ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Χρίστος Κληρίδης, για τον Αιτητή. (γ) δυνατό ενόψει των πιο πάνω να επέλθουν σοβαρότατες συνέπειες για τους εναγόμενους και τη βιωσιμότητα της εταιρείας CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-12-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΗ ΛΟΥΚΑΙΔΗ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 192/2014, 11/12/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D951

(2014) 1 ΑΑΔ 2804

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 192/2014)

 

11 Δεκεμβρίου, 2014

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ

ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

                                             

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΗ ΛΟΥΚΑΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION

 

- ΚΑΙ -

 

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31/10/14 ΠΟΥ

ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΙΜΗ Ε.Δ. Η Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ

ΑΡΙΘΜΟΣ 7437/08

----------------------

Χρίστος Κληρίδης, για τον Αιτητή.

 

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Ο αιτητής ζητά την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αποταθεί για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 31.10.2014 στην αγωγή 7437/08.

 

Τα γεγονότα, στο βαθμό και την έκταση που μας αφορούν για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, όπως προκύπτουν από την έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, είναι τα ακόλουθα:  Στις 21.3.2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιδίκασε προς όφελος του ενάγοντα στην αγωγή 7437/08, εδώ αιτητή, και εναντίον των εναγομένων, αποζημιώσεις για δυσφήμιση ύψους €40.000, πλέον τόκους και έξοδα.  Εναντίον της απόφασης καταχωρήθηκε στις 24.4.2014 έφεση από τους εναγόμενους- εξ αποφάσεως πιστωτές, η οποία πήρε τον αριθμό 103/14.  Στο μεταξύ, παρά τις προσπάθειες εκτέλεσης της απόφασης, δεν κατέστη δυνατή η εκτέλεση.  Στις 2.5.2014 καταχωρήθηκε από τους εναγόμενους-εξ αποφάσεως χρεώστες αίτηση δια κλήσεως για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρις εκδικάσεως της έφεσης που είχαν καταχωρήσει, ενώ στις 4.7.2014 καταχώρησαν και μονομερή αίτηση για αναστολή εκτέλεσης εντάλματος κινητών μέχρι την εκδίκαση της προαναφερόμενης αίτησης δια κλήσεως, η οποία επιδόθηκε στον εδώ αιτητή κατόπιν σχετικών οδηγιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Μετά από ακρόαση, το Επαρχιακό Δικαστήριο στις 24.7.2014, ενέκρινε την αίτηση ημερομηνίας 4.7.2014, διατάσσοντας την προσωρινή αναστολή εκτέλεσης μέχρι εκδίκασης της αίτησης δια κλήσεως ημερομηνίας 2.5.2014.  Εναντίον της απόφασης αυτής έχει ασκηθεί έφεση.

 

Στις 31.10.2014, εκδόθηκε απόφαση κατόπιν ακρόασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία ενέκρινε την αίτηση ημερομηνίας 2.5.2014 για αναστολή μέχρι εκδικάσεως της έφεσης αρ. 103/14, υπό τον όρο ότι οι εξ αποφάσεως χρεώστες παράσχουν εντός 20 ημερών τραπεζική εγγύηση για το ποσό της απόφασης, τους προβλεπόμενους σ' αυτή τόκους μέχρι και 5 χρόνια μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και τα δικηγορικά έξοδα, μέχρι και της εκδίκασης της έφεσης.

 

Οι λόγοι πάνω στους οποίους βασίζεται το αίτημα για θεραπεία, όπως αναφέρεται στην έκθεση, είναι ότι:

«(1) Το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα αναστολής εκκρεμούσης της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης και μέχρι τελεσιδικίας στην έφεση με τον όρο καταχώρησης τραπεζικής εγγύησης στις 31/10/2014 επειδή σύμφωνα με την απόφαση:

(α) έλαβε υπόψη το ενδεχόμενο αίτησης εκκαθάρισης

(β) εκκρεμούσε ένταλμα κινητών και

(γ) δυνατό ενόψει των πιο πάνω να επέλθουν σοβαρότατες συνέπειες για τους εναγόμενους και τη βιωσιμότητα της εταιρείας

 

(2) Η απόφαση είναι έκδηλα λανθασμένη και υπάρχει νομικό σφάλμα το οποίο εμφαίνεται  στο ίδιο το σκεπτικό της απόφασης και περαιτέρω το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του υπό τας περιστάσεις  εκδίδοντας την αναστολή για τους προαναφερθέντες πιο πάνω λόγους.»

 

Ο αιτητής διατείνεται ουσιαστικά, σε σχέση με το δεύτερο λόγο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στηρίχθηκε πάνω σε παράγοντες για αναστολή της εκτέλεσης οι οποίοι είναι άσχετοι και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη συμφώνως της νομολογίας και πάγιας πρακτικής επί του θέματος, ενώ ενήργησε και στη βάση υποθέσεων γνωρίζοντας όμως ότι δεν υπήρχε η πιθανότητα καταχώρησης διαδικασίας εκκαθάρισης και/ή πτωχευτικής διαδικασίας ενόψει δήλωσης του αιτητή πως δεν είχε πρόθεση να προχωρήσει σε τέτοιες διαδικασίες.  Περαιτέρω, οι σοβαρότατες συνέπειες για τους εναγόμενους στις οποίες παραπέμπει το Επαρχιακό Δικαστήριο στην απόφαση του και το γεγονός ότι εκκρεμεί ένταλμα κινητών, δεν συνιστούν λόγους για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.   Θεωρεί δε ο αιτητής ότι ανετράπη η όλη φιλοσοφία της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των θεσμών πολιτικής δικονομίας ότι η καταχώρηση έφεσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης εκτός όπου η εκτέλεση θα καταστήσει την έφεση άνευ αντικειμένου.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ανέπτυξε τις πιο πάνω θέσεις με επιχειρηματολογία και αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα, τονίζοντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη τα άκρα όρια του δικαιοδοτικού του πλαισίου διότι ξέφυγε από τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής.  Πρόκειται δε για σφάλμα πρόδηλο στην όψη του πρακτικού, γεγονός που το συνιστά, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξαιρετική περίπτωση, αλλά και για θέμα που άπτεται του δημόσιου συμφέροντος.

 

Όπως είναι καλά γνωστό το προνομιακό ένταλμα είναι εξαιρετικό μέτρο και η απονομή του γίνεται πάντοτε με φειδώ. Ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο για την ύπαρξη «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» και/ή την ύπαρξη «συζητήσιμης υπόθεσης» που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. H διαδικασία για την έκδοση εντάλματος  certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης ούτε μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας ή μέσο εποπτείας της διαδικασίας των επαρχιακών δικαστηρίων, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της  νομιμότητας της απόφασης (βλ. Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116).

 

Εκεί όπου υπάρχει στη διάθεση του αιτητή εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες για έγκριση της αίτησης στην ουσία εξαφανίζονται και η αίτηση απορρίπτεται ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και όπου συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος, ή χορηγείται το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο. (Βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης κ.ά (2004) 1 ΑΑΔ 552), Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).

 

Αυτή η πάγια θέση της νομολογίας επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας στην Πολιτική Έφεση 2/2009, ημερομηνίας 14 Μαίου 2012, Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και του Ταμείου Πρόνοιας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας, στην οποία έγινε εισήγηση ότι εφόσον διαπιστωθεί υπέρβαση εξουσίας δεν υπεισέρχεται θέμα ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου ούτε και εγείρεται θέμα ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων.  Αφού έγινε ανασκόπηση της μέχρι τότε νομολογίας, η πλειοψηφία της Ολομέλειας απέρριψε την εισήγηση υιοθετώντας το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Base Metal Trading v Fastact Developments Ltd κ.ά, (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535:

 

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552)..

 

 

Έχουν ήδη σημειωθεί οι νομικοί λόγοι που επικαλείται ο αιτητής για να του παραχωρηθεί άδεια.  Ενδεχομένως εδώ να υπάρχει λανθασμένη εφαρμογή των νομικών αρχών που διέπουν το ζήτημα της αναστολής.  Ζήτημα, που ξεφεύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari αφού αντικείμενο της δεν είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της εκδοθείσας απόφασης.  Το πρόβλημα όμως δεν εστιάζεται εδώ, αλλά στο γεγονός ότι ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχει υπέρβαση εξουσίας ή έκδηλο νομικό σφάλμα ή πλάνη, αυτό μπορεί να αποτελέσει λόγο έφεσης, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον αιτητή.

 

Εισηγείται ωστόσο ο αιτητής ότι η έφεση δεν προσφέρεται υπό τις περιστάσεις για να αποδοθεί δικαιοσύνη γιατί μέχρι να εκδικαστεί η έφεση θα έχει ήδη εκδικαστεί η προηγηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ημερομηνίας 21.3.2014, με την οποία του επιδικάστηκαν αποζημιώσεις, ενώ ο ίδιος στερείται του συνταγματικού και περιουσιακού του δικαιώματος το οποίο έχει αποκρυσταλλωθεί στην προαναφερόμενη δικαστική απόφαση υπό τη μορφή αποζημιώσεων.  Προς υποστήριξη της θέσης του, παραπέμπει στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του αρχιδικαστή Lord Widgery στην υπόθεση R v. Hillingdon (London Borough), Ex parte Royco Homes Ltd, [1974] 1 Q.B.D.  αναφορά στην οποία γίνεται στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 1(1), παρ. 567, υποπαρ. 5, σε σχέση με τις περιστάσεις που δικαιολογείται η παραχώρηση διατάγματος certiorari, έστω και αν υπάρχει δικαίωμα έφεσης:

 

«.I would define a proper case as being a case where the decision in question is liable to be upset as a matter of law because on its face it is clearly made without jurisdiction or made in consequence of an error of law.»

 

 

 

Το ζήτημα αυτό επίσης απασχόλησε την Ολομέλεια στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημ΄σιας Εταιρείας Λτδ (ανωτέρω) η οποία διαφοροποιήθηκε από παρόμοιες θέσεις που εκφράζονται σε προηγούμενη έκδοση του συγγράμματος Halsbury's Laws of England[1], επιβεβαιώνοντας επί του θέματος την αυστηρότερη άποψη της δικής μας νομολογίας όπως εκφράστηκε στις υποθέσεις Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965 και Base Metal Trading Ltd v Fastact Developments Ltd κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535.

 

Θεωρώ σκόπιμο επί του προκειμένου να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Μεστάνα (ανωτέρω), στην οποία συζητήθηκε (μεταξύ άλλων) η υπόθεση Hillingdon (ανωτέρω):

 

«Η θεμελίωση συζητήσιμης υπόθεσης για ύπαρξη νομικού λάθους εμφανούς στο πρακτικό, που είναι η αιτία της αίτησης εν προκειμένω, αποτελεί την προϋπόθεση για την καθόλου ένταξη του ζητήματος στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση certiorari. Στο στάδιο της αίτησης για χορήγηση άδειας η κρίση για τέτοια θεμελίωση εξ ορισμού δεν είναι τελική. Το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει οριστικά στο αντίθετο, πως δεν υπάρχει δηλαδή συζητήσιμο θέμα [βλ. In Re Kakos (ανωτέρω)] αλλά ως προς τη δύναμη της υπόθεσης του αιτητή μπορεί να μιλήσει μόνο εκ πρώτης όψεως. Για να έχει και νόημα η άποψη της άλλης πλευράς όταν θα της δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί. Χωρίς τέτοια θεμελίωση δεν μπορεί να υπάρξει περαιτέρω συζήτηση. Συζητούμε την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ως περαιτέρω προαιτούμενο. Διαφορετικά, η όλη θεώρηση του θέματος θα ήταν αντινομική και όσα, με τόση έμφαση, λέχθηκαν για την ανάγκη θεμελίωσης εξαιρετικών περιστάσεων θα απέμεναν χωρίς νόημα.

 

Εκείνο που ενώνει τις δυο δικαιοδοσίες, την αγγλική και την κυπριακή, είναι οι αρχές που διέπουν το θέμα. Απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις και κατ' ανάγκη αυτές διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η μια ή η άλλη από τις διαθέσιμες θεραπείες.  Όπως λέχθηκε στην R. v. Secretary of State (ανωτέρω) στη σελίδα 724, για να παρακαμφθεί η διαδικασία της έφεσης πρέπει ο αιτητής να δείξει ότι η υπόθεσή του διακρίνεται από το είδος των υποθέσεων για τις οποίες προβλέφθηκε έφεση. Στους δε Halsbury's Laws of England 4η έκδοση Τόμος 1(ι) σελ. 94 § 61, προσδιορίζεται ως υπερκείμενο κριτήριο το κατά πόσο η εναλλακτική θεραπεία δεν είναι τόσο βολική, επωφελής και αποτελεσματική.

 

Οι υποθέσεις Hillingdon και Merseyside αφορούσαν σε διοικητικούς χειρισμούς και η έφεση που προβλεπόταν ήταν «ιεραρχική», και στις δύο περιπτώσεις σε Υπουργό.  Οι συγκριτικές αναφορές που έγιναν είναι συναρτημένες προς τις ιδιαιτερότητες του εκεί συστήματος (βλ. και R. v. Birmingham City Council Ex. P. Ferrero Ltd [1993] 1 All E.R. 530) και είναι νομίζουμε σαφές πως ο προβληματισμός ο δικός μας αναφορικά με το θέμα πρέπει να διέρχεται μέσα από τις δικές μας θεσμικές ρυθμίσεις.  Παράδειγμα παρέχει η Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 961.  Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο των θεσμών μας, δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία ανάλογη προς την  prohibition, που εγκύρως είχαν διεκδικήσει οι αιτητές, κρίθηκε ως εξαιρετική περίσταση που δικαιολογούσε ανάληψη δικαιοδοσίας σε σχέση με το αίτημα για certiorari, αφού τα δύο ήταν συναφή.

 

Δεν μας έχει υποδειχθεί και δεν μπορούμε να δούμε οποιαδήποτε διαφορά, σε σχέση με το θέμα, μεταξύ των δυνατοτήτων, από οποιαδήποτε άποψη, της έφεσης και της παρούσας διαδικασίας.»

 

 

  

Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο ότι θα πρέπει να χορηγηθεί η αιτούμενη θεραπεία, παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, αυτό της έφεσης. Οι προβαλλόμενοι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται το διάταγμα δεν στοιχειοθετούν από μόνοι τους εξαιρετικές περιστάσεις. Ούτε βεβαίως ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την εκδίκαση της έφεσης, ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος στην αίτηση, συνιστά αφ' εαυτού εξαιρετική περίσταση (βλ. Μεστάνα (ανωτέρω)). Άλλωστε και το Εφετείο διαθέτει δυνατότητα για σύντομη εκδίκαση ανάλογα με τις ανάγκες (βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464 και Starport Nominees Ltd κα. (2010) 1Β ΑΑΔ 1370 και Ευάγγελος Χρίστου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2085). 

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                      Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 



[1] 3η έκδοση, Τόμος 11, σελ.140, παρ. 265


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο