ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A37
(2014) 1 ΑΑΔ 231
20 Ιανουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΗΛΙΑΣ ΟΡΝΙΘΑΡΗΣ,
Εφεσείων,
v.
1. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ,
2. IACOVOU BROTHERS (CONSTRUCTIONS) LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 232/2010)
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Απαλλοτρίωση ― Από τη στιγμή που ο εφεσείων δεν έκρινε σκόπιμο να προσβάλει τη νομιμότητα του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης παρέμεινε ισχυρό ως εκτελεστή διοικητική πράξη με έννομα αποτελέσματα ― Το Επαρχιακό δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης στο πλαίσιο αγωγής για άρση ισχυριζόμενης επέμβασης από την Απαλλοτριούσα Αρχή στο επίδικο ακίνητο, αφού αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.
Δικαστική διαδικασία ― Εν παρόδω, παρατήρηση Εφετείου περί μακράς και στο μεγαλύτερο μέρος της, άσκοπης αντεξέτασης από το δικηγόρο του εφεσείοντος, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε αυτεπάγγελτα να περιορίσει ώστε η διαδικασία να μην ξεφύγει από τα ορθά πλαίσια εις βάρος του δικαστικού χρόνου.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σταυρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303,
Λουκά ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 413.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κουνίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 59/10), ημερομηνίας 10/7/2010.
A. Χρ. Δημητριάδης, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Ανδρέου, για τους Εφεσίβλητους 2.
Καμία εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους 1, παρά την επίδοση.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην εκδώσει παρεμπίπτον διάταγμα με το οποίο να αποτρέπονταν οι Εφεσίβλητοι να επεμβαίνουν στο κτήμα του Εφεσείοντος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, ο Εφεσείων είναι ιδιοκτήτης του τεμαχίου 608 στην ενορία Αναβαργός του Δήμου Πάφου. Στις 20.7.2007 δημοσιεύτηκε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης μέρους του πιο πάνω τεμαχίου για την κατασκευή του βόρειου παρακαμπτήριου δρόμου Πάφου. Ο Εφεσείων υπέβαλε ένσταση η οποία απορρίφθηκε από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή και σχετικά του απεστάλη επιστολή στη διεύθυνση του στην Πάφο. Στις 11.7.2008 δημοσιεύτηκε το σχετικό Διάταγμα Απαλλοτρίωσης.
Ο Εφεσείων με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ισχυρίστηκε ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή παρέλειψε να τηρήσει την προβλεπόμενη, από το Άρθρο 7(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62), διαδικασία. Ο ίδιος θεωρεί ότι η διαδικασία εγκαταλείφθηκε και πως τόσο η Απαλλοτριούσα Αρχή όσο και οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να επεμβαίνουν στο κτήμα του. Παρόλα αυτά, όπως ισχυρίζεται, ενώ ο ίδιος απουσίαζε στο εξωτερικό οι Εφεσίβλητοι επενέβησαν στο κτήμα και προέβησαν σε όλες τις απαιτούμενες εργασίες για την κατασκευή ασφάλτινου δημόσιου δρόμου. Επειδή αρνήθηκαν στις εκκλήσεις του να σταματήσουν τις εργασίες, καταχώρησε αγωγή ζητώντας μόνιμα διατάγματα με τα οποία να εμποδίζονται να επεμβαίνουν στο κτήμα του, να άρουν κάθε επέμβαση, να επαναφέρουν το κτήμα στην προτέρα του κατάσταση και αποζημιώσεις.
Παράλληλα ο Εφεσείων καταχώρησε μονομερή αίτηση, την οποία το δικαστήριο μετέτρεψε σε δια κλήσεως, με την οποία ζητούσε παρεμπίπτον διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι Εφεσίβλητοι να μην επεμβαίνουν στο κτήμα του. Στην ένορκη δήλωση του που συνοδεύει την αίτηση, εξηγεί τους λόγους που θεωρεί ότι η όλη διαδικασία εγκαταλείφθηκε. Όπως αναφέρει, στις 28.12.2009 η Απαλλοτριούσα Αρχή απέστειλε προσφορά εντός της περιόδου των 14 μηνών από της δημοσίευσης της Γνωστοποίησης, όπως προβλέπεται από το Νόμο, αλλά η επιστολή με την προσφορά στάληκε σε λανθασμένη διεύθυνση στη Λευκωσία και δεν παραλείφθηκε ποτέ από το ίδιο.
Οι Εφεσίβλητοι αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος, ισχυρίστηκαν ότι στις 15.9.2009 στάληκε έντυπη προσφορά αποζημίωσης με συστημένη επιστολή στη διεύθυνση που υπήρχε στον τίτλο του τεμαχίου, η οποία όμως είχε επιστραφεί ως απλήρωτη.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία υπήρξε μακρά και στο μεγαλύτερο μέρος της άσκοπη αντεξέταση από το δικηγόρο του Εφεσείοντος, την οποία το δικαστήριο θα μπορούσε αυτεπάγγελτα να περιορίσει, ώστε η διαδικασία να μην ξεφύγει από τα ορθά πλαίσια εις βάρος του δικαστικού χρόνου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε και τις δύο πλευρές κατέληξε ότι δεν υπήρχε καμία μαρτυρία που να δείχνει ότι το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης εγκαταλείφθηκε ή έπαυσε να ισχύει και ως εκ τούτου έκρινε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να ικανοποιήσει τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 περί ύπαρξης καλής βάσης αγωγής και ορατής δυνατότητας επιτυχίας. Ως αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και ταυτόχρονα ακύρωσε άλλο διάταγμα που φαίνεται να είχε εκδοθεί μονομερώς.
Ο Εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, προβάλλοντας ότι υπήρξε εσφαλμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας και περαιτέρω ότι είναι εσφαλμένη η κατάληξη ότι δεν ισχύουν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους 2, εισηγήθηκε ότι ο Εφεσείων δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, αφού αυτή ως εκτελεστή διοικητική πράξη δεν είχε προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να παραμείνει ισχυρή και να παράξει έννομα αποτελέσματα. Επί της ουσίας ο κ. Αντρέου τόνισε ότι από τη στιγμή που η επιστολή με την προσφορά αποζημίωσης στάληκε στη διεύθυνση που ήταν καταχωρημένη στα βιβλία του Κτηματολογίου, δεν μπορεί να τεθεί θέμα μη τήρησης των προνοιών του Νόμου. Πέραν τούτου, πρόσθεσε ότι είναι κοινώς παραδεχτό ότι ο Εφεσείων παρέλαβε δια χειρός την προσφορά αποζημίωσης τον Νοέμβριο του 2009, ενώ η αίτηση για προσωρινό διάταγμα καταχωρίστηκε στις 8.1.2010.
Έχουμε εξετάσει τους λόγους έφεσης και κατά την κρίση μας αυτοί δεν ευσταθούν. Από τη στιγμή που ο Εφεσείων δεν έκρινε σκόπιμο να προσβάλει τη νομιμότητα του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης παρέμεινε ισχυρό και όπως ορθά επεσήμανε ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων 2, παράγει, ως εκτελεστή διοικητική πράξη, έννομα αποτελέσματα (βλ. Σταυρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, 316 και Λουκά ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 413, 418). Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης, αφού αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το Ανώτατο Δικαστήριο. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ετέθη οτιδήποτε άλλο που να δικαιολογεί διαφορετική κατάληξη από αυτή που κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ειδικά ως προς τις πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Επομένως, ορθά κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την δια κλήσεως αίτηση και ακύρωσε το διάταγμα ημερ. 2.7.2010 το οποίο είχε εκδοθεί μονομερώς στα πλαίσια άλλης αίτησης.
Όμως ακόμα και αν δεν υπήρχε το πιο πάνω νομικό κώλυμα και το πρωτόδικο δικαστήριο εξέταζε την ουσία της αίτησης και κατέληγε ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και πάλιν θα ήταν δύσκολο να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου υπέρ του Εφεσείοντος, εφόσον δεν θεωρούμε ότι θα ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται και επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.