ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A861
(2014) 1 ΑΑΔ 2476
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 336/09
10 Νοεμβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Εφεσειόντων
Και
1. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΛΛΟΥΜΗ
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΛΛΟΥΜΗ
Εφεσιβλήτων
...........
Κ. Κακουλλή (κα), για εφεσείοντες
Σ. Σάββα, για εφεσίβλητους
........
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα τράπεζα (στο εξης η Τράπεζα) ήταν ενάγουσα στην αγωγή 3831/2003 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία αξίωνε εναντίον των εφεσιβλήτων (α) το ποσό των £71.431,94 δυνάμει συμβάσεων δανείου και εγγύησης και (β) διάταγμα εκποίησης των υποθηκών Υ1231/99 και Υ1232/99 που, όπως ισχυριζόταν, είχαν εγγράψει προς όφελος της για την πιστή τήρηση των συμβάσεων.
Οι εφεσίβλητοι αντέδρασαν στην αγωγή με καταχώριση έκθεσης υπεράσπισης, όπου απλώς αρνούνταν την αξίωση της Τράπεζας και των ισχυρισμών που διατύπωνε στην έκθεση απαίτησής της. Παρόλα αυτά πέτυχαν, μετά από ακρόαση, σε απόρριψη της αγωγής με το αιτιολογικό ότι η Τράπεζα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης της ορθής εκτέλεσης των συμβάσεων καθότι δεν είχε προσκομίσει μαρτυρία, άμεση ή εξ ακοής, από τους μάρτυρες των υπογραφών των εγγράφων ότι όντως οι εφεσίβλητοι συνεβλήθηκαν θέτοντας την υπογραφή τους σ΄ αυτά.
Η Τράπεζα εφεσίβαλε ανεπιτυχώς την προαναφερθείσα απόφαση (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Σαλούμη κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1347) και οι εφεσίβλητοι, αφού κάλεσαν την Τράπεζα να εξαλείψει τις υποθήκες χωρίς όμως θετική ανταπόκριση, καταχώρισαν τη Γενική Αίτηση 49/2008 με την οποία αξίωσαν:
«Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Πάφου, όπως ακυρώσει τις Υποθήκες με αριθμούς Υ1231/99 και Υ1232/99 ημερομηνίας 03/06/1999 προς όφελος της Εθνικής τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ εκ Λευκωσίας, Αγίας Ελένης αρ. 36, σύμφωνα με την Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 17/01/2005».
Η αίτηση, η οποία βασιζόταν στα άρθρα 35 και 36 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965, στο εξής ο Νόμος) και υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου 1, προσέκρουσε σε ένσταση της Τράπεζας η οποία μετά από ακρόαση κρίθηκε αβάσιμη και απορρίφθηκε. Με επακόλουθο την έκδοση διατάγματος ακύρωσης των υποθηκών ως η αίτηση.
Η Τράπεζα θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση, προβάλλοντας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως (α) είχε εξουσία έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος στο πλαίσιο Γενικής Αίτησης και όχι στο πλαίσιο αγωγής (Πρώτος Λόγος Έφεσης), (β) η τύχη των υποθηκών κρίθηκε με την απόρριψη της αγωγής 3831/03 (στο εξής η Αγωγή), η οποία παρήγαγε και δεδικασμένο που εμπόδιζε την εκποίηση τους μέσω του Κτηματολογίου (Δεύτερος, Τρίτος και Έκτος Λόγος Έφεσης), (γ) η ένστασή της για κατάχρηση διαδικασίας και περιφρόνησης του Δικαστηρίου εκ μέρους των εφεσιβλήτων δεν ευσταθούσε (Τέταρτος Λόγος Έφεσης) και (δ) λανθασμένα έκρινε πως δεν έπραξε οτιδήποτε μετά την επικύρωση της απόφασης στην Αγωγή από το Εφετείο και εσφαλμένα συμπέρανε ότι εκμεταλλεύεται την ύπαρξη των υποθηκών και αγνοεί παντελώς τη δικαστική απόφαση (Πέμπτος Λόγος Έφεσης).
Αρχίζοντας από τον Πρώτο Λόγο Έφεσης, σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική με το δικονομικό ζήτημα ένσταση της Τράπεζας, κρίνοντας πως ετύγχανε εφαρμογής το άρθρο 36 του Νόμου όπως επεξηγήθηκε στην Αγγελίδης ν. Σ.Π.Ε. Παλλουριώτισσας (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1771 καθότι η απόρριψη της Αγωγής συμπαράσυρε και την αξίωση για εκποίηση των υποθηκών οι οποίες, ως εκ τούτου, έπαυσαν να υφίστανται.
Η Τράπεζα δεν διαφωνεί ότι το άρθρο 36 του Νόμου αναγνωρίζει στον ενυπόθηκο οφειλέτη την δυνατότητα να απευθυνθεί στο Δικαστήριο με αίτηση για ακύρωση υποθήκης, όταν η εξασφαλιζόμενη με αυτή υποχρέωση εξοφλήθηκε ή έπαυσε να υφίσταται. Επεσήμανε, ωστόσο, ότι η Αγωγή απορρίφθηκε ως αποτέλεσμα της άρνησης των εφεσιβλήτων ότι είχαν συμβληθεί μαζί της - θέση που προώθησαν κατά την αντεξέταση της μάρτυρας της με υποβολές ότι «οι υποθήκες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα» και ότι «ουδέποτε είχε υπογραφεί οποιαδήποτε σύμβαση» (βλ. πρωτόδικη απόφαση) - και της συνακόλουθης αποτυχίας της ιδίας να στοιχειοθετήσει με επαρκή μαρτυρία την εμπλοκή τους στις συμβάσεις. Με αυτό το δεδομένο, υπέδειξε, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι με την απόρριψη της αγωγής έπαυσαν να υφίστανται και οι υποχρεώσεις που εξασφαλίζονταν με τις υποθήκες, εφόσον, με βάση τη θέση τους, ουδέποτε υπήρξε κάτι το οποίο θα μπορούσε να κριθεί ότι έπαυσε να υφίσταται. Ενόψει τούτου, υπέβαλε, δεν ετύγχανε εφαρμογής το άρθρο 36 του Νόμου και το μόνο που θα μπορούσαν να πράξουν οι εφεσίβλητοι ήταν να καταχωρήσουν αγωγή για ακύρωση των υποθηκών στη βάση ότι ενώ οι ίδιοι ουδέποτε συμβλήθηκαν με την Τράπεζα εντούτοις τα κτήματά τους βρέθηκαν υποθηκευμένα προς όφελός της, όπως ήταν και η θέση τους στο πλαίσιο της Αγωγής.
Η πρωτόδικη απόφαση, αντέτειναν οι εφεσίβλητοι, είναι καθόλα ορθή καθότι οι υποθήκες συστάθηκαν προς όφελος της Τράπεζας επ΄ ανταλλάγματι της σύμβασης δανείου. Συστάθηκαν δηλαδή νόμιμα, αλλά δικαιολογείται η εξάλειψή τους εφόσον η σύμβαση δανείου έπαυσε να υφίσταται.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη κρίση για το υπό συζήτηση δικονομικό ζήτημα υπό το πρίσμα και των εκατέρωθεν θέσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Διαπιστώνουμε κατ΄ αρχάς ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του προς επίλυση του ζητήματος στο άρθρο 36(1)(α)[1] του Νόμου. Όπως ορθώς έκανε αναφορά και στην Αγγελίδης (ανωτέρω) όπου επισημάνθηκε ότι το άρθρο 36 του Νόμου προβλέπει περιοριστικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ενυπόθηκος οφειλέτης μπορεί με αίτηση να αξιώσει ακύρωση υποθήκης που συστάθηκε νόμιμα αλλά δικαιολογείται η εξάλειψη της. Είτε διότι η εξασφαλιζόμενη από την υποθήκη υποχρέωση εξοφλήθηκε είτε διότι έπαυσε να υφίσταται. Καθίσταται επομένως σαφές ότι το άρθρο 36 δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενυπόθηκος οφειλέτης αμφισβητεί αυτή καθ΄ εαυτή τη σύμβαση της υποθήκης, η οποία ως εκ της φύσεως της δημιουργεί πρωτογενείς υποχρεώσεις με αυτοτέλεια. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θεμέλιο της είναι η σύμβαση δανείου, που μόνο όταν εξοφλείται ή παύει να ισχύει νομιμοποιεί τον ενυπόθηκο οφειλέτη να ζητήσει με αίτηση τη θεραπεία του άρθρου 36 (Αγγελίδης, ανωτέρω). Τέτοια είναι κατά την άποψή μας και η παρούσα περίπτωση, αφού η απόρριψη της Αγωγής ήταν αποτέλεσμα της άρνησης των εφεσιβλήτων ότι είχαν συμβληθεί με την Τράπεζα και της αποτυχίας της Τράπεζας να στοιχειοθετήσει με επαρκή μαρτυρία την εμπλοκή τους στις συμβάσεις. Το ότι, τώρα, οι εφεσίβλητοι παραδέχονται ρητώς ότι συμβλήθηκαν και οι υποθήκες συστάθηκαν νόμιμα είναι άνευ σημασίας. Αυτό που ενέχει σημασίας είναι ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η Αγωγή, η οποία δεν απορρίφθηκε λόγω του ότι η σύμβαση δανείου έπαυσε να υφίσταται. Απορρίφθηκε καθότι η Τράπεζα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης της ορθής εκτέλεσης των συμβάσεων, δηλαδή απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη των συμβάσεων. Κατά συνέπεια θεωρούμε εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση ότι η απόρριψη της Αγωγής συμπαράσυρε και την αξίωση για εκποίηση των υποθηκών, εφόσον τέτοια κρίση προϋπόθετε δικαστική αναγνώριση της ορθής εκτέλεσης των συμβάσεων. Σε τέτοια όμως περίπτωση είναι προφανές ότι η Αγωγή δεν θα είχε απορριφθεί και ως εκ τούτου η αξίωση των εφεσιβλήτων για εξάλειψη των υποθηκών μόνο στο πλαίσιο αγωγής μπορεί να εξεταστεί. Και αυτό βεβαίως με συνέπεια προς τη θέση που είχαν προωθήσει και κατά την εκδίκαση της Αγωγής, δηλαδή «ότι οι υποθήκες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα» και ότι «ουδέποτε είχε υπογραφεί οποιαδήποτε σύμβαση».
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο Πρώτος Λόγος Έφεσης ευσταθεί, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης χωρίς να χρειάζεται η εξέταση και των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Η Έφεση επιτρέπεται με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, προς όφελος της εφεσείουσας και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/κβπ
[1] 36.—(I) Εις οιανδήποτε των ακολούθων περιστάσεων, ήτοι—
(α) εάν ό ενυπόθηκος δανειστής αρνήται ή αμελή να προβή εις τήν έξάλειψιν υποθήκης ώς έν αρθρω 35, καίτοι η δια ταύτης εξασφαλιζομένη υποχρέωσις εξωφλήθη ή έπαυσεν υφισταμένη· ή
(β) .............
(γ) .............
ό ενυπόθηκος οφειλέτης δύναται νά ζητήση παρά του Επαρχιακού Δικαστηρίου τήν έκδοσιν ακυρωτικού τής υποθήκης διατάγματος, τό δε Έπαρχιακόν Δικαστήριον άμα τή υποβολή τής τοιαύτης αιτήσεως δύναται νά έκδώση τό κατά τό δοκούν δίκαιον ύπό τάς περιστάσεις διάταγμα, αναφορικώς προς τήν γνωστοποίησιν τής γενομένης αιτήσεως πρός οιονδήποτε πρόσωπον, τήν άκύρωσιν τής υποθήκης, τήν κατάθεσιν χρηματικού τίνος ποσού παρά τω Επαρχιακώ Δικαστηρίω, την διάθεσιν του οϋτω κατατεθησομένου ποσού και οιονδήποτε έτερον συναφές ζήτημα-