ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2014:5
(2014) 1 ΑΑΔ 628
19 Μαρτίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Εφεσείων-Αιτητής
v.
ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΝΕΤΣΙΕΒΑ,
Εφεσίβλητης-Καθ'ης η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 36/2011)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Πατρότητα ― Αίτηση προσβολής εκούσιας αναγνώρισης τέκνου ― Νεοφανές σημείο ― Εκρίθη κατά πλειοψηφία από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ότι ο εφεσείων νομιμοποιείτο στην καταχώρηση της αίτησης ― Καλυπτόταν από το Άρθρο 4 της Σύμβασης, επί της Νομικής Καταστάσεως Εξώγαμων Τέκνων (Κυρωτικός Νόμος 50/1979) η οποία έχει αυξημένη ισχύ και προβάδισμα έναντι του εσωτερικού δικαίου ― Απόφαση μειοψηφίας ότι επαφίεται, στο εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλομένων μερών το ζήτημα των προσώπων ή αρχών που δύνανται να αμφισβητήσουν και να προσβάλουν εκούσια αναγνώριση.
Ο εφεσείων με αίτηση του στο Οικογενειακό Δικαστήριο, προσέβαλε τη εκούσια αναγνώριση τέκνου στην οποία είχε προβεί και ζήτησε ν' αναγνωρισθεί ότι δεν ήταν ο φυσικός και βιολογικός πατέρας του υιού της εφεσίβλητης, ο οποίος γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 20/1/09.
Γενετική εξέταση που έγινε μετά τη γέννηση του ανηλίκου, απέκλεισε τον εφεσείοντα από βιολογικό του πατέρα.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, η εκούσια αναγνώριση έγινε κάτω από έντονες απειλές και πίεση που υπέστη από την εφεσίβλητη, που είχαν ως αποτέλεσμα να μη ενεργήσει ως ένας μέσος συνετός άνθρωπος.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων/αιτητής, δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση της αίτησης. Η πρωτόδικη προσέγγιση στηρίχθηκε στα Άρθρα 17(4) και 18 του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91 ως τροποποιήθηκε).
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Με βάση νομολογία του Ελληνικού Αρείου Πάγου, αναγνωρίζεται το δικαίωμα προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης, λόγω πλάνης ή απάτης για την πατρότητα, καθώς και απειλής.
β) Το Άρθρο 4 της Σύμβασης επί της Νομικής Καταστάσεως Εξώγαμων Τέκνων την οποία υπέγραψε και κύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 50/1979, παρέχει τη δυνατότητα στον αιτητή να αιτείται ως η αίτηση του.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Παρπαρίνου Δ. συμφωνούντος και του Νικολάτου Δ.:
1. Η Σύμβαση επί της Νομικής Καταστάσεως Εξώγαμων Τέκνων την οποία υπέγραψε και κύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 50/1979, όπως είναι θεμελιωμένο έχει αυξημένη ισχύ, όχι υπό την έννοια της ανάκλησης οποιουδήποτε αντιφατικού με αυτή εσωτερικού δικαίου, αλλά υπό την έννοια ότι έχει αυξημένη ισχύ και προβάδισμα στην εφαρμογή της έναντι του εσωτερικού δικαίου.
2. Με βάση το Άρθρο 4 της Σύμβασης, «η εκουσία αναγνώρισις της πατρότητος δεν δύναται να καταπολεμήται ή να αμφισβητήται καθ' ον τρόπον προβλέπει το εσωτερικόν δίκαιον διά τας τοιαύτας διαδικασίας, εκτός εάν το πρόσωπον το οποίον επιδιώκη να προβή εις αναγνώρισιν ή το οποίον έχει προβή εις την αναγνώρισιν του τέκνου δεν είναι ο βιολογικός τούτου πατήρ».
3. Ο εφεσείων καλυπτόταν από το Άρθρο 4 της Σύμβασης, η οποία έχει αυξημένη ισχύ. Παρόλη την περί αντιθέτου πρόνοια - Άρθρο 17(4), 18 - του εσωτερικού νόμου, ο περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμος του 1991 (Ν. 187/91), ο εφεσείων νομιμοποιείτο στην προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης του εξώγαμου τέκνου που γεννήθηκε από την εφεσίβλητη ως ο μη βιολογικός πατέρας του.
4. Η σύμβαση ισχύει και για αναγνωρίσεις που έγιναν στην Κύπρο και όχι μόνο σε ξένες χώρες.
Β. Υπό Λιάτσου Δ.:
1. Αποκλειστικός προσανατολισμός της υπό αναφορά Σύμβασης είναι η προάσπιση των συμφερόντων των εξώγαμων τέκνων και η βελτίωση της νομικής κατάστασής τους.
2. Το Άρθρο 4 της Σύμβασης, δεν καθορίζει τα πρόσωπα στα οποία παρέχεται η δυνατότητα καταπολέμησης ή αμφισβήτησης εκούσιας αναγνώρισης πατρότητας. Προσδιορίζει μόνο, και κατά τρόπο περιοριστικό, τις περιπτώσεις όπου αυτό μπορεί να λάβει χώρα: Όταν, και μόνο, το πρόσωπο το οποίο επιδιώκει να προβεί στην αναγνώριση ή έχει ήδη προβεί, δεν είναι ο βιολογικός πατέρας.
3. Από το Άρθρο 4 της ερμηνευτικής / επεξηγηματικής έκθεσης (Explanatory Report) του Συμβουλίου της Ευρώπης σε σχέση με την υπό αναφορά Σύμβαση, η οποία δεν συνιστά εργαλείο για επακριβή ερμηνεία της Σύμβασης, αλλά προσφέρεται προς διευκόλυνση εφαρμογής των προνοιών που περιλαμβάνονται σε αυτή, προκύπτει ότι, επαφίεται στο εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλομένων μερών το ζήτημα των προσώπων ή αρχών που δύνανται να αμφισβητήσουν και να προσβάλουν εκούσια αναγνώριση.
4. Τα Άρθρα 17(4) και 18(1)(2)(3) των περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμων του 1991 - 2000, ο οποίος έπεται χρονολογικά της Σύμβασης, καθορίζουν τα πρόσωπα τα οποία δύνανται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να προσβάλουν εκούσια αναγνώριση, όπου αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά ο πατέρας.
5. Παρόμοιο δικαίωμα παρέχεται σε πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ο αληθινός πατέρας του τέκνου. Ο καθορισμός, δε, από το Άρθρο 19(1) του Νόμου προθεσμίας προσβολής της αναγνώρισης σε συνάρτηση με το χρόνο πληροφόρησης του Αιτητή για την πράξη αναγνώρισης, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ότι δεν μπορεί να καταπολεμάται η αναγνώριση από το πρόσωπο το οποίο προέβη σε εκούσια αναγνώριση.
6. Ως αποτέλεσμα, και στην απουσία ανάλογης νομοθετικής ρύθμισης, ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση αίτησης προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης στην οποία προέβη.
Η έφεση επιτράπηκε χωρίς έξοδα, καθ' ότι εκρίθη υπό νεοφανούς σημείου.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Malachtou v. Christodoulos G. Armeftis and Another (1987) 1 C.L.R. 207,
In re Charalambous (1987) 1 C.L.R. 427.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κούσιου, Δ. Οικ. Δικ.), (????Αίτηση Αρ. 11/09), ημερομηνίας 15/11/2011.
Χρ. Ν. Ματθαίου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος, με την οποία συμφωνώ. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων με αίτηση του στο Οικογενειακό Δικαστήριο ζητούσε ν' αναγνωρισθεί ότι δεν ήταν ο φυσικός και βιολογικός πατέρας του υιού της εφεσίβλητης, ο οποίος γεννήθηκε στη Λευκωσία την 20/1/09.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία οδήγησαν τον εφεσείοντα στην καταχώρηση της άνω αίτησης είναι περιληπτικά τ' ακόλουθα: Ο εφεσείων μεταξύ Ιανουαρίου 2008 μέχρι και Μάϊο 2009, διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις με την εφεσίβλητη. Η τελευταία την 20/1/09 γέννησε ένα αγόρι. Tρεις μήνες περίπου αργότερα, την 16/4/09 ο εφεσείων με την συναίνεση της εφεσίβλητης προέβη σε εκούσια αναγνώριση του μικρού αγοριού. Να σημειωθεί ότι μετά την αναγνώριση ο ανήλικος πήρε το όνομα και επίθετο του εφεσείοντα. Λίγο αργότερα λόγω αμφιβολιών που διατηρούσε ο εφεσείων αναφορικά με το κατά πόσο ο ανήλικος ήταν γνήσιο τέκνο του, κάλεσε την εφεσίβλητη και τον ανήλικο σε αιματολογικές εξετάσεις. Τελικά αυτό έγινε κατορθωτό την 11/6/10. Η γενετική εξέταση απέκλεισε τον εφεσείοντα από βιολογικό πατέρα του ανήλικου υπό αναφορά. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, η εκούσια αναγνώριση έγινε κάτω από έντονες απειλές και πίεση που υπέστη από την εφεσίβλητη που είχαν ως αποτέλεσμα να μη ενεργήσει ως ένας μέσος συνετός άνθρωπος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στηριζόμενο στα Άρθρα 17(4) και 18 του περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμου του 1991, (Ν. 187/91 ως τροποποιήθηκε) απέρριψε την αίτηση καθ' ότι ως έκρινε ο εφεσείων/αιτητής δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση της αίτησης, η οποία είχε ως σκοπό την προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης.
Ο εφεσείων προσβάλλει με δυο λόγους έφεσης την άνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα μεταξύ άλλων, στήριξε την επιχειρηματολογία του στην ελληνική νομολογία με αναφορά στην υποθ. αρ. 1783/2007 του Αρείου Πάγου, όπου αναγνωρίζεται το δικαίωμα προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης λόγω πλάνης ή απάτης για την πατρότητα, καθώς και απειλής. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι το Άρθρο 4 της Σύμβασης επί της Νομικής Καταστάσεως Εξώγαμων Τέκνων την οποία υπέγραψε και κύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 50/1979 (η Σύμβαση) παρέχει τη δυνατότητα στον αιτητή να αιτείται ως η αίτηση του.
Αντίθετη ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με αυτή η ελληνική νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην Κύπρο καθ' ότι εν αντιθέσει με το Κυπριακό Δίκαιο, το ελληνικό αναγνωρίζει την εκούσια αναγνώριση τέκνου ως δικαιοπραξία και ως τέτοια δύναται ν' ακυρωθεί λόγω πίεσης, απάτης κ.τ.λ.. Αυτά κατά το συνήγορο δεν ισχύουν στο Κυπριακό Δίκαιο καθ' ότι στην Κύπρο η εκούσια αναγνώριση ρυθμίζεται νομοθετικά.
Σε σχέση με το Άρθρο 4 της Σύμβασης ήταν η θέση του ότι αυτό δεν ισχύει στην υπό εξέταση υπόθεση καθ' ότι η Σύμβαση αναφέρεται μόνο σε αμφισβήτηση εκούσιας αναγνώρισης που γίνεται σε άλλη συμβαλλόμενη χώρα απ' αυτή όπου έγινε η αναγνώριση.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή τους δυο λόγους έφεσης, οι οποίοι συμπλέκονται και αφορούν την ύπαρξη ή μη δυνατότητας του μη βιολογικού πατέρα να αμφισβητήσει την εκούσια αναγνώριση πατρότητας εξώγαμου τέκνου. Εξετάσαμε επίσης τις θέσεις και επιχειρήματα που προώθησαν ενώπιον μας οι δυο ευπαίδευτοι συνήγοροι.
Η Σύμβαση, όπως είναι θεμελιωμένο έχει αυξημένη ισχύ, όχι υπό την έννοια της ανάκλησης οποιουδήποτε αντιφατικού με αυτή εσωτερικού δικαίου, αλλά υπό την έννοια ότι έχει αυξημένη ισχύ και προβάδισμα στην εφαρμογή της έναντι του εσωτερικού δικαίου. (βλ. Malachtou v. Armeftis a.o. (1987) 1 C.L.R. 207, In re Charalambous (1987) 1 C.L.R. 427).
Τ' ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ιn re Charalambous (άνω), σελ. 435 είναι άκρως διαφωτιστικό:
«This Convention, its application in the legal order of Cyprus and Article 169 of the Constitution were judicially considered in Civil Appeal No. 6616, Toulla G. Malachtou v. Christodoulos G. Armeftis and Another, unreported, taken by five Judges of this Court. It was held that the Convention has superior force and any incompatible provisions of the Municipal Law are not applicable. The law applicable is that set out in the Convention. The Convention prevails over an inconsistent law anterior or posterior, on the principle of lex superior derogate inferiori. The Convention has superior force, not in the sense of repealing the inconsistent law but in the sense of having superiority and precedence in its application."
Το Άρθρο 4 της Σύμβασης προβλέπει ως ακολούθως:
«Η εκουσία αναγνώρισις της πατρότητος δεν δύναται να καταπολεμήται ή να αμφισβητήται καθ' ον τρόπον προβλέπει το εσωτερικόν δίκαιον διά τας τοιαύτας διαδικασίας, εκτός εάν το πρόσωπον το οποίον επιδιώκη να προβή εις αναγνώρισιν ή το οποίον έχει προβή εις την αναγνώρισιν του τέκνου δεν είναι ο βιολογικός τούτου πατήρ.»
Για χάρη πληρότητας αναφέρονται και τα Άρθρα 17(4) και 18 του Ν. 187/91, επί των οποίων στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα.
«17. (4) Η εκούσια αναγνώριση δεν μπορεί να ανακληθεί.
Προσβολή της αναγνώρισης
18. (1) Το τέκνο και σε περίπτωση θανάτου οι κατιόντες του, δικαιούνται να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά ο πατέρας.
(2) Στην περίπτωση όπου η μητέρα έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα την αναγνώριση δικαιούνται να προσβάλουν οι γονείς της και στην περίπτωση του εδαφίου (3) του Άρθρου 16 ο παππούς ή η γιαγιά που δεν έχει προβεί στην αναγνώριση.
(3) Την εκούσια αναγνώριση δικαιούται να προσβάλει το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ο αληθινός πατέρας του τέκνου.»
Στην προκείμενη υπόθεση, ο εφεσείων καλύπτεται από το Άρθρο 4 της Σύμβασης, η οποία ως έχει αναφερθεί, έχει αυξημένη ισχύ και προβάδισμα έναντι του εσωτερικού δικαίου. Συνεπώς παρόλη την περί αντιθέτου πρόνοια - Άρθρο 17(4), 18 - του εσωτερικού νόμου, ο περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμος του 1991 (Ν. 187/91), ο εφεσείων νομιμοποιείται στην προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης του εξώγαμου τέκνου που γεννήθηκε την 20/1/2009 από την εφεσίβλητη ως ο μη βιολογικός πατέρας του.
Η σύμβαση ισχύει και για αναγνωρίσεις που έγιναν στην Κύπρο και όχι μόνο σε ξένες χώρες. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στη Σύμβαση που να το απαγορεύει αυτό.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα καθ' ότι κρίθηκε επί νεοφανούς σημείου. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της αίτησης από την ίδια Δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, η διαφωνία μου εστιάζεται στη διαφορετική προσέγγιση ως προς την ερμηνεία του Άρθρου 4 του περί της Συμβάσεως επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων (Κυρωτικού) Νόμου του 1979, Ν. 50/79 (η Σύμβαση).
Η Σύμβαση, όπως εντοπίζεται από το προοίμιό της, σκοπεύει στη βελτίωση της νομικής κατάστασης των εξωγάμων τέκνων δια του περιορισμού των υφισταμένων διαφορών μεταξύ της νομικής καταστάσεως τούτων και εκείνης των εν γάμω γεννηθέντων τέκνων. Συνεπώς, αποκλειστικός προσανατολισμός της υπό αναφορά Σύμβασης είναι η προάσπιση των συμφερόντων των εξώγαμων τέκνων και η βελτίωση της νομικής κατάστασής τους.
Το Άρθρο 4 της Σύμβασης έχει ως ακολούθως;
«Η εκούσια αναγνώρισις της πατρότητος δεν δύναται να καταπολεμήται ή να αμφισβητήται καθ' ον τρόπον προβλέπει το εσωτερικόν δίκαιον διά τας τοιάυτας διαδικασίας, εκτός εάν το πρόσωπον το οποίον επιδιώκη να προβή εις την αναγνώρισιν ή το οποίον έχει προβή εις την αναγνώρισιν του τέκνου δεν είναι ο βιολογικός τούτου πατήρ.»
Το πιο πάνω άρθρο δεν καθορίζει τα πρόσωπα στα οποία παρέχεται η δυνατότητα καταπολέμησης ή αμφισβήτησης εκούσιας αναγνώρισης πατρότητας. Προσδιορίζει μόνο, και κατά τρόπο περιοριστικό, τις περιπτώσεις όπου αυτό μπορεί να λάβει χώρα: Όταν, και μόνο, το πρόσωπο το οποίο επιδιώκει να προβεί στην αναγνώριση ή έχει ήδη προβεί, δεν είναι ο βιολογικός πατέρας.
Στην ερμηνευτική/επεξηγηματική έκθεση (Explanatory Report) του Συμβουλίου της Ευρώπης σε σχέση με την υπό αναφορά Σύμβαση, η οποία δεν συνιστά εργαλείο για επακριβή ερμηνεία της Σύμβασης, αλλά προσφέρεται προς διευκόλυνση εφαρμογής των προνοιών που περιλαμβάνονται σε αυτή, αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με το επίμαχο Άρθρο 4:
«24. This article preserves the possibility of opposing or contesting a voluntary recognition when the person seeking to recognise or who had recognised the child is not the biological father. It was noted that some states made use of the procedure of opposition, others made use of the procedure of contestation, while other states made use of both these procedures. For this reason the terms «opposed» or «contested» are both contained in Article 4.
25. The question of those persons or authorities who may oppose or contest a voluntary recognition is not dealt with by the Convention; this question is left to the internal law.»
Επαφίεται, λοιπόν, στο εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλομένων μερών το ζήτημα των προσώπων ή αρχών που δύνανται να αμφισβητήσουν και να προσβάλουν εκούσια αναγνώριση. Τα Άρθρα 17(4) και 18(1)(2)(3) των περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμων του 1991 - 2000 (ο Νόμος), ο οποίος έπεται χρονολογικά της Σύμβασης, είναι πλήρως εναρμονισμένα με τις σχετικές πρόνοιες της. Κατ' εφαρμογή του Άρθρου 4 της Σύμβασης, καθορίζουν τα πρόσωπα τα οποία δύνανται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να προσβάλουν εκούσια αναγνώριση, όπου αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά ο πατέρας. Παρόμοιο δικαίωμα παρέχεται σε πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ο αληθινός πατέρας του τέκνου. Ο καθορισμός, δε, από το Άρθρο 19(1) του Νόμου προθεσμίας προσβολής της αναγνώρισης σε συνάρτηση με το χρόνο πληροφόρησης του Αιτητή για την πράξη αναγνώρισης, δεν αφήνει περιθώρια σοβαρής αμφισβήτησης ότι δεν μπορεί να καταπολεμάται η αναγνώριση από το πρόσωπο το οποίο προέβη σε εκούσια αναγνώριση.
Ως αποτέλεσμα, και στην απουσία ανάλογης νομοθετικής ρύθμισης, ο Εφεσείων δε νομιμοποιείτο στην καταχώρηση της αίτησης, απώτερος σκοπός της οποίας είναι η προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης στην οποία προέβη. Γι' αυτόν τον λόγο και θα απέρριπτα την Έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα, καθ' ότι κρίνεται υπό νεοφανούς σημείου.