ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ODYSSEOS ν. PIERIS ESTATES AND OTHERS (1982) 1 CLR 557
JONITEXO LTD. ν. ADIDAS (1984) 1 CLR 263
PITRI BROTHERS ν. SHIAMPTANIS (1989) 1 CLR 255
Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248
C.T. Tobacco Limited ν. Εταιρείας Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 853
Ρένα Αριστοτέλους Λτδ. και Άλλοι ν. Benfleet Enterprises Ltd και Άλλων (2006) 1 ΑΑΔ 280
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:A38
(2014) 1 ΑΑΔ 212
20 Iανουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
DICRAN OYZOUNIAN AND COMPANY LIMITED,
ΕμΠΟρευΟμενη με την εΠωνυμΙα LEXUS CYPRUS,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 292/2010)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος για δυσφήμιση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Ύπαρξη επιπρόσθετων προϋποθέσεων πέραν εκείνων του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 οι οποίες υιοθετήθηκαν από την Αγγλική νομολογία ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο τις εφάρμοσε στην προκειμένη, παρά τη μη ρητή αναφορά του σε αυτές.
Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Επικύρωση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Καθήκον αποκάλυψης ― Το καθήκον του διαδίκου για πλήρη αποκάλυψη γεγονότων, αφορά στα ουσιώδη γεγονότα που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που έχει το Δικαστήριο.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Ισοζύγιο ευχέρειας ― Το ισοζύγιο των πιθανών επιπτώσεων (balance of convenience) έχει στο επίκεντρο του, τον κίνδυνο αδικίας που θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο είναι λανθασμένη ― Ο κίνδυνος αυτός εναποθέτει στο Δικαστήριο το καθήκον όπως, ισοζυγίζει τα ενώπιον του στοιχεία και υιοθετεί εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κίνδυνους αδικίας.
Ο εφεσείοντας αμφισβήτησε την ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα που του απαγόρευε να δυσφημεί την εφεσίβλητη εταιρεία και τα αυτοκίνητα LEXUS.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που εκτέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσίβλητη είναι εξουσιοδοτημένη από ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία να πωλεί στην Κύπρο τα αυτοκίνητα LEXUS.
Ο εφεσείων αγόρασε ένα αυτοκίνητο αυτής της μάρκας και του χορηγήθηκε από την εφεσίβλητη εγγύηση διάρκειας τριών (3) χρόνων. Διαρκούσης αυτής της περιόδου, το αυτοκίνητο παρουσίασε κάποια - ασήμαντα για την εφεσίβλητη και σοβαρά για τον εφεσείοντα - μηχανικά προβλήματα.
Η εφεσίβλητη προσφέρθηκε να αντικαταστήσει τη μηχανή, ενώ ο εφεσείοντας επέμενε σε αντικατάσταση του αυτοκινήτου.
Τελική κατάληξη, ήταν η καταχώρηση από τον εφεσείοντα αγωγής, με την οποία αξίωνε εναντίον της εφεσίβλητης, διάταγμα αντικατάστασης του αυτοκινήτου και, διαζευκτικά, απόφαση για το ποσό που κατέβαλε για την αγορά του.
Η εφεσίβλητη κατέθεσε λίγο αργότερα εναντίον του αγωγή για δυσφήμηση. Ταυτόχρονα δε και μονομερή αίτηση, στη βάση της οποίας εξασφάλισε ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στον εφεσείοντα να δυσφημεί τόσο την ίδια όσο και τα αυτοκίνητα LEXUS.
Το διάταγμα εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης του Γενικού Διευθυντή της εφεσίβλητης, ο οποίος καταλόγιζε στον εφεσείοντα ότι απειλούσε την εφεσίβλητη ότι θα προέβαινε σε πράξεις δυσφήμησης και ότι σε πέντε ή έξι περιπτώσεις, επισκέφθηκε τον εκθεσιακό χώρο της εφεσίβλητης και στην παρουσία πελατών, δημιούργησε επεισόδια δυσφημίζοντας τα αυτοκίνητα LEXUS, με αποτέλεσμα, όπως ισχυριζόταν ο ομνύων, κανένα από τα πρόσωπα που τον άκουσαν να μην αγοράσει τέτοιο αυτοκίνητο. Περαιτέρω, αναφερόταν στην ένορκη δήλωση, ότι ο εφεσείοντας στις 19.1.10 μετέφερε το αυτοκίνητο στην είσοδο του εκθεσιακού χώρου όπου άρχιζε η έκθεση αυτοκινήτου, και το κάλυψε με μεγάλες επιγραφές που έγραφαν: «Πωλείται όσα- όσα λόγω μηχανικών προβλημάτων». Εκεί παρέμεινε για 5 περίπου ώρες και η μετακίνηση του έγινε μετά την επίδοση του διατάγματος και αφού ειδοποιήθηκε και η αστυνομία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποίησε το διάταγμα μετά από ακροαματική διαδικασία κρίνοντας πως στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του, ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Δεν είναι αρκετό για έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος για δυσφήμιση να ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του 14/1960, αλλά θα πρέπει, επιπρόσθετα, να ικανοποιούνται και οι άλλες προϋποθέσεις που τέθησαν στην υπόθεση C.T. Tobacco Ltd v. Eκδόσεις Αρκτίνος (2003) 1 Α.Α.Δ. 853.
β) Το ισοζύγιο των πιθανών επιπτώσεων δεν δικαιολογούσε την χορήγηση του επίδικου διατάγματος.
γ) Η εφεσίβλητη δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων και συγκεκριμένα τριών επιστολών που βεβαίωναν ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το αυτοκίνητο ήταν σοβαρά.
δ) Λανθασμένα εκδόθηκε και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε το επίδικο διάταγμα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αναφορικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη απέκρυψε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιώδη στοιχεία, η υπόθεση αφορούσε δυσφήμιση και απειλές συνέχισης της δυσφήμισης και η διαφωνία των μερών σ' ότι αφορούσε τον χαρακτηρισμό των προβλημάτων που αντιμετώπιζε το αυτοκίνητο - αν ήταν δηλαδή ασήμαντα ή σοβαρά - δεν μπορούσε να επενεργήσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κατά το στάδιο έκδοσης του επίδικου διατάγματος.
2. Η θέση του εφεσείοντα πως για έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος για δυσφήμιση απαιτείται να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που καταγράφονται και αναλύονται στην υπόθεση C.T. Tobacco (ανωτέρω), η οποία υιοθέτησε νομικές αρχές που αναπτύσσονται από την αγγλική νομολογία επί του θέματος, ήταν ορθή.
3. Η έκδοση τέτοιου διατάγματος επιτρέπεται όταν (α) η δήλωση είναι αναμφίβολα δυσφημιστική, (β) δεν υπάρχουν λόγοι που θα οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η δήλωση μπορεί να είναι αληθής, (γ) δεν υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να πετύχει και (δ) υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης επανάληψης ή δημοσίευσης της δυσφήμισης. Στις προϋποθέσεις αυτές, ως και στη νομολογία που τις αναδεικνύει, πράγματι δεν γινόταν ρητή αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση.
4. Όμως η εξέταση των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32(1) από το πρωτόδικο Δικαστήριο και σχετικά αποσπάσματα της απόφασης του, αποκάλυπταν πως εφάρμοσε τις εν λόγω αρχές στα περιστατικά που συνέθεταν την υπόθεση που είχε ενώπιον του.
5. Και αυτό, καθότι δέχθηκε ότι η απειλή του εφεσείοντα, την οποία και υλοποίησε, απέβλεπε αναμφίβολα σε δυσφήμηση της εφεσίβλητης και του αυτοκινήτου και τα όποια προβλήματα παρουσίασε το αυτοκίνητο, δεν τον νομιμοποιούσαν σε τέτοιου είδους ακραίες ενέργειες. Τη στιγμή μάλιστα που είχε ήδη καταχωρίσει και σχετική αγωγή και το αναμενόμενο θα ήταν να περιοριστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας της αγωγής.
6. Τέλος, δεν ευσταθούσε ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης. Το ισοζύγιο των πιθανών επιπτώσεων (balance of convenience) έχει στο επίκεντρο του, τον κίνδυνο αδικίας που θα προκύψει, αν φανεί ότι η απόφαση που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο είναι λανθασμένη. Yπό τα περιστατικά όμως της υπό κρίση περίπτωσης, ο ισοζυγισμός των επιπτώσεων έκδηλα ήταν προς όφελος της εφεσίβλητης, αφού η μη έκδοση του διατάγματος θα επέτρεπε στον εφεσείοντα να συνεχίσει να την δυσφημεί εντός ή και πλησίον των χώρων όπου δραστηριοποιούνταν εμπορικά, ενώ η έκδοση του δεν θα επέφερε ουσιαστικά οποιεσδήποτε ζημιογόνες συνέπειες στον εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Οδυσσέως v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 557,
ΚΟΤ v. Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. 255,
Jonitexo v. Adidas (1984) 1 A.A.Δ. 263,
Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,
Παναγίδου κ.ά. v. Παναγίδου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 396,
C.T. Tobacco Ltd v. Εκδόσεις Αρκτίνος (2003) 1 Α.Α.Δ. 853,
Harvardskiy Prumyslovy v. Hold A.S. Daventree Resources Ltd κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 801,
Παναγιώτου v. Μουλαζίμη (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 78,
Αριστοτέλους κ.ά. v. Benfleet Enterprises Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 280,
Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ. 788,
Films Rover International Ltd v. Cannon Film Sales Ltd [1987] 1 W.L.R. 670.
Έφεση.
Έφεση από τον Εναγόμενο/Καθ' ου η Αίτηση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 342/10), ημερομηνίας 11/5/2010.
Α. Τσάρκατζης για Χρ. Πατσαλίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα.
Μ. Ιακώβου για Μ. Ιακώβου και Συνεργάτες, για Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας προσβάλλει την ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα που του απαγόρευε να δυσφημεί την εφεσίβλητη και τα αυτοκίνητα LEXUS, για λόγους τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στα γεγονότα και την πρωτόδικη απόφαση.
Η εφεσίβλητη είναι εξουσιοδοτημένη από την ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία Toyota Motor Corporation να πωλεί στην Κύπρο τα αυτοκίνητα LEXUS, τα οποία θεωρούνται από τους κατασκευαστές ως από τα καλύτερα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν παγκοσμίως. Ένα απ' αυτά τα αυτοκίνητα - το υπ' αρ. εγγραφής ΚSH 557 (στο εξής το αυτοκίνητο) - αγόρασε τον Φεβρουάριο του 2008 και ο εφεσείοντας, προς τον οποίο η εφεσίβλητη χορήγησε και εγγύηση διάρκειας τριών (3) χρόνων.
Διαρκούσης της περιόδου ισχύος της εγγύησης, το αυτοκίνητο παρουσίασε κάποια - ασήμαντα για την εφεσίβλητη και σοβαρά για τον εφεσείοντα - μηχανικά προβλήματα και η εφεσίβλητη προσφέρθηκε να αντικαταστήσει τη μηχανή, ενώ ο εφεσείοντας επέμενε σε αντικατάσταση όχι της μηχανής αλλά του αυτοκινήτου. Αντηλλάγησαν επί του προκειμένου επιστολές, με τελική κατάληξη την καταχώρηση από τον εφεσείοντα στις 20.7.09 αγωγής, με την οποία αξιώνει εναντίον της εφεσίβλητης διάταγμα αντικατάστασης του αυτοκινήτου και, διαζευκτικά, απόφαση για το ποσό των €55.870,00 που κατέβαλε για την αγορά του.
Παρά την καταχώρηση όμως της προαναφερθείσας αγωγής, ο εφεσείοντας συνέχισε και εξωδικαστικά τις προσπάθειες του για αντικατάσταση του αυτοκινήτου. Με επιλήψιμο όμως - κατά την εφεσίβλητη - τρόπο, η οποία στις 18.1.2010 κατέθεσε εναντίον του αγωγή για δυσφήμιση. Ταυτόχρονα δε και μονομερή αίτηση, στη βάση της οποίας εξασφάλισε την επομένη ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο απαγορεύτηκε στον εφεσείοντα (α) να δυσφημεί τόσο την ίδια όσο και τα αυτοκίνητα LEXUS και (β) να προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια, είτε στα υποστατικά της είτε σε άλλους χώρους, που άμεσα ή έμμεσα έχει ως αποτέλεσμα τη δυσφήμιση της φήμης και του καλού ονόματος τόσο της ιδίας όσο και των προϊόντων που εμπορεύεται.
Το διάταγμα εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης του Γενικού Διευθυντή της εφεσίβλητης Λ. Μαχαιριώτη, όπου καταλογίζει στον εφεσείοντα επιλήψιμες πράξεις από τον Απρίλιο του 2009 και έκτοτε, με τις οποίες ασκούσε πίεση στην εφεσίβλητη ώστε να υποκύψει στην αξίωση του για αντικατάσταση του αυτοκινήτου με άλλο νέου μοντέλου. Συγκεκριμένα, του καταλογίζει ότι σε πέντε ή έξι περιπτώσεις επισκέφθηκε τον εκθεσιακό χώρο της εφεσίβλητης και στην παρουσία πελατών δημιούργησε επεισόδια δυσφημίζοντας τα αυτοκίνητα LEXUS, με αποτέλεσμα κανένα από τα πρόσωπα που τον άκουσαν να μην αγοράσει τέτοιο αυτοκίνητο. Περαιτέρω, του καταλογίζει ότι την Παρασκευή 15.1.10 του τηλεφώνησε και του ανέφερε πως την Τρίτη 19.1.10 που θα ξεκινούσε η έκθεση αυτοκινήτου «. θα έλθω με το αυτοκίνητο μου και με «πλακάτ» και θα σας δυσφημίσω. Είμαι έτοιμος να καλέσω και τα ΜΜΕ και να σας δημιουργήσω μεγάλο πρόβλημα. Εάν συμφωνήσετε να με αποζημιώσετε τότε θα αποσύρω και την αγωγή μου. Το ίδιο θα κάμω και στο showroom της Εταιρείας σας, όπου θα στήσω και πανό». Επρόκειτο, αναφέρεται στην ένορκη δήλωση, για απειλή την οποία η εφεσίβλητη έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη, αφού ο εφεσείοντας λόγω του ιστορικού του ήταν ικανός να την υλοποιήσει. Εξού και η απόφαση της να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για έκδοση του επίδικου διατάγματος. Πράγματι, όπως τέθηκε μεταγενέστερα και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείοντας υλοποίησε την απειλή του και στις 7.30 π.μ. της 19.1.10 μετέφερε το αυτοκίνητο στην είσοδο του εκθεσιακού χώρου όπου την ίδια μέρα άρχιζε η έκθεση αυτοκινήτου, το οποίο κάλυψε με μεγάλες επιγραφές «ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΟΣΑ-ΟΣΑ ΛΟΓΩ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ». Εκεί παρέμεινε για 5 περίπου ώρες και η μετακίνηση του έγινε μετά την επίδοση του διατάγματος και αφού ειδοποιήθηκε και η αστυνομία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποίησε το διάταγμα μετά από ακροαματική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν και αντεξετάστηκαν τόσο ο Γενικός Διευθυντής της εφεσίβλητης όσο και ο εφεσείοντας, κρίνοντας πως στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960. Παρέπεμψε σχετικά και στις υποθέσεις Οδυσσέως ν. Pieris Estates Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 557, ΚΟΤ ν. Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. 255, Jonitexo v. Adidas (1984) 1 A.A.Δ. 263, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 και Παναγίδου κ.ά. ν. Παναγίδου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 396, οι οποίες αναλύουν τις εν λόγω προϋποθέσεις.
Ο εφεσείοντας θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λανθασμένη για τέσσερις λόγους. Ο πρώτος, καθότι σε υποθέσεις δυσφήμισης δεν είναι αρκετό να ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1), αλλά θα πρέπει, επιπρόσθετα, να ικανοποιούνται και οι προϋποθέσεις που καταγράφονται στην υπόθεση C.T. Tobacco Ltd v. Eκδόσεις Αρκτίνος (2003) 1 Α.Α.Δ. 853, o δεύτερος, ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης το ισοζύγιο των πιθανών επιπτώσεων (balance of convenience) δεν δικαιολογούσε την χορήγηση του επίδικου διατάγματος, ο τρίτος, ότι η εφεσίβλητη δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και, ο τέταρτος, στη βάση των προαναφερθέντων λόγων, λανθασμένα εκδόθηκε και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε το επίδικο διάταγμα.
Θα αρχίσουμε από τον τρίτο λόγο, ο οποίος περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι η εφεσίβλητη απέκρυψε από το πρωτόδικο Δικαστήριο τρεις επιστολές (τεκμ. 2, 3 και 4) που βεβαίωναν ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το αυτοκίνητο ήταν πολύ σοβαρά και αντί τούτου, με την ένορκη δήλωση του Διευθυντού της, βεβαίωνε ότι τα υπό αναφορά προβλήματα ήταν ασήμαντα. Υπήρξε επομένως - κατά τον εφεσείοντα - απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων τα οποία, αν αποκαλύπτονταν από την εφεσίβλητη, δυνατόν να επηρέαζαν την απόφαση του Δικαστηρίου στην χορήγηση του διατάγματος και ενόψει τούτου λανθασμένα δεν ακυρώθηκε το διάταγμα. Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της εφεσίβλητης, η οποία επεσήμανε ότι η υπόθεση αφορά δυσφήμιση και απειλές για συνέχιση της δυσφήμισης και όλα τα ουσιώδη γεγονότα τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ο υπό κρίση λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις επί του ζητήματος και κρίνουμε ότι ο υπό κρίση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με πάγια επί του θέματος νομολογία (βλ. Harvardskiy Prumyslovy v. Hold A.S. Daventree Resources Ltd κ.ά. (2008) 1 (Β) Α.Α.Δ. 801, η οποία παραπέμπει στην προγενέστερη νομολογία επί του θέματος), το καθήκον του διαδίκου για πλήρη αποκάλυψη γεγονότων αφορά τα ουσιώδη γεγονότα που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που έχει το Δικαστήριο στην χορήγηση ή μη της επιδιωκόμενης να χορηγηθεί με μονομερή αίτηση θεραπείας, και όχι γενικά σε όλα τα γεγονότα που ενδεχομένως σχετίζονται με κάποιο τρόπο με την υπόθεση. Δεν είναι όμως τέτοια η υπό εξέταση περίπτωση, η οποία αφορά υπόθεση δυσφήμισης και απειλών συνέχισης της δυσφήμισης και η διαφωνία των μερών σ' ότι αφορά τον χαρακτηρισμό των προβλημάτων που αντιμετώπιζε το αυτοκίνητο - αν ήταν δηλαδή ασήμαντα ή σοβαρά - δεν βλέπουμε πώς θα μπορούσε να επενεργήσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου κατά το στάδιο έκδοσης του επίδικου διατάγματος. Έπεται ότι ο υπό κρίση λόγος δεν ευσταθεί και προχωρούμε σε εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, ο οποίος έχει στο επίκεντρο του την υπόθεση C.T. Tobacco (ανωτέρω) η οποία υιοθετήθηκε μεταγενέστερα και από την Παναγιώτου ν. Μουλαζίμη (2007) 1 (Α) Α.Α.Δ. 78.
Είναι θέση του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε μόνο στην εξέταση των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32(1), αφού για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος για δυσφήμιση θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο ικανοποιούνταν και οι προϋποθέσεις που καταγράφονται και αναλύονται στις υποθέσεις C.T. Tobacco και Παναγιώτου (ανωτέρω). Παρόλο που από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του έκδηλα δεν ικανοποιούνταν οι εν λόγω προϋποθέσεις, εντούτοις προχώρησε σε οριστικοποίηση του διατάγματος, επεμβαίνοντας με αυτό τον τρόπο στο δικαίωμα ελευθερίας του λόγου που έχει ο εφεσείοντας. Και αυτό, παραγνωρίζοντας το ότι αυτά που καταλόγιζε ο εφεσείοντας στα αυτοκίνητα LEXUS ήταν αλήθεια και, περαιτέρω, οι δηλώσεις του ήταν προνομιούχες αφού εύλογα μπορεί να ισχυριστεί ότι έγιναν για προστασία των υποψηφίων αγοραστών (Άρθρο 21(1)(δ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου), όπως εύλογα μπορεί να ισχυριστεί πως έχει και την υπεράσπιση του εύλογου σχολίου ενόψει του ότι οι δυσλειτουργίες που παρουσίασε το αυτοκίνητο ήταν τέτοιες που μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν «άχρηστο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η εφεσίβλητη, εξέτασε την αίτηση υπό το πρίσμα της ανάλυσης των κριτηρίων της υπόθεσης C.T. Tobacco, έστω και αν στην απόφαση του δεν το αναφέρει ρητά. Παρέπεμψε σχετικά στις σελ. 7 και 9 της πρωτόδικης απόφασης, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Οι Ενάγοντες ήθελαν με το διάταγμα να εμποδίσουν τον Εναγόμενο από συγκεκριμένη έκθεση αυτοκινήτου, όπου συμμετείχαν, να είναι παρών και να τους δυσφημίζει αλλά και σε άλλες περιπτώσεις. Πράγματι ο Εναγόμενος πήγε στη συγκεκριμένη έκθεση αυτοκινήτου, πήρε το αυτοκίνητου και έβαλε πάνω σε αυτό πανό στο οποίο ανέγραφε τη φράση «πωλείται όσα-όσα λόγω μηχανικών προβλημάτων. Προσπάθησε ο δικηγόρος του, με την αγόρευση του, να πείσει το Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πρόθεση δυσφήμισης της εταιρείας και ότι οι λέξεις «όσα-όσα» που έγραφε στο πανό δεν συνιστούν δυσφήμιση φέροντας σαν παράδειγμα τις μπουτίκ οι οποίες στη διάρκεια των εκπτώσεων χρησιμοποιούν τις λέξεις αυτές. Η εταιρεία του πρόσφερε €25.000 για να αγοράσει το αυτοκίνητο του και ο ίδιος βρήκε αγοραστή για €28.000. Γιατί δεν το πούλησε και ψάχνει να το πουλήσει όσα-όσα. Πόσα επιτέλους είναι αυτό το όσα-όσα. Η πρόθεση του Καθ' ου η Αίτηση-Εναγομένου, είναι ολοφάνερη. Ήθελε να δυσφημίσει με τον τρόπο αυτό την Ενάγουσα και τον συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου.
........................
Αναμφίβολα έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ανακύπτει η ανάγκη παροχής κάποιας εξασφάλισης στους Ενάγοντες με την οποία να αποτρέπεται η πιθανότητα να καταστεί δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί στην περίπτωση των πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Εάν δεν καταστεί απόλυτο το διάταγμα ο Εναγόμενος θα είναι ελεύθερος να δυσφημεί τους Ενάγοντες. Μια τέτοια πράξη θα είναι δύσκολο να υπολογίσει κάποιος τις ζημιές που θα υποστούν οι Ενάγοντες. Γι' αυτό δικαιολογείται η παροχή εξασφάλισης προς τον Ενάγοντα και αυτό θα ήταν δίκαιο και πρόσφορο.»
Στην βάση των πιο πάνω, εισηγήθηκε ο κ. Ιακώβου, είναι φανερό ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν εμφιλοχώρησε πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή εφαρμογή λανθασμένης αρχής δικαίου και ενόψει τούτου δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο άσκησης από το πρωτόδικο δικαστήριο της διακριτικής του εξουσίας και σχετικά παρέπεμψε στην υπόθεση Αριστοτέλους κ.ά. ν. Benfleet Εnterprises Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 280.
Η θέση του εφεσείοντα πως για έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος για δυσφήμιση απαιτείται να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που καταγράφονται και αναλύονται στην υπόθεση C.T. Tobacco (ανωτέρω), η οποία υιοθέτησε νομικές αρχές που αναπτύσσονται από την αγγλική νομολογία επί του θέματος, είναι ορθή. Επιγραμματικά, η έκδοση τέτοιου διατάγματος επιτρέπεται όταν (α) η δήλωση είναι αναμφίβολα δυσφημιστική, (β) δεν υπάρχουν λόγοι που θα οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η δήλωση μπορεί να είναι αληθής, (γ) δεν υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να πετύχει και (δ) υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης επανάληψης ή δημοσίευσης της δυσφήμισης. Στις προϋποθέσεις αυτές, ως και στη νομολογία που τις αναδεικνύει, πράγματι δεν γίνεται ρητή αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση. Όμως η εξέταση των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32(1) από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα αποσπάσματα που παραθέτουμε πιο πάνω από την απόφαση του, αποκαλύπτουν πως εφάρμοσε τις εν λόγω αρχές στα περιστατικά που συνέθεταν την υπόθεση που είχε ενώπιον του. Και αυτό, καθότι δέχθηκε ότι η απειλή του εφεσείοντα, την οποία και υλοποίησε, απέβλεπε αναμφίβολα - ολοφάνερα σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση - σε δυσφήμιση της εφεσίβλητης και του αυτοκινήτου και τα όποια προβλήματα παρουσίασε το αυτοκίνητο δεν τον νομιμοποιούσαν σε τέτοιου είδους ακραίες ενέργειες. Τη στιγμή μάλιστα που είχε ήδη καταχωρίσει και σχετική αγωγή και το αναμενόμενο θα ήταν να περιοριστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας της αγωγής για προώθηση των οποιωνδήποτε αξιώσεών του εναντίον της εφεσίβλητης, και όχι να επιδίδεται σε τέτοιου είδους ακραίες ενέργειες.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω η εισήγηση ότι η αίτηση της εφεσίβλητης δεν εξετάστηκε και υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που αναλύονται στην υπόθεση C.T. Tobacco δεν ευσταθεί καθότι ναι μεν στην πρωτόδικη απόφαση δεν γίνεται ρητή αναφορά στις εν λόγω προϋποθέσεις, αλλά τα όσα παρατίθενται σ' αυτή ουσιαστικά τις εφαρμόζουν.
Τέλος, κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί και ο τρίτος λόγος έφεσης και σχετικά είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι το ισοζύγιο των πιθανών επιπτώσεων (balance of convenience) έχει στο επίκεντρο του τον κίνδυνο αδικίας που θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο είναι λανθασμένη. Ο κίνδυνος αυτός εναποθέτει στο Δικαστήριο το καθήκον όπως, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, ισοζυγίζει τα ενώπιον του στοιχεία και υιοθετεί εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κίνδυνους αδικίας (βλ. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ. 788, η οποία υιοθέτησε τα λεχθέντα από το Δικαστή Hoffman στην Films Rover International Ltd v. Cannon Film Sales Ltd [1987] 1 W.L.R. 670). Yπό τα περιστατικά όμως της υπό κρίση περίπτωσης ο ισοζυγισμός των επιπτώσεων έκδηλα ήταν προς όφελος της εφεσίβλητης, αφού η μη έκδοση του διατάγματος θα επέτρεπε στον εφεσείοντα να συνεχίσει να την δυσφημεί εντός ή και πλησίον των χώρων όπου δραστηριοποιούνταν εμπορικά, ενώ η έκδοση του δεν θα επέφερε ουσιαστικά οποιεσδήποτε ζημιογόνες συνέπειες στον εφεσείοντα. Το ισοζύγιο, επομένως, των πιθανών επιπτώσεων ήταν καταφανές υπέρ της εφεσίβλητης και η κατάληξη αυτή προδιαγράφει την τύχη της έφεσης αφού η βασιμότητα του τέταρτου λόγου έφεσης στηρίζεται στην βασιμότητα των τριών πρώτων που έχουν απορριφθεί.
Για όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον μας προς έγκριση.
Η έφεση απορρίπτεται.