ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A336
(2014) 1 ΑΑΔ 983
20 Mαΐου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
1. LINDA ELIZABETH WENDLING,
2 ANDREAS JOHN ALFRED WENDLING,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ELERI TRADING LTD,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 22/2010)
Συμβάσεις ― Σύμβαση πώλησης ακινήτου ― Ειδική εκτέλεση ― Διέπεται από τον περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232 ― Κατά πόσο ένα διάταγμα για ειδική εκτέλεση σύμβασης πώλησης ακινήτου μπορεί να εκτελεστεί με αίτηση παρακοής για την υποβολή σε τιμωρία του υπόχρεου αντισυμβαλλόμενου.
Νομολογία ― Δικαστικό προηγούμενο ― Αρχή της δεσμευτικότητας ― Όχι μόνο αποτελεί πηγή δικαίου, αλλά συμβάλλει τα μέγιστα στη βεβαιότητα του.
Νομολογία ― Δικαστικό προηγούμενο ― Απόκλιση ― Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας ή η εφαρμογή αδιαμφισβήτητα εσφαλμένης αρχής δικαίου ή στις περιπτώσεις που το δικαστικό προηγούμενο αν εφαρμοστεί οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα, μπορούν να τη δικαιολογήσουν.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε σε αίτηση που είχαν προωθήσει για παρακοή διατάγματος που είχε εκδοθεί εναντίον των εφεσιβλήτων.
Με αυτό είχαν διαταχθεί να προβούν εντός καθορισθείσας προθεσμίας στην άμεση μεταβίβαση επ' ονόματι των εφεσειόντων, διαμερίσματος που οι τελευταίοι είχαν αγοράσει από τους εφεσίβλητους.
Οι εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση στην αίτηση παρακοής και ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων ότι το ακίνητο είναι βεβαρημένο με υποθήκες οι οποίες προηγούνταν του επίδικου πωλητηρίου εγγράφου με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η μεταβίβασή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη την Έκθεση Απαίτησης, στην οποία γινόταν αναφορά για κατάθεση της Συμφωνίας στο Κτηματολόγιο, έκρινε ότι το επίδικο εκ συμφώνου διάταγμα εξεδόθη κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 232, όπως αυτό ίσχυε προτού καταργηθεί.
Έκρινε ωστόσο τελικώς ότι η αίτηση για παρακοή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, καθότι λανθασμένα στηρίχθηκε στο Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960) και ότι με βάση την υπόθεση Flower κ.ά. ν. X"Ιωάννου κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 770, η μη συμμόρφωση σε διάταγμα μεταβίβασης ακινήτου ρυθμιζόταν από τον περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232 και δεν μπορεί να εξαναγκαστεί κάποιος σε συμμόρφωση με διάταγμα παρακοής.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Ήταν εσφαλμένη η σχετική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθ' ότι στην υπόθεση Flower (ανωτέρω) στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόταν ρητά ότι το διάταγμα εκδιδόταν για σκοπούς «ειδικής εκτέλεσης» ενώ στην υπό εκδίκαση υπόθεση καμία απολύτως αναφορά περί «ειδικής εκτέλεσης» δεν γινόταν στο διάταγμα.
β) Ο δικαστικός λόγος της υπόθεσης Flower, στηρίζεται σε θεμελιώδες λάθος που οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα και από τον οποίο το Εφετείο θα μπορούσε να αποστεί.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Λόγω της οιονεί ποινικής φύσης της διαδικασίας παρακοής σε δικαστικό διάταγμα, απαιτείται όπως το διάταγμα είναι σαφές ως προς το τι ζητείται από το καθ' ου η αίτηση πρόσωπο να πράξει, ώστε να υπάρξει συμμόρφωση.
2. Στην προκειμένη περίπτωση το διάταγμα που εκδόθηκε δεν ήταν καθόλου σαφές. Αφού οι εφεσείοντες, όπως ισχυρίζονταν, ήθελαν να εξασφαλίσουν διάταγμα που να υποχρέωνε τους εφεσίβλητους να άρουν τις υφιστάμενες υποθήκες ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη μεταβίβαση του ακινήτου, όφειλαν να διατυπώσουν το διάταγμα με τον κατάλληλο τρόπο, προσδιορίζοντας με σαφήνεια την πράξη ή πράξεις στις οποίες όφειλαν οι εφεσίβλητοι να συμμορφωθούν.
3. Αντί αυτού, ζήτησαν και αποδέχθηκαν την έκδοση ενός γενικού διατάγματος στο οποίο με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εισαχθεί όρος για άρση υποθηκών.
4. Με βάση τα νομολογηθέντα, εάν γίνει δεκτό ότι ένα διάταγμα για ειδική εκτέλεση σύμβασης πώλησης γης μπορεί να εκτελεστεί με εξαναγκασμό αυτής της μορφής, δηλαδή της τιμωρίας του υπόχρεου αντισυμβαλλόμενου, το αποτέλεσμα θα ήταν η ποινικοποίηση κατ' ουσίαν μιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς, παρά την προβλεπόμενη ειδική νομοθετική ρύθμιση.
5. Αδιαμφισβήτητα, η διαδικασία που εν προκειμένω επέλεξαν να ακολουθήσουν οι εφεσείοντες, παρά τον αστικό χαρακτήρα της, συνιστά οιονεί ποινική διαδικασία, αποβλέπουσα στην τιμωρία του παραβάτη.
6. Η υπόθεση Flower δεν μπορούσε να διακριθεί από την παρούσα.
7. Στην προκειμένη δεν έπεισαν ότι πληρούνταν οποιεσδήποτε από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο.
8. Ως προς την πρόκληση αδικίας, δεν δημιουργείτο καταφανής αδικία σε βάρος των εφεσειόντων, αφού εάν σκοπός τους ήταν η άρση των υποθηκών, όφειλαν να το είχαν προσδιορίσει ρητώς στο δικαστικό διάταγμα που είχε εκδοθεί.
9. Πέραν τούτου, οι εφεσείοντες, όπως υποδείχθηκε από τη νομολογία, είχαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο το δικαίωμα με τις κατάλληλες δικαστικές διαδικασίες, να ακυρώσουν τη σύμβαση και να διεκδικήσουν επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσαν και αποζημιώσεις ή να επιδιώξουν με το κατάλληλο δικαστικό διάβημα να εξαναγκάσουν τους εφεσίβλητους να άρουν κάθε εμπόδιο ώστε να ανοίξει ο δρόμος για ειδική εκτέλεση.
10. Θα μπορούσαν ακόμη, εάν θεωρούσαν ότι ήταν πιο πρόσφορο για τους ίδιους, να επιδιώξουν να εξαλείψουν οι ίδιοι την υποθήκη και να διεκδικήσουν στη συνέχεια αποζημιώσεις από τους εφεσίβλητους.
Η έφεση απορρίφθηκε. Εκδόθηκε διαταγή όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Flower κ.ά. ν. X"Ιωάννου κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 770,
Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1(E) A.A.Δ. 750,
Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309,
Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366,
Σάντη ν. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 585,
Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,
Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 416,
Investylia Public Company Ltd v. Tσεριώτη κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 614,
Νικολάου ν. Νικολάου κ.α. (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338,
Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σωκράτους, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5856/04), (ημερομηνίας 16/11/2009).
Π. Κυπριανού, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Ζαβαλλής, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔικαστHριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες αγόρασαν από τους Εφεσίβλητους ένα διαμέρισμα στον Άγ. Τύχωνα και τη σχετική Συμφωνία την κατέθεσαν στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, με αριθμό φακέλου πώλησης Ε363/1999.
Οι Εφεσίβλητοι δεν συμμορφώθηκαν με τα συμφωνηθέντα και δεν μεταβίβασαν το διαμέρισμα όπως είχε συμφωνηθεί. Μετά από αγωγή των Εφεσειόντων, στις 5.7.2005, εξεδόθη εναντίον των Εφεσιβλήτων εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο διατάχθηκαν να προβούν μέχρι την 31.12.2005, στην άμεση μεταβίβαση του συγκεκριμένου διαμερίσματος στο όνομα των Εφεσειόντων. Σύμφωνα με την οπισθογράφηση του διατάγματος, εάν οι Εφεσίβλητοι αμελούσαν να συμμορφωθούν, θα υπόκειντο σε σύλληψη και η περιουσία τους σε κατάσχεση.
Αντίγραφο του διατάγματος επιδόθηκε στις 11.10.2005 στους Εφεσίβλητους (Εταιρεία) και στις 18.10.2006 και 30.3.2007 προσωπικά στη Γραμματέα της Εταιρείας, Φρειδερίκη Γιαγκοπούλου.
Οι Εφεσίβλητοι δεν συμμορφώθηκαν με το διάταγμα, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να καταχωρήσουν εναντίον τους δύο αιτήσεις, ημερ. 14.6.2006 και 8.5.2007, ζητώντας την τιμωρία τους για παρακοή του διατάγματος. Οι δύο αιτήσεις αποσύρθηκαν προτού εκδικαστούν.
Στις 28.1.2009 καταχωρίστηκε νέα αίτηση για τιμωρία των Εφεσιβλήτων, εφόσον αυτοί συνέχιζαν να μην συμμορφώνονται με το διάταγμα. Συγκεκριμένα επιζητείτο διάταγμα το οποίο να διατάσσει τους Εφεσίβλητους «μέσω των διευθυντών τους, Ελένη Γιαγκοπούλου και Χαρίτα Γιαγκοπούλου, καθώς και τις ίδιες προσωπικά» όπως δείξουν λόγο γιατί να μην τιμωρηθούν.
Οι Εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση αμφισβητώντας, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα της επίδοσης της αίτησης. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι: (α) οι Εφεσείοντες ουδέποτε ειδοποίησαν τους Εφεσίβλητους να μεταβούν στο Κτηματολόγιο για να μεταβιβάσουν το ακίνητο, (β) ότι το ακίνητο είναι βεβαρημένο με υποθήκες οι οποίες προηγούντο του επίδικου πωλητηρίου εγγράφου με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η μεταβίβασή του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα της επίδοσης του διατάγματος, έκρινε ότι στην εταιρεία έγινε επίδοση στις 11.10.2005 μέσω της γραμματέως της. Βρήκε όμως ότι δεν έγινε προσωπική επίδοση στις δύο διευθύντριες των Εφεσιβλήτων, εναντίον των οποίων επίσης στρεφόταν η αίτηση, όπως θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Ως εκ τούτου κατέληξε ότι δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει η αίτηση εναντίον τους. Όμως ως προς την Εφεσίβλητη εταιρεία έκρινε ότι η επίδοση μέσω της γραμματέως της ήταν νόμιμη.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζοντας τη δεύτερη ένσταση των Εφεσιβλήτων και έχοντας υπόψη την παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης, στην οποία γινόταν αναφορά για κατάθεση της Συμφωνίας στο Κτηματολόγιο, έκρινε ότι το επίδικο εκ συμφώνου διάταγμα εξεδόθη κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 232, όπως αυτό ίσχυε προτού καταργηθεί. Όμως, τελικά έκρινε ότι η αίτηση για παρακοή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, καθότι λανθασμένα στηρίχθηκε στο Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960) και ότι με βάση την υπόθεση Flower κ.ά. ν. X"Ιωάννου κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 770 η μη συμμόρφωση σε διάταγμα μεταβίβασης ακινήτου ρυθμιζόταν από τον περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232 και δεν μπορεί να εξαναγκαστεί κάποιος σε συμμόρφωση με διάταγμα παρακοής.
Οι Εφεσείοντες με την έφεσή τους θεωρούν εσφαλμένη την πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για τιμωρία των Εφεσιβλήτων. Περαιτέρω ζητούν όπως το Εφετείο διακρίνει την Flower καθότι εκεί αναφερόταν ρητά ότι το διάταγμα εκδίδετο για σκοπούς «ειδικής εκτέλεσης» ενώ στην υπό εκδίκαση υπόθεση καμία απολύτως αναφορά περί «ειδικής εκτέλεσης» δεν γίνεται στο διάταγμα. Διαζευκτικά μας κάλεσε να αποστούμε από το δικαστικό λόγο της Flower, καθότι στηρίζεται σε θεμελιώδες λάθος το οποίο οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα.
Δύο είναι τα κρίσιμα ερωτήματα που εγείρονται:- (α) Κατά πόσον οι Εφεσίβλητοι με το να συγκατανεύσουν στην έκδοση του διατάγματος ημερ. 5.7.2005 για ειδική εκτέλεση, εξυπακούεται ότι ανέλαβαν και υποχρέωση να άρουν την υφιστάμενη υποθήκη και (β) κατά πόσον οι πρόνοιες του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011 (Ν. 81(Ι)/2011), ο οποίος αντικατέστησε το Κεφ. 232, το οποίο και καταργήθηκε, συντρέχουν παράλληλα με τη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου να επιβάλει κυρώσεις στους Εφεσίβλητους για την παρακοή του διατάγματος και ιδιαίτερα της κατ' ισχυρισμό τεκμαιρόμενης ανάληψης υποχρέωσης για άρση της υφιστάμενης υποθήκης.
Ως προς το πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι αρνητική. Λόγω της οιονεί ποινικής φύσης της διαδικασίας παρακοής σε δικαστικό διάταγμα, απαιτείται όπως το διάταγμα είναι σαφές ως προς το τι ζητείται από το καθ' ου η αίτηση πρόσωπο να πράξει, ώστε να υπάρξει συμμόρφωση. Τόσο το λεκτικό του διατάγματος, όσο και οι όροι του, θα πρέπει να προσδιορίζονται με ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε ο καθ' ου η αίτηση να γνωρίζει επακριβώς τι έχει να αντιμετωπίσει. Η αίτηση για παρακοή προσλαμβάνει το χαρακτήρα οιονεί κατηγορίας και η απόδειξη της υπόκειται στους αυστηρούς κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος (βλ. Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1(E) A.A.Δ.750, Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 και Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366).
Στην προκειμένη περίπτωση το διάταγμα που εκδόθηκε δεν ήταν καθόλου σαφές. Αφού οι Εφεσείοντες, όπως ισχυρίζονται, ήθελαν να εξασφαλίσουν διάταγμα που να υποχρέωνε τους Εφεσίβλητους να άρουν τις υφιστάμενες υποθήκες ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη μεταβίβαση του ακινήτου, όφειλαν να διατυπώσουν το διάταγμα με τον κατάλληλο τρόπο, προσδιορίζοντας με σαφήνεια την πράξη ή πράξεις στις οποίες όφειλαν οι Εφεσίβλητοι να συμμορφωθούν. Αντί αυτού, ζήτησαν και αποδέχθηκαν την έκδοση ενός γενικού διατάγματος στο οποίο με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εισαχθεί όρος για άρση υποθηκών. Αυτό εξάλλου έχει πολύ ορθά υποδειχθεί και από το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 11 της απόφασής του, στην οποία αναφέρει ότι «ενδεχομένως μια διαφορετική διατύπωση του διατάγματος να ήταν πιο πρόσφορη και ενδεικνυόμενη».
Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο ερώτημα, κατά πόσο οι πρόνοιες του Νόμου που αφορά σε ειδική εκτέλεση συμφωνίας για πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας συντρέχουν παράλληλα με τη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου να επιβάλει κυρώσεις για παρακοή σε διάταγμα για μεταβίβαση της ακίνητης ιδιοκτησίας.
Το ίδιο ακριβώς ερώτημα ηγέρθηκε στην υπόθεση Flower κ.ά. ν. Χ"Ιωάννου κ.ά., ανωτέρω, όπου τον Απρίλη του 2005 οι Εφεσίβλητοι δέχθηκαν και εκδόθηκε εκ συμφώνου «διάταγμα διατάσσον τους εναγομένους να μεταβιβάσουν το επίδικο διαμέρισμα στους ενάγοντες εντός 8 μηνών». Επειδή ούτε στην αγωγή ούτε στο διάταγμα γινόταν λόγος για ειδική εκτέλεση, οι Εφεσείοντες για να διασφαλίσουν τη θέση τους, το Σεπτέμβριο του 2005 ζήτησαν τροποποίηση του παρακλητικού της αγωγής, καθώς και των διαταγμάτων ημερ. 5.4.2005 δια της προσθήκης της φράσης «για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης», έτσι ώστε να καταστεί, κατά την αντίληψή τους, δυνατή η προώθηση στο Κτηματολόγιο της διαδικασίας που προβλεπόταν στο Κεφ. 232, όπως ίσχυε τότε. Το Δικαστήριο επέτρεψε την τροποποίηση. Οι αγοραστές όταν αποτάθηκαν στο Κτηματολόγιο για προώθηση της διαδικασίας, διαπίστωσαν ότι το κτήμα ήταν βεβαρυμένο με προγενέστερη υποθήκη που συνιστούσε εμπόδιο στην προώθηση της ειδικής εκτέλεσης. Ως εκ τούτου, οι αγοραστές επανήλθαν στο Δικαστήριο ζητώντας όπως επιβληθεί ποινή στους πωλητές για ανυπακοή του διατάγματος Απριλίου 2005, όπως τροποποιήθηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως ένα διάταγμα για ειδική εκτέλεση δεν μπορεί να εκτελεστεί με εξαναγκασμό επειδή στην ουσία θα συνιστούσε ποινικοποίηση μιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς, παρά την προβλεπόμενη στο Νόμο ειδική ρύθμιση. Μετά από έφεση, το Εφετείο αποφάσισε ότι η διαδικασία της παρακοής ως οιονεί ποινική διαδικασία αποβλέπουσα σε τιμωρία του παραβάτη, σαφώς βρίσκεται εκτός των ορίων που καθορίζεται από την ειδική νομοθεσία, Κεφ. 232. Παραθέτουμε το σχετικό σκεπτικό του Εφετείου από την υπόθεση Flower (σελ. 774), το οποίο ο δικηγόρος των Εφεσειόντων μας κάλεσε να μην ακολουθήσουμε:-
«Η νομολογία επιβεβαιώνει επίσης ότι δικαίωμα επί της γης δημιουργείται μόνο στην περίπτωση που η πώληση ακινήτου γίνεται με γραπτή σύμβαση η οποία εγγράφεται στο Κτηματολόγιο, βάσει των προνοιών του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232, και τότε μόνο, ο αγοραστής αποκτά δικαίωμα (in rem) επί του ακινήτου το οποίο (δικαίωμα), μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ειδικής εκτέλεσης. Η εγγραφή της σύμβασης στο Κτηματολόγιο βάσει των προνοιών του Κεφ. 232 συνιστά, εν πάση περιπτώσει, κώλυμα στη διάθεση του ακινήτου από τον ιδιοκτήτη προς οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Στην Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718, υιοθετήθηκε η θέση ότι εφόσον το θέμα ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο, οι αρχές της επιείκειας υποχωρούν. (Βλ. επίσης Δρυάδης κ.ά. ν. Καλησπέρα (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 881, Χρίστου κ.ά. ν. Γεωργίου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 940.) Στην Δρυάδης (ανωτέρω) αντιδιαστέλλονται επίσης οι σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 232 από το Άρθρο 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Η διαδικασία που εδώ επέλεξαν οι εφεσείοντες προκειμένου να επιτύχουν την ειδική εκτέλεση της σύμβασης για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος από τους εφεσίβλητους σαφώς βρίσκεται εκτός των ορίων που καθόρισε η νομολογία ενόψει της αποκλειστικά ειδικής ρύθμισης του θέματος με βάση τον περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232. Ορθά διαπιστώνει ο πρωτόδικος δικαστής πως αν γίνει δεκτό ότι ένα διάταγμα για ειδική εκτέλεση σύμβασης πώλησης γης μπορεί να εκτελεστεί με εξαναγκασμό αυτής της μορφής, δηλαδή της τιμωρίας του υπόχρεου αντισυμβαλλόμενου, το αποτέλεσμα θα ήταν η ποινικοποίηση κατ' ουσίαν μιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς, παρά την προβλεπόμενη ειδική νομοθετική ρύθμιση. Αδιαμφισβήτητα, η διαδικασία που εν προκειμένω επέλεξαν να ακολουθήσουν οι εφεσείοντες, παρά τον αστικό χαρακτήρα της, συνιστά οιωνεί ποινική διαδικασία, αποβλέπουσα στην τιμωρία του παραβάτη. (Βλ. Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309.)»
Επί του ίδιου θέματος εκδόθηκε πρόσφατα και η απόφαση Σάντη ν. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 585, στην οποία το Εφετείο ακολουθώντας τα όσα αποφασίστηκαν στην Flower, ανωτέρω, επίσης απέρριψε την αίτηση για παρακοή, παρά το ότι τα γεγονότα της αποτελούσαν κλασσικό παράδειγμα αποφυγής προνοιών δικαστικού διατάγματος, χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων για διάκριση της Flower, ως εκ του γεγονότος ότι εκεί αναφερόταν ρητά ότι το διάταγμα για μεταβίβαση εκδίδετο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, ενώ στην υπό εκδίκαση υπόθεση δεν υπήρχε τέτοια πρόνοια, αλλά δεν συμφωνούμε ότι αυτή η διαφορά είναι τόσο σημαντική ώστε να αποτελέσει λόγο για διαφοροποίηση της Flower. Το σημαντικό και το ουσιώδες είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις εκδόθηκε διάταγμα ειδικής εκτέλεσης η οποία συντελείται με τη μεταβίβαση της περιουσίας μέσω του Κτηματολογίου. Επομένως σε κάθε περίπτωση εμπλέκονται οι πρόνοιες του περί Ειδικής Εκτέλεσης Νόμου.
Από τη στιγμή που δεν μπορεί η Flower να διακριθεί από την παρούσα, το μόνο που απομένει είναι η διαζευκτική εισήγηση του κ. Κυπριανού για να αποστούμε από το δικαστικό λόγο της Flower και της Σάντη.
Ενόψει της εκ πρώτης όψεως αδικίας που φαίνεται να δημιουργείται στους Εφεσείοντες, αναλώσαμε πολύ από τον χρόνο μας εξετάζοντας εάν πρέπει να αποστούμε. Μετά από πολλές συζητήσεις, εξ' ου και η καθυστέρηση που παρατηρείται στην έκδοση της απόφασης, καταλήξαμε ότι όπως είναι συνταγμένο το συγκεκριμένο διάταγμα δεν υπάρχει τρόπος ούτε να διαφοροποιηθούμε, ούτε και να αποστούμε.
Όμως και αν ακόμη κρίναμε ότι θα έπρεπε να αποστούμε, έχουμε υποχρέωση να βεβαιωθούμε ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται από τη νομολογία. Όπως αναφέρθηκε σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 416 και πιο πρόσφατα στην Investylia Public Company Ltd v. Tσεριώτη κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 614 η αρχή της δεσμευτικότητας του δικαστικού προηγούμενου αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες του δικαιϊκού μας συστήματος αφού όχι μόνο αποτελεί πηγή δικαίου, αλλά συμβάλλει τα μέγιστα στη βεβαιότητα του δικαίου που θα πρέπει να ενυπάρχει σε κάθε κράτος δικαίου. Όπως ορίζεται από τη νομολογία, προηγούμενες αποφάσεις των δικαστηρίων θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές και μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας ή η εφαρμογή αδιαμφισβήτητα εσφαλμένης αρχής δικαίου ή στις περιπτώσεις που το δικαστικό προηγούμενο αν εφαρμοστεί οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα, μπορεί να δικαιολογήσει απόκλιση (βλ. Νικολάου ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338 και Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77).
Στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες δεν μας έχουν πείσει ότι πληρούνται οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Ως προς την πρόκληση αδικίας, στην οποία έδωσε ιδιαίτερη σημασία ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, έχουμε ήδη εξηγήσει ότι καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της αίτησης για παρακοή αποτέλεσε το λεκτικό του διατάγματος. Με αυτό ως δεδομένο, δεν θεωρούμε ότι δημιουργείται καταφανής αδικία σε βάρος των Εφεσειόντων, αφού όπως εξηγήσαμε, εάν σκοπός τους ήταν η άρση των υποθηκών, όφειλαν να το είχαν προσδιορίσει ρητώς στο δικαστικό διάταγμα που είχε εκδοθεί. Πέραν τούτου, οι Εφεσείοντες, όπως υποδείχθηκε και στην υπόθεση Σάντη, ανωτέρω, είχαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο το δικαίωμα με τις κατάλληλες δικαστικές διαδικασίες, να ακυρώσουν τη σύμβαση και να διεκδικήσουν επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσαν και αποζημιώσεις ή να επιδιώξουν με το κατάλληλο δικαστικό διάβημα να εξαναγκάσουν τους Εφεσίβλητους να άρουν κάθε εμπόδιο ώστε να ανοίξει ο δρόμος για ειδική εκτέλεση. Θα μπορούσαν ακόμη, εάν θεωρούσαν ότι ήταν πιο πρόσφορον για τους ίδιους, να επιδιώξουν να εξαλείψουν οι ίδιοι την υποθήκη και να διεκδικήσουν στη συνέχεια αποζημιώσεις από τους Εφεσίβλητους. Δεν επέλεξαν οποιαδήποτε από τις πιο πάνω μεθόδους, αλλά επέμειναν στη διεκδίκηση διατάγματος για ειδική εκτέλεση, έξω όμως από τα πλαίσια που καθορίζει η ειδική επί του θέματος νομοθεσία. Σημειώνουμε ότι για παρόμοιους λόγους το Ανώτατο Δικαστήριο στη Σάντη, ανωτέρω, αρνήθηκε να αποκλίνει από τη Flower, υποδεικνύοντας υπό μορφή καταληκτικού σχολίου τις πιο πάνω υπαλλακτικές ενέργειες στις οποίες θα μπορούσε να προβεί ο εκεί Εφεσείοντας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ενόψει της συνεχόμενης συμπεριφοράς των Καθ' ων η αίτηση να μην υλοποιούν τα συμφωνηθέντα, θεωρούμε πιο δίκαιο να μην επιδικάσουμε οποιαδήποτε έξοδα, αλλά να αφήσουμε την κάθε πλευρά να πληρώσει τα δικά της έξοδα για την έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται. Εκδίδεται διαταγή όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.