.2 ορίζει ότι «"σφραγισμένο" σημαίνει σφραγισμένο με σφραγίδα δικαστηρίου».* Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με την ακριβή ερμηνεία του όρου «seal». Σημασία έχει ότι η Δ.2 θ.12 προβλέπει για σφράγιση. Ανεξάρτητα από τη σημασία που είχε παλαιότερα η ενέργεια της σφράγισης με την ανάγλυφη σφραγίδα του δικαστηρίου, σήμερα που έχουν αλλάξει οι κοινωνικο-οικονομικές περιστάσεις της κοινωνίας, δεν μπορεί να αποδοθεί η ίδια σημασία στην παράλειψη σφράγισης ή ακόμη και στη σφράγιση με κανονική σφραγίδα (stamp) αντί ανάγλυφης (seal) και οπωσδήποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης ή θεμελιώδης μια τέτοια παράλειψη, εφόσον ουδόλως επηρεάζει τα δικαιώματα της άλλης πλευράς, παρά μόνο τυπικά. Όπως θα εξηγήσουμε στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης, η σημασία της σφράγισης θα πρέπει να ιδωθεί σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Δ.6 θ.1, οι πρόνοιες της οποίας είναι πολύ πιο ουσιαστικές εφόσον με την απόφαση του δικαστηρίου να επιτρέψει την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, επεκτείνεται και η δικαιοδοσία του δικαστηρίου έναντι αλλοδαπών εναγομένων. Για το θέμα υπάρχει και προηγούμενη νομολογία, η οποία καλύπτει μερικώς το θέμα. Πρόκειται για την Re Ναταλία Πατσαλίδου κ.ά. (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 587. Αν και η υπόθεση φαίνεται να ήταν σε γνώση του κ. Φρ. Χατζηχάννα, εφόσον εκεί εμφανιζόταν για τους Εφεσείοντες, δεν την έθεσε ενώπιον μας ως είχε υποχρέωση. Στην πιο πάνω υπόθεση το Εφετείο θεώρησε ότι η σφράγιση με απλή σφραγίδα αντί με ανάγλυφη ήταν απλή παρατυπία, η οποία δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τη νομιμότητα του κλητηρίου.
Ενόψει των πιο πάνω, δεν συμφωνούμε με το συνήγορο των Εφεσειόντων ότι υπό τις περιστάσεις η επίδικη αγωγή θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν άρχισε ποτέ, ως εκ της συγκεκριμένης παράλειψης. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση μπορεί το κλητήριο ένταλμα που βρίσκεται στο φάκελο του δικαστηρίου να μην σφραγίστηκε, με ανάγλυφη ή άλλη σφραγίδα, αλλά τα πιστά αντίγραφα του κλητηρίου εντάλματος που επιδόθηκαν στους Εφεσείοντες και όλα τα άλλα αντίγραφα του κλητηρίου που συνόδευαν την αίτηση, όπως αναφέρει ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων, χωρίς να αμφισβητηθεί, είχαν δεόντως σφραγιστεί από τον Πρωτοκολλητή με την ανάγλυφη σφραγίδα του δικαστηρίου, γεγονός που καθιστά την παράλειψη ακόμη πιο τυπική.
Δεν συμφωνούμε με την ερμηνεία που δίδει ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων στην αγγλική υπόθεση Re Pritchard, ανωτέρω. Κατά την κρίση μας, η διιστάμενη απόφαση του δικαστή Denning MR και η τροποποίηση τον επόμενο χρόνο της σχετικής διάταξης, ενισχύει θα λέγαμε τον τρόπο που προσέγγισε το όλο θέμα πρωτοδίκως ο ευπαίδευτος πρόεδρος του Δικαστηρίου, όπως ήταν τότε. Περαιτέρω θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα γεγονότα της Re Pritchard δεν μπορούν να εξισωθούν με αυτά της παρούσας υπόθεσης. Εκεί το κλητήριο ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης σφράγισης καταχωρίστηκε σε λανθασμένο δικαστήριο, ενώ στην παρούσα καταχωρίστηκε στο ορθό δικαστήριο, αλλά ένα από τα αντίγραφα του Κλητηρίου απλώς δεν σφραγίστηκε δεόντως.
Επομένως η παρατυπία που διαπιστώνεται ήταν θεραπεύσιμη και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ως αποτέλεσμα της ενώπιον του διαδικασίας και της κρίσης του επί αυτής, η παρατυπία θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε θεραπευθεί χωρίς να χρειάζεται πρόσθετη αίτηση. Είναι γεγονός ότι στις υποθέσεις Olympic Designs (Properties) Ltd v. Unique UK Inc. [2010] 1(B) 1395 και Αρέστη ν. Ερμογένους (Κόκονα) (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1844, αποφασίστηκε ότι όπου διαπιστώνεται θεραπεύσιμη παρατυπία, αυτή θα πρέπει να θεραπευθεί «εννοείται με ευθύνη του υπεύθυνου για την παρατυπία». Δεν διαφωνούμε. Όμως τα δικαστήρια έχουν διακριτική ευχέρεια στην κατάλληλη περίπτωση, όπως είναι η παρούσα, να ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια και να θεωρήσουν την παρατυπία που διαπιστώνεται ως θεραπευθείσα. Όμως αυτό θα πρέπει να γίνεται με φειδώ. Εάν όλες οι παρατυπίες θεραπεύονται αυτόματα, δεν θα υπάρχει πλέον κανένα κίνητρο για το διάδικο που διαπράττει την παρατυπία να αποτείνεται στο δικαστήριο για να την θεραπεύσει (βλ. Φαλέκκου ν. Χριστοφίδη, ανωτέρω). Αντίθετα, για να αποφύγει την πληρωμή τυχόν εξόδων, θα προτιμά να επαναπαύεται αναμένοντας τον αντίδικό του να κινηθεί και το δικαστήριο να ενεργήσει κατά τρόπο που να θεωρεί την παρατυπία ως θεραπευθείσα. Αυτό κατά την άποψή μας θα πρέπει να αποφεύγεται από τους δικηγόρους, καθότι δεν αποτελεί την καλύτερη πρακτική σε τέτοιες περιπτώσεις.
Προτού εγκαταλείψουμε αυτό το λόγο έφεσης, θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι η τροποποίηση και εκσυγχρονισμός των θεσμών μας, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Όμως, μέχρι να γίνει αυτό κατορθωτό, θα πρέπει και οι δικηγόροι, ως λειτουργοί της δικαιοσύνης και άμεσα εμπλεκόμενοι στο όλο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, να αποφεύγουν την υποβολή τυπολατρικών εισηγήσεων για επουσιώδεις παραβάσεις των θεσμών οι οποίες ουδόλως επηρεάζουν τον αντίδικο και τίποτε δεν προσθέτουν παρά μόνο καθυστερούν περαιτέρω τις διαδικασίες και ασκούν πιέσεις στον περιορισμένο χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους τα δικαστήρια για εκδίκαση πιο σοβαρών και ουσιαστικών θεμάτων.
Η παράλειψη λήψης άδειας για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και ο παραμερισμός μόνο της επίδοσης αντί και του Κλητηρίου - Λόγος έφεσης 2
Το α΄ σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης και ο δεύτερος λόγος αντέφεσης)
Ο λόγος έφεσης σχετίζεται με τις πρόνοιες δύο διατάξεων των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, της Δ.2 θ.2 και της Δ.6 θ.1(h), οι οποίες προβλέπουν σε ελεύθερη μετάφραση ότι:-
«ΔΙΑΤΑΓΗ 2: ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΞΗ ΑΓΩΓΗΣ
1. .........................
2. Κανένα κλητήριο ένταλμα για επίδοση εκτός Κύπρου, ή για το οποίο πρόκειται να δοθεί ειδοποίηση εκτός Κύπρου, θα πρέπει να σφραγίζεται χωρίς άδεια του Δικαστηρίου ή του Δικαστή.»*
«ΔΙΑΤΑΓΗ 6: ΕΠΙΔΟΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
1. Τηρουμένων των διατάξεων του Περί Δικαστηρίων Νόμου, επίδοση κλητηρίου εντάλματος ή ειδοποίησης περί κλητηρίου εντάλματος εκτός της δικαιοδοσίας μπορεί να επιτραπεί από το Δικαστήριο ή το Δικαστή όταν -
.........................
.........................
(c) ζητείται οποιαδήποτε θεραπεία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο κατοικεί ή διαμένει συνήθως στην Κύπρο· ή
..................................................
(g) ζητείται οποιοδήποτε διάταγμα, με το οποίο απαγορεύεται να γίνει οτιδήποτε στην Κύπρο, ή ζητείται να παρεμποδιστεί ή αρθεί οποιαδήποτε οχληρία στην Κύπρο, είτε ζητούνται και σχετικές αποζημιώσεις είτε όχι· ή
(h) οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός Κύπρου είναι αναγκαίος ή κατάλληλος διάδικος σε αγωγή, η οποία ηγέρθη κανονικά εναντίον κάποιου άλλου προσώπου, στο οποίο έγινε κανονική επίδοση στην Κύπρο.»*
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι Εναγόμενοι 1, 2 και 6 ήταν πρόσωπα εντός Κύπρου, ενώ οι Εναγόμενοι 3, 4 και 5 ήταν νομικά πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν εκτός Κύπρου. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες ουδέποτε ζήτησαν άδεια για σφράγιση του κλητηρίου για επίδοση στους Εναγομένους 3, 4 και 5, ούτε και ανάλογο διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Πρωτοδίκως οι Εφεσείοντες ως εκ της πιο πάνω παράλειψης των Εφεσιβλήτων ζήτησαν από το πρωτόδικο δικαστήριο να ακυρώσει τόσο την επίδοση, όσο και το κλητήριο ένταλμα.
Αντίθετα, οι Εφεσίβλητοι αντέταξαν πως «ο εντοπισμός του διευθυντή των εναγομένων 3, 4 και 5 στην Κύπρο και η επίδοση του κλητηρίου σε αυτόν, καθιστούσε ορθή και επιτρεπτή την παρέκκλιση από την πιο πάνω διαδικασία».
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε τις πρόνοιες της Δ.2 θ.2 σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Δ.6 θ.1(h) και του Άρθρου 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και τη σχετική νομολογία, κατέληξε στις σελίδες 22-23 της απόφασης του ότι:-
«Κατ' ακολουθία δε των προβλεπόμενων στη Δ.6 θ.1(h) όπου εμφανίζονται στο κλητήριο εναγόμενοι από τους οποίους κάποιοι διαμένουν ή εδρεύουν στην Κύπρο και κάποιοι άλλοι εκτός δικαιοδοσίας, .. το κλητήριο εκδίδεται χωρίς άδεια για σφράγιση και ο ενάγων, αφού το επιδώσει στον εναγόμενο διάδικο που βρίσκεται εντός δικαιοδοσίας, αποτείνεται και ζητά άδεια σφράγισης για επίδοση στον εναγόμενο ο οποίος βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας».
Ο τρόπος που προσέγγισε το θέμα το πρωτόδικο δικαστήριο στο ουσιαστικότερο μέρος είναι ορθός. Όμως δεν συμφωνούμε με την αναφορά του ευπαίδευτου Προέδρου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, που το κλητήριο καταχωρίστηκε νομότυπα επειδή υπήρχαν κύπριοι εναγόμενοι, ήταν αναγκαίο να ζητηθεί πέραν της άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και ειδική άδεια για σφράγιση του κλητηρίου δυνάμει της Δ.2 θ.2 για επίδοση σε εναγόμενο εκτός δικαιοδοσίας. Όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, σε περίπτωση που στην αγωγή υπάρχουν κύπριοι εναγόμενοι στους οποίους και επεδόθη η αγωγή, αρκεί κατά την άποψή μας η εξασφάλιση άδειας, δυνάμει της Δ.6 θ.1 για επίδοση στους εναγομένους εκτός δικαιοδοσίας. Με την εξέταση των προϋποθέσεων της Δ.6 θ1 το δικαστήριο θα αποφάσιζε αν είχε δικαιοδοσία έναντι των αλλοδαπών εναγομένων και δεν χρειαζόταν επιπρόσθετα η εξασφάλιση άδειας για σφράγιση του κλητηρίου δυνάμει της Δ.2 θ.2. Κατά συνέπεια, το μέρος του λόγου αντέφεσης, που αφορά σε αυτό το σημείο, αυστηρά ομιλούντες, ευσταθεί, όμως δεν έχει οποιαδήποτε πρακτική επίπτωση στην πορεία της υπόθεσης.
Κατά τα λοιπά, η προσέγγιση του δικαστηρίου όπως φαίνεται στο πιο πάνω απόσπασμα, ήταν κατά την άποψή μας, σε απόλυτη αρμονία με το δικαστικό λόγο στην υπόθεση Niki Christoforou Cosmetics Ltd v. Στυλιανού κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 273, στην οποία έκαμε αναφορά το δικαστήριο, καθώς και με τα αποφασισθέντα σε άλλες παλαιότερες υποθέσεις, στις οποίες δεν χρειάστηκε να γίνει μνεία, όπως η Larticon Co v. Detergenta Developments Ltd (2004) 1(Β) A.A.Δ.1121, 1129 και Τηλέτυπος ΑΕ ν. Mega Channel Management Ltd (2004) 1(Γ) A.A.Δ.1863. Ο δικαστικός λόγος τόσο στην Τηλέτυπος ΑΕ, ανωτέρω, όσο και στις άλλες υποθέσεις επί του ίδιου θέματος, καλύπτει και την παρούσα περίπτωση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όπου υπάρχει ένας μόνος εναγόμενος ή πολλοί εναγόμενοι και όλοι είναι εκτός δικαιοδοσίας, χρειάζεται άδεια για σφράγιση του κλητηρίου προτού αυτό εκδοθεί για επίδοση στο εξωτερικό. Όμως όπου στο κλητήριο υπάρχουν και ημεδαποί εναγόμενοι, τα πράγματα διαφοροποιούνται.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ύπαρξη ημεδαπών εναγομένων και η επίδοση της αγωγής σ' αυτούς καθιστούσε, κατά την άποψή μας, δυνατή την καταχώριση της αγωγής χωρίς ειδική σφράγιση δυνάμει της Δ.2 θ.2. Επομένως αυτό το μέρος της πρωτόδικης απόφασης είναι κατά την κρίση μας ορθό.
Το β΄ σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης και ο πρώτος λόγος αντέφεσης)
Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στη Philippou v. Philippou a.o. (1986) 1 C.L.R. 689 και Φραγκέσκου κ.ά. ν. Γρηγορίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1765, προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε (ανεξάρτητα από την επίδοση του κλητηρίου σε αξιωματούχο των Εφεσειόντων 3, 4 και 5 ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν στην Κύπρο), τις επιπτώσεις:- (α) από την μη εξασφάλιση άδειας για σφράγιση του κλητηρίου όταν αυτό τελικά θα προχωρούσε για επίδοση και στους αλλοδαπούς Εφεσείοντες και (β) από την μη εξασφάλιση άδειας δυνάμει της Δ.6 για επίδοση του κλητηρίου εκτός Κύπρου. Το δικαστήριο θεώρησε ότι τόσο οι πρόνοιες της Δ.2 θ.2 όσο και αυτές της Δ.6 είναι καθοριστικής σημασίας, καθότι στην ουσία αποσκοπούν στο να επεκτείνουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοουμένου βέβαια ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.6 θ.1, η οποία απαιτεί από το δικαστήριο να βεβαιωθεί, προτού δώσει άδεια, ότι εναντίον του προσώπου εκτός Κύπρου υπάρχουν οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.6 θ.1(a)-(h). Μεταξύ άλλων, προβλέπεται από τη Δ.6 ότι παραχωρείται άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας όταν ζητείται οποιαδήποτε θεραπεία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο κατοικεί ή διαμένει συνήθως στην Κύπρο [Δ.6 θ.1(c)] ή όταν ζητείται οποιοδήποτε διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται να γίνει οτιδήποτε στην Κύπρο [Δ.6 θ.1(g)] ή είναι αναγκαίος ή κατάλληλος διάδικος σε αγωγή η οποία ηγέρθη κανονικά εναντίον ημεδαπού εναγόμενου [Δ.6 θ.1(h)]. Τελικά κατέληξε ότι οι Εφεσίβλητοι μετά την επίδοση του κλητηρίου στους ημεδαπούς εναγόμενους, θα έπρεπε να είχαν εξασφαλίσει «άδεια του Δικαστηρίου για σφράγιση του Κλητηρίου για επίδοση του εκτός της δικαιοδοσίας», πράγμα που παρέλειψαν να πράξουν, ώστε να επεκταθεί η δικαιοδοσία του δικαστηρίου και στους αλλοδαπούς εναγομένους. Θεώρησε επίσης ότι η επίδοση του κλητηρίου στην Κύπρο στο Διευθυντή των αλλοδαπών Εφεσειόντων, δεν μετέβαλλε την υποχρέωση των Εφεσειόντων να συμμορφωθούν με τις συνδυασμένες πρόνοιες της Δ.2 θ.2 και Δ.6 θ.1. Ενόψει της πιο πάνω παράλειψης έκρινε ότι:- «.. ο παραμερισμός της επίδοσης και μόνο είναι το ορθό μέτρο της θεραπείας..» και ότι «δεν δικαιολογείται, ούτε και θα ήταν επιτρεπτή η έκδοση διατάγματος παραμερισμού του ιδίου του κλητηρίου σε σχέση έστω και μόνο με τις εναγόμενες αλλοδαπές εταιρείες. Αυτό για το λόγο ότι, όπως προαναφέρθηκε, η συνύπαρξη ημεδαπών εναγομένων καθιστούσε επιτρεπτή τη νομότυπη καταχώρηση του κλητηρίου, χωρίς την εξασφάλιση οποιασδήποτε προηγούμενης άδειας του Δικαστηρίου».
Επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να ακυρωθεί το παρεμπίπτον διάταγμα ημερ. 10.4.2009 ως αποτέλεσμα των προαναφερόμενων παραλείψεων των Εφεσιβλήτων.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως λανθασμένη την πιο πάνω κρίση του δικαστηρίου για παραμερισμό μόνο της επίδοσης στους αλλοδαπούς εναγομένους και όχι και του κλητηρίου σε σχέση με αυτούς.
Ούτε αυτό το μέρος του λόγου έφεσης ευσταθεί. Η Δ.2 θ.2 αντιστοιχεί με την O.2 r.4 των παλαιών αγγλικών θεσμών (βλ. The Annual Practice 1955, σελ. 12). Η μόνη διαφορά είναι ότι στην αγγλική διάταξη προβλεπόταν ότι κανένα κλητήριο ή ειδοποίηση που προοριζόταν για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας θα «εκδίδεται» («issued») χωρίς άδεια του δικαστηρίου, ενώ η αντίστοιχη διάταξη των δικών μας Θεσμών προβλέπει ότι κανένα κλητήριο για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας «σφραγίζεται» («sealed») χωρίς άδεια του δικαστηρίου (βλ. Riverside Navigation Co Ltd v. Michael Antony Hambury Co Ltd a.o. (1988) 1 C.L.R. 195). Οι δύο όροι φαίνονται ταυτόσημοι και αποβλέπουν στο δικαστικό έλεγχο της επίδοσης εκτός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Σύμφωνα με το Σύγγραμμα Annual Practice 1955, στη σελίδα 12 και 112, στην Αγγλία, κατά τον χρόνο που ίσχυε η σχετική αγγλική διάταξη, όταν υπήρχε εναγόμενος εντός της δικαιοδοσίας και άλλος εναγόμενος εκτός, σημειωνόταν στο κλητήριο ότι αυτό δεν προοριζόταν για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια θα έπρεπε να υποβληθεί αίτηση για έκδοση «παράλληλου κλητηρίου» («concurrent writ») για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Με αφορμή την πιο πάνω πρακτική, φαίνεται από ορισμένες υποθέσεις που έφτασαν στο Εφετείο, να ακολουθήθηκε παρόμοια πρακτική και στην Κύπρο. Στην απουσία συγκεκριμένης δικονομικής διάταξης, αρκετοί δικηγόροι για άρση κάθε νομικού εμποδίου υιοθέτησαν την πρακτική, στις περιπτώσεις που υπήρχαν και εναγόμενοι εκτός Κύπρου, να σημειώνουν στο πάνω μέρος του κλητηρίου εντάλματος που καταχωρούν για επίδοση στους εναγομένους που βρίσκονται εντός Κύπρου, τη φράση «όχι για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στους εναγομένους αρ. .. χωρίς τη σχετική άδεια του δικαστηρίου» (βλ. Larticon Co v. Detergenta Developments Ltd, ανωτέρω και Niki Christophorou Cosmetics Ltd v. Στυλιανού κ.ά., ανωτέρω). Όμως και αυτό να μη γίνει, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του εκδοθέντος κλητηρίου εντάλματος, εφόσον σ' αυτό υπάρχουν ημεδαποί εναγόμενοι.
Σύμφωνα με τη νομολογία, οι πρόνοιες της Δ.6 θ.1 που αφορούν στην επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι ουσιαστικότατες. Δεν αποτελούν απλό διαδικαστικό θέμα που αφορά μόνο την επίδοση, αλλά συνδέονται με την ανάληψη δικαιοδοσίας ή καλύτερα με την επέκταση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ώστε να καλύπτει και εναγομένους που βρίσκονται εκτός Κύπρου, νοουμένου βέβαια ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη Δ.6 θ.1. Στην υπόθεση Philippou v. Philippou a.o., ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο εξήγησε τη διασύνδεση της πράξης της επίδοσης με την ανάληψη δικαιοδοσίας. Όπως αναφέρθηκε:-
«The Court can exercise jurisdiction only when the writ or summons is served on the defendant within the jurisdiction or by the "assumed" jurisdiction which gave the Courts a discretionary circumscribed power to summon absent defendants whether Cypriots or foreign. The service of the writ or summons was something equivalent thereto. The summons is essential as the foundation of the Court's jurisdiction. When a writ cannot legally be served upon a defendant, the Court can exercise no jurisdiction over him. Jurisdiction, according to the English Law and the system of law obtaining in this country, is based on the act of personal service. It is far otherwise in other systems where service is in no sense a foundation of jurisdiction, but merely a sine qua non before effective action is allowed. Now service being the foundation of jurisdiction, it follows that that service naturally and normally would be service within the jurisdiction. But there is an exception to this normal rule, and that is service out of the jurisdiction. This, however, is not allowed as a right but is granted in the discretion of the Judge as a privilege, and the rule in question here prescribes the limits within which that discretion should be exercised—See Johnson v. Taylor Bras. and Company Ltd., [1920] A. C. 144).
Όπου υπάρχουν και εναγόμενοι εκτός Κύπρου, μόνο μετά από εξασφάλιση άδειας του δικαστηρίου δυνάμει της Δ.6 θ.1, μπορούν να υποβληθούν στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων. Μόνο μετά από τέτοια άδεια είναι δυνατή στη συνέχεια η υποκατάστατη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος σε αυτούς (βλ. Φραγκέσκου κ.ά. ν. Γρηγορίου, ανωτέρω).
Κατά την άποψή μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αντίκρισε το θέμα ως θέμα δικαιοδοσίας και πολύ ορθά έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι, μετά την καταχώρηση της αγωγής για επίδοση στους ημεδαπούς εναγομένους, θα έπρεπε να λάβουν άδεια του δικαστηρίου για επίδοση του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας στους αλλοδαπούς εναγόμενους και ότι η επίδοση στο διευθυντή τους στην Κύπρο δεν μετέβαλλε και ούτε μείωνε την υποχρέωση τους για ικανοποίηση των προϋποθέσεων της Δ.6 θ.1. Χωρίς άδεια δυνάμει της Δ.6 θ.1 δεν θα μπορούσε το δικαστήριο να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του και στους αλλοδαπούς εναγόμενους. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Zachariades & Pantelides Enterprises Ltd v. Fiat Auto S.p.a. (2000) 1(Α) A.A.Δ.447 η συγκεκριμένη παράλειψη δεν είναι απλώς θέμα θεσμών, ώστε παρέκκλιση από αυτούς να μπορεί ενδεχομένως να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64, αλλά είναι και θέμα νόμου εφόσον το Άρθρο 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, καθιστά προϋπόθεση τη λήψη άδειας για επίδοση κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Όπως αναφέρεται στην πιο πάνω απόφαση, παρέκκλιση από τις πρόνοιες του Νόμου δεν μπορεί να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64 η οποία αφορά μόνο σε δικονομικές παρεκκλίσεις.
Συνακόλουθα δεν ευσταθεί και θα πρέπει να απορριφθεί το μέρος του λόγου αντέφεσης των Εφεσιβλήτων, στο βαθμό που αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Philippou v. Philippou a.o. ανωτέρω και Tyne Improvement Commissioners v. Armement Anversois Societe Anonyme, The Bravo [1949] 1 All ER 294 από τις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε σχετικά αποσπάσματα.
Ως προς τις επιπτώσεις, συμφωνούμε ότι από τη στιγμή που κρίνεται επιτρεπτή η καταχώρηση αγωγής με ημεδαπούς και αλλοδαπούς εναγομένους, χωρίς να προηγηθεί άδεια για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, το κλητήριο ως ενιαίο κλητήριο θα πρέπει να θεωρηθεί νομότυπα καταχωρισμένο και σε ισχύ μέχρι να γίνουν τα δέοντα για επίδοση του στους αλλοδαπούς εναγομένους, δυνάμει της Δ.6 θ.1. Υπό αυτές τις συνθήκες, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ήταν εντελώς αχρείαστο να ακυρωθεί το ίδιο το κλητήριο σε ό,τι αφορά τους αλλοδαπούς εναγομένους και πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε μόνο την ακύρωση της επίδοσης στο διευθυντή τους, εφόσον δεν μπορούσε να γίνει υποκατάστατη επίδοση προτού ληφθεί άδεια του δικαστηρίου δυνάμει της Δ.6 θ.1 για επέκταση της δικαιοδοσίας και στους αλλοδαπούς εναγομένους.
Στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, αντί σε ξεχωριστό λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε επίσης σε μερικές γραμμές στην Ειδοποίηση Έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κέκτειτο δικαιοδοσίας να εκδώσει προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα κατά αλλοδαπού εναγόμενου, προτού ληφθεί άδεια για σφράγιση και επίδοση στην αλλοδαπή και ότι το διάταγμα που εκδόθηκε, θα έπρεπε να είχε παραμεριστεί ως άκυρο, εφόσον δεν πληρούσε την προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 για ύπαρξη καλής αιτίας αγωγής.
Αν και ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης θα μπορούσε να απορριφθεί εφόσον όχι μόνον δεν εγείρεται ως ξεχωριστός λόγος έφεσης, σύμφωνα με τη Δ.35 θ.4, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τον περί Πολιτικής Δικονομίας Τροποποιητικό Διαδικαστικό Κανονισμό 2/95, αλλά ούτε και αιτιολογήθηκε δεόντως, εντούτοις θα θέλαμε να καταγράψουμε τη συμφωνία μας με την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου για τη μη ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος ημερ. 15.4.2009. Το ενιαίο κλητήριο όπως έχουμε εξηγήσει, ήταν έγκυρο σε σχέση με όλους τους εναγομένους κατά το χρόνο έκδοσης του και επομένως ήταν δυνατή η έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος το οποίο θα επηρέαζε και τους αλλοδαπούς εναγόμενους, εφόσον αυτό τελικά θα τους επιδίδετο μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά την άποψή μας, έκρινε ότι δεν υπήρχε θέμα κακοπιστίας ή κατάχρησης της διαδικασίας και ότι δεν ετίθετο θέμα συμπερίληψης εικονικά κυπρίων εναγομένων, ώστε να δημιουργηθεί τεχνιέντως θέμα διασύνδεσης των αλλοδαπών εναγομένων με την Κύπρο. Έχοντας υπόψη τους ισχυρισμούς των Εφεσιβλήτων-Εναγόντων στο Γενικώς Οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και στις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης σε σχέση με το μέρος του αγώγιμου δικαιώματος τους και τον τρόπο που όλοι οι εναγόμενοι εμπλέκονταν μεταξύ τους, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή αποκάλυπτε καλή βάση αγωγής. Εν πάση περιπτώσει και να ετίθετο θέμα δικαιοδοσίας έναντι των αλλοδαπών εναγομένων, πέραν της διατάξεως Δ.6 θ.1(h) που θα ήταν χρήσιμες, βοηθητικές θα ήταν και οι πρόνοιες των παραγράφων (c) και (g).
Κατάχρηση διαδικασίας και παράβαση των προνοιών της Δ.27 θ.3 - Λόγοι έφεσης 3 και 4
Πρωτοδίκως οι Εφεσείοντες ζήτησαν επιπροσθέτως την απόρριψη της αγωγής λόγω κατάχρησης της διαδικασίας εφόσον μεταξύ των διαδίκων προϋπήρχαν άλλες διαδικασίες με τα ίδια θέματα, όπως ισχυρίζονταν. Για να αποδείξουν τη σχετικότητα των διαφόρων διαδικασιών, προσκόμισαν σχετικές γνωματεύσεις αλλοδαπών νομικών για να καταδείξουν ότι οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες στερούνταν εξουσίας να εγείρουν τις επίδικες δικαστικές διαδικασίες. Ζήτησαν από το δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή ως καταχρηστική των διαδικασιών και ως καταπιεστική ή ενοχλητική.
Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία, όπως αυτή διατυπώνεται στη Σιακόλας ν. Federal Bank of the Lebanon (SAL) (1998) 1 A.A.Δ. 1338, αρνήθηκε να προχωρήσει σε ένα τόσο δραστικό μέτρο.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του ευπαίδευτου προέδρου ότι το θέμα της κατάχρησης της διαδικασίας θα πρέπει να ιδωθεί στα πλαίσια της διεξαγωγής δίκης, όταν θα διαφανεί το όλο πλέγμα των γεγονότων. Περαιτέρω στα πλαίσια του λόγου έφεσης 4, προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι απέτυχαν να καλύψουν τα απαιτούμενα από τη Δ.27 θ.3.
Συμφωνούμε απόλυτα με την πρωτόδικη κατάληξη. Δεν θα ήταν καθόλου πρόσφορο για το δικαστήριο σ' εκείνο το αρχικό στάδιο της διαδικασίας, που μόνο το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο είχε καταχωρηθεί, να διαγράψει την αγωγή ως αβάσιμη ή ως καταπιεστική ή ενοχλητική επειδή οι Εφεσείοντες έτυχε να θεωρούν ότι κάποια άλλη διαδικασία ήταν πιο πρόσφορη. Τα θέματα όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν όντως πολύπλοκα και οι διάδικοι και ιδιαιτέρως η Εναγόμενη 1, εμπλέκονταν στην επίδικη διαφορά με διαφορετικές ιδιότητες. Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, η εξαιρετική εξουσία του δικαστηρίου να απορρίπτει αγωγές ως αβάσιμες, ασκείται με περισσή φειδώ και στην προκειμένη περίπτωση που το πραγματικό υπόβαθρο παρέμενε ομιχλώδες, κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, θεωρώντας ότι δεν καλύπτονταν τα προαπαιτούμενα από τη Δ.27 θ.3 για απόρριψη της αγωγής in limine.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, ενώ η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς. Τα έξοδα της έφεσης και το ½ των εξόδων της αντέφεσης επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση επιτρέπεται μερικώς με έκδοση διαταγή για τον ήμισυ των εξόδων.