ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2014:D328

(2014) 1 ΑΑΔ 974

16 Μαΐου, 2014

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

S.N.K. EXCLUSIVE PROPERTIES LTD KAI THN ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΑΥΤΗΣ ΚΩΣΤΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΠΥΡΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΔΙ' ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ

CERTIORARI, PROHIBITION KAI MANDAMUS,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TON ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΦΟΡΩΝ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΓΕΝΙΚΩΝ) ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ

ΚΔΠ 314/2001, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 48-51 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 95(Ι)/2000, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 218(1), 230-236 ΚΑΙ 236 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ - ΚΕΦ. 113,

 

ΚΑΙ

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30(1) ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝ. ΥΠ. 636/2012 ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 7/4/2014 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΙ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΙΤΗΤΕΣ - ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΚΛΗΘΗΚΑΝ ΣΕ ΑΠΟΛΟΓΙΑ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 76/2014)

 

 

Προνομιακά εντάλματα Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari, για την ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση ― Απορριπτική κατάληξη ― Επιδιωκόταν ουσιαστικά ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εφαρμοστέες αρχές ― Σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις θα δοθεί η άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος, ή θα χορηγηθεί το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Νομική πλάνη ― Δεν είναι αρκετό να υπάρχει σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή ― Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας των στοιχείων ή της μαρτυρίας.

 

Οι αιτητές, αιτήθηκαν την παραχώρηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari, για την ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκδόθηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο σε ποινική υπόθεση, ως επίσης και Prohibition, που θα απαγόρευσε τη συνέχιση της  εκδίκασης της εν λόγω ποινικής υπόθεσης.

 

Με βάση τα πραγματικά γεγονότα η εταιρεία S.N.K. Exclusive Properties Ltd και οι αιτητές, οι οποίοι είναι οι διευθυντές της,  ήταν οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 αντίστοιχα στην ως άνω ποινική υπόθεση, στην οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες για παράλειψη καταβολής Φ.Π.Α. και των σχετικών επιβαρύνσεων, υποβολής φορολογικών δηλώσεων.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του, τους κάλεσε σε απολογία όσον αφορούσε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, θεωρώντας ότι παρά το διορισμό εκκαθαριστή, οι αιτητές εξακολουθούσαν να είναι εγγεγραμμένοι αξιωματούχοι της εταιρείας και να έφεραν την ευθύνη την οποία ειδικές νομοθετικές διατάξεις τους επέβαλλαν.

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

Υπήρξε υπέρβαση δικαιοδοσίας και νομική πλάνη καθότι, το Επαρχιακό Δικαστήριο:

 

(α) κάλεσε τους αιτητές σε απολογία, καίτοι δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις και

 

(β) προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής την οποία έκρινε «αξιόπιστη και επαρκή για να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η ευθύνη της υπό εκκαθάριση εταιρείας» και εμμέσως των αιτητών, από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, κατά παράβαση της πάγιας νομολογίας.

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Αυτό που επιδιωκόταν ουσιαστικά ήταν ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η ορθότητα όμως της απόφασης κρίνεται μόνο στα πλαίσια αναθεώρησης από το Εφετείο.

2.  Ειδικότερα για το ζήτημα της διαπίστωσης της ποινικής ευθύνης της εταιρείας, εναντίον της οποίας η υπόθεση προχώρησε σε απόδειξη, από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως - ζήτημα που βρισκόταν στο επίκεντρο των θέσεων και των εισηγήσεων των αιτητών - δεν συναγόταν οποιαδήποτε υπέρβαση εξουσίας ή εμφανής νομική πλάνη.

3.  Περαιτέρω, το Άρθρο 175 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, παρέχει διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο να ρυθμίζει την πορεία της ενώπιον του διαδικασίας, φτάνει η σχετική ενέργεια του να μην είναι ασυμβίβαστη με τις πρόνοιες του νόμου.

4.  Ακόμη και αν στοιχειοθετείτο, πάνω σ' αυτή τη βάση - της υπέρβασης εξουσίας ή της εμφανούς νομικής πλάνης - εκ πρώτης όψεως ζήτημα, οι αιτητές είχαν στη διάθεση τους, στον κατάλληλο χρόνο, το ένδικο μέσο της έφεσης.

5.  Ζητήματα δίκαιης δίκης αποτελούν αντικείμενο εξέτασης στο τέλος μιας δικαστικής διαδικασίας και εδώ δεν είχε ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

6.  Το γεγονός ότι η ενδιάμεση απόφαση δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο έφεσης σ' εκείνο το στάδιο δεν εσήμαινε ότι οι αιτητές έμεναν χωρίς θεραπεία. Όπως και κάθε άλλη ενδιάμεση απόφαση η οποία επενεργεί στο αποτέλεσμα, μπορούσε να προβληθεί για την ακύρωση εφέσιμης απόφασης.

7.  Απουσίαζαν δε και οι εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί νομολογιακά που θα δικαιολογούσαν απόκλιση από τον γενικό κανόνα, ώστε παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας να δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας λόγω συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965,

 

Μαρκίδης κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

 

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,

 

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109,

 

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2004) 1 Α.Α.Δ. 1516,

 

Attorney-General of the Republic v. Morphitis (1975) 2 C.L.R. 138,

 

Base Metal Trading Ltd v. Fαstact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535.

 

Αίτηση.

 

Α. Παπαχαραλάμπους, με Φρ. Χατζηχάννα και Α. Αναστασίου, για τους Αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι αιτητές, Κώστας Αντωνίου και Σπύρος Σπύρου, ζητούν την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αποταθούν για την έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων (α) Certiorari, για την ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 7.4.2014 στην ποινική υπόθεση με αριθμό 636/2012 και (β) Prohibition, το οποίο να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να συνεχίσει την εκδίκαση της εν λόγω ποινικής υπόθεσης. Τρίτο αίτημα των αιτητών για ένταλμα τύπου mandamus με το οποίο να διατάσσεται ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, αποσύρθηκε κατά τη συζήτηση της αίτησης ενώπιον μου.

 

Τα γεγονότα, στο βαθμό και την έκταση που μας αφορούν για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, όπως προκύπτουν από την έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, είναι τα ακόλουθα: Η εταιρεία S.N.K. Exclusive Properties Ltd (στο εξής «η εταιρεία») και οι αιτητές, οι οποίοι είναι οι διευθυντές της, είναι οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 αντίστοιχα στην ως άνω ποινική υπόθεση, στην οποία αντιμετωπίζουν κατηγορίες για παράλειψη καταβολής Φ.Π.Α. (1η κατηγορία), παράλειψη καταβολής των σχετικών επιβαρύνσεων (2η κατηγορία) και παράλειψη υποβολής φορολογικών δηλώσεων (3η, 4η και 5η κατηγορία), κατά παράβαση προνοιών του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν.95(Ι)/2000). Η εταιρεία διώκεται ως το υποκείμενο στο Φ.Π.Α. πρόσωπο και οι αιτητές ως οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι της. Στα αρχικά στάδια εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου όλοι οι κατηγορούμενοι εκπροσωπούνταν από δικηγόρους. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας απεσύρθησαν οι δικηγόροι της εταιρείας και η υπόθεση, όσον αφορά σε αυτήν, προχώρησε σε απόδειξη. Εκκρεμούσης δε της διαδικασίας, η υπόθεση αναστάληκε σε ό, τι αφορά τον κατηγορούμενο 4, εκκαθαριστή της εταιρείας, ο οποίος απαλλάγηκε από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Να σημειωθεί ότι οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι αιτητές αφορούν σε χρονικές περιόδους πριν η εταιρεία τεθεί υπό εκκαθάριση.

 

Όταν η κατηγορούσα αρχή έκλεισε την υπόθεση της, οι δικηγόροι των αιτητών εισηγήθηκαν πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των πελατών τους όσον αφορά την 1η και τη 2η κατηγορία για να κληθούν σε υπεράσπιση, για το λόγο ότι από την 1.7.2011, που η εταιρεία τέθηκε υπό το καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης και διορίστηκε ως εκκαθαριστής ο πρώην κατηγορούμενος 4, οι αιτητές έπαυσαν να διευθύνουν και να ελέγχουν την εταιρεία και να ευθύνονται για τις υποθέσεις της.  Συνεπώς, όταν στις 29.9.2011 ειδοποιήθηκαν για τις βεβαιώσεις του οφειλόμενου Φ.Π.Α., δεν είχαν οποιαδήποτε δυνατότητα συμμόρφωσης ή αντίδρασης. Παραπέμποντας στις πρόνοιες του Άρθρου 48(2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν.95(Ι)/2000 (εφεξής «ο Νόμος»), εισηγήθηκαν  περαιτέρω ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν όπως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υποκείμενο στο Φ.Π.Α. πρόσωπο τελεί υπό εκκαθάριση, στην προκείμενη περίπτωση η εταιρεία, η προβλεπόμενη από το εδάφιο (1) του Άρθρου 48 του Νόμου ευθύνη των αξιωματούχων του μεταφέρεται στον εκκαθαριστή.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 7.4.2014 αναφέρει, σε ό, τι αφορά την εταιρεία, πως η μαρτυρία που προσήγαγε η κατηγορούσα αρχή, ανέδειξε παραδεκτά και ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Η μαρτυρία αυτή κρίθηκε από το δικαστήριο ως «αξιόπιστη και επαρκής για να αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας» η ευθύνη της εταιρείας, σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, ενώ υπενθύμισε παράλληλα πως σε σχέση με την εταιρεία, η κατηγορούσα αρχή προχώρησε σε απόδειξη. Απέρριψε δε την εισήγηση των αιτητών, τους οποίους κάλεσε σε απολογία όσον αφορά όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, θεωρώντας ότι παρά το διορισμό εκκαθαριστή, οι αιτητές εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένοι αξιωματούχοι της εταιρείας και να φέρουν την ευθύνη την οποία ειδικές νομοθετικές διατάξεις τους επιβάλλουν. Σημείωσε παράλληλα πως ο βεβαιωθείς ως οφειλόμενος από την εταιρεία φόρος, αφορά σε φορολογικές περιόδους κατά τις οποίες μόνοι αξιωματούχοι της εταιρείας ήταν οι αιτητές, ενώ η δυνάμει του Άρθρου 48(1) του Νόμου  ευθύνη των αιτητών σε σχέση με το εν λόγω οφειλόμενο ποσό, προσδίδει σε αυτούς το δικαίωμα και το έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα και το κύρος τέτοιας βεβαίωσης. Σημείωσε ακόμη ότι παρά το γεγονός ότι η εταιρεία τελούσε υπό εκκαθάριση οι αιτητές, ως υφιστάμενοι αξιωματούχοι της, διατηρούν κατάλοιπο εξουσίας, που τους επιτρέπει σε περίπτωση αδράνειας του εκκαθαριστή, να επιδιώξουν την προστασία των συμφερόντων της εταιρείας.

 

Οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η παρούσα αίτηση είναι η υπέρβαση δικαιοδοσίας και η νομική πλάνη καθότι, όπως αναφέρεται στην έκθεση, το Επαρχιακό Δικαστήριο:

 

(α)  κάλεσε τους αιτητές σε απολογία, καίτοι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, η νομολογία και οι σχετικοί κανονισμοί. Οι αιτητές διατείνονται ειδικότερα ότι διοικητικός σύμβουλος μιας υπό εκκαθάριση εταιρείας παύει να θεωρείται υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο από την ημερομηνία έγκρισης του ψηφίσματος για εκκαθάριση της εταιρείας, ενώ η όποια ποινική ευθύνη του περιορίζεται μέχρι την ημερομηνία εκείνη. Η δε διαπίστωση του δικαστηρίου, με βάση το πιστοποιητικό διευθυντών (Τεκμήριο 5) ότι οι αιτητές διατηρούν το αξίωμα τους μέχρι σήμερα, αντιβαίνει στις βασικές αρχές του δικαίου για εκκαθαρίσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι όποιες εξουσίες των διοικητικών συμβούλων καταργούνται «άπαξ και διαπαντός εφόσον καταργείται η καθ' αυτή νομική υπόσταση της ίδιας της εταιρείας». Αμφισβητείται και η ύπαρξη οποιουδήποτε κατάλοιπου εξουσίας στους διευθυντές της υπό εκκαθάριση εταιρείας·

 

(β)  προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής την οποία έκρινε «αξιόπιστη και επαρκή για να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η ευθύνη της υπό εκκαθάριση εταιρείας» και εμμέσως των αιτητών, από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, κατά παράβαση της πάγιας νομολογίας ότι στο στάδιο αυτό το έργο του δικαστηρίου δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας.  Δοσμένου δε του ευρήματος περί ενοχής της εταιρείας από το στάδιο αυτό ως το νομικό πρόσωπο φέρον την αρχική και κύρια ευθύνη (βλ. Άρθρο 48 του Ν. 95(Ι)/2000), ακολουθεί πως η απορρέουσα ευθύνη των  διευθυντών είναι πλέον «μη αναστρέψιμη». Επιπλέον, το δικαστήριο απεφάνθη περί της ύπαρξης «έννομου συμφέροντος» σε σχέση με την αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης επιβολής φορολογίας χωρίς ο νόμος να αναγνωρίζει στο Επαρχιακό Δικαστήριο τέτοιο δικαίωμα.

 

Τα πιο πάνω υποστήριξαν και ανάπτυξαν ενώπιον μου οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών με αναφορά σε νομολογία και αυθεντίες. Σε ερώτηση του δικαστηρίου κατά πόσο υπάρχει οποιαδήποτε δικονομική ή άλλη πρόνοια η οποία εμποδίζει την προώθηση και ολοκλήρωση διαδικασίας εναντίον ενός κατηγορούμενου εκκρεμούσης της διαδικασίας εναντίον συγκατηγορούμενου, προβλήθηκε η θέση ότι το θέμα ανάγεται σε θέμα δίκαιης δίκης, με την υπόδειξη ότι στην προκείμενη περίπτωση «είναι μονόδρομος πλέον η κατάληξη του δικαστηρίου».

 

Όπως είναι καλά γνωστό το προνομιακό ένταλμα είναι εξαιρετικό μέτρο, η δε αίτηση για χορήγηση προνομιακού εντάλματος εξετάζεται πάντοτε με φειδώ. Ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο για την ύπαρξη «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» και/ή την ύπαρξη «συζητήσιμης υπόθεσης» που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. H διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116). Εκεί και όπου στη διάθεση του αιτητή υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες που ενδεχομένως να υπάρχουν για έγκριση της αίτησης στην ουσία εξαφανίζονται και η αίτηση απορρίπτεται ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί η άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος, ή θα χορηγηθεί το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (Βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).

 

Έχοντας εξετάσει με προσοχή την αίτηση και τα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των αιτητών, αφήνεται η εντύπωση, ότι αυτό που επιδιώκεται ουσιαστικά είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η ορθότητα όμως της απόφασης κρίνεται μόνο στα πλαίσια αναθεώρησης από το Εφετείο. Τη διάκριση επισημαίνει εύστοχα ο Basu στο σύγγραμμα Commentary on the Constitution of India, 3ος τόμος, σελ. 583:

 

«While appeal is a remedy for correcting an erroneous decision (whether on fact or non law), the writ of certiorari does not issue to correct a mere erroneous decision or irregularity in procedure except where the error is one of law which is apparent on the face of the record or it constitutes a denial of natural justice.»

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, Volume 11, σελ. 62, § 119:-

 

«Where the proceedings are regular upon their face and the inferior tribunal had jurisdiction, the superior court will not grant the order of certiorari on the ground that the inferior tribunal had misconceived a point of law. When the inferior tribunal has jurisdiction to decide a matter, it cannot (merely because it incidentally misconstrues a statute, or admits illegal evidence, or rejects legal evidence, or misdirects itself as to the weight of the evidence, or convicts without evidence) be deemed to exceed or abuse its jurisdiction.»

 

(Βλ επίσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2004) 1 Α.Α.Δ. 1516).

 

Ειδικότερα για το ζήτημα της διαπίστωσης της ποινικής ευθύνης της εταιρείας, εναντίον της οποίας η υπόθεση προχώρησε σε απόδειξη, από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως - ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο των θέσεων και των εισηγήσεων των αιτητών - δεν έχω ικανοποιηθεί ότι συνάγεται οποιαδήποτε υπέρβαση εξουσίας ή εμφανής νομική πλάνη. Θα πρέπει συναφώς να σημειωθεί ότι δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοδήποτε δικονομικό εμπόδιο αναφορικά με τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης της εταιρείας σε αυτό το στάδιο. Περαιτέρω, το Άρθρο 175 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, παρέχει διακριτική εξουσία στο δικαστήριο να ρυθμίζει την πορεία της ενώπιον του διαδικασίας, φτάνει η σχετική ενέργεια του να μην είναι ασυμβίβαστη με τις πρόνοιες του νόμου. Θα πρέπει να υπενθυμιστεί επίσης, σε ό, τι αφορά την νομική πλάνη, πως δεν είναι αρκετό να υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας των στοιχείων ή της μαρτυρίας, που δεν είναι η περίπτωση μας. Εν πάση περιπτώσει ακόμη και αν στοιχειοθετείτο, πάνω σ' αυτή τη βάση - της υπέρβασης εξουσίας ή της εμφανούς νομικής πλάνης - εκ πρώτης όψεως ζήτημα, οι αιτητές έχουν στη διάθεση τους, στον κατάλληλο χρόνο, το ένδικο μέσο της έφεσης (βλ. Attorney-General of the Republic v. Morphitis (1975) 2 C.L.R. 138 - έφεση λόγω υπέρβασης εξουσίας στο «εκ πρώτης όψεως» στάδιο ποινικής υπόθεσης). Στην προκείμενη περίπτωση, αν το Επαρχιακό Δικαστήριο διέπραξε οποιοδήποτε λάθος, δικονομικό ή άλλο, υπερέβη ή δεν άσκησε σωστά την εξουσία του ή δεν διαφύλαξε τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης για τους αιτητές, αυτά είναι ζητήματα που μπορούν να εγερθούν κατ' έφεση, στο κατάλληλο στάδιο. Άλλωστε δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι ζητήματα της δίκαιης δίκης αποτελούν αντικείμενο εξέτασης στο τέλος μιας δικαστικής διαδικασίας και εδώ δεν έχει ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι η ενδιάμεση απόφαση δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο έφεσης στο παρόν στάδιο δεν σημαίνει ότι οι αιτητές μένουν χωρίς θεραπεία. Όπως και κάθε άλλη ενδιάμεση απόφαση η οποία επενεργεί στο αποτέλεσμα, μπορεί να προβληθεί για την ακύρωση εφέσιμης απόφασης.   Ελλείπουν δε και οι εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί νομολογιακά, που θα δικαιολογούσαν απόκλιση από τον γενικό κανόνα, ώστε παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας να δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας λόγω συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535). Παρατηρώ συναφώς ότι οι λόγοι που οι αιτητές προβάλλουν ως συνιστούντες ειδικές περιστάσεις είναι, κυρίως, λόγοι για τους οποίους αξιώνεται η άδεια. Οι δε υποθέσεις των αιτητών ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο θα τους επιβάλει ποινή στερητικής της ελευθερίας ή για άλλες «δυσμενείς επιπτώσεις», σε περίπτωση που προχωρήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία ενώπιον του, δεν συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο