ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C445
(2014) 1 ΑΑΔ 1289
27 Ιουνίου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΥΒΟΙΑΣ (ΣΥΝ.ΠΕ),
Ενάγοντες,
v.
1. ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ "AVANTIS II" (IMO 7432305)
YΠΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ
ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΜΕΣΟΥ,
2. ΝΗΛΕΥΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,
Εναγομένων.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 8/2012)
Ναυτοδικείο ― Αίτηση για αναθεώρηση απορριπτικής απόφασης για προσθήκη εναγομένης/ενδιαφερομένου μέρους σε αγωγή και δικαίωμα παρέμβασης ― Κανονισμός 35 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου του 1893 ― Επιτρεπτική κατάληξη.
Ναυτοδικείο ― Αίτηση για προσθήκη ενδιαφερομένου μέρους σε αγωγή ― Δικαίωμα παρέμβασης ― Για να αποδειχθεί το συμφέρον θα πρέπει, όπως και στην περίπτωση κάθε άλλου ισχυρισμού που προβάλλεται, να προσκομιστεί σαφής μαρτυρία δια της ενόρκου δηλώσεως, η οποία εκ πρώτης όψεως να εδραιώνει το συμφέρον.
Με την αίτηση για αναθεώρηση αμφισβητήθηκε η ορθότητα απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, αίτημα της αιτήτριας εταιρείας όπως προστίθετο ως εναγόμενη στην ως άνω αγωγή και εναλλακτικά όπως της επιτρεπόταν να παρέμβει ως ενδιαφερόμενο μέρος.
Η αιτήτρια καταχώρησε την Αγωγή Ναυτοδικείου 20/2012 (in rem) αξιώνοντας χρηματικό ποσό για προμήθεια καυσίμων και λιπαντικών στο πλοίο AVANTIS II. Εναντίον του ιδίου πλοίου ηγέρθησαν και άλλες αγωγές, μία εκ των οποίων ήταν και μια άλλη Αγωγή στα πλαίσια της οποίας το πλοίο πωλήθηκε δια δημοσίου πλειστηριασμού και το εκπλειστηρίασμα κατατέθηκε στο Δικαστήριο.
Στην παρούσα Αγωγή Ναυτοδικείου, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμούσε, οι ενάγοντες-καθ'ων η αίτηση αξίωναν ποσό που ξεπερνούσε τα €1.700.000 για οφειλές προερχόμενες από δάνεια εξασφαλιζόμενα με υποθήκες.
Με αίτηση της η αιτήτρια ζήτησε όπως της επιτρεπόταν να προστεθεί ως διάδικος ή διαζευκτικά να της επιτρεπόταν να παρέμβει με σκοπό να αμφισβητήσει την αξίωση των καθ' ων η αίτηση.
Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η Αγωγή Ναυτοδικείου 20/2012 είναι αγωγή in rem και, ως εκ τούτου, έχει συμφέρον στην περιουσία που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας αγωγής που είναι το εκπλειστηρίασμα από την πώληση του πλοίου με αποτέλεσμα να δικαιολογείτο η παρέμβασή της.
Επίσης, υποστήριξε ότι η αξίωση της στην Αγωγή Ναυτοδικείου 20/2012 δεν υπείχε οποιαδήποτε προτεραιότητα έναντι της αξίωσης των καθ' ων η αίτηση στην παρούσα αγωγή, η έκβαση της οποίας θα επηρέαζε καταλυτικά τα συμφέροντα της αιτήτριας.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους Καν. 30, 35, 203-212 και 237 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου του 1893.
Το Δικαστήριο πρωτοδίκως έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, όπως προβλήθηκαν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση ήταν γενικοί, αόριστοι και εντελώς ασαφείς και τα στοιχεία που δόθηκαν δεν ήταν αρκετά για να τεκμηριώσουν την ύπαρξη συμφέροντος. Η δε παράλειψη της αιτήτριας να προσκομίσει στοιχεία ως προς την εικονικότητα των δανείων και υποθηκών την οποία ισχυρίστηκε, δημιουργούσε όπως έκρινε σοβαρό δίλημμα στο αίτημα για παρέμβαση της, εφόσον δεν τεκμηριωνόταν καθόλου το απαιτούμενο συμφέρον της.
Κατέληξε περαιτέρω ότι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η αγωγή των καθ' ων η αίτηση είχε ως αποκλειστικό στόχο να στερηθεί η αιτήτρια του δικαιώματός της επί του εκπλειστηριάσματος, χωρίς πρόσθετα στοιχεία, δεν μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα που εισηγείτο η αιτήτρια. Συνακόλουθα, απέρριψε την αίτηση ως ανεδαφική.
Η αίτηση για αναθεώρηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, περιορίστηκε στο να εξετάσει και να αποφασίσει την ενώπιόν του αίτηση στη βάση του Καν. 30, ενώ ήταν προφανές ότι ο Καν. 35 είχε πλήρη εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.
β) Η ύπαρξη της Αγωγής Ναυτοδικείου 20/2012 της αιτήτριας που στρεφόταν εναντίον του εκπλειστηριάσματος του πλοίου Avantis II, από μόνη της ικανοποιούσε την προϋπόθεση της ύπαρξης συμφέροντος στο αντικείμενο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν σαφές ότι ο Καν. 30 δεν ετύγχανε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.
2. Το ερώτημα που τίθετο ήταν κατά πόσον η αιτήτρια ήταν πρόσωπο που είχε συμφέρον στο πλοίο εντός της εννοίας του Καν. 35.
3. Η αξίωση της αιτήτριας στην Αγωγή Ναυτοδικείου 20/2012 καλυπτόταν από το Άρθρο 1(1) του Administration of Justice Act 1956 και συνεπώς ενέπιπτε στις ναυτικές αξιώσεις που το Δικαστήριο έχει εξουσία να ακούσει και αποφασίσει.
4. Η ύπαρξη της Αγωγής Ναυτοδικείου 20/2012 τεκμηρίωνε το συμφέρον της αιτήτριας στην περιουσία που επιδιωκόταν να επηρεαστεί από την παρούσα αγωγή.
5. Σε περίπτωση που λαμβάνεται δικαστική απόφαση εναντίον του πλοίου, τότε το συμφέρον της αιτήτριας είναι αδιαμφισβήτητο και θα μπορούσε να εμφανιστεί ακόμα και χωρίς ένορκη δήλωση. Εκεί όμως όπου το συμφέρον δεν είναι και τόσο φανερό, απαιτείται να αναζητηθεί άδεια του Δικαστηρίου αφού τεκμηριωθεί το συμφέρον της στο αντικείμενο.
6. Υιοθετήθηκαν περαιτέρω και τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση που μόλις είχε εκδοθεί στην ίδια Αγωγή σε σχέση με την αίτηση για παρέμβαση της S.K.P. Enterprises Ltd ημερομηνίας 20.2.2013.
7. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί εικονικότητας της αξίωσης των καθ΄ων η αίτηση επρόκειτο για υπεράσπιση που παρεχόταν δυνητικά στους εναγομένους.
Η αίτηση για αναθεώρηση επιτράπηκε με έξοδα. Παρασχέθηκε δικαίωμα στους αιτητές να εμφανίζονται στην αγωγή 8/2012 ως παρεμβαίνοντες.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θεμελή ν. Ρυμουλκού «Ελπίδα» (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 187,
Fayza Shipping Co Ltd ν. Πλοίου M/V "Haj Anies" ex "Anne" κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 188,
The Two Ellens [1871] LR 3 A & E 345 at 355,
The Ghioggia [1898] P 1 at 3.
Αγωγή Ναυτοδικείου.
N. Θρασυβούλου για Α. Γιωρκάτζη, για την Αιτήτρια.
Χρ. Γκούντρας για Αργυρού και Δημοσθένους, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η αίτηση για αναθεώρηση προκύπτει από απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απόρριψε αίτημα της εταιρείας S.K.P. ENTERPISES LTD (αιτήτριας) όπως προστεθεί ως εναγόμενη στην αγωγή και εναλλακτικά που να της επιτρέπει να παρέμβει ως ενδιαφερόμενο μέρος.
Η αιτήτρια είχε εγείρει την αγωγή ναυτοδικείου 30/2011 εναντίον του ιδίου εναγομένου πλοίου και των εναγομένων 2 αξιώνοντας την αξία καυσίμων και λιπαντικών που προμήθευσε στο εν λόγω πλοίο και πέτυχε την έκδοση απόφασης για το ποσό των €45.233,80 πλέον τόκους και έξοδα. Ταυτόχρονα με την έγερση της εν λόγω αγωγής η αιτήτρια πέτυχε την έκδοση διατάγματος σύλληψης του πλοίου το οποίο σε κατοπινό στάδιο, στα πλαίσια της ίδιας αγωγής, πωλήθηκε δια δημοσίου πλειστηριασμού και το εκπλειστηρίασμα (ΗΠΑ$855.000) κατατέθηκε στο Δικαστήριο.
Εναντίον του ίδιου πλοίου εκκρεμεί αριθμός αξιώσεων περιλαμβανομένης της αξίωσης των καθ' ων η αίτηση-εναγόντων. Οι καθ' ων η αίτηση αξιώνουν το συνολικό ποσό των €1.704.921 το οποίο αντιπροσωπεύει οφειλές προερχόμενες από δάνεια εξασφαλιζόμενα με υποθήκες επί του πλοίου. Στις 20.2.2013 η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση για να προστεθεί ως εναγομένη στην εν λόγω αγωγή και εναλλακτικά να της επιτρέπεται όπως παρέμβει ως διάδικος ή ως ενδιαφερόμενο μέρος στην ίδια αγωγή. Αποτέλεσε ισχυρισμό της αιτήτριας ότι είχε άμεσο συμφέρον στην περιουσία που αποτελούσε το αντικείμενο (res) και συνεπώς το συμφέρον της συνεχίζει επί του εκπλειστηριάσματος με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η παρέμβασή της στην αγωγή με στόχο να αντικρούσει την αιτία της αγωγής των καθ' ων η αίτηση, την οποία θεωρεί «αναληθή, εικονική και πλασματική». Αποτέλεσε ισχυρισμό της αιτήτριας ότι σε περίπτωση που οι καθ' ων η αίτηση επιτύχουν στην αγωγή τους, δεν θα παραμείνει οποιοδήποτε ποσό για να εξοφληθεί και η δική τους απαίτηση, η οποία δεν έχει οποιαδήποτε προτεραιότητα. Περαιτέρω, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι οι καθ' ων η αίτηση καταχώρησαν την εν λόγω αγωγή με στόχο να στερήσουν την αιτήτρια της συμμετοχής στη διανομή του εκπλειστηριάσματος του εναγόμενου πλοίου.
Οι καθ' ων η αίτηση ενιστάμενοι στην αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η αιτήτρια δεν έχει άμεσο συμφέρον για να παρέμβει και ότι εν πάση περιπτώσει, δεν παρουσίασε καμιά μαρτυρία που να τεκμηριώνει με την απαιτούμενη σαφήνεια τους ισχυρισμούς της ότι η αξίωση των καθ' ων η αίτηση είναι «αναληθής, εικονική και πλασματική» και πως συνένωση της αιτήτριας στην αγωγή θα σήμαινε προσθήκη νέου αγώγιμου δικαιώματος και θα εκτροχίαζε την πραγματοπαγή (in rem) διαδικασία του ναυτοδικείου. Περαιτέρω, οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η σχετικά μικρή απαίτηση της αιτήτριας θα πρέπει να εξεταστεί στο στάδιο των προτεραιοτήτων αφού δεν θεωρείται προνομιούχα. Περαιτέρω, η αίτηση, σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση, έχει καταχωρηθεί καταχρηστικά προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών της αιτήτριας και αποσκοπεί στην παρέλκυση της διαδικασίας με σκοπό να εμποδιστούν οι καθ΄ων η αίτηση να προωθήσουν την καθόλα βάσιμη αξίωσή τους στην αγωγή η οποία στηρίζεται σε εγγεγραμμένες στο νηολόγιο προς όφελος των καθ' ων η αίτηση υποθήκες.
Σημειώνουμε ότι η αγωγή καταχωρίστηκε στις 16.3.2012 και μετά την απόσυρση των δικηγόρων των εναγομένων, η αγωγή ορίστηκε για απόδειξη στις 6.9.2012. Κατά την ημερομηνία αυτή καταχωρίστηκε αίτηση για παρέμβαση από την εταιρεία Delaford, οι δικηγόροι της οποίας είναι οι ίδιοι με τους δικηγόρους της αιτήτριας. Στις 20.2.2013 καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση ενώ η αίτηση της Delaford απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 25.2.2013.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στον Κανονισμό 35 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου του 1893 επί του οποίου περιορίστηκε το νομικό υπόβαθρο της αίτησης και με αναφορά στη σχετική νομολογία κατέληξε ότι «η αιτήτρια ως εξ αποφάσεως πιστωτής είχε δικαίωμα τηρώντας τις νόμιμες διαδικασίες να αιτηθεί να παρέμβει στην αγωγή, ώστε να προστατεύσει τα δικαιώματά της». Προχωρώντας όμως να εξετάσει κατά πόσο η αιτήτρια απευθυνόμενη στο Δικαστήριο τήρησε όλες τις νόμιμες διαδικασίες και ιδιαίτερα κατά πόσο υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος για παρέμβαση, όπως ισχυρίζοντο οι καθ' ων η αίτηση, κατέληξε ότι «η αίτηση για παρέμβαση δεν μπορεί να υλοποιηθεί κυρίως λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην υποβολή της αίτησης». Το Δικαστήριο προέβη στην εν λόγω κατάληξη ερμηνεύοντας το πνεύμα του Καν. 35 ότι «κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στην περιουσία και επιθυμεί να αμφισβητήσει την απαίτηση, οφείλει να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό». Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η αιτήτρια παρέλειψε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το χρόνο που αναφέρεται στο κλητήριο ένταλμα, και μη αποδεχόμενο ότι η αιτήτρια δεν γνώριζε για την ανάγκη παρέμβασης ενωρίτερα, το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη ότι οι δικηγόροι της καταχώρησαν παρόμοια αίτηση για παρέμβαση εκ μέρους άλλης εταιρείας, θεώρησε ότι η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης «σε τόσο καθυστερημένο στάδιο και αμέσως μετά από αίτηση άλλου διαδίκου, με το ίδιο αντικείμενο δίδει την εντύπωση αγώνα σκυταλοδρομίας, με αποτέλεσμα να αγγίζει τα όρια της κατάχρησης των διαδικασιών του Δικαστηρίου». Περαιτέρω, πρωτοδίκως κρίθηκε ότι η αιτήτρια «δεν έχει παρουσιάσει οποιαδήποτε στοιχεία που να τεκμηριώνουν έστω και εκ πρώτης όψεως ότι ενδεχομένως να ευσταθούν οι ισχυρισμοί της περί εικονικότητας των συμφωνιών δανείων και των υποθηκών».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ενώπιόν μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τον Καν. 35 και θεώρησε το χρόνο καταχώρησης της αίτησης για παρέμβαση από την αιτήτρια καταλυτικής σημασίας για την τύχη της αίτησης, κάτι το οποίο δεν υποστηρίζεται ούτε από την πρακτική ούτε από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επίσης, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αιτήτρια είχε πλήρη γνώση όλων των διαδικασιών καθώς εκπροσωπείται από τους ίδιους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν την εταιρεία Delaford Trading Ltd που προέβη σε πανομοιότυπη αίτηση προγενέστερα. Περαιτέρω, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η αιτήτρια όφειλε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της με υποτυπώδη τουλάχιστον στοιχεία μαρτυρίας.
Ο Καν. 35 επί του οποίου στηρίχθηκε η αίτηση προβλέπει τα εξής (σε μετάφραση):
«35. Οι διάδικοι που κατονομάζονται στο κλητήριο ένταλμα, όπως και κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στην περιουσία που επιδιώκεται να επηρεαστεί από την αγωγή και επιθυμεί να αμφισβητήσει την απαίτηση, οφείλουν να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Δικαστή είτε προσωπικά είτε με δικηγόρο κατά το χρόνο που αναφέρεται για το σκοπό αυτό στο κλητήριο ένταλμα.»
Αποτελεί κοινή θέση των δύο πλευρών η οποία υποστηρίζεται από τη νομολογία ότι ένας εξ αποφάσεως πιστωτής, όπως είναι στην προκείμενη περίπτωση η αιτήτρια, θεωρείται ότι έχει συμφέρον επί του αντικειμένου (res) ή του εκπλειστηριάσματος το οποίο έχει προκύψει. (Βλ. Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 1, παρ. 375, The Two Ellens [1871] LR 3 A & E 345, The Chioggia (1898) p. 1, Fayza Shipping Co Ltd v. Πλοίου M/V «Haj Anies Ex "Anne"» κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 188).
Υιοθετούμε την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Πρόσωπα το συμφέρον των οποίων είναι ξεκάθαρο, ενίοτε μπορούν να εμφανιστούν ακόμη και χωρίς ένορκη δήλωση, ενώ πρόσωπα των οποίων το συμφέρον δεν είναι τόσο φανερό, θα πρέπει να αναζητήσουν την άδεια του Δικαστηρίου, αφού τεκμηριώσουν το συμφέρον τους στο αντικείμενο. (βλ. A Treatise on the Jurisdiction and Practice of the English Courts in Admiralty Actions and Appeals, 1986, p. 271).»
Στην προκείμενη περίπτωση το συμφέρον της αιτήτριας στο αντικείμενο (res) είναι αδιαμφισβήτητο εφόσον έχει ληφθεί δικαστική απόφαση εναντίον του πλοίου στην Αγωγή Ναυτοδικείου 30/2011. (Fayza Shipping Co Ltd v. Πλοίου M/V "Haj Anies" ex "Anne" κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 190).
Με βάση αρχή της νομολογίας η οποία υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Θεμελή ν. Ρυμουλκού Ελπίδα (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 187, πρόσωπο το οποίο δύναται να υποστεί απώλεια από ενδεχόμενη απόφαση σε αγωγή έχει δικαίωμα να ακουστεί σε αυτήν την αγωγή ακόμα και αν στο τέλος αποδειχθεί ότι δεν μπορεί να αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος από το αποτέλεσμα της αγωγής αυτής. (Nigel Meeson, Admiralty Jurisdiction and Practice 1993, 126 και The Dowthorgpe [1843] 2 Wm. Rob. 73).
Στο σύγγραμμα Williams and Bruce' s Admiralty Practice, Admiralty Actions and Appeals, σελ. 270-271, αναφέρονται τα εξής:
«The Rule of Court now in force provide that a defendant may appear at any time before judgment, and that any person not named in the writ may intervene and appear as heretofore on filling an affidavit showing that he is interested in the res. It is difficult to construe these rules, because it is not easy to draw the distinction between a defendant in a action in rem and a person interested in the res, not named in the writ. The writ in rem is directed to the owners and persons interested in the property proceeded against, and such persons are seldom or never described by name in the writ. It is submitted that it cannot be intended that every person interested in the property proceeded against must filed an affidavit of interest before being allowed to appear. It was probably intended that owners having clear interests in the property, should be allowed to appear at any time before judgment without an affidavit, while other persons whose interest is not so manifest should be bound to prove their right to appear by affidavit."
Η αιτήτρια όπως έχει αναφερθεί είναι εξ αποφάσεως πιστωτής με συμφέρον άμεσο επί του εκπλειστηριάσματος του πλοίου. Οι καθ' ων η αίτηση επίσης επιδιώκουν με την αγωγή τους λήψη απόφασης εναντίον του εν λόγω εκπλειστηριάσματος. Δεν είναι δυνατόν στο στάδιο αυτό και μέσα στα πλαίσια της παρούσας αίτησης να εξεταστεί η ουσία είτε της αγωγής είτε της παρέμβασης. Ούτε είναι δυνατό να εξεταστεί η μεταξύ των δύο πλευρών σειρά προτεραιότητας επί του εκπλειστηριάσματος, κάτι που θα καθοριστεί μόνο κατόπιν επιτυχίας των εναγόντων στην αγωγή. Οι τυχόν επιπτώσεις της παρέμβασης στη διαδικασία ή προσθήκης διαδίκου επί της πορείας της αγωγής, δεν εξετάζεται στα πλαίσια της αίτησης (Chantiers et Ateliers Du Maroc v. του Πλοίου "Cattle Trail One" (1997) 1 Α.Α.Δ. 950).
Ως προς την υπεράσπιση που μπορεί να εγείρει ο παρεμβαίνων, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση "The Byzantion" [1922] L.T. 756 στη σελ. 759:
"It follows that the intervener cannot set up defences unless they are defences which the owner could set up. If the suit is one which the plaintiff could, if the owner appeared, maintain in rem against the ship, because the owner was liable in a suit in rem, the plaintiff can maintain it in rem against the intervener. The position of the intervener is, qua defence, the same as that of an owner who appears under protest, and the issue to be tried is the same as on a petition in protest".
Η αρχή που αναφέρεται πιο πάνω υιοθετήθηκε στην υπόθεση Anatoly v. Του πλοίου Ekaterinburg (2000) 1 Α.Α.Δ. 516 όπως προκύπτει από το πιο κάτω απόσπασμα στη σελ. 518:
«Έχω παραπεμφθεί σε σχέση με την αρχή αυτή στις αγγλικές αποφάσεις The Byzantion [1922] L.T.756 και The Lord Strathcona [1925] p.143. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αρχή αυτή ισχύει και ρυθμίζει τη θέση του παρεμβαίνοντα στη διαδικασία εφόσον η φιλοσοφία η οποία διέπει την παρέμβαση είναι ότι ο παρεμβαίνων παρεμβαίνει για να υπερασπίσει τα συμφέροντα του αλλά στα πλαίσια στα οποία θα μπορούσε να υπάρξει κάτι τέτοιο στη σχέση με την όλη υπεράσπιση της αγωγής. Επομένως εκεί όπου ο εναγόμενος δεν θα είχε διαθέσιμη κάποια υπεράσπιση δεν είναι δυνατό και για τον παρεμβαίνοντα ο οποίος είναι κατ' επέκταση που υπεισέρχεται στην αγωγή, να εγείρει τέτοια υπεράσπιση.»
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η αιτία αγωγής των καθ' ων η αίτηση είναι «αναληθής, εικονική και πλασματική», αποτελεί υπεράσπιση η οποία δυνητικά θα μπορούσε να προβληθεί από το εναγόμενο πλοίο. [Θεμελή ν. Ρυμουλκού Ελπίδα (πιο πάνω)]. Δεν είναι ορθό σε αυτό το στάδιο να εξεταστεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί εικονικότητας των συμφωνιών δανείων και των υποθηκών των καθ' ων η αίτηση. Άλλωστε, πρόσωπα το συμφέρον των οποίων επί του εκπλειστηριάσματος είναι ξεκάθαρο, όπως στην παρούσα περίπτωση, μπορούν να εμφανιστούν ακόμη και χωρίς ένορκο δήλωση.
Ως προς το χρόνο υποβολής της αίτησης, ο Καν. 35 δεν παρέχει οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό. Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η αιτήτρια έλαβε γνώση της αγωγής ενωρίτερα και παρέλειψε να αντιδράσει. Το γεγονός ότι όλες οι αγωγές εναντίον του συγκεκριμένου πλοίου ορίζοντο την ίδια ημέρα και ότι η αιτήτρια αντιπροσωπεύετο από τους ίδιους δικηγόρους που αντιπροσώπευαν την εταιρεία Delaford Trading Ltd δεν οδηγεί, άνευ άλλου, σε συμπέρασμα ότι ο χρόνος καταχώρησης της αίτησης αγγίζει τα όρια της κατάχρησης των διαδικασιών του Δικαστηρίου. Από τη στιγμή που οι καθ' ων η αίτηση δεν προχώρησαν στην έκδοση απόφασης και δεν υπήρξε εσκεμμένη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης, δεν δικαιολογείται η απόρριψη της γι' αυτό το λόγο.
Συνακόλουθα η αίτηση για αναθεώρηση επιτυγχάνει. Παρέχεται δικαίωμα στους αιτητές να εμφανίζονται στην αγωγή 8/2012 ως παρεμβαίνοντες.
Αναφορικά με τα έξοδα η διαταγή που εκδόθηκε από τον αδελφό μας Δικαστή ακυρώνεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι στην πορεία της αγωγής ενώ τα έξοδα της αίτησης για αναθεώρηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Η αίτηση για αναθεώρηση επιτρέπεται με έξοδα. Θα παρασχεθεί δικαίωμα στους αιτητές να εμφανιστούν στην αγωγή 8/2012 ως παρεμβαίνοντες.