ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Λιάτσος, Αντώνης Ρ.Βραχίμης, για την εφεσείουσα Α.Χριστοφόρου - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-10-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΑΟΥΤΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, Πoλιτική ΄Εφεση αρ. 60/2010, 14/10/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:A775

(2014) 1 ΑΑΔ 2205

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                     oλιτική ΄Εφεση αρ. 60/2010)

 

14 Oκτωβρίου, 2014

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στες

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΑΟΥΤΑ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

          και

           

          ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

          ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

          Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η αίτηση,

          - - - - - - - - -

Ρ.Βραχίμης, για την εφεσείουσα 

Α.Χριστοφόρου - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την εφεσίβλητη

  - - - - - - - - -

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:   Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Παμπαλλή, Δ.

 

           Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:   Η εφεσείουσα είχε, αρχικώς, προσληφθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία σε έκτακτη βάση για εκτέλεση καθηκόντων Λειτουργού Νομικών Θεμάτων.  Η πρώτη σύμβαση άρχισε στις 17 Μαϊου 2004 και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2004.  Μετά την πιο πάνω περίοδο οι διάδικοι υπέγραψαν, διαδοχικές δεκαπενθήμερες συμβάσεις απασχόλησης, που διήρκησαν μέχρι τις 22 Απριλίου 2005.

 

Στις 23 Απριλίου 2005 υπογράφτηκε νέα σύμβαση που ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

 

Στις 4 Δεκεμβρίου 2006, η εφεσίβλητη ενημέρωσε την αιτήτρια ότι, με βάση τις πρόνοιες του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου του 2003 (Ν.98(Ι)/2003) και επειδή είχε συμπληρώσει 30μηνη απασχόληση, από την 1 Δεκεμβρίου 2006, η εργοδότηση της κατέστη αορίστου διαρκείας. 

 

Στις 14 Μαϊου 2007, γνωστοποιήθηκε γραπτώς στην εφεσείουσα ότι τερματίζονται οι υπηρεσίες της καθότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), προχώρησε στην πλήρωση της μόνιμης θέσης Λειτουργού Νομικών Θεμάτων, θέση που διεκδίκησε, ανεπιτυχώς, και η εφεσείουσα.

 

Μέσα σ΄αυτό το πραγματικό και νομικό πλαίσιο, η εφεσείουσα απέρριψε το ποσό που της προτάθηκε ως αποζημίωση, και προχώρησε στην καταχώρηση αίτησης, ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, διεκδικώντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις όπως και διάταγμα επαναπρόσληψης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο τερματισμός απασχόλησης της εφεσείουσας, δεν ενέπιπτε στους, με βάση το άρθρο 5 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967, (Ν.24/67), προβλεπόμενους λόγους και έκρινε τον τερματισμό παράνομο, επιδικάζοντας αποζημιώσεις ύψους €3.610.

 

Η εφεσείουσα ουσιαστικώς αμφισβητεί το εύρημα του Δικαστηρίου που χαρακτήρισε τον τερματισμό παράνομο, χωρίς να αποδεχθεί ότι υπήρξε, από πλευράς της εφεσίβλητης κακοπιστία, (1ος και 5ος λόγος έφεσης).  Ταυτοχρόνως, ισχυρίστηκε ότι η απόλυση ήταν έκδηλα παράνομη (3ος λόγος έφεσης).  Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι κακώς δεν κρίθηκε η εφεσείουσα ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος (2ος λόγος έφεσης).  Αμφισβητείται επίσης το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εργοδότηση τερματίστηκε αυτοδικαίως με τον μόνιμο διορισμό  από την ΕΔΥ τρίτου προσώπου στη θέση που εργοδοτείτο η εφεσείουσα (4ος λόγος έφεσης).  Και τέλος η εφεσείουσα παραπονείται για το ύψος του επιδικασθέντος ποσού (6ος λόγος έφεσης). 

 

Το πρώτο θέμα που εγείρεται άπτεται του καθεστώτος εργοδότησης της εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο  καθοδηγούμενο από νομολογία (Αβραάμ ν. Δημοκρατίας, (2008) 3 Α.Α.Δ. 49), θεώρησε ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να εξισωθεί με μόνιμο δημόσιο υπάλληλο και εφαρμογή, σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης της, έχουν οι πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι παρερμηνεύθηκε ο λόγος της υπόθεσης Αβραάμ, (πιο πάνω) καθότι, κατά την εισήγηση του δεν υπάρχει «εννοιολογική διαφορά» στις εκφράσεις «αορίστου χρόνου» και «μόνιμη» αλλά μόνο «πρακτική».

 

Εισηγήθηκε περαιτέρω ο συνήγορος ότι η εφαρμογή της Οδηγίας ΕΚ1999/70, επί της οποίας στηρίχθηκε η θέσπιση του Ν.98(Ι)/2003, επιβάλλει τη διασταλτική ερμηνεία έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ισότης στην αντίκριση των μονίμων ή αορίστου διαρκείας εργοδοτουμένων.

 

Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Η διαφοροποίηση που δημιουργείται μεταξύ μονίμου δημοσίου υπαλλήλου και εκτάκτου ορισμένης ή αορίστου διαρκείας, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να απαλειφθεί, έχοντας ως πρώτιστη διαφορά το νομικό υπόβαθρο επί του οποίου εδράζεται η πρόσληψη ή η δημιουργία της εννόμου σχέσεως εργοδότησης.

 

Όπως, με λεπτομέρεια αναλύεται στην απόφαση Αβραάμ, (πιο πάνω) η πρόσληψη ατόμων στη δημόσια υπηρεσία, με διαδικασίες έξω από το Σύνταγμα και τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (Ν.1/90), δεν γίνεται αποδεχτή ως ερχόμενη εναντίον της ίσης μεταχείρισης πολιτών και της διαφάνειας των διαδικασιών πρόσληψης, υιοθετώντας, μεταξύ άλλων, την υπόθεση Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου (1995) 3 Α.Α.Δ. 363Καταλήγει δε η απόφαση με τα εξής: 

 

«α.  Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη Δημόσια Υπηρεσία, σε μόνιμη ή προσωρινή θέση, είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

β.  Καμιά θέση στη Δημόσια Υπηρεσία δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της.

 

γ.  Η κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό σε δημόσια θέση.»

 

Εδώ έγκειται, κατά τη γνώμη μας, και η ουσιαστική διαφορά της εργοδότησης μόνιμου υπαλλήλου και υπαλλήλου αορίστου διαρκείας, προερχομένου από συμβατική σχέση.

 

Συναφώς, ήταν ορθή η αντιμετώπιση του θέματος πρωτοδίκως.

 

Η δικαιοδοσία για εκδίκαση της υπόθεση τερματισμού απασχόλησης ατόμων που εργοδοτήθηκαν στο πλαίσιο της εφαρμογής του Ν.98(Ι)/2003, (αρθ.10) ανήκει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, σ΄αυτό απευθύνθηκε και η εφεσείουσα.

 

Οι συνθήκες τερματισμού της απασχόλησης της εφεσείουσας ήταν τέτοιες που υποδηλούν κακοπιστία εκ μέρους της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ο συνήγορος της.  Ως παραδείγματα στοιχειοθέτησης του παραπόνου ήταν ο τερματισμός της απασχόλησης ενώ η εφεσείουσα τελούσε υπό άδεια μητρότητας.

 

Το ζήτημα αυτό απασχόλησε σε έκταση το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Η εφεσείουσα παραδέχεται ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν δικογραφήθηκε.   ΄Ηταν όμως μέρος της ένορκης μαρτυρίας που δόθηκε από την ίδια και δεν αντεξετάστηκε, όπως λέχθηκε.

 

Τα δικόγραφα, όπως τονίστηκε σε σειρά αποφάσεων, και αποτελεί πλέον ξεκάθαρη νομολογιακή αρχή, αποτελούν τη βάση προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και η προσαχθείσα μαρτυρία θα πρέπει να στοχεύει στο στόχο αυτό.  Το θέμα αυτό βρισκόμενο, όπως είναι παραδεχτό εκτός των δικογράφων, ορθώς δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η ενέργεια των εφεσιβλήτων να προσλάβουν άλλο στη θέση που κατείχε η εφεσείουσα, αποτελεί άλλη ένδειξη κακοπιστίας, εισηγήθηκε ο συνήγορος της.  Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να επιτύχει, έχοντας ως δεδομένο ότι η εκάστοτε σύμβαση που υπογραφόταν από τις δυο πλευρές περιείχε τον όρο ότι, η εργοδότηση της εφεσείουσας θα συνεχιζόταν  μέχρι το μόνιμο διορισμό υπαλλήλου στη συγκεκριμένη θέση.  Η υποχρέωση νομιμοποίησης των ενεργειών του κράτους με την προκήρυξη και πλήρωση της επίδικης θέσης, μέσω της συνταγματικά καθιερωθείσας αρχής (ΕΔΥ), επ΄ουδενί λόγο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κακόπιστη ενέργεια, που στόχευε να πλήξει την εφεσείουσα.  Αφήνουμε που και η ιδία, αναγνωρίζουσα τη νομιμότητα της πιο πάνω ενέργειας, υπέβαλε αίτηση για πρόσληψη, κάτι που αποτελούσε, βεβαίως, δικαίωμα της.  Είναι, όμως, οξύμωρο να παραπονείται επί τούτου.

 

Προς υποστήριξη της νομικής του επιχειρηματολογίας επί της κακοπιστίας, ο συνήγορος της εφεσείουσας έκαμε επίκληση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, όπως και στην άσκηση των αρχών που θα έπρεπε να διέπουν τη χρηστή διοίκηση.  Όπως, ορθώς, κατά τη γνώμη μας, επισημαίνεται και πρωτοδίκως, τα γεγονότα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο και αναλύθηκαν στην αρχή της απόφασης μας, ουδόλως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ότι υποδηλούν κακοπιστία ή έκδηλα παράνομο τερματισμό της απασχόλησης, έτσι ώστε να μπορεί να ενεργοποιηθεί η προσφερόμενη, με βάση το αρ.3 του Ν.24/1967, δυνατότητα επαναπρόσληψης της εφεσείουσας. 

 

Το θέμα της διεκδίκησης της δυνατότητας επαναπρόσληψης, απασχόλησε πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πατσαλίδη ν. Κυπριακών Αερογραμμών, Πολ.Εφ.406/2008 ημερ. 21 Φεβρουαρίου 2012, όπου αποφασίστηκε ότι, υφισταμένων των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 3 του Ν.24/67, ήτοι:  της απασχόλησης πέραν των δεκαεννέα εργοδοτουμένων και της διεκδίκησης της θεραπείας, που εδώ δεν αμφισβητήθηκε ότι ισχύουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να ικανοποιήσει το αίτημα, αν κριθεί η απόλυση ως έκδηλα παράνομη.  Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε, αλλά ούτε και εμείς έχουμε πεισθεί ότι οι συνθήκες της υπόθεσης όπως περιγράφονται πιο πάνω αιτιολογούσαν αντίθετα το αποτέλεσμα.  Το νομικό και πραγματικό καθεστώς της συμβατικής σχέσης στην προκείμενη περίπτωση, προκαθόριζε την πορεία της.  Ο δε τερματισμός της σε περίπτωση μόνιμης εργοδότησης άλλου, ήταν συμφωνημένος.

 

΄Ηταν η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η κατάληξη των πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν ήταν κακόπιστη η ενέργεια των εφεσιβλήτων, δεν δικαιολογείται και έγινε αναφορά στη σελ.11 της απόφασης.

 

Η απόφαση δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα και αποσπασματικά αλλά ως ενιαίο σύνολο.  Η δικαστική κρίση δεν είναι απομονωμένη από το σύνολο των γεγονότων και του συλλογισμού του εκδικάσαντος δικαστηρίου.  Ως ενιαίο σύνολο θα πρέπει να εξετάζεται.  Η απομόνωση μιας φράσης ή η αποσπασματική ανάγνωση ενός μέρους της απόφασης δεν είναι ορθή αντιμετώπιση.  

Η υπό κρίση αναφορά είναι το επιστέγασμα του προγενέστερου προβληματισμού του δικαστηρίου και η καταληκτική του σκέψη πριν την επιδίκαση του ποσού.  Ως εκ τούτου η εισήγηση απορρίπτεται. 

 

Σε σχέση με την περαιτέρω εισήγηση της αιτήτριας ότι, καθισταμένης της σύμβασης εργοδότησης της αορίστου χρόνου, έπαυσαν να έχουν εφαρμογή οι πρόνοιες της αρχικής σύμβασης.  ΄Εχουμε να παρατηρήσουμε ότι το θέμα έχει ξεκαθαρίσει με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αβραάμ (πιο πάνω), όπου λέχθηκε το εξής:

 

          «Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Επομένως, οι συμβασιούχοι αορίστου διαρκείας στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να την επικαλεστούν. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.

 

          Οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβασή τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, Ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν. 127(Ι)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.»

 

Συνεπώς η εν λόγω εισήγηση δεν γίνεται αποδεκτή.

 

Αναφορικά με τον τελευταίο λόγο έφεσης, που αφορά το επιδικασθέν ποσό αποζημίωσης, σημειώνουμε τη δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι, αν η υπόθεση κρινόταν ως εντασσόμενη σε απόλυση  λόγω πλεονασμού, το ποσό είναι ικανοποιητικό.  Η θέση αυτή είναι ορθή δοθέντος ότι, κανένας από τους επιβαρυντικούς παράγοντες που αναλύονται στο άρθρο 3 του Ν.24/67, και ήταν αντικείμενο των προηγούμενων αναλυθέντων λόγων έφεσης, δεν είχαν επιτυχή κατάληξη.

 

Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε τον υπολογισμό της αποζημίωσης με βάση τον «Πρώτο Πίνακα».

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

 

                                                                      ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                      ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                      ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο