ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A734
(2014) 1 ΑΑΔ 2110
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. Ε71/13
30 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
1. MELOUSKIA COMMERCIAL LTD
2. KOSIFORO TRADING LIMITED
3. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΛΕΑΝΤΖΗ
4. ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
5. ΑΝΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
6. ΧΑΡΟΥΛΛΑΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ
Εφεσειόντων/Εναγομένων 11-16
Και
1. CHUMACHENKO ALISA
2. OBSCHESTVO S OGRANICHENNOY
OTVETSTVENNOSTYU GAME INSIGHT
Εφεσιβλήτων/Εναγουσών
......
κ. Τ. Παντελή για Ανδρέας Μ. Σοφοκλέους και Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντες-εναγόμενους 11-16
κ. Σ. Γιορδαμλής για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητους/ενάγοντες
----------------
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 19 Σεπτεμβρίου 2012 καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή σε γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, με την οποία οι ενάγουσες (εφεσίβλητες στην παρούσα) αξιώνουν διάφορες θεραπείες. Με πιο βασικές τις ακόλουθες τρεις:-
Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι (α) οι δεκαέξι εναγόμενοι της αγωγής και/ή οιοσδήποτε εξ αυτών συνωμότησαν μεταξύ τους και τους απόσπασαν με δόλια μέσα το ποσό των US$10.440.019 Δολαρίων Αμερικής και ότι (β) τα χρηματικά ποσά που ευρίσκονται κατατιθέμενα στους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούν οι εναγόμενες 11 και 12 στην Τράπεζα Κύπρου (εναγόμενη 10) ανήκουν σ΄ αυτές.
Β. Διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal εναντίον των εναγομένων 10-16, με τα οποία να διατάσσονται να τους δώσουν συγκεκριμένα στοιχεία και πληροφορίες ώστε να εντοπίσουν τόσο τα πρόσωπα που είχαν ανάμιξη στην τέλεση των παρανόμων πράξεων που έγιναν σε βάρος του όσο και τα απωλεσθέντα ποσά και
Γ. Γενικές αποζημιώσεις για τις ζημιές και/ή απώλειες που υπέστηκαν ως αποτέλεσμα των παράνομων πράξεων των εναγομένων και/ή οιουδήποτε εξ αυτών, καθώς επίσης και ειδικές αποζημιώσεις για το ποσό των US$10.440.019 που αντιστοιχεί στο ποσό που τους απέσπασαν με δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις.
Ταυτόχρονα με την αγωγή καταχωρίστηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων - της ρωσίδας Alisa Chumachenko και της εγγεγραμμένης στη Ρωσική Ομοσπονδία εταιρείας της ΟΟΟ Game Insight - και μονομερής αίτηση για έκδοση έξι ενδιάμεσων διαταγμάτων. Απ΄ αυτά, τα τρία ήταν του τύπου Norwich Pharmacal και στρέφονταν εναντίον των εναγομένων 10-16, τα δύο απέβλεπαν στην παγοποίηση των λογαριασμών που τηρούν οι εναγόμενες 11 και 12 στην Τράπεζα Κύπρου και το έκτο ήταν του τύπου «Gagging Order».
Η αίτηση τέθηκε ενώπιον Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου ο οποίος, αφού εξέτασε το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, αποφάσισε να εκδώσει μονομερώς τα δύο διατάγματα που αφορούσαν την παγοποίηση των λογαριασμών που τηρούν οι εναγόμενες 11 και 12 στην Τράπεζα Κύπρου, ενώ για τα υπόλοιπα έδωσε οδηγίες να επιδοθούν στους εναγόμενους 10-16 που ήταν και οι μόνοι εναγόμενοι που, αφενός, αφορούσαν τα αιτούμενα διατάγματα και, αφετέρου, είχαν τη μόνιμη διαμονή ή έδρα των εργασιών τους στην Κύπρο.
Με την επίδοση των εκδοθέντων δύο διαταγμάτων και της αίτησης, η Τράπεζα Κύπρου (εναγόμενη 10) συμφώνησε, στις 26.9.12, όπως το διάταγμα παγοποίησης των λογαριασμών των εναγομένων 11 και 12 που αφορούσε μόνο την ίδια γίνει απόλυτο, αλλά για τα υπόλοιπα τόσο αυτή όσο και οι εναγόμενες 11-16 (εφεσείουσες στην παρούσα) έφεραν ένσταση και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Με κατάληξη την έκδοση στις 29.4.2013 ενδιάμεσης απόφασης, με την οποία αφενός και το έτερο μονομερώς εκδοθέν διάταγμα παγοποίησης έγινε απόλυτο και, αφετέρου, εκδόθηκαν και τα τρία αιτούμενα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal - τα οποία αφορούν ταυτόσημες θεραπείες της αγωγής. Σε σχέση όμως με το αιτούμενο διάταγμα τύπου «Gagging Order», θεωρήθηκε ότι είχε εγκαταλειφθεί και ως εκ τούτου απορρίφθηκε.
Οι εφεσείουσες θεωρούν λανθασμένη την προαναφερθείσα ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου και με την παρούσα έφεση επιδιώκουν την ανατροπή της. Επιπρόσθετα, με αίτηση τους ημερ. 17.5.2013 στο πρωτόδικο Δικαστήριο πέτυχαν διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης μέχρις ότου εκδικαστεί η έφεσή και επομένως τα εκδοθέντα διατάγματα κατέστησαν ανενεργά.
Όπως γίνεται αντιληπτό, τα τρία διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal που εκδόθηκαν εναντίον των εναγομένων 10-16 απέβλεπαν σε εξασφάλιση στοιχείων και πληροφοριών σε σχέση με τα πρόσωπα που είχαν ανάμειξη στην κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξία σε βάρος των εφεσιβλήτων, καθώς επίσης και για εντοπισμό των χρημάτων που κατ΄ ισχυρισμό υπεξαιρέθηκαν από τραπεζικό λογαριασμό στο Χονγκ Κονγκ που είχε ως πραγματικούς δικαιούχους τις εφεσίβλητες. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι οι εναγόμενες 11 και 12 (εφεσείουσες 1 και 2 στην παρούσα έφεση) είναι κυπριακές εταιρείες ξένων συμφερόντων με αξιωματούχους τις εναγόμενες 13-16 (τώρα εφεσείουσες 4-6), ενώ οι άλλοι εναγόμενοι - πλην βεβαίως της Τράπεζας Κύπρου - είναι μόνιμοι κάτοικοι Χονγκ Κονγκ και Κίνας.
Οι εφεσείουσες, όπως σημειώνεται πιο πάνω, πέτυχαν αναστολή στην εκτέλεση των επίδικων διαταγμάτων, αλλά παρά την αναστολή μέχρι σήμερα οι εφεσίβλητες δεν καταχώρισαν Έκθεση Απαιτήσεως. Πρόκειται για γεγονός που η πλευρά των εφεσειόντων θεωρεί πολύ σημαντικό, σε βαθμό μάλιστα που κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης ζήτησε να εξεταστεί κατά προτεραιότητα ο σχετικός με το ζήτημα λόγος έφεσης (18ος στο εφετήριο) και συναφώς παρέπεμψε σε υποθέσεις όπου το Εφετείο για τον ίδιο ακριβώς λόγο τερμάτισε την ισχύ των εκδοθέντων διαταγμάτων χωρίς να ασχοληθεί με την ουσία της έφεσης. Τα επίδικα διατάγματα, αντέτειναν οι εφεσίβλητες, αποβλέπουν σε εξακρίβωση γεγονότων ώστε να εντοπιστούν οι αδικοπραγήσαντες και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τους αποδοθεί αμέλεια ή εσκεμμένη καθυστέρηση και να στερηθούν του δικαιώματος παροχής θεραπείας αφού ελλείπουν στο παρόν στάδιο τα «κομμάτια του παζλ» που θα τους επέτρεπαν να προωθήσουν την αγωγή τους.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις στο υπό συζήτηση θέμα, έχοντας υπόψη τον τρόπο αντιμετώπισής του από τη νομολογία (Goody´s Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1572, Αkis Express v. Aris Express (1998) 1 Α.Α.Δ.149, Rousounides & Soteriou Trading Ltd v. ΚΟΤ (2002) 1(B) A.A.Δ.1274, Kίτσιος κ.α. ν. Α.C. Kitsios Motors Ltd κ.α. (2010) 1(B) A.A.Δ. 1262 και Ελευθερίου ν. Λαϊκού Καφεκοπτείου Δημόσια Λτδ, Πολ. Εφ. 39/2010 ημερ. 23.1.14) η οποία διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα των παρατηρήσεων που διατύπωσε (per curiam) το Εφετείο στην υπόθεση Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και άλλης (1992) 1(Β) 1453. Συναφώς, στην εν λόγω υπόθεση χαρακτηρίστηκε απαράδεκτη η τακτική επιδίωξης και εξασφάλισης ενδιάμεσης θεραπείας χωρίς την παράλληλη προώθηση εκδίκασης της υπόθεσης και τονίστηκε ότι η παροχή τέτοιας θεραπείας «. δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέτρο συνυφασμένο με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας κατά τη δίκη. Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης. Επομένως βαρύνεται ο διάδικος που την επιδιώκει να προλειάνει, το ταχύτερο, το έδαφος για την εκδίκαση της υπόθεσης.". Πρόκειται, τονίστηκε στην Rousounides (ανωτέρω), για θεμελιακής σημασίας ζήτημα αφού αποτελεί και συνταγματική επιταγή η συμπλήρωση της εκδίκασης της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου και, το Εφετείο, εφαρμόζοντας τις παρατηρήσεις της Vuitton δεν ασχολήθηκε με την ουσία της έφεσης, αλλά τερμάτισε την ισχύ του εκδοθέντος διατάγματος για το λόγο ότι η συνέχιση του συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε το Εφετείο και στις άλλες υποθέσεις που αναφέρουμε πιο πάνω, στις οποίες επίσης τερματίστηκε η ισχύς των εκδοθέντων διαταγμάτων χωρίς την ενασχόληση με την ουσία της έφεσης. Όμως, όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Τ.Α. Micrologic Comp. Consult. Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 A.A.Δ. 1802, υπάρχουν περιπτώσεις όπου αποκτούν σημασία και άλλοι παράγοντες. Τέτοια είναι κατά την άποψή μας και η παρούσα περίπτωση, στην οποία η προώθηση της αγωγής - ετοιμασία και καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης - φαίνεται πως προϋποθέτει την παροχή των πληροφοριών για τις οποίες εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα που, όμως, αναστάληκαν μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Κατά συνέπεια θεωρούμε πως υπό τα περιστατικά της υπόθεσης η μη καταχώριση της έκθεσης απαίτησης δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας ώστε να τερματιστεί η ισχύς των διαταγμάτων χωρίς την ενασχόληση με την ουσία της έφεσης. Θα παρατηρούσαμε όμως ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, το δικονομικώς ορθό είναι να υποβάλλεται αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης (Δ.20 θ.1 και Δ.57 θ.2) και, όπου αυτό δεν γίνεται, να καταχωρείται από την άλλη πλευρά αίτηση για απόρριψη της αγωγής (Δ.26 θ.1) αν όντως το ενδιαφέρον της για την τήρηση της συνταγματικής επιταγής για εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου είναι γνήσιο. Στην παρούσα όμως περίπτωση ουδέν έγινε, όπως δεν ενεργοποιήθηκε και από το Δικαστήριο ο μηχανισμός της Δ.26 θ.13 για απόρριψη της αγωγής ώστε, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της δυνατότητας ετοιμασίας της έκθεσης απαίτησης ενόψει της αναστολής των διαταγμάτων να εξεταστεί - όπως είναι και το δικονομικώς ορθό - από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι λόγω της φύσεως της αγωγής και της αναστολής εκτέλεσης των επίδικων διαταγμάτων, η μη καταχώριση της έκθεσης απαίτησης μέχρι σήμερα δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και ο σχετικός λόγος έφεσης (18ος) δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ακολουθεί η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης που άπτονται της ουσίας. Υποβλήθηκε συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) προσέγγισε λανθασμένα την προσαχθείσα μαρτυρία και έσφαλε στην κρίση του ότι με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 (Λόγοι Έφεσης 1-5, 7, 8 και 9), (β) ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal και/ή Bankers Trust (Λόγοι Έφεσης 13, 14, 15 και 16) και έκρινε λανθασμένα ότι το τραπεζικό απόρρητο αίρεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος και στις αστικές υποθέσεις (Λόγος Έφεσης 11), (γ) έσφαλε στο ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ των εφεσιβλήτων και όχι υπέρ των εφεσειουσών 1 και 2 (Λόγος έφεσης 6), (δ) λανθασμένα δεν εξέτασε κατά πόσο η τραπεζική εγγύηση των €200.000 που καθόρισε για την έκδοση των διαταγμάτων παγοποίησης ημερ. 19.9.12 ήταν επαρκής (Λόγος Έφεσης 10), (ε) ενώ ορθώς έκρινε πως ήταν δυνατή η τροποποίηση των διαταγμάτων παγοποίησης ημερ. 19.9.12 ώστε να απελευθερώνονται λογικά ποσά για την ικανοποίηση τρεχουσών εξόδων της επιχείρησης και των δικηγορικών εξόδων, εντούτοις λανθασμένα δεν ενέκρινε το σχετικό αίτημα κρίνοντας ότι θα καταστρατηγείτο ο σκοπός των διαταγμάτων (Λόγος Έφεσης 12) και (στ) εσφαλμένα δεν εξέτασε καθόλου ή ικανοποιητικά κατά πόσο τα επίδικα διατάγματα ήταν συμβατά με τα άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος.
Η μαρτυρία, η προσέγγιση της από το Δικαστήριο και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60
Το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης, όπως αυτό προκύπτει από τις ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και ένσταση, διατυπώνεται στην πρωτόδικη απόφαση κατά τρόπο υποδειγματικό και ολοκληρωμένο. Το συνοψίζουμε:-
Η εφεσίβλητη 2 ιδρύθηκε από την εφεσίβλητη 1 στα τέλη του 2009, εργοδοτεί άνω των 400 εργαζομένων σε 11 χώρες και στα πέντε χρόνια λειτουργίας της κατόρθωσε να γίνει μία εκ των κορυφαίων κατασκευαστών παιχνιδιών για κινητά τηλέφωνα και κοινωνικά δίκτυα (social media platforms) παγκοσμίως.
Ένας μεγάλος αριθμός των παιχνιδιών της εφεσίβλητης 2 είναι διαθέσιμα μέσω της υπηρεσίας διανομής που παρέχει η γνωστή διαδικτυακή εταιρεία Google, από την οποία η εφεσίβλητη 2 εισπράττει το 70% των εσόδων που προέρχονται από τους χρήστες της Google Play, ενώ το υπόλοιπο 30% κρατείται από τη Google.
Περί τα τέλη Ιουνίου 2012, η εφεσίβλητη 2 επρόκειτο να λάβει από την Google ποσό άνω των US$10 εκατομμυρίων Δολαρίων Αμερικής και για τη λήψη των διαφόρων πληρωμών απέκτησε από τους εναγόμενους 1 και 3 - δηλαδή από την εγγεγραμμένη στο Χονγκ Κονγκ εταιρεία Bestling Consultants Ltd και τον Aton Tsen - την εταιρεία Game Insight International Ltd (εναγόμενη 4 στο εξής «η Εταιρεία), η οποία ήταν εγγεγραμμένη στο Χονγκ Κονγκ όπου και διατηρούσε τον τραπεζικό λογαριασμό 127-837771-838 (στο εξής «ο Λογαριασμός») σε υποκατάστημα της Τράπεζας HSBC.
Μοναδικός διευθυντής και μέτοχος της Eταιρείας ήταν ο Guo Zhou (εναγόμενος 9), ο οποίος διορίστηκε από τους εναγόμενους 1 και 3 να κατέχει τις μετοχές της Εταιρείας ως εμπιστευματοδόχος (nominee) της εφεσίβλητης 1 που ήταν και η αποκλειστική δικαιούχος των μετοχών (ultimate befeficial owners).
Mε την απόκτηση της Εταιρείας από την εφεσίβλητη 2, ο έλεγχος του Λογαριασμού περιήλθε σ΄ αυτή και στις 29.6.12 ο Λογαριασμός πιστώθηκε με το ποσό των US$10.440.019 από πληρωμές της Google. Με την πίστωση όμως του Λογαριασμού με το ποσό αυτό, οι εφεσίβλητες έπαυσαν να έχουν δυνατότητα πρόσβασης στο Λογαριασμό και στις 10.8.12 κατάγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία του Xονγκ Κονγκ και, ακολούθως, στις 17.8.12, καταχώρισαν και αγωγή εναντίον των εναγομένων 1-4 στο πλαίσιο της οποίας επετράπη η επιθεώρηση των βιβλίων και αρχείων της HSBC. Προέκυψε ότι στις 3.7 και 17.7.12 μεταφέρθηκε από το Λογαριασμό σε 11 περιπτώσεις το σύνολο του πιστωθέντος ποσού σε τραπεζικούς λογαριασμούς πέντε άλλων προσώπων, τα οποία προστέθηκαν στην αγωγή του Χονγκ Κονγκ και αντιστοιχούν στους εναγόμενους 5-9 της αγωγής που καταχωρίστηκε και στην Κύπρο. Περαιτέρω προέκυψε ότι (α) στις 5.7 και 16.7.12 μεταφέρθηκαν από λογαριασμό που τηρούσε η εναγόμενη 5 στην Standard Chartered Bank του Χονγκ Κονγκ US$257.560 και US$1.287.650, στον τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί και/ή τηρούσε η εφεσείουσα 1 στην Τράπεζα Κύπρου και (β) στις 6.7 και 13.7.12 μεταφέρθηκαν από λογαριασμό που τηρούσε η εναγόμενη 7 στην Bank of China του Χονγκ Κονγκ US$2.575.270 και US$1.277.500, σε λογαριασμό που τηρούσε και/ή τηρεί η εφεσείουσα 2 στην Τράπεζα Κύπρου.
Στη βάση των πιο πάνω στοιχείων, διατυπώθηκε από τις εφεσίβλητες η θέση ότι υπήρξαν θύματα απάτης και το ποσό που αποσπάστηκε από το Λογαριασμό τους διασκορπίστηκε αρχικά σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς εταιρειών του Χονγκ Κονγκ και στη συνέχεια σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς, μεταξύ των οποίων και στους λογαριασμούς του τηρούν και/ή τηρούσαν οι εφεσείουσες 1 και 2 στην Τράπεζα Κύπρου όπου κατέληξε το ήμισυ σχεδόν (US$5.098.210) του προϊόντος της σε βάρος τους απάτης. Όσον αφορά τις εφεσείουσες, αυτές πρόβαλαν άγνοια των γεγονότων που ισχυρίζονται οι εφεσίβλητες ότι έλαβαν χώρα σε βάρος τους στο Χονγκ Κονγκ. Παραδέχονται όμως ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί των εφεσειουσών 1 και 2 στην Τράπεζα Κύπρου πιστώθηκαν όντως με τα ποσά που ισχυρίζονται οι εφεσίβλητες, αλλά πρόβαλαν ότι τα ποσά αυτά εμβάστηκαν στους λογαριασμούς τους από τις εναγόμενες 5 και 7 για εξόφληση τιμολογίων που αφορούσαν είδη ένδυσης που αγόρασαν από εταιρείες του (ρωσικού) ομίλου TopTradePostarska για τις οποίες οι εφεσείουσες 1 και 2 ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μελέτησε το υλικό που τέθηκε ενώπιον του και αφού θεώρησε ότι τα γεγονότα που συνοψίζονται πιο πάνω είναι αδιαμφισβήτητα, έκρινε πως με αυτά ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32.
Τα παράπονα των εφεσειουσών σε σχέση με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του είναι βασικά δύο. Το πρώτο, ότι λανθασμένα εξέλαβε τη δήλωση τους για άγνοια των γεγονότων που κατ΄ ισχυρισμό έλαβαν χώρα στο Χονγκ Κονγκ ως παραδοχή και/ή αποδοχή των εν λόγω γεγονότων και, το δεύτερο, ότι λανθασμένα έκρινε πως το μαρτυρικό υλικό τεκμηρίωνε εκ πρώτης όψεως απάτη σε βάρος των εφεσιβλήτων και, εν πάση περιπτώσει, ότι τα τέσσερα εμβάσματα στους λογαριασμούς των εφεσειουσών 1 και 2 τεκμηρίωναν αφ΄ εαυτών, εκ πρώτης όψεως, και εμπλοκή τους στην απάτη. Επιπρόσθετα, παραπονούνται ότι όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο έκδωσε μονομερώς τα διατάγματα παγοποίησης, στις 19.9.12, αγνόησε το γεγονός ότι στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εφεσειουσών 1 και 2 δεν υπήρχε οποιοδήποτε ποσό από τα επίδικα εμβάσματα και λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το όποιο ποσό ήταν κατατεθειμένο στους λογαριασμούς αυτούς αποτελούσε περιουσία των εφεσιβλήτων. Στη βάση των ισχυρισμών αυτών, υπόβαλαν ότι με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σ΄ ότι τις αφορά, δεν ικανοποιήθηκαν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32. Σε σχέση δε με την τρίτη, υπέβαλαν ότι στις 19.9.12 που εκδόθηκαν μονομερώς τα διατάγματα παγοποίησης ο λογαριασμός της εφεσείουσας 1 είχε πιστωτικό υπόλοιπο €47.754,39 (US$62.095,39) και ο λογαριασμός της εφεσείουσας 2 €314.567,70 (US$409.945,00), που σε σχέση με την αξίωση των εφεσιβλήτων είναι πολύ μικρά ποσά. Κατά συνέπεια, υπέβαλαν, δεν πληρούται η τρίτη προϋπόθεση εφόσον ο σκοπός της προϋπόθεσης αυτής είναι η διαφύλαξη περιουσίας για ικανοποίηση μελλοντικής απόφασης, που στην παρούσα περίπτωση δεν θα ικανοποιηθεί αφού η παγοποιηθείσα περιουσία είναι πολύ μικρή σε σχέση με την αξίωση τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτειναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, προσέγγισε με υποδειγματικό τρόπο το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη βάση του εν λόγω υλικού ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις για τα υπό συζήτηση θέματα, οι οποίες αναπτύσσονται εν εκτάσει και στα περιγράμματα αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, όπως εξετάσαμε και την πρωτόδικη απόφαση. Δεν διαφωνούμε με τους συνηγόρους των εφεσειουσών ότι η δήλωση άγνοιας ενός γεγονότος δεν εξισώνεται και με παραδοχή του γεγονότος. Παρατηρούμε όμως ότι το υπό αναφορά παράπονο τους είναι προϊόν εξεζητημένης και αποσπασματικής ανάλυσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε γενικώς ότι τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του από τις εφεσίβλητες ήταν αδιαμφισβήτητα. Η σχετική αναφορά του έγινε στο πλαίσιο εξέτασης κατά πόσο, στη βάση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του, ικανοποιούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 - ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα οι εφεσίβλητες να δικαιούνταν σε θεραπεία - και ορθώς έκρινε πως ικανοποιούνταν. Αφενός, αφού ποσό άνω των δέκα εκατομμυρίων δολαρίων Αμερικής φαίνεται να αποσπάστηκε επιλήψιμα από το Λογαριασμό της Εταιρείας και, αφετέρου, σημαντικό μέρος από το ποσό αυτό φαίνεται να κατέληξε μέσω τραπεζικών λογαριασμών άλλων εταιρειών του εξωτερικού στους λογαριασμούς που τηρούν και/ή τηρούσαν οι εφεσείουσες 1 και 2 στην Τράπεζα Κύπρου. Σ΄ ότι δε αφορά το δεύτερο παράπονο των εφεσειουσών - ότι δηλαδή τα εμβάσματα στους λογαριασμούς τους δεν τεκμηριώνουν αφ΄ εαυτών εκ πρώτης όψεως και εμπλοκή τους στην κατ΄ ισχυρισμό απάτη καθότι τα εμβάσματα αυτά έγιναν για εξόφληση τιμολογίων που είχαν εκδοθεί προηγουμένως - είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς δεν έδωσε βαρύτητα στη θέση αυτή αφού άπτεται της ουσίας και όπως τονίσαμε και σε πρόσφατη μας απόφαση - στην Μilton Investment Co Ltd κ.α. ν. Dryden Group Ltd, Πολ. Εφ. 424/11 ημερ. 27.3.14, ECLI:CY:AD:2014:A220 - στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα που ουσιαστικά θα ισοδυναμούσαν με απόφαση επί της ουσίας της αγωγής.
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε με τον ορθό τρόπο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του και ορθώς κατέληξε ότι πληρούνταν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32. Σ΄ ότι δε αφορά την τρίτη προϋπόθεση - ότι δηλαδή χωρίς την παγοποίηση των επίδικων τραπεζικών λογαριασμών θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο - παρατηρούμε ότι και αυτό το ζήτημα προσεγγίστηκε από τον ευπαίδευτο Πρόεδρο με υποδειγματικό τρόπο. Συναφώς αφού υπενθύμισε τη σχετική νομολογία (Ninemia Maritime Corporation v. Trane Schiffahrts-gesellschaft Gmbh (Niedersachsen The) (1983) 1 W.L.R. 1412, C. Phasarias (Auto Centre) Ltd v. Σκυρ. «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 785, Μ & Ch. Mitsingas Trading v. Timberland (1997) 2 (Γ) A.A.Δ. 1794 και Κυρισάββας κ.α. ν. Κίζη (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1245) έκρινε πως «. η οριστικοποίηση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος παγοποίησης είναι απολύτως απαραίτητη και αναγκαία εφόσον, σε περίπτωση που δεν καταστεί απόλυτο το διάταγμα παγοποίησης, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αποξένωσης των ποσών καθώς και απενεργοποίησης των εν λόγω λογαριασμών και συνεπώς βάσιμος κίνδυνος ότι δικαστική απόφαση που ενδεχομένως εκδοθεί υπέρ των Αιτητριών θα παραμείνει ανικανοποίητη». Θεωρούμε απολύτως ορθό το υπό αναφορά σκεπτικό, το οποίο και υιοθετούμε. Σ΄ ότι δε αφορά το «παράπονο» των εφεσειουσών ότι δεν πληρούται η τρίτη προϋπόθεση καθότι η παγοποιηθείσα περιουσία είναι πολύ μικρή σε σχέση με την απαίτηση των εφεσιβλήτων και επομένως δεν εξυπηρετείται ο σκοπός της προϋπόθεσης αυτής, περιοριζόμαστε απλώς να παρατηρήσουμε ότι η θέση αυτή δεν συνοδεύεται από την αναμενόμενη σοβαρότητα. Και αυτό καθότι υιοθέτηση της θα οδηγούσε στην παραλογία ότι επειδή οι εφεσίβλητες δεν κατόρθωσαν να παγοποιήσουν τους επίδικους λογαριασμούς έγκαιρα απώλεσαν και τη δυνατότητα παγοποίησης τους με το αιτιολογικό ότι τα ποσά που υπήρχαν σ΄ αυτούς δεν ήταν ικανοποιητικά για την πλήρη ικανοποίηση μιας ενδεχόμενης απόφασης προς όφελός τους.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι τα παράπονα των εφεσειόντων στα εξετασθέντα ζητήματα, για τα οποία σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 5, 7, 8 και 9, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal/Βankers Trust και το τραπεζικό απόρρητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τη φύση των διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal, ανασκόπησε την αγγλική νομολογία επί του θέματος (Norwich Pharmacal Co and others v. Commissioners of Customs & Excise (1973) 2 All E.R. 943, Banker´s Trust v. Shapira (1980) 1 W.L.R. 1274, Mercantile Group (Europe) AG v. Aiyela (1994) Q.B. 366, Ashworth Hospital Authority v. MGN Ltd (2002) 4 All E.R. 193 και CHC Software v. Hopkins and Wood (1993) F.S.R. 241) και, όπως ορθώς κατέληξε, οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την έκδοσή τέτοιων διαταγμάτων κωδικοποιήθηκαν στην υπόθεση Mitsui & Co v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) 3 All E.R. 511[1]. Εφαρμόζοντας δε τις εν λόγω προϋποθέσεις στα περιστατικά της υπόθεσης έκρινε πως ικανοποιούνταν «.. προς το σκοπό εντοπισμού αυτών που αναμείχθηκαν στην αδικοπραξία και/ή παράνομη πράξη και τον εντοπισμό (tracing) των χρηματικών ποσών που φερόμενα έχουν οικειοποιηθεί» και στη βάση αυτή προχώρησε στην έκδοση των αιτηθέντων διαταγμάτων, απορρίπτοντας και την ένσταση των εφεσειουσών ότι η Τράπεζα δεσμευόταν από το τραπεζικό απόρρητο που κατοχυρώνεται από το άρθρο 29 του Ν.66(1)/97. Παρέπεμψε συναφώς στις υποθέσεις Tournier v. National Provincial and Union Bank of England Ltd (1923) All E.R. Rep.550, I.B.L. v. Planet (1990) JRL 294 και Βanker´s Trust (ανωτέρω) για να επισημάνει, αφενός, ότι το τραπεζικό απόρρητο υποχωρεί έναντι του δημοσίου συμφέροντος για καταστολή δόλιων πράξεων ή εγκλημάτων και, αφετέρου, ότι το άρθρο 29 απαγορεύει την αποκάλυψη πληροφοριών που δίδονται από τραπεζικούς λειτουργούς προς ίδιο όφελος και στην υπόθεση που είχε ενώπιον του δεν εγειρόταν τέτοιο θέμα.
Οι θέσεις των εφεσειουσών στα υπό συζήτηση ζητήματα προωθήθηκαν σε δύο αλληλένδετα μεταξύ τους επίπεδα. Υπέβαλαν συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε καθόλου τις υποθέσεις Αvila (ανωτέρω) και Axa Natwest [1998] C.L.C. 1177 που έθεσαν ενώπιον του, με αποτέλεσμα να μη εξετάσει κατά πόσο υπήρχε ανάγκη για έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal και κατά πόσο η Τράπεζα και οι ίδιες είχαν εμπλοκή στην κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξία. Αν, υπόβαλαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέταζε τα δύο αυτά ζητήματα θα οδηγείτο στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εκδοθεί το διάταγμα αφού ήδη οι εφεσίβλητες είχαν κινήσει αγωγή εναντίον των κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραγήσαντων στο εξωτερικό και, περαιτέρω, η Τράπεζα και οι ίδιες δεν είχαν εμπλοκή στην κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξία και επομένως καμιά διευκόλυνση δεν παρείχαν στη διάπραξη της. Με αυτό το υπόβαθρο υπόβαλαν ότι το επίδικο διάταγμα δεν έπρεπε να εκδοθεί καθότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αρ. (ΙΙ) και (ΙΙΙ)(α) που καθορίστηκαν στην Mitsui & Co (ανωτέρω), οι οποίες, όπως αποφασίστηκε στην Avila (ανωτέρω), εφαρμόζονται και στην Κύπρο. Το μόνο διάταγμα που μπορούσε θεωρητικά να εκδώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξαν, ήταν η έκδοση διατάγματος τύπου Βanker´s Trust που εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να εκδοθεί καθότι η έκδοση του θα παραβίαζε το τραπεζικό απόρρητο του άρθρου 29[2] του Ν.66(1)/97 για δυο λόγους. Ο πρώτος, ναι μεν σύμφωνα με την υποπαρ. 2(η) του εν λόγω άρθρου το τραπεζικό απόρρητο αίρεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αλλά αυτό δεν φαίνεται να ισχύει στις αστικές διαδικασίες εφόσον ο Νομοθέτης δεν προνόησε ρητώς κάτι τέτοιο και, ο δεύτερος, οι αγγλικές αυθεντίες Τournier και Banker´s Trust (ανωτέρω) που επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για άρση του τραπεζικού απορρήτου διαπραγματεύονται αρχές του Κοινοδικαίου αναφορικά με το εμπιστευτικό καθήκον μεταξύ Τράπεζας και πελάτη οι οποίες δεν ισχύουν στην Κύπρο ενόψει του ότι η άρση του τραπεζικού απορρήτου ρυθμίζεται νομοθετικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η άλλη πλευρά, ανάλυσε το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων της Μitsui & Co και ορθώς κατέληξε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του επίδικου διατάγματος. Παρέπεμψε συναφώς στην ανάλυση του μαρτυρικού υλικού που γίνεται στην πρωτόδικη απόφαση και στην υπαγωγή του στις υπό αναφορά προϋποθέσεις, που χαρακτήρισε ορθή από κάθε άποψη. Σ΄ ότι δε αφορά την ανάμειξη της Τράπεζας και των εφεσειουσών στην αδικοπραξία, υποβλήθηκε ότι αυτή είναι προφανής αφού στους επίδικους λογαριασμούς κατέληξε σημαντικό ποσό από το προϊόν της αδικοπραξίας και, σ΄ ότι αφορά τις αιτιάσεις των εφεσειουσών ότι σε αστικές υποθέσεις δεν αίρεται το τραπεζικό απόρρητο του άρθρου 29, παρέπεμψαν στην υπόθεση Penderhill Holdings Ltd v. Κλουκίνα, Πολ. Εφ. 319/11, ημερ. 13.1.14, ECLI:CY:AD:2014:A21, όπου αποφασίστηκε ακριβώς το αντίθετο.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και διαπιστώνουμε κατ΄ αρχάς πως αμφότερες οι πλευρές ορθώς συμφωνούν πως οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal κωδικοποιήθηκαν στην υπόθεση Mitsui & Co και τυγχάνουν εφαρμογής και στην Κύπρο (Avila και Penderhill, ανωτέρω). Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε ρητή αναφορά στην υπόθεση Αvila, όπως είναι το παράπονο των εφεσειουσών, είναι άνευ σημασίας αφού κοινό σημείο αναφοράς και στις δύο αποφάσεις είναι ότι οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal κωδικοποιήθηκαν στην Mitsui & Co. Αυτές τις προϋποθέσεις εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο και σ΄ ότι αφορά το ουσιαστικό παράπονο των εφεσειουσών ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις (ΙΙ) και (ΙΙΙ)(α) - διαπίστωση ανάγκης για την έκδοση του διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγήσαντος και η ανάμειξη του προσώπου εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση του διατάγματος κατά πού να διευκολύνει την αδικοπραξία - παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο, αφ΄ εαυτού, εκθεμελιώνει τα σχετικά παράπονα/λόγους έφεσης των εφεσειουσών.
«Ως φαίνεται από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως αποτέλεσμα της φερόμενης απάτης και/ή συνέργειας και/ή συμπαιγνίας και/ή συνωμοσίας μεταξύ των Καθ' ων η Αίτηση και/ή οιαδήποτε εξ αυτών, οι Αιτήτριες έχουν εκ πρώτης όψεως υποστεί τις απώλειες που αναφέρονται πιο πάνω. Ως εκ τούτου, η προϋπόθεση περί ύπαρξης αδικοπραξίας από βασικό αδικοπραγήσαντα ικανοποιείται και προκύπτει ξεκάθαρα από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες δύο προϋποθέσεις περί ύπαρξης ανάγκης έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων για να καταστεί δυνατή η προώθηση της αγωγής και περί του κατά πόσο οι Καθ' ων η Αίτηση έχουν τέτοια ανάμειξη στην αδικοπραξία που υποβοήθησαν στην τέλεση της και είναι σε θέση ή φαίνεται να είναι σε θέση να δώσουν την αναγκαία πληροφόρηση για να καταστεί δυνατή η προώθηση της εναντίον των βασικών αδικοπραγήσαντων, θεωρώ ότι στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί στις Ενόρκους Δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση, αφενός η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal, είναι μεγάλης σημασίας και απολύτως αναγκαία για να μπορέσουν να ανευρεθούν οποιοιδήποτε συναδικοπραγούντες στη φερόμενη απάτη εναντίον των Αιτητριών και/ή να εντοπιστούν τα περιουσιακά στοιχεία των Αιτητριών τα οποία έχουν κατ' ισχυρισμό αποσπαστεί με δόλια και/ή αθέμιτα μέσα και για να αποφευχθεί οποιαδήποτε περαιτέρω αποξένωση. Αφετέρου, η ανάμειξη των Καθ' ων η Αίτηση είναι προφανής καθώς η Καθ' ης η Αίτηση αρ. 10 διατηρεί τους τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους μεταβιβάστηκε μέρος των καρπών της φερόμενης απάτης των υπόλοιπων Καθ' ων η Αίτηση. Οι Καθ' ων η Αίτηση αρ. 11 και 12 παραδέχονται ότι είναι δικαιούχοι των επίδικων τραπεζικών λογαριασμών και ότι έλαβαν τα επίδικα ποσά από τους Καθ' ων η Αίτηση αρ. 5 και 7, πρόσωπα τα οποία συνδέονται άμεσα με την φερόμενη απάτη εναντίον των Αιτητριών, ενώ οι Καθ' ων η Αίτηση αρ. 13 έως 16 είναι οι αξιωματούχοι των Καθ' ων η Αίτηση αρ. 11 και 12.
Οι προϋποθέσεις λοιπόν που κωδικοποιήθηκαν στην Mitsui & Co (ανωτέρω) για έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal ορθώς κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι συνέτρεχαν και ως εκ τούτου οι σχετικοί λόγοι έφεσης (οι υπ΄ αρ. 13-16) δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Τώρα, σ΄ ότι αφορά την άρση του τραπεζικού απορρήτου, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι ορθή η επισήμανση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειουσών ότι εφόσον στην Κύπρο το θέμα ρυθμίζεται νομοθετικά δεν ισχύουν οι σχετικές αρχές του Κοινοδικαίου. Δεν πρέπει όμως να αγνοούμε ότι ουσιαστικά η άρση του τραπεζικού απορρήτου για λόγους δημοσίου συμφέροντος αποτελεί αρχή του Κοινοδικαίου που ο κύπριος νομοθέτης την εισήγαγε στον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο και κατά συνέπεια η αγγλική νομολογία επί του θέματος είναι άκρως βοηθητική. Εξ ου και η υιοθέτηση της από το Εφετείο στην υπόθεση Penderhill (ανωτέρω), όπως προηγουμένως έπραξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως το σχετικό παράπονο των εφεσειουσών δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί και το παράπονο τους ότι η άρση του τραπεζικού απορρήτου δεν ισχύει σε αστικές διαδικασίες. Τέτοια ερμηνεία, η οποία θα στερούσε τα πιθανά θύματα αδικοπραξιών από του να πληροφορούνται από τις τράπεζες πώς αποσπάστηκαν από λογαριασμό τους και πού κατέληξαν τα περιουσιακά τους στοιχεία, δεν μπορεί να δοθεί στη σχετική πρόνοια του άρθρου 29 και ούτε η Τράπεζα - σαν ενδιαφερόμενο μέρος στη διαδικασία - δεν υποστήριξε κάτι τέτοιο.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι ούτε και το παράπονο/λόγος έφεσης 11 που αφορά την άρση του τραπεζικού απορρήτου ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται και αυτός ο λόγος.
Ισοζύγιο της ευχέρειας
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τις επισημάνσεις που έγιναν στην Films Rover International Limited v. Cannon Film Sales Limited (1987) 1 W.L.R. 670 ως προς τον τρόπο προσέγγισης του ισοζυγίου της ευχέρειας, έκρινε πως η οριστικοποίηση του διατάγματος παγοποίησης που είχε εκδώσει μονομερώς στις 19.9.12 ενείχε τους λιγότερους κινδύνους αδικίας απ΄ ότι η ακύρωση του. Kαι αυτό στη βάση ότι τα ποσά που είναι κατατεθειμένα στους επίδικους λογαριασμούς θα παραμείνουν δεσμευμένα και ως εκ τούτου θα εξασφαλιστεί η μη αποξένωσή τους, ενώ σε περίπτωση μη οριστικοποίησης του διατάγματος υφίσταται άμεσος κίνδυνος αποξένωσης τους, όπως έγινε και με ποσό πέραν των US$4,5 εκατομμυρίων που είχε ήδη εξανεμιστεί και μεταφερθεί σε άλλους λογαριασμούς και ενδεχομένως σε άλλες δικαιοδοσίες.
Το ισοζύγιο της ευχέρειας, παραπονούνται οι εφεσείουσες, έκλινε σαφώς υπέρ της ακύρωσης του διατάγματος παγοποίησης καθότι με αυτό έχουν παραλύσει πλήρως οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, αφού δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε εξαίρεση που να τους επιτρέπει να καταβάλουν την αμοιβή των δικηγόρων τους και να ενεργούν σε σχέση με τη συνήθη πορεία των εργασιών τους.
Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης, αντέτειναν οι εφεσίβλητες, είναι τελείως αβάσιμος και τα όσα αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση είναι αρκούντως ικανοποιητικά για απόρριψη του.
Εξετάσαμε και επ΄ αυτού του ζητήματος τις εκατέρωθεν θέσεις και χωρίς καμιά επιφύλαξη συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε σαφώς υπέρ των εφεσιβλήτων. Να υπενθυμίσουμε συναφώς ότι το υπό αναφορά ισοζύγιο υποδηλώνει το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου να ισοζυγίζει τον κίνδυνο αδικίας, η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι λανθασμένα χορήγησε το παρεμπίπτον διάταγμα (Baccardi & Co v. Vinco (1996) 1(B) A.Α.Δ. 788 και Milton Investment Company Ltd (ανωτέρω) και από το υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν χωρούσε αμφιταλάντευση προς τα πού έκλινε. Όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημαντικό μέρος του προϊόντος της κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξίας - άνω των US$5 εκατομμυρίων - κατέληξε στους επίδικους λογαριασμούς και στη συνέχεια ουσιαστικά εξανεμίστηκε αφού μεταφέρθηκε σε άλλους λογαριασμούς και ενδεχομένως σε άλλες δικαιοδοσίες. Με αποτέλεσμα στους λογαριασμούς που παγοποιήθηκαν να παραμείνει ποσό μόνο US$472.040, το οποίο με την υιοθέτηση των θέσεων των εφεσειουσών θα υπήρχε άμεσος κίνδυνος αποξένωσης του που θα επέφερε πλήρη αδυναμία ικανοποίησης μιας ενδεχόμενης δικαστικής απόφασης προς όφελος των εφεσιβλήτων, ενώ με την οριστικοποίηση του διατάγματος παγοποίησης διατηρείται η δυνατότητα έστω και μερικής ικανοποίησης.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο λόγος έφεσης που αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας (Λόγος Έφεσης 6) δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Όπως απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 12 που αφορά τη μη ικανοποίηση του αιτήματος των εφεσειουσών για απελευθέρωση από τους παγοποιηθέντες λογαριασμούς ποσών για καταβολή της δικηγορικής αμοιβής και για άλλους λόγους. Επί του προκειμένου παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος από των πρωτόδικη απόφαση, το οποίο υπό τα περιστατικά της υπόθεσης μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους.
«Είναι γεγονός ότι σε υποθέσεις του είδους και με βάση τη νομολογία (βλ. PCW (Underwriting Agencies) Ltd v. Dixon (1983) 2 All E. R. 158, Halifax pic v. Chandler (2002) EWCA Civ. 1750 και David Bean: Inductions 8η εκδ., σελ. 113-115, para 7.24 - 7.27) είναι δυνατή η τροποποίηση του διατάγματος ώστε να απευλευθερώνονται λογικά ποσά για την ικανοποίηση τρεχόντων εξόδων μιας επιχείρησης, την πληρωμή των μισθών και την καταβολή δικηγορικών εξόδων. Εάν, όμως το Δικαστήριο ενέκρινε τέτοιο αίτημα, τροποποιώντας το διάταγμα θα καταστρατηγούσε τον σκοπό που εξυπηρετούσε, αφού σταδιακά θα το καθιστούσε άνευ αντικειμένου, γιατί, με την πάροδο του χρόνου, θα εξαντλείτο και το κατατεθειμένο στο λογαριασμό ποσό (βλ. Global Maritime Services Ltd κ.ά. v. Bulcom Ltd Πολ. Έφ. Αρ. 6/2010, ημερ. 21.3.13).»
Η επάρκεια της εγγύησης και το συμβατό των διαταγμάτων με τα άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος
Τα διατάγματα παγοποίησης των επίδικων λογαριασμών εκδόθηκαν υπό τον όρο όπως οι εφεσίβλητες καταχωρίσουν εγγύηση ύψους €200.000, όπως και έπραξαν. Οι εφεσείουσες θεωρούν ότι το ποσό της εγγύησης είναι πάρα πολύ χαμηλό και με αναφορά στην Graham Hartman (1990) 1 A.A.Δ. 587 - η οποία αφορούσε αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης προς έκδοση Certiorari - παραπονούνται ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποίησε αίτημα τους για αύξηση του ποσού.
Εξετάσαμε και αυτό το παράπονο και συμφωνώντας με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των εφεσιβλήτων, παρατηρούμε κατ΄ αρχάς ότι σε καμιά περίπτωση το ύψος της εγγύησης δεν θα αποτελούσε καλό λόγο για τη μη έκδοση των διαταγμάτων ή για τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. Ό,τι θα μπορούσε να επιφέρει ήταν η αύξηση του ποσού της εγγύησης, θέμα που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στην περίπτωση που οι εφεσείουσες θα υπόβαλλαν σχετική αίτηση. Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι το ποσό της εγγύησης είναι χαμηλό. Αντίθετα, λαμβανομένου υπόψη ότι υπερβαίνει το 50% των παγοποιηθέντων ποσών αποτελεί αρκούντως ικανοποιητικό ποσό για κάλυψη τυχόν ζημιών των εφεσειουσών στην περίπτωση που κριθεί ότι λανθασμένα εκδόθηκαν τα διατάγματα παγοποίησης. Έπεται ότι ο σχετικός λόγος έφεσης - ο υπ΄ αρ. 10 - δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Παρέμεινε προς εξέταση το παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την πιθανότητα τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal να έρχονται σε αντίθεση με τα άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος (17ος Λόγος Έφεσης). Και αυτό στη βάση ότι με αυτά διατάχθηκε, μεταξύ άλλων, και η αποκάλυψη αλληλογραφίας και/ή επικοινωνίας μεταξύ των εφεσειουσών και της τράπεζας. Παρέπεμψαν σχετικά σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με ιδιαίτερη έμφαση στις υποθέσεις Σιάμισιη ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308 και στην Εdrinotio Ltd, Πολ. Αίτηση 60/2012 ημερ. 8.8.12 - που αφορούσε αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari - οι οποίες αναλύουν τις παραμέτρους σεβασμού των δικαιωμάτων της επικοινωνίας και της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 17 και 15 του Συντάγματος.
Θεωρούμε αβάσιμο το υπό αναφορά παράπονο και ως αιτιολογία μεταφέρουμε αυτούσιο το πιο πάνω απόσπασμα από την υπόθεση Edrinotio Ltd (ανωτέρω), την οποία οι ίδιες οι εφεσείουσες επικαλέστηκαν:-
«Έρχομαι - παρατήρησε ο Δ. Ερωτοκρίτου που εξέδωσε την απόφαση - τώρα στο Άρθρο 15 του Συντάγματος και στο αντίστοιχο άρθρο 8 του ΕΣΔΑ, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Εδώ μας αφορά η ιδιωτική ζωή, η οποία περιλαμβάνει και την επαγγελματική ζωή ενός ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 AAA 238 «το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής δεν περιορίζεται στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου, αλλά εκτείνεται και στις σχέσεις του με τον έξω κόσμο .. Το δικαίωμα καλύπτει το σύνολο της δραστηριότητας του ανθρώπου στο χώρο που τον περιβάλλει, αδιαπέραστου χάριν της αυτονομίας του στο ατομικό επίπεδο.». Αν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Niemietz v. Germany, απόφαση ημερ. 16.12.1992, Series A, No. 251-Β, σελ. 33-34, έδειξε δισταγμό στο να εξαιρέσει από τις πρόνοιες του άρθρου 8 της Σύμβασης τις επαγγελματικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός ατόμου, εντούτοις δεν έχω πειστεί ότι στην προκειμένη περίπτωση, που το διάταγμα αποκάλυψης αφορά σε τραπεζικά έγγραφα και όχι σε έγγραφα προσωπικής ή ιδιωτικής φύσης, μπορεί να τεθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Σύμβασης. Αλλά ακόμα και εάν ετίθετο ένα τέτοιο θέμα, θα καλύπτετο από τις εξαιρέσεις των εδαφίων (2) των Άρθρων 15 του Συντάγματος και 8 της Σύμβασης, που αφορούν, μεταξύ άλλων, στο συμφέρον της πολιτείας για διατήρηση της δημόσιας τάξεως ή προστασίας των δικαιωμάτων άλλων προσώπων που προστατεύονται από το Σύνταγμα.»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και προς όφελος των εφεσιβλήτων.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Λέχθηκε ότι: «(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued.»
και, σε μετάφραση που έγινε στην Αvila Management Services Ltd κ.α. v. 1. Frantisek Stepanek κ.α., Πολ. Εφ. 54/12, ημερ. 27.6.12:
«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ' ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα ' τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»
[2] 29.(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε σύμβουλο, τον πρώτο εκτελεστικό διευθυντή, διευθυντή, λειτουργό, υπάλληλο ή εκπρόσωπο τράπεζας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο έχει με οποιοδήποτε τρόπο πρόσβαση στα αρχεία τράπεζας, να παρέχει, κοινοποιεί, αποκαλύπτει ή χρησιμοποιεί προς ίδιο όφελος οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με το λογαριασμό συγκεκριμένου πελάτη της τράπεζας, είτε ενόσω η εργοδότηση ή η επαγγελματική του σχέση με την τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, συνεχίζεται, είτε μετά τον τερματισμό της.
(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου
(α) Ο πελάτης ή οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι του παρέχει ή παρέχουν τη γραπτή συγκατάθεση τους για το σκοπό αυτό· ή
(β) ο πελάτης έχει κηρυχτεί σε πτώχευση ή αν ο πελάτης είναι εταιρεία, η εταιρεία ευρίσκεται υπό διάλυση· ή
(γ) έχει εγερθεί δικαστική διαδικασία μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη ή του εγγυητή του αναφορικά με το λογαριασμό του πελάτη· ή
(δ) οι πληροφορίες παρέχονται στην αστυνομία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή σε δημόσιο λειτουργό που είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένος από το σχετικό Νόμο να λάβει τις πληροφορίες αυτές ή σε δικαστήριο κατά τη δίωξη ή εκδίκαση ποινικού αδικήματος δυνάμει του σχετικού Νόμου· ή
(ε) έχει επιδοθεί στην τράπεζα δικαστικό διάταγμα κατάσχεσης χρημάτων που βρίσκονται σε πίστη λογαριασμού πελάτη· ή
(στ) οι πληροφορίες απαιτούνται από συνάδελφο που εργοδοτείται από την ίδια τράπεζα ή τη μητρική της εταιρεία ή θυγατρική εταιρεία της τράπεζας ή της μητρικής της εταιρείας ή εγκεκριμένο ελεγκτή ή νομικό σύμβουλο της τράπεζας, για την εκτέλεση των καθηκόντων τους· ή
(ζ) οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση του αξιόχρεου πελατών αναφορικά ή σε σχέση με καλόπιστη (bona fide) εμπορική πράξη ή μέλλουσα εμπορική πράξη εφόσον οι πληροφορίες που απαιτούνται είναι γενικής φύσης και σε καμιά περίπτωση δε σχετίζονται με στοιχεία λογαριασμού συγκεκριμένου πελάτη· ή
(η) η παροχή των πληροφοριών επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος ή για λόγους προστασίας των συμφερόντων της τράπεζας.