ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2014:A459

(2014) 1 ΑΑΔ 1303

3 Ιουλίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

1. ALAIN MANGION,

2. CREDINVEST INTERNATIONAL CORPORATE FINANCE,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

1. ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ,

2. STERFORCE INVESTMENTS LTD,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 61/2011)

 

 

Δικαιοδοσία Κυπριακών Δικαστηρίων ― Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Διαφορές εκ συμβάσεων ― Ανάληψη δικαιοδοσίας από Επαρχιακό Δικαστήριο, στη βάση θεώρησης ότι τα Δικαστήρια τόσο της Κύπρου όσο και της Μάλτας, είχαν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση εφόσον η παροχή των συμφωνηθέντων με βάση τη σύμβαση υπηρεσιών, θα γινόταν και στις δύο χώρες ― Κατά πόσο το Δικαστήριο θα αναλάμβανε ή όχι δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 5(1) του Κανονισμού ― Απόρριψη αίτησης για παραμερισμό κλητηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.

 

Κατά τη χρονική περίοδο 2005-2009 οι διάδικοι είχαν συνεργασία στον τομέα του ηλεκτρονικού στοιχήματος. Αφορούσε στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από τους εφεσίβλητους προς την μαλτέζικη εταιρεία Giocobet Ltd.

 

Μεταξύ των διαδίκων προέκυψαν διαφορές σε σχέση με την εκτέλεση των συμφωνηθέντων. Οι εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή εναντίον των εφεσειόντων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας  αξιώνοντας διάφορα ποσά.

 

Το κλητήριο καταχωρίστηκε ύστερα από άδεια σφράγισης και επιδόθηκε στους εφεσίβλητους ύστερα από άδεια για επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας. Όταν δε συντελέστηκε η επίδοση, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν εμπρόθεσμα σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και ακολούθως αίτηση για παραμερισμό του κλητηρίου και/ή του διατάγματος με το οποίo παραχωρήθηκε άδεια για σφράγιση και επίδοση του εκτός της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων, καθώς επίσης και για αναστολή της διαδικασίας. Και αυτό με επίκληση του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη βάση του οποίου προώθησαν τη θέση ότι τα κυπριακά δικαστήρια στερούνταν δικαιοδοσίας για εκδίκαση της υπόθεσης και ότι δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια της Μάλτας.

 

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία ήταν προφορική και καταρτίστηκε στη Μάλτα, όπου και ο τόπος εκπλήρωσης της αφού εκεί διεξήγαγε τις εργασίες της η Giocobet. Οι εφεσίβλητοι αντέτειναν ότι η συμφωνία (α) καταρτίστηκε μέσω τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ των εφεσειόντων από τη Μάλτα και των εφεσιβλήτων από την Κύπρο, (β) ήταν εκτελεστή εν μέρει στην Κύπρο και εν μέρει στη Μάλτα και (γ) η αμοιβή τους για τις προσφερόμενες υπηρεσίες, θα καταβαλλόταν στην Κύπρο ή συμφώνως των οδηγιών τους από την Κύπρο.

 

Με ενδιάμεση απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα κυπριακά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση.

 

Και τούτο στη βάση του περιεχομένου της έκθεσης απαίτησης των εφεσιβλήτων ότι οι συμφωνηθείσες υπηρεσίες θα παρέχονταν τόσο στην Κύπρο όσο και στη Μάλτα και ότι η αμοιβή τους θα πληρωνόταν στην Κύπρο ή σύμφωνα με τις οδηγίες τους από την Κύπρο - και των προνοιών του Άρθρου 5(1) του Κανονισμού, ότι τα κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση.

 

Συνακόλουθα η αίτηση παραμερισμού απορρίφθηκε.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πιο πάνω απόφαση.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι αμφότερα τα Δικαστήρια της Κύπρου και της Μάλτας έχουν δικαιοδοσία αφού η παροχή υπηρεσιών θα γινόταν και στις δύο χώρες.

 

β)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι δικαιοδοσία για εκδίκαση της υπόθεσης έχουν μόνο τα δικαστήρια της Μάλτας κατ' εφαρμογή του κριτηρίου της κατοικίας των εφεσειόντων που εισάγει το Άρθρο 2(1) του Κανονισμού. Το Άρθρο 5(1) του Κανονισμού, εισηγήθηκαν, δεν εφαρμόζεται και το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση του.

 

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι οι εφεσείοντες έφεραν το βάρος απόδειξης ότι τα Δικαστήρια της Μάλτας είναι καταλληλότερα απ' ότι τα Δικαστήρια της Κύπρου να δικάσουν την υπόθεση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Το σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας που ορίζει ο Κανονισμός στηρίζεται σε ένα γενικό κριτήριο και σε ορισμένα κριτήρια που είναι εναλλακτικά προς το γενικό (παράγραφοι 11 και 12 του προοιμίου του Κανονισμού). Το γενικό κριτήριο, η θεμελιώδης αρχή, είναι ότι δικαιοδοσία έχει το Δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος.

  2.   Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί και ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους και σχετικά ο Κανονισμός απαριθμεί τους τομείς της δικαιοδοσίας όπου συμβαίνει αυτό. Στην υπό κρίση περίπτωση ενδιαφέρει η ειδική δικαιοδοσία που αφορά τις διαφορές εκ συμβάσεων, τις οποίες σύμφωνα με το Άρθρο 5(1) του Κανονισμού επιλαμβάνεται, γενικά, το Δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή.

  3.   Προκύπτει, επομένως, ότι στις διαφορές εκ συμβάσεων ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί είτε στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του είτε στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή.

  4.   Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος της εισήγησης των εφεσειόντων - ότι, δηλαδή, το Άρθρο 5(1) του Κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο ώστε, όπου η συμβατική παροχή εκπληρώθηκε ή έπρεπε να εκπληρωθεί σε διαφορετικά μέρη η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται κατ' εφαρμογή του κριτηρίου της δωσιδικίας της κατοικίας, δεν βρίσκει έρεισμα στον Κανονισμό.

  5.   Σ' ότι αφορούσε στο δεύτερο σκέλος της εισήγησης,  όντως το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και να αποφασίσει τον τόπο της κύριας παροχής υπηρεσιών που ήταν ουσιώδες στοιχείο για να αναλάβει δικαιοδοσία.

  6.   Όμως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι εναπόκειται στον ενάγοντα να διατυπώσει τη βάση της απαίτησης του και ορθά παρέπεμψε στην υπόθεση Μούρτζινος ν. Global Cruises S.A. (1992) 1(B) A.A.Δ.1160 για να υποδείξει ότι το θέμα της δικαιοδοσίας κρίνεται βάσει του περιεχομένου της έκθεσης απαίτησης.

  7.  Ενόψει δε του γεγονότος ότι στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται παραπομπή στους ισχυρισμούς που οι εφεσίβλητοι διατυπώνουν στην έκθεση απαίτησης τους - μεταξύ αυτών ότι ως αποτέλεσμα της συμφωνίας τους με τους εφεσείοντες λειτουργούν από το 2005 γραφεία στην Κύπρο προς προώθηση του μάρκετινγκ της Giocobet, ότι εργοδότησαν στην Κύπρο προγραμματιστή και από την Κύπρο προσφέρουν στους εφεσείοντες τις υπηρεσίες αναβάθμισης του λογισμικού προγράμματος της Giocobet - παρεχόταν στο Εφετείο η δυνατότητα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι με βάση τους εν λόγω ισχυρισμούς ο τόπος της κύριας παροχής υπηρεσιών ήταν η Κύπρος.

  8.   Κατ' ακολουθία τούτου η παράλειψη ήταν θεραπεύσιμη και ως εκ τούτου δεν επέφερε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.

  9.   Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το βάρος απόδειξης ότι το Δικαστήριο άλλης χώρας είναι πιο κατάλληλο να δικάσει την υπόθεση, αντί των Δικαστηρίων της Κύπρου, το φέρει ο Αιτητής/εναγόμενος, δεν είχε θέση στην πρωτόδικη απόφαση καθότι το μόνο θέμα που έχρηζε εξέτασης ήταν κατά πόσο το Δικαστήριο θα αναλάμβανε ή όχι δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 5(1) του Κανονισμού.

10. Ωστόσο το λάθος αυτό είναι προφανές πως δεν επέδρασε στην ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο, αφού αυτό ανάλαβε δικαιοδοσία ως αποτέλεσμα της θεώρησης του ότι τα δικαστήρια και των δύο χωρών έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση εφόσον η παροχή των υπηρεσιών θα γινόταν και στις δύο χώρες.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Besix S.A. κατά Wassereinigungsbau Alfred Kretzschmar GmbH & Co KG (WABAG) κ.α., υπόθεση C-256/2000, ημερ. 19.2.2002,

 

Wood Floor Solutions Andreas Domberger GmbH v. Silva Trade S.A., C-19/2009, ημερ. 11.3.2010,

 

Μούρτζινος ν. Global Cruises S.A. (1992) 1(Β) A.A.Δ. 1160,

 

G. J. Magdon Ltd v. A.I. Metal Trading Ltd (2001) 1 (Γ) A.A.Δ. 2064,

 

Powertools Εlectro SRL v. Black & Decker (EΛΛΑΣ) (2013) 1 Α.Α.Δ. 2182.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πογιατζής, Π.Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 3579/09), ημερομηνίας 27/1/2011.

 

Χ. Παπαχριστοδούλου, για Εφεσείοντες.

 

Α. Νεοκλέους, για Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων 1 είναι κάτοικος Μάλτας και διευθυντής της εφεσείουσας 2, η οποία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στη Μάλτα όπου και η έδρα της. Αντίστοιχα, ο εφεσίβλητος 1 είναι κάτοικος Κύπρου και διευθυντής της εφεσίβλητης 2, η οποία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο με έδρα τη Λευκωσία.

 

Αποτελεί κοινό τόπο ότι κατά τη χρονική περίοδο 2005-2009 οι διάδικοι είχαν συνεργασία στον τομέα του ηλεκτρονικού στοιχήματος. Αφορούσε την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από τους εφεσίβλητους προς την μαλτέζικη εταιρεία Giocobet Ltd, την οποία σύστησαν οι εφεσείοντες προκειμένου να οργανώσουν διαδικτυακώς και μετά από σχετικές άδειες το υπό αναφορά στοίχημα. Διαφωνούν όμως για τον τόπο και τρόπο σύναψης της συμφωνίας συνεργασίας, καθώς επίσης και για τον τόπο εκπλήρωσης της. Με τους εφεσείοντες να ισχυρίζονται ότι η συμφωνία ήταν προφορική και καταρτίστηκε στη Μάλτα, όπου και ο τόπος εκπλήρωσης της αφού εκεί διεξήγαγε τις εργασίες της η Giocobet.  Και με τους εφεσίβλητους να αντιτείνουν ότι η συμφωνία (α) καταρτίστηκε μέσω τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ των εφεσειόντων από τη Μάλτα και των εφεσιβλήτων από την Κύπρο, (β) ήταν εκτελεστή εν μέρει στην Κύπρο και εν μέρει στη Μάλτα και (γ) η αμοιβή τους για τις προσφερόμενες υπηρεσίες, θα καταβαλλόταν στην Κύπρο ή συμφώνως των οδηγιών τους από την Κύπρο.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, μεταξύ των διαδίκων προέκυψαν διαφορές σε σχέση με την εκτέλεση των συμφωνηθέντων. Με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να κινήσουν αγωγή εναντίον των εφεσειόντων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (στο εξής το Δικαστήριο) αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, €195.000 ως οφειλόμενη αμοιβή για παροχή υπηρεσιών και €725.000 ως απώλεια και/ή ζημία λόγω αθέτησης συμφωνίας και/ή ως απώλεια μελλοντικών κερδών ή εισοδημάτων.

 

Όπως είναι παραδεκτό, το κλητήριο καταχωρίστηκε μετά από άδεια σφράγισης ημερ. 10.6.09 και επιδόθηκε στους εφεσίβλητους μετά από άδεια για επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας ημερ. 1.7.09. Όταν δε συντελέστηκε η επίδοση, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν εμπρόθεσμα σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και ακολούθως αίτηση για παραμερισμό του κλητηρίου και/ή του διατάγματος με το οποίo παραχωρήθηκε άδεια για σφράγιση και επίδοση του εκτός της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων, καθώς επίσης και για αναστολή της διαδικασίας. Και αυτό με επίκληση (κυρίως) του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ο Κανονισμός), στη βάση του οποίου προώθησαν τη θέση ότι τα κυπριακά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας για εκδίκαση της υπόθεσης και ότι δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια της Μάλτας.

 

Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση και κατά την ακρόαση που επακολούθησε, οι διάδικοι προώθησαν τις θέσεις τους με επίκεντρο τις πρόνοιες του Άρθρου 5(1) του Κανονισμού και εμμένοντας στους ισχυρισμούς τους αναφορικά με τον τόπο και τρόπο σύναψης και εκτέλεσης της συμφωνίας. Με τελική κατάληξη την έκδοση ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 27.1.11, με την οποία κρίθηκε ότι στη βάση του περιεχομένου της έκθεσης απαίτησης των εφεσιβλήτων - των ισχυρισμών τους, δηλαδή, ότι οι συμφωνηθείσες υπηρεσίες θα παρέχονταν τόσο στην Κύπρο όσο και στη Μάλτα και ότι η αμοιβή τους θα πληρωνόταν στην Κύπρο ή σύμφωνα με τις οδηγίες τους από την Κύπρο - και των προνοιών του Άρθρου 5(1) του Κανονισμού, τα κυπριακά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση και συνακόλουθα η αίτηση απορρίφθηκε. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος από την απόφαση:

 

«Είναι φανερό από την Ε/Α, παρόλο ότι οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί είναι ατεκμηρίωτοι, ότι αποτελεί θέση των Εναγόντων ότι η παροχή υπηρεσιών θα γινόταν σε αμφότερες Κύπρο και Μάλτα. Θεωρώ ότι με βάση τα γεγονότα αυτά, η ορθή ερμηνεία του εν λόγω Άρθρου είναι ότι αμφότερα τα Δικαστήρια της Κύπρου και της Μάλτας έχουν δικαιοδοσία αφού η παροχή υπηρεσιών θα γινόταν και στις δύο χώρες.

 

Οι Αποφάσεις του ΔΕΚ στις οποίες έκαμε αναφορά στην Αγόρευση του ο κ. Παπαδόπουλος αποφασίστηκαν πριν τη θέσπιση του ΕΚ 44/2001 και το Δικαστήριο προσπαθούσε να εξεύρει ποια χώρα είχε τον πλησιέστερο συνδετικό παράγοντα μεταξύ της επίδικης συμφωνίας και του Δικαστηρίου που διέθετε δικαιοδοσία, στηρίζονται δε στο Άρθρο 5(1) της Συνθήκης των Βρυξελλών, 1968. Το Άρθρο αυτό επίσης περιέχει πρόνοιες αναφορικά με τη δικαιοδοσία, πλην όμως το Άρθρο 5(1) του ΕΚ 44/2001 περιέχει σαφέστερες πρόνοιες και καλύπτει πλήρως τα γεγονότα της παρούσας Αίτησης.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 5(1)(β) του ΕΚ 44/2001 και τα Κυπριακά Δικαστήρια διαθέτουν δικαιοδοσία για εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.»

 

Οι εφεσείοντες αντέδρασαν στην απόρριψη της αίτησης με την παρούσα έφεση, με την οποία προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης για πέντε λόγους. Απ' αυτούς οι τρεις πρώτοι έχουν στο στόχαστρο τους την κρίση του Δικαστηρίου «. ότι αμφότερα τα Δικαστήρια της Κύπρου και της Μάλτας έχουν δικαιοδοσία αφού η παροχή υπηρεσιών θα γινόταν και στις δύο χώρες» και ενόψει τούτου θα τους εξετάσουμε από κοινού. Πρόκειται, προβάλλεται στην αιτιολόγηση των υπό αναφορά λόγων, για κρίση που διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα λανθασμένης εφαρμογής του Κανονισμού. Αφενός, καθότι το Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρέθεσαν στοιχεία για θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων και, αφετέρου, καθότι παραγνώρισε την αρχή της οικονομίας την οποία σκοπεί να επιβάλει ο Κανονισμός ώστε όλες οι αγωγές που θεμελιώνονται στην ίδια σύμβαση να υποβάλλονται σε ένα και μόνο δικαστήριο.

 

Οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης προωθήθηκαν σε περίγραμμα αγόρευσης των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων, όπου διατυπώνεται η θέση πως εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι δικαιοδοσία για εκδίκαση της υπόθεσης έχουν μόνο τα δικαστήρια της Μάλτας κατ' εφαρμογή του κριτηρίου της κατοικίας των εφεσειόντων που εισάγει το Άρθρο 2(1) του Κανονισμού. Το Άρθρο 5(1) του Κανονισμού, εισηγήθηκαν, δεν εφαρμόζεται και εσφαλμένα το Δικαστήριο το ερμήνευσε για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος, καθότι το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο ώστε, όπου η συμβατική παροχή εκπληρώθηκε ή έπρεπε να εκπληρωθεί σε διαφορετικά μέρη, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται κατ' εφαρμογή του κριτηρίου της δωσιδικίας της κατοικίας και παρέπεμψαν σχετικά στην Besix S.A. κατά Wassereinigungsbau Alfred Kretzschmar GmbH & Co KG (WABAG) κ.ά., υπόθεση C-256/2000, ημερ. 19.2.2002. Και, ο δεύτερος, εν πάση περιπτώσει σε τέτοιες περιπτώσεις δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου και η κύρια παροχή,  στοιχείο που αγνοήθηκε από το Δικαστήριο. Παρέπεμψαν σχετικά στην γνωμοδότηση που έδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση Wood Floor Solutions Andreas Domberger GmbH v. Silva Trade S.A., C-19/2009, ημερ. 11.3.2010 η οποία αφορούσε αίτηση Αυστριακού Δικαστηρίου για έκδοση προδικαστικής απόφασης.

 

Με τη σειρά τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, τονίζοντας αυτά που επισήμανε και το Δικαστήριο. Ότι, δηλαδή, εναπόκειται στον ενάγοντα να διατυπώσει τη βάση της απαίτησης του όπως αυτός την αντιλαμβάνεται (Μούρτζινος ν. Global Cruises S.A. (1992) 1(Β) A.A.Δ. 1160) και σε περιπτώσεις που εγείρεται ισχυρισμός ότι το δικαστήριο άλλης χώρας είναι πιο κατάλληλο, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής (G. J. Magdon Ltd v. A.I. Metal Trading Ltd (2001) 1 (Γ) A.A.Δ. 2064. Στην παρούσα περίπτωση, εισηγήθηκαν, με τα όσα έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι θεμελίωσαν την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 5(1) του Κανονισμού, ενώ οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να θεμελιώσουν τη θέση τους ότι τα Δικαστήρια της Μάλτας ήταν πιο κατάλληλα να δικάσουν την υπόθεση.

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και να επισημάνουμε κατ' αρχάς ότι το σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας που ορίζει ο Κανονισμός στηρίζεται σε ένα γενικό κριτήριο και σε ορισμένα κριτήρια που είναι εναλλακτικά προς το γενικό (παράγραφοι 11 και 12 του προοιμίου του Κανονισμού). Το γενικό κριτήριο, η θεμελιώδης αρχή, είναι ότι δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος.  Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί και ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους και σχετικά ο Κανονισμός απαριθμεί τους τομείς της δικαιοδοσίας όπου συμβαίνει αυτό. Στην υπό κρίση περίπτωση ενδιαφέρει η ειδική δικαιοδοσία που αφορά τις διαφορές εκ συμβάσεων, τις οποίες σύμφωνα με το Άρθρο 5(1)* του Κανονισμού επιλαμβάνεται - γενικά - το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή. Προκύπτει, επομένως, ότι στις διαφορές εκ συμβάσεων ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί είτε στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του είτε στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή. Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος της εισήγησης των εφεσειόντων - ότι, δηλαδή, το Άρθρο 5(1) του Κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο ώστε, όπου η συμβατική παροχή εκπληρώθηκε ή έπρεπε να εκπληρωθεί σε διαφορετικά μέρη η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται κατ' εφαρμογή του κριτηρίου της δωσιδικίας της κατοικίας - δεν βρίσκει έρεισμα στον Κανονισμό και απορρίπτεται.

 

Σ' ότι αφορά το δεύτερο σκέλος της εισήγησης, διαπιστώνεται ότι όντως το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και να αποφασίσει τον τόπο της κύριας παροχής υπηρεσιών που ήταν ουσιώδες στοιχείο για να αναλάβει δικαιοδοσία. Σχετική είναι η υπόθεση Silva Trade (ανωτέρω), στην οποία γνωμοδοτήθηκε «. ότι διεθνή δικαιοδοσία για να επιληφθεί του συνόλου των αξιώσεων εκ της συμβάσεως έχει το δικαστήριο εντός των ορίων της κατά τόπο αρμοδιότητας του οποίου βρίσκεται ο τόπος της κύριας παροχής υπηρεσιών». Όπου δε οι διατάξεις της σύμβασης δεν καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό του εν λόγω τόπου «. πρέπει να ληφθεί υπόψη, επικουρικώς, ο τόπος όπου πράγματι άσκησε, κυρίως, τις δραστηριότητες του προς εκτέλεση της συμβάσεως». Το πρωτόδικο Δικαστήριο λοιπόν παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει τον τόπο της κύριας παροχής - προφανώς γιατί δεν τέθηκε υπόψη του η γνωμοδότηση στη Silva Trade - και αυτό συνιστά ουσιώδη παράλειψη. Όμως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι εναπόκειται στον ενάγοντα να διατυπώσει τη βάση της απαίτησης του και ορθά παραπέμπει στην Μούρτζινος ν. Global Cruises S.A. (1992) 1(B) A.A.Δ. 1160 για να υποδείξει ότι το θέμα της δικαιοδοσίας κρίνεται βάσει του περιεχομένου της έκθεσης απαίτησης. Σχετική επί του θέματος είναι και η Powertools Εlectro SRL v. Black & Decker (EΛΛΑΣ) (2013) 1 .Α.Α.Δ. 2182. Ενόψει δε του γεγονότος ότι στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται παραπομπή στους ισχυρισμούς που οι εφεσίβλητοι διατυπώνουν στην έκθεση απαίτησης τους - μεταξύ αυτών ότι ως αποτέλεσμα της συμφωνίας τους με τους εφεσείοντες λειτουργούν από το 2005 γραφεία στην Κύπρο προς προώθηση του μάρκετινγκ της Giocobet, ότι εργοδότησαν στην Κύπρο προγραμματιστή και από την Κύπρο προσφέρουν στους εφεσείοντες τις υπηρεσίες αναβάθμισης του λογισμικού προγράμματος της Giocobet - θεωρούμε ότι παρέχεται στο Εφετείο η δυνατότητα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι με βάση τους εν λόγω ισχυρισμούς ο τόπος της κύριας παροχής υπηρεσιών ήταν η Κύπρος. Κατ' ακολουθία τούτου η παράλειψη είναι θεραπεύσιμη και ως εκ τούτου δεν επιφέρει παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, υποβάλλεται από τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι οι εφεσείοντες φέρουν το βάρος απόδειξης ότι τα Δικαστήρια της Μάλτας είναι καταλληλότερα απ' ότι τα Δικαστήρια της Κύπρου να δικάσουν την υπόθεση. Πρόκειται για λόγο o οποίος βασίζεται στην ορθή αντίληψη ότι, οι διατάξεις του Κανονισμού για τις ειδικές βάσεις δικαιοδοσίας εισάγουν εξαίρεση από τη γενική αρχή της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου και ως εκ τούτου η αναφορά του Δικαστηρίου ότι «. το βάρος απόδειξης ότι το Δικαστήριο άλλης χώρας είναι πιο κατάλληλο να δικάσει την υπόθεση, αντί των Δικαστηρίων της Κύπρου, το φέρει ο Αιτητής/εναγόμενος. Βλ. G.J. Magdom Ltd v. A.L. Metal Trading Ltd (2001) 1(Γ) A.A.Δ.2064» συνιστά λάθος. Συμφωνούμε ότι η πιο πάνω αναφορά του Δικαστηρίου δεν είχε θέση στην πρωτόδικη απόφαση καθότι το μόνο θέμα που έχρηζε εξέτασης ήταν κατά πόσο το Δικαστήριο θα αναλάμβανε ή όχι δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 5(1) του Κανονισμού. Σ' αυτό έπρεπε να περιοριστεί το Δικαστήριο και όχι σε αρχή που ενδεχομένως να ίσχυε στην απουσία του Κανονισμού, ο οποίος από τη θέσπιση του εφαρμόζεται άνευ ετέρου από όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη. Ωστόσο το λάθος αυτό είναι προφανές πως δεν επέδρασε στην ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο, αφού αυτό ανάλαβε δικαιοδοσία ως αποτέλεσμα της θεώρησης του ότι τα δικαστήρια και των δύο χωρών έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την υπόθεση εφόσον η παροχή των υπηρεσιών θα γινόταν και στις δύο χώρες. Έπεται ότι ούτε αυτός ο λόγος έχει συνέπειες στο αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης και ενόψει των πιο πάνω κρίνεται ανεδαφικός και ο πέμπτος λόγος, με τον οποίο καταλογίζεται στο Δικαστήριο ότι λανθασμένα αποδέχτηκε τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι η παροχή των υπηρεσιών θα γινόταν τόσο στην Κύπρο όσο και στη Μάλτα. Πρόκειται, όπως γίνεται αντιληπτό, για λόγο που ουσιαστικά ακολουθεί τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης και ό,τι κρίθηκε κατά την εξέταση τους ισχύει και γι' αυτόν.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με  έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και αφού εγκριθούν από το Εφετείο θα είναι πληρωτέα στο τέλος της δίκης πρωτοδίκως.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο