ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:D224
(2014) 1 ΑΑΔ 745
28 Μαρτίου, 2014
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 155.4 ΚΑΙ 12(2) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΙ
ΧΑΡΗ ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/2/2014
ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
ΑΡ. 27459/2008,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,
Καθ' ου η Αίτηση.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Δεν χορηγείται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί δυνάμει κατηγορητηρίου ούτε για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν με έφεση ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Οι αιτητές επιδίωξαν προωθώντας σχετική αίτηση, την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, προκειμένου να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους από τις Κεντρικές Φυλακές όπου βρίσκονταν, εκτίοντας, έκαστος συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε μηνών.
Τους είχαν επιβληθεί για συγκεκριμένα αδικήματα, ύστερα από καταδίκη τους στην ιδιωτική ποινική υπόθεση αρ. 27459/2008, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Οι τρεις κατηγορίες τις οποίες οι αιτητές αντιμετώπισαν στην πιο πάνω υπόθεση, αφορούσαν στο αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης ισάριθμων επιταγών. Τις ίδιες κατηγορίες αντιμετώπισε, συγχρόνως, και η εκδότρια εταιρεία των εν λόγω επιταγών, ως κατηγορούμενη 1.
Ουσιαστικά, οι οδηγίες αφορούσαν πέντε, συνολικά, επιταγές, περιλαμβανομένων και των τριών που αναφέρονται πιο πάνω. Τις είχε εκδώσει στις 7.7.2008 η προαναφερθείσα εταιρεία προς την ιδιώτη κατήγορο εταιρεία, ενεργώντας, πάντοτε, μέσω των αιτητών. Όλες οι επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες και πληρωτέες σε διαφορετική ημερομηνία η κάθε μια.
Όταν η πρώτη επιταγή κατέστη πληρωτέα, στις 25.8.2008, κατατέθηκε στην τράπεζα, όμως, με δεδομένη την προηγηθείσα εντολή, δεν κατέστη δυνατή η εξόφλησή της. Το ίδιο συνέβηκε, στην πορεία του χρόνου, και για τον ίδιο ακριβώς λόγο, σε σχέση και με τις υπόλοιπες τέσσερις επιταγές. Η εταιρεία, προς την οποία αυτές είχαν εκδοθεί δεν περίμενε να καταστούν όλες πληρωτέες και, στις 11.9.2008, καταχώρισε την ιδιωτική ποινική υπόθεση 16981/2008 σε σχέση με την πρώτη επιταγή, για το αδίκημα που προβλέπεται στο Άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, της πρόκλησης της μη εξόφλησης επιταγής. Αυτή στρεφόταν τόσο εναντίον της εκδότριας εταιρείας όσο και εναντίον των διευθυντών της, δηλαδή των αιτητών στην παρούσα αίτηση. Κατόπιν ακρόασης, κρίθηκαν όλοι ένοχοι και τους επιβλήθηκε ποινή προστίμου, αφού το ποσό που αντιπροσώπευε η επιταγή είχε, στο μεταξύ, εξοφληθεί.
Στη συνέχεια, καταχωρίστηκε, στις 4.10.2008, δεύτερη ιδιωτική ποινική υπόθεση, για την επόμενη στη σειρά προς εξόφληση επιταγή, για το ίδιο αδίκημα που αναφέρεται πιο πάνω, η οποία, όμως, απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε ότι αυτή αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Ακολούθησε η καταχώριση άλλων τριών ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων, μία για κάθε επιταγή από τις υπόλοιπες τρεις, οι οποίες, όμως, συμπτύχθηκαν, στη συνέχεια, σε μία, με τη συμπερίληψη των κατηγοριών των δύο υποθέσεων στο κατηγορητήριο της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης 27459/2008. Είναι η υπόθεση στην οποία οι αιτητές καταδικάστηκαν και τους επιβλήθηκε η προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Το γεγονός της γραπτής ανάκλησης της πληρωμής των πέντε εν λόγω επιταγών, στις 21.8.2008, ουσιαστικά, αποτελούσε μία και μοναδική πράξη, για την οποία οι αιτητές είχαν, ήδη, τιμωρηθεί στα πλαίσια της προηγούμενης ποινικής υπόθεσης 16981/2008. Στην υπόθεση αυτή, αφού οι αιτητές κρίθηκαν ένοχοι, τους επιβλήθηκε ποινή προστίμου. Για το λόγο αυτό, δεν ήταν νομικά επιτρεπτό να τιμωρηθούν εκ νέου,
β) Υπό το φως της πρόνοιας Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντάς τους ποινή στην υπόθεση 27459/2008, ουσιαστικά, υπερέβη την εξουσία του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προείχε η εξέταση του ζητήματος κατά πόσο αυτό μπορούσε να γίνει στα πλαίσια αίτησης για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, με προοπτική την απόδοση της θεραπείας αυτής.
2. Προκύπτει από σχετική νομολογία η αρχή, ότι το ένταλμα Habeas Corpus δεν χορηγείται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί δυνάμει κατηγορητηρίου ούτε για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν με έφεση.
3. Το διαφορετικό συνταγματικό δικαίωμα, το οποίο οι αιτητές ισχυρίζονταν ότι είχε εν προκειμένω παραβιαστεί, και τα διαφορετικά γεγονότα της υπόθεσης αυτής, σε συσχετισμό με τις συναφείς καθοδηγητικές αποφάσεις από τη νομολογία, δεν την τοποθετούσαν, χωρίς άλλο, εκτός της εμβέλειας της πιο πάνω καθιερωθείσας αρχής.
4. Με βάση τις νομολογημένες αρχές, το ένδικο μέσο προσβολής μιας τέτοιας υπέρβασης, υπό περιστάσεις όπως οι προαναφερθείσες, είναι η έφεση, εντελώς αποκλειομένης της διαδικασίας έκδοσης προνομιακού εντάλματος habeas corpus. Η διαπίστωση αυτή, οδηγούσε σε αποτυχία της αίτησης.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργιάδης (Αρ. 3) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1455,
Συμιανός (2005) 1 Α.Α.Δ. 932.
Αίτηση.
Ν. Κληρίδης, μαζί με Αλ. Αλεξάνδρου, για τους Αιτητές.
Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
Αιτητές παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, οι αιτητές αξιώνουν την έκδοση εντάλματος habeas corpus, προκειμένου να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους από τις Κεντρικές Φυλακές, όπου βρίσκονται εκτίοντας συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε μηνών ο καθένας. Τους έχουν επιβληθεί στις 11.2.2014, για συγκεκριμένα αδικήματα, μετά από καταδίκη τους στις 31.10.2013, στην ιδιωτική ποινική υπόθεση αρ. 27459/2008, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Οι κατηγορίες τις οποίες οι αιτητές αντιμετώπιζαν στην πιο πάνω υπόθεση, τρεις τον αριθμό, αφορούσαν το αδίκημα της πρόκλησης της μη εξόφλησης ισάριθμων επιταγών, δυνάμει του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Τις ίδιες κατηγορίες αντιμετώπισε, συγχρόνως, και η εκδότρια εταιρεία των εν λόγω επιταγών, ως κατηγορούμενη 1. Όπως διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, οι αιτητές, ως διευθυντές της, είχαν, αρχικά, ενεργήσει για την έκδοση των προαναφερθέντων επιταγών και, ακολούθως, έδωσαν γραπτές οδηγίες στην τράπεζα, επί της οποίας αυτές είχαν εκδοθεί, για τη μη εξόφλησή τους. Αυτό συνέβηκε στις 21.8.2008. Στην πραγματικότητα, οι οδηγίες αφορούσαν πέντε, συνολικά, επιταγές, περιλαμβανομένων και των τριών που αναφέρονται πιο πάνω. Τις είχε εκδώσει στις 7.7.2008 η προαναφερθείσα εταιρεία προς την ιδιώτη κατήγορο εταιρεία, ενεργώντας, πάντοτε, μέσω των αιτητών. Όλες οι επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες και πληρωτέες σε διαφορετική ημερομηνία η κάθε μια.
Όπως έχουν, περαιτέρω, τα γεγονότα, όταν η πρώτη επιταγή κατέστη πληρωτέα, στις 25.8.2008, κατατέθηκε στην τράπεζα, όμως, με δεδομένη την προηγηθείσα εντολή, δεν κατέστη δυνατή η εξόφλησή της. Το ίδιο συνέβηκε, στην πορεία του χρόνου, και για τον ίδιο ακριβώς λόγο, σε σχέση και με τις υπόλοιπες τέσσερις επιταγές. Η εταιρεία, όμως, προς την οποία αυτές είχαν εκδοθεί δεν περίμενε να καταστούν όλες πληρωτέες και, στις 11.9.2008, καταχώρισε την ιδιωτική ποινική υπόθεση αρ. 16981/2008 σε σχέση με την πρώτη επιταγή, για το αδίκημα που προβλέπεται στο Άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, της πρόκλησης της μη εξόφλησης επιταγής. Αυτή στρεφόταν τόσο εναντίον της εκδότριας εταιρείας όσο και εναντίον των διευθυντών της, δηλαδή των αιτητών στην παρούσα αίτηση. Μετά από ακρόαση, κρίθηκαν όλοι ένοχοι και τους επιβλήθηκε ποινή προστίμου, αφού το ποσό που αντιπροσώπευε η επιταγή είχε, στο μεταξύ, εξοφληθεί.
Στη συνέχεια, καταχωρίστηκε, στις 4.10.2008, δεύτερη ιδιωτική ποινική υπόθεση, για την επόμενη στη σειρά προς εξόφληση επιταγή, για το ίδιο αδίκημα που αναφέρεται πιο πάνω, η οποία, όμως, απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε ότι αυτή αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Ακολούθησε η καταχώριση άλλων τριών ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων, μία για κάθε επιταγή από τις υπόλοιπες τρεις, οι οποίες, όμως, συμπτύχθηκαν, στη συνέχεια, σε μία, με τη συμπερίληψη των κατηγοριών των δύο υποθέσεων στο κατηγορητήριο της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης 27459/2008. Είναι η υπόθεση στην οποία οι αιτητές καταδικάστηκαν και τους επιβλήθηκε η προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης.
Όπως εξελίχτηκαν τα γεγονότα, κατά το χρόνο που η τελευταία πιο πάνω υπόθεση ήταν ορισμένη σε σχέση με την ποινή, ο συνήγορος των αιτητών, εκτός από τις εισηγήσεις για μετριασμό της, υπέβαλε, πως, αν επιβαλλόταν σ' αυτούς ποινή, θα προκαλείτο παραβίαση της συνταγματικής αρχής ότι «Ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου διά την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος», Άρθρο 12.2 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, κάλεσε το Δικαστήριο να μην επιβάλει στους κατηγορουμένους, αιτητές, οποιαδήποτε ποινή. Η ευπαίδευτη δικαστής, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή της, απέρριψε την εισήγηση αυτή και επέβαλε στους αιτητές τις ποινές φυλάκισης που έχουν προαναφερθεί. Δεν ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης που αφορούσε την πιο πάνω πτυχή της υπόθεσης και, γενικά, κατά της ποινής. Εφεσιβλήθηκε μόνο η απόφαση σε σχέση με την καταδίκη. Η εκδίκαση της έφεσης αυτής εκκρεμεί.
Οι αιτητές επέλεξαν τη θεραπεία η οποία είναι δυνατό να αποδοθεί, αν και μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, με την έκδοση εντάλματος habeas corpus. Να σημειωθεί πως, σε προηγούμενα στάδια της εν λόγο ποινικής υπόθεσης, οι αιτητές είχαν, σε δύο περιπτώσεις, αποταθεί, ανεπιτυχώς, στο Ανώτατο Δικαστήριο, για έλεγχο της υπό εξέλιξη τότε διαδικασίας, με την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition. Αυτό συνέβηκε με τις Πολιτικές Αιτήσεις 4/2013 και 17/2014, οι οποίες αποφασίστηκαν στις 15.1.2013 και στις 5.2.2014, αντίστοιχα. Καμιά από αυτές τις δύο αποφάσεις έχει εφεσιβληθεί.
Επανερχόμενος στην παρούσα αίτηση, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε, κατά την αγόρευσή του, πως το γεγονός της γραπτής ανάκλησης της πληρωμής των πέντε εν λόγω επιταγών, στις 21.8.2008, ουσιαστικά, αποτελούσε μία και μοναδική πράξη, για την οποία οι αιτητές είχαν, ήδη, τιμωρηθεί στα πλαίσια της προηγούμενης ποινικής υπόθεσης 16981/2008. Υπενθυμίζεται πως, στην υπόθεση αυτή, αφού οι αιτητές κρίθηκαν ένοχοι, τους επιβλήθηκε ποινή προστίμου. Για το λόγο δε αυτό, όπως είναι περαιτέρω η εισήγησή του, δεν ήταν νομικά επιτρεπτό να τιμωρηθούν εκ νέου, υποδεικνύοντας, συναφώς, ότι, υπό το φως της πρόνοιας Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντάς τους ποινή στην υπόθεση 27459/2008, ουσιαστικά, υπερέβη την εξουσία του. Η ευπαίδευτη συνήγορος, η οποία εμφανίστηκε εκπροσωπώντας το Γενικό Εισαγγελέα, επικεντρώθηκε, ιδιαίτερα, στο θέμα της δυνατότητας επίκλησης της συγκεκριμένης προνομιακής θεραπείας και εισηγήθηκε ότι δε χωρεί ένταλμα habeas corpus σε σχέση με κατηγορούμενο ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή συνεπεία νόμιμης καταδίκης του, εκτίοντας ποινή φυλάκισης που του έχει επιβληθεί.
Κατ' αρχάς, θα πρέπει να λεχθεί πως δεν αποκλείεται, εκ προοιμίου, η διενέργεια δικαστικού ελέγχου σε σχέση με ποινή φυλάκισης, η οποία έχει επιβληθεί σε κατηγορούμενο πρόσωπο υπό περιστάσεις όπως οι ανωτέρω. Ωστόσο, δεδομένης της παρούσας διαδικασίας, προέχει η εξέταση του ζητήματος κατά πόσο αυτό μπορεί να γίνει στα πλαίσια αίτησης για έκδοση εντάλματος habeas corpus, με προοπτική την απόδοση της θεραπείας αυτής. Από τη νομολογία, η οποία αναφέρεται στο θέμα, ξεχωρίζουν οι υποθέσεις Γεωργιάδης (Αρ. 3) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1455 και Συμιανός (2005) 1 Α.Α.Δ. 932. Αφορούσαν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αιτητές, μετά που είχαν καταδικαστεί από το Κακουργιοδικείο και εξέτιαν τις ποινές φυλάκισης που τους είχαν επιβληθεί, υπέβαλαν αίτηση για habeas corpus, στη βάση ότι, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, είχαν παραβιαστεί συνταγματικά δικαιώματά τους. Στις συγκεκριμένες εκείνες περιπτώσεις, είχε ολοκληρωθεί και το στάδιο της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, γεγονός το οποίο αποτέλεσε πρόσθετο λόγο για την απόρριψη της αίτησης στην κάθε περίπτωση. Αυτές, όμως, είχαν κριθεί ως απαράδεκτες, κυρίως για το λόγο που αναφέρεται στο απόσπασμα από τη Συμιανός, ανωτέρω, στη σελίδα 935, όπου υιοθετείται και ο λόγος της Γεωργιάδης (Αρ. 3), πιο πάνω. Συγκεκριμένα, λέχθηκαν τα εξής:-
«Στα πλαίσια του προνομιακού εντάλματος habeas corpus δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητας δικαστικής απόφασης είτε του Κακουργιοδικείου είτε του Εφετείου, περιλαμβανομένης της νομιμότητας της σύνθεσης και λειτουργίας του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γεωργιάδης (Αρ. 3) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1455, στην οποία βασίσθηκε και ο αδελφός μας Δικαστής, όπου αμφισβητείτο η νομιμότητα και εγκυρότητα της όλης διαδικασίας, το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε (σ. 15), με αναφορά και στην Αγγλική νομολογία, ότι:
'..... το ένταλμα habeas corpus δεν χορηγείται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί δυνάμει κατηγορητηρίου. Και δεν χορηγείται για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν με έφεση.'»
Το διαφορετικό συνταγματικό δικαίωμα, το οποίο οι αιτητές ισχυρίζονται ότι έχει παραβιαστεί, εν προκειμένω, και τα διαφορετικά γεγονότα της υπόθεσης αυτής, δεν την τοποθετούν, χωρίς άλλο, εκτός της εμβέλειας της πιο πάνω καθιερωθείσας αρχής. Να σημειωθεί δε ότι το μόνο που ο συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε, συναφώς, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντας στους αιτητές ποινή, υπό το φως της πρόνοιας, ανωτέρω, του Άρθρου 12.2, υπερέβη την εξουσία του· δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε βοηθητική νομολογία και, δη, την προαναφερθείσα. Με δεδομένο, όμως, ότι αυτό είναι το εγειρόμενο θέμα, η πιο πάνω νομολογία, σαφώς, καταδεικνύει ότι το ένδικο μέσο προσβολής μιας τέτοιας υπέρβασης, υπό περιστάσεις όπως οι προαναφερθείσες, είναι η έφεση, αποκλείοντας εντελώς τη διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος habeas corpus. Η διαπίστωση αυτή, ασφαλώς, οδηγεί σε αποτυχία της αίτησης.
Στο σημείο αυτό, είναι, ίσως, χρήσιμο να παρατηρηθεί πως τα διάφορα διαβήματα, τα οποία οι αιτητές έλαβαν κατά τη διάρκεια της πορείας της υπό αναφορά ποινικής υπόθεσης, κατ' επίκληση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, όχι μόνο δεν οδήγησαν σε ταχεία διεκπεραίωση της εν λόγω ποινικής υπόθεσης, αλλά, όπως έχουν εξελιχθεί τα γεγονότα, στέρησαν, ίσως, από τους αιτητές τη δυνατότητα έγκαιρης προσβολής του γεγονότος της επιβολής σ' αυτούς ποινής, μέσω της έφεσης που εκκρεμεί.
Η αίτηση απορρίπτεται, με €400,00 έξοδα υπέρ του καθ' ου η αίτηση.
Η αίτηση απορρίπτεται.