ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2014:A157

(2014) 1 ΑΑΔ 475

4 Μαρτίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

V.K.C. QUALITY INVESTMENTS LTD,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

 

v.

 

SHAMMUSI-DEEN ALABI SHITTA BEY,

 

Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 113/2012)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Διάταξη 6 Θ.6 ― Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ― Ενωσιακό Δίκαιο ― Κανονισμός 1393/2007 ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στη θεώρηση του ότι ήταν αναγκαία η επίδοση Ειδοποίησης Κλητηρίου και ότι η αποστολή αντιγράφου του Κλητηρίου παραβίαζε την Δ.6 Θ.6 ― Επέμβαση Εφετείου.

 

Ενωσιακό Δίκαιο ― Κανονισμός 1393/2007 ― Διαβίβαση δικαστικών και εξωδικαστικών εγγράφων μεταξύ των κρατών μελών ― Ο Κανονισμός υπερισχύει των εθνικών προνοιών που διέπουν το θέμα της επίδοσης.

 

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες, αφού εξασφάλισαν άδεια από Επαρχιακό Δικαστήριο, σφράγισαν ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο με το οποίο ενήγαγαν τον εναγόμενο, ο οποίος βρισκόταν εκτός δικαιοδοσίας, σε σχέση με παράβαση σύμβασης. Στη συνέχεια απέστειλαν αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος μεταφρασμένο στην αγγλική γλώσσα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, για να επιδοθεί στον εναγόμενο στην Ιρλανδία, σύμφωνα με τον Κανονισμό 1393/2007 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε και η σχετική Βεβαίωση Επίδοσης στάλθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στους εφεσείοντες.

 

Ο εναγόμενος δεν καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να καταχωρίσουν μονομερή αίτηση με την οποία αιτούνταν την έκδοση απόφασης εναντίον του εναγομένου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλούμενο τη Δ.6 Θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, έθεσε αυτεπάγγελτα θέμα κατά πόσο ορθά είχε επιδοθεί στον εναγόμενο αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος και όχι της Ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος.

 

Κατέληξε στη θέση ότι ήταν αναγκαία η επίδοση Ειδοποίησης Κλητηρίου και ότι η αποστολή αντιγράφου του Κλητηρίου παραβίαζε την Δ.6 Θ.6.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, οι πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν καταργούν τη Δ.6, Θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, έτσι ώστε να ετίθετο θέμα για το Επαρχιακό Δικαστήριο να πρέπει να εφαρμόσει Ευρωπαϊκή Νομοθεσία η οποία συγκρούεται με πρόνοιες του δικού μας Δικονομικού Δικαίου.

 

Θα έπρεπε, απεφάνθη, να είχαν τύχει εφαρμογής οι πρόνοιες της Δ.6, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία.

 

Η πιο πάνω κατάληξη αμφισβητήθηκε με έφεση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός υπερισχύει των εθνικών προνοιών που διέπουν το θέμα της επίδοσης. Σύμφωνα με το Άρθρο 4(2) του Ευρωπαϊκού Κανονισμού, η διαβίβαση δικαστικών εγγράφων γίνεται «με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο» εφόσον το περιεχόμενο των εγγράφων που παραλήφθηκε, συμπίπτει με τα έγγραφα που στάλθηκαν.

 

2.  Σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου, το Δικαστήριο προτού εκδώσει απόφαση θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι η επίδοση έγινε σύμφωνα με τον Κανονισμό.

 

3.  Στην προκειμένη περίπτωση η επίδοση έγινε και το κράτος μέλος που εκτέλεσε την επίδοση, βεβαίωσε ότι αυτή έγινε σύμφωνα με τον ΕΚ 1393/2007.

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος να προχωρήσει ex proprio motu σε λεπτομερή έρευνα ως προς τη νομιμότητα της επίδοσης και να αποδοθεί θεραπεία ex debito justitiae.

 

5.  Η εξέταση του θα έπρεπε να περιοριστεί στα πλαίσια του ΕΚ 1393/2007 και ιδιαίτερα του Άρθρου 19. Δεν το έπραξε όμως. Προσέγγισε το θέμα τυπολατρικά και περιοριστικά, αγνοώντας το φιλελεύθερο πνεύμα του ΕΚ 1393/2007.

 

6.  Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη θεώρηση  ότι ήταν αναγκαία η επίδοση Ειδοποίησης Κλητηρίου και ότι η αποστολή αντιγράφου του Κλητηρίου, παραβίαζε την Δ.6 Θ.6. Αυτή η προσέγγιση παραγνωρίζει την ύπαρξη του ενιαίου Ευρωπαϊκού χώρου και της ανάγκης για διασφάλιση της εσωτερικής αγοράς, που ήταν και ένας από τους πρωταρχικούς σκοπούς για τη θέσπιση του ΕΚ 1393/2007.

 

7.  Το γεγονός ότι όπως αναφέρθηκε πρωτοδίκως η Δ.6 Θ.6 δεν έχει τύχει οποιασδήποτε εξέτασης και αναπροσαρμογής ενόψει της εισαγωγής του ΕΚ 1393/2007, δεν θα έπρεπε να ανησυχήσει ιδιαίτερα το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον προείχε η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Εκδόθηκε διαταγή όπως η σχετική αίτηση για απόφαση, τεθεί προς εξέταση ενώπιον άλλου Δικαστή του ιδίου Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senh Dau κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1935,

 

HE.NI.PA. Estates Co Ltd v. Club Dido Gesmbh (1995) 1 C.L.R. 371.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3018/11), ημερομηνίας 1/3/2012.

 

Ε. Οικονόμου (κα) με Μ. Κουσιάππα (κα) για Α. Παπαλλή, για τους Εφεσείοντες.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔικαστHριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες-Ενάγοντες, αφού εξασφάλισαν άδεια από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, σφράγισαν ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο με το οποίο ενήγαγαν τον Εναγόμενο, ο οποίος βρισκόταν εκτός δικαιοδοσίας, σε σχέση με το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς διαμερίσματος που του πώλησαν. Στη συνέχεια απέστειλαν αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος μεταφρασμένο στην αγγλική γλώσσα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, για να επιδοθεί στον Εναγόμενο στην Ιρλανδία, σύμφωνα με τον Κανονισμό 1393/2007 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στις 12.12.2011 και η σχετική Βεβαίωση Επίδοσης ημερ. 19.12.2011 δυνάμει του πιο πάνω Κανονισμού στάληκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στους Εφεσείοντες.

 

Ο Εναγόμενος δεν καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να καταχωρίσουν μονομερή αίτηση με την οποία αιτούνταν την έκδοση απόφασης εναντίον του Εναγομένου. 

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, επικαλούμενη τη Δ.6 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, έθεσε αυτεπάγγελτα θέμα κατά πόσο ορθά είχε επιδοθεί στον Εναγόμενο αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος και όχι της Eιδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος. Η κα Κουσιάππα που εκπροσώπησε τους Εφεσείοντες, υποστήριξε πρωτοδίκως ότι ορθά και νόμιμα επιδόθηκε αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος στον Εναγόμενο δυνάμει του ΕΚ 1393/2007 και όχι Ειδοποίηση Κλητηρίου. Τόνισε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός μέσα στα πλαίσια στενότερης συνεργασίας, μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης, επιτρέπει την «απευθείας επίδοση» κλητηρίου σύμφωνα με τον ΕΚ 1393/2007 και ότι οι πρόνοιες της Δ.6 θ.6 υποχωρούν όπου εφαρμόζεται ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός. Η επίδειξη αβροφροσύνης με την έννοια της μη επέμβασης στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών, δεν ισχύει στην περίπτωση κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον σ' αυτή ισχύει ενιαίος δικαστικός χώρος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαφώνησε. Παραθέτουμε το ουσιαστικό μέρος του σκεπτικού του πρωτόδικου δικαστηρίου:-

 

«Εξετάζοντας το εγερθέν ζήτημα θα πρέπει να γίνει αναφορά στις πρόνοιες της Δ.6, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

 

«6. When the defendant is neither a British subject nor in British Dominions, notice of the writ, and not the writ itself, is to be served upon him. Such notice shall be in Form 6».

 

Έχοντας κατά νου την ερμηνεία που της δόθηκε από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ώστε αυτή να συνάδει με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε μη Κύπριους υπηκόους θα πρέπει να επιδίδεται ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος και όχι το ίδιο το κλητήριο ένταλμα όταν η επίδοση προς αυτούς θα πραγματοποιηθεί στο εξωτερικό και όχι στην Κύπρο.

 

Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Ε. Philippou Ltd v. Littner Hampton Ltd (1984) 1 C.L.R. 716 η επίδοση του κλητηρίου αντί της ειδοποίησης σε αλλοδαπό που βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δεν συνιστά απλή παρατυπία αλλά ακυρότητα και το Δικαστήριο οφείλει να την παραμερίσει ex debito justitiae.

 

..........................

 

Θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι προκειμένου για επίδοση σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υφίσταται πλέον η ανάγκη που οδήγησε στη ρύθμιση να επιδίδεται ειδοποίηση του κλητηρίου ως «μια διακρατική φιλοφρονητική χειρονομία» (βλ. Τηλέτυπος ΑΕ ν. Mega Channel Management Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1863, στη σελίδα 1865) ή με άλλα λόγια ότι δεν υφίστανται πλέον οι λόγοι που αποτέλεσαν την αιτιολογική βάση της Δ.6, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Ε. Philippou Ltd v. Littner Hampton Ltd (1984) 1 C.L.R. 716, στη σελίδα 726). Αναμφίβολα κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού στα πλαίσια της προσπάθειας υλοποίησης της ιδέας του ενιαίου Ευρωπαϊκού χώρου. Γεγονός, όμως παραμένει μέχρι σήμερα ότι η Δ.6, θ.6 δεν έχει τύχει οποιασδήποτε εξέτασης και αναπροσαρμογής υπό το φως των πιο πάνω νέων δεδομένων που η ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιφέρει.

 

Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω η αναγκαιότητα που επιβάλλεται μέσω της Δ.6, θ.6 για επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου και όχι του ίδιου του κλητηρίου σε περίπτωση που το πρόσωπο προς το οποίο θα επιδοθεί στο εξωτερικό δεν είναι Κύπριος πολίτης, δεν φαίνεται να έρχεται σε οποιαδήποτε σύγκρουση με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007, η χρησιμότητα του οποίου, επαναλαμβάνω, εστιάζεται στη διευκόλυνση της επίδοσης και στην εξασφάλιση της καλύτερης, ταχύτερης και ασφαλέστερης διαβίβασης μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδικαστικών εγγράφων που είναι δυνατόν να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

Να πω και κάτι άλλο. Οι πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού και η σχετική ερμηνεία τους δεν έχουν, ακόμη, αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από και επίλυσης κατά τρόπο αυθεντικό από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Η κατάληξη μου, επομένως, είναι ότι οι πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν καταργούν τη Δ.6, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έτσι ώστε να τίθεται θέμα για το παρόν Δικαστήριο να πρέπει να εφαρμόσει Ευρωπαϊκή Νομοθεσία η οποία συγκρούεται με πρόνοιες του δικού μας Δικονομικού Δικαίου.

 

Ως εκ τούτου θεωρώ ότι στην προκειμένη περίπτωση θα έπρεπε να είχαν τύχει εφαρμογής οι πρόνοιες της Δ.6, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.»

 

Αν και δεν αναφέρει ρητά τι απέγινε η αίτηση για απόφαση, φαίνεται ότι το Δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στη μη τροποποίηση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας μετά την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και στο θέμα της επίδοσης την οποία παρά την ύπαρξη Βεβαίωσης Επίδοσης δυνάμει του Κανονισμού 1393/2007, θεώρησε ότι δεν συνιστούσε απλή παρατυπία, αλλά παρατυπία που οδηγεί σε ακυρότητα «ex debito justitiae», όπως ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνούμε με τον τρόπο που προσέγγισε το όλο θέμα το πρωτόδικο δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει πρόσφατα ασχοληθεί με τον ΕΚ 1393/07 στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senh Dau κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1935. Βέβαια εκεί είχε επιδοθεί τόσο πιστό αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος, όσο και ειδοποίηση του κλητηρίου, αλλά τέθηκε το ευρύτερο θέμα της εφαρμογής της ΕΚ 1393/2007 σε σχέση με τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Εφετείο εξήγησε με αναφορά στο προοίμιο (1) ότι με τον ΕΚ 1393/2007 επιδιώκεται «η καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση» μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδικαστικών εγγράφων. Δεν θα επαναλάβουμε τα όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω απόφαση, αλλά θα περιοριστούμε να σημειώσουμε ότι ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός υπερισχύει των εθνικών προνοιών που διέπουν το θέμα της επίδοσης. Σύμφωνα με το Άρθρο 4(2) του Ευρωπαϊκού Κανονισμού, η διαβίβαση δικαστικών εγγράφων γίνεται «με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο» εφόσον το περιεχόμενο των εγγράφων που παραλήφθηκε συμπίπτει με τα έγγραφα που στάληκαν. Σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού σε περίπτωση ερημοδικίας, του Εναγόμενου, το δικαστήριο προτού εκδώσει απόφαση θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι η επίδοση έγινε σύμφωνα με τον Κανονισμό.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η επίδοση έγινε και το κράτος μέλος που εκτέλεσε την επίδοση βεβαίωσε ότι αυτή έγινε σύμφωνα με τον ΕΚ 1393/2007. Κατά την άποψή μας, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα έπρεπε χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος να προχωρήσει ex proprio motu σε λεπτομερή έρευνα ως προς τη νομιμότητα της επίδοσης και να αποδοθεί θεραπεία ex debito justitiae. Δεν λέμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε διακριτική ευχέρεια να εξετάσει το θέμα της επίδοσης, αλλά η εξέταση του θα έπρεπε να περιοριστεί στα πλαίσια του ΕΚ 1393/2007 και ιδιαίτερα του Άρθρου 19. Δεν το έπραξε όμως. Προσέγγισε το θέμα τυπολατρικά και περιοριστικά, αγνοώντας το φιλελεύθερο πνεύμα του ΕΚ 1393/2007.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την άποψή μας έσφαλλε στη θεώρηση του ότι ήταν αναγκαία η επίδοση Ειδοποίησης Κλητηρίου και ότι η αποστολή αντιγράφου του Κλητηρίου παραβίαζε την Δ.6 θ.6. Αυτή η προσέγγιση παραγνωρίζει την ύπαρξη του ενιαίου Ευρωπαϊκού χώρου και της ανάγκης για διασφάλιση της εσωτερικής αγοράς που ήταν και ένας από τους πρωταρχικούς σκοπούς για τη θέσπιση του ΕΚ 1393/2007. Για διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του Ευρωπαϊκού Κανονισμού προβλέπεται ότι από τη στιγμή που αποσταλεί η Βεβαίωση Επίδοσης σύμφωνα με τον ΕΚ 1393/2007, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα πρέπει να είναι δυνατή η άρνηση της επίδοσης. Πράγματι ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός προσπάθησε να άρει τους διάφορους φραγμούς στην επίδοση δικαστικών εγγράφων και να επιταχύνει και βελτιώσει την επίδοση μεταξύ κρατών μελών, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει τα πλεονεκτήματα της ενιαίας αγοράς και γι' αυτό οι πρόνοιες του θα πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Το γεγονός ότι η Δ.6 θ.6 «δεν έχει τύχει οποιασδήποτε εξέτασης και αναπροσαρμογής» ενόψει της εισαγωγής του ΕΚ 1393/2007, δεν θα έπρεπε να ανησυχήσει ιδιαίτερα την ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστή, εφόσον προείχε η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού. Εν πάση περιπτώσει, είναι κοινή διαπίστωση ότι οι δικοί μας Θεσμοί χρήζουν εκσυγχρονισμού. Όμως μέχρι να γίνει αυτό κατορθωτό, τα δικαστήρια έχουν υποχρέωση να τους ερμηνεύουν με τέτοιο τρόπο ώστε νa διευκολύνουν τη διαδικασία, που είναι εξάλλου και ο πρωταρχικός σκοπός για τον οποίο έχουν θεσπιστεί οι Θεσμοί (βλ. HE.NI.PA. Estates Co Ltd v. Club Dido Gesmbh (1995) 1 C.L.R. 371).

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η υπόθεση να τεθεί ενώπιον άλλου δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, για να εξετάσει την αίτηση ημερ. 18.1.2012 για έκδοση απόφασης εναντίον του Εναγομένου, λόγω παράλειψης του να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης.

 

Τα έξοδα της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Εκδίδεται διαταγή όπως η σχετική αίτηση για απόφαση, τεθεί προς εξέταση ενώπιον άλλου Δικαστή του ιδίου Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο