ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A733
(2014) 1 ΑΑΔ 2103
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 318/2009
30 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. TANCZOS SYANA NATASCHA
2. TANCZOS WILHELMINE
Εφεσειόντων/Εναγομένων αρ. 2 και 3
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
........
Μ. Κάρμιου-Κόκκινου (κα) για τους εφεσείοντες
Χ. Αγαπίου (κα), για τους εφεσίβλητους
.........
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εφεσίβλητη/ενάγουσα που είναι τραπεζικός οργανισμός, και η εναγόμενη εταιρεία 1 στις 4/2/02 υπέγραψαν συμφωνία δανείου για το ποσό των £34.000. Οι εφεσείουσες/εναγόμενοι 2 και 3 την ίδια ημέρα εγγυήθηκαν εγγράφως τις υποχρεώσεις της εναγομένης 1 για το ποσό των Λ.Κ. 41000 πλέον τόκους και έξοδα. Περαιτέρω την ίδια ημέρα η εναγόμενη 1 εξέδωσε προς όφελος της εφεσίβλητης ομόλογο επιβάρυνσης, με το οποίο επιβάρυνε όλη την περιουσία της μέχρι το ποσό των £38.000 πλέον τόκους και έξοδα. Λόγω μη ομαλής λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού η εφεσίβλητη τερμάτισε την λειτουργία του με επιστολή της ημερ. 9/6/03 προς την εναγομένη 1 και εφεσείοντες. Το οφειλόμενο ποσό ήταν €72.357,60 πλέον τόκο προς 8.6% επί ποσού €57718,95 από 1/1/2005 μέχρι εξόφλησης.
Οι υπερασπίσεις που πρόβαλαν η εναγόμενη 1 και εφεσείουσες ότι ασκήθηκε σ' αυτές ψυχική πίεση προκειμένου να υπογράψουν τις πιο πάνω συμφωνίες και ότι αυτές ήταν το αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων δεν έγιναν αποδεχτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απερρίφθηκαν.
Όλα τα πιο πάνω δεν εφεσιβάλλονται από τις εφεσείουσες/εναγόμενες 2 και 3.
Πέραν των πιο πάνω οι εφεσείουσες και εναγόμενη 1 με την έκθεση υπαράσπισης πρόβαλαν ακόμη μια υπεράσπιση. Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους η εφεσείουσα 1/εναγόμενη 2 στις 22/5/2000 ήταν Διευθυντής σε τρίτη εταιρεία με την επωνυμία J. F. Internet and Multimedia Services Ltd., εν τοις εφεξής καλουμένης η «Τρίτη Εταιρεία». Η τελευταία τηρούσε με την εφεσίβλητη λογαριασμό στον οποίο πιστώθηκε στις 22/6/2000, κατόπιν τραπεζικής εντολής, το ποσό των £30.000. Περί τον Ιούλιο του 2000 η εφεσίβλητη πληροφόρησε τους εφεσείοντες και εναγόμενη 1 ότι θα επέστρεφε το άνω ποσό στην Αυστριακή Τράπεζα που με εντολή της πιστώθηκε στον λογαριασμό της «τρίτης εταιρείας» καθ' ότι ως ισχυρίσθη η μεταφορά έγινε συνεπεία λάθους. Παρά τις επανειλημμένες ενστάσεις της «τρίτης εταιρείας» η εφεσίβλητη προέβη στην επιστροφή και στις 21/7/2000 χρέωσε τον λογαριασμό της πρώτης με το άνω ποσό των £30.000. Στις 24/7/2000 η «τρίτη εταιρεία» με επιστολή της προς την εφεσίβλητη δήλωνε ότι δεν αποδέχεται την επιστροφή του άνω ποσού στην Αυστριακή Τράπεζα. Περί τα τέλη 2001 η «τρίτη εταιρεία» σταμάτησε να διεξάγει εργασίες και βρισκόταν υπό διάλυση και οι πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί σ' αυτήν από την εφεσίβλητη μεταφέρθηκαν κατόπιν συμφωνίας στην εναγόμενη. Οι πιστωτικές διευκολύνσεις ως άνω συνίσταντο σε δάνειο ύψους £32.000 το οποίο έγινε περί το Δεκέμβριο του 2000 προκειμένου να εξοφληθεί το χρεωστικό υπόλοιπο της. Το δάνειο ήταν τακτής προθεσμίας και το εγγυήθηκαν οι εφεσείοντες με έγγραφο εγγύησης ημερ. 1/2/2001 μέχρι ποσού £38.000. Είναι δε ο ισχυρισμός τους ότι το επίδικο δάνειο ημερ. 4/2/02 παραχωρήθηκε στην εναγόμενη 1 από την εφεσίβλητη προκειμένου η τελευταία να καλύψει τη δική της παράνομη πράξη η οποία συνίσταται στην απόσυρση από το λογαριασμό της «τρίτης εταιρείας» του ποσού των £32.000. Για το λόγο αυτό σύμφωνα με τις εφεσείουσες και εναγόμενη 1, το δάνειο ημερ. 4/2/2002 όπως και η Συμφωνία Εγγυήσεως της ίδιας ημερομηνίας είναι παράνομες και «ως έτσι εξ' υπαρχής άκυρες και άνευ νομίμου αποτελέσματος».
Στην πρωτόδικη απόφαση γίνονται τ' ακόλουθα ευρήματα σχετικά με την πιο πάνω υπεράσπιση.
«Από την μαρτυρία διαπιστώνεται ότι στις 22.6.00 μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής συναλλαγής κάποιος ονόματι Rudolf Mullner μεταβίβασε στον τρεχούμενο λογαριασμό της εταιρείας με αριθμό 0355-01-003040 το ποσό των ΛΚ. 32.000. Η εταιρεία και η εναγόμενη 2 ως Διευθύντρια της και ΜΥ1 ενημερώθηκαν για το έμβασμα και έδωσαν οδηγίες στους ενάγοντες να εξοφλήσουν όλες τις πληρωμές της εταιρείας. Στις 28.6.00 ο ΜΕ2 ενημέρωσε την ΜΥ1 ότι είχαν λάβει αίτημα από την Αυστριακή Τράπεζα για ακύρωση της μεταβίβασης και την επιστροφή των χρημάτων. Η ΜΥ1 δεν συμφώνησε, όμως τα λεφτά επιστράφησαν και εφόσον έγιναν όλες οι πληρωμές της εταιρείας ο λογαριασμός κατέστη χρεωστικός. Είναι γεγονός ότι τα λεφτά προήλθαν κατόπιν συμφωνίας του Rudolf Mullner και της εταιρείας συμφωνία η οποία ναυάγησε.»
Στη συνέχεια κατέληξε ότι από τα πιο πάνω γεγονότα και άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, η ενέργεια της εφεσίβλητης να επιστρέψει πίσω το ποσό που «εμβάστηκε» στον τρεχούμενο λογαριασμό της «τρίτης εταιρείας» θα μπορούσε να θεωρηθεί παράβαση συμβατικής υποχρέωσης της εφεσίβλητης έναντι της «τρίτης εταιρείας» κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις για αποζημιώσεις, όχι όμως και παράνομη πράξη. Ως αποτέλεσμα έκρινε ότι η επίδικη συμφωνία δανείου για εξόφληση του υπόλοιπου του τρεχούμενου λογαριασμού της «τρίτης εταιρείας» δεν είναι παράνομη και δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 23 του Κεφ. 149.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τις εφεσείουσες εισηγήθηκε, με αναφορά σε νομολογία και νομικά συγγράμματα, ότι η ενέργεια της εφεσίβλητης να επιστρέψει το έμβασμα των £30.000 στην Αυστριακή Τράπεζα παρά την αντίθεση της «τρίτης εταιρείας» είναι παράνομη. Είναι παράνομη σύμφωνα με τη συνήγορο καθ' ότι η σχέση τραπεζίτη-πελάτη είναι αυτή του χρεώστη-πιστωτή, με τον πελάτη να είναι ο μοναδικός ιδιοκτήτης των κατατιθέμενων στο λογαριασμό του, ποσών και την τράπεζα να υποχρεούται, όταν της ζητηθεί, να επιστρέψει αμέσως τα ποσά που δανείστηκε από τον πελάτη της. Το δε χρεωστικό υπόλοιπο της «τρίτης εταιρείας» προέκυψε απ' αυτή την παράνομη ενέργεια της εφεσίβλητης και συνεπώς οι μετέπειτα επίδικες συμφωνίες προκειμένου να καλυφθεί το άνω χρεωστικό υπόλοιπο είχαν ως σκοπό και/ή αντιπαροχή την κάλυψη ανύπαρκτης οφειλής και είναι κατά συνέπεια άκυρες βάσει του άρθρου 23 του Κεφ. 149. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι η παράνομη ενέργεια της εφεσίβλητης ν' αποσύρει από το λογαριασμό της «τρίτης εταιρείας» το ποσό των £30.000 και μετέπειτα να συμβληθεί με τις εφεσείουσες σε συμφωνίες δανείου και εγγυήσεων για να εξοφληθεί μια ανύπαρκτη οφειλή είναι πράξη παράνομη σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κεφ. 140 αφού είχε ως αποτέλεσμα να βλάψει τις εφεσείουσες και την περιουσία τους. Καλύπτοντας επίσης το δεύτερο λόγο έφεσης εισηγήθηκε ότι η ενέργεια της εφεσίβλητης να λάβει τα χρήματα της «τρίτης εταιρείας» συνιστά κλοπή κάτω από τα' άρθρα 255(1) και 259 του Ποινικού Κώδικα.
Αντίθετη ήταν η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης η οποία εισηγήθηκε ότι όλες οι ενέργειες της ήταν νόμιμες, η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι το θέμα που καλύπτει ο δεύτερο λόγος έφεσης δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα και δεν τέθηκε κατά τη δίκη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα τη δικογραφημένη υπεράσπιση των εφεσειουσών όπου πουθενά σ' αυτή δεν αναφέρεται ότι η επίδικη συμφωνία δανείου ημερ. 4/2/02 ήταν άνευ αντιπαροχής ή ότι η αντιπαροχή ήταν παράνομη. Εκείνο που όλοι οι εναγόμενοι υποστήριξαν με την έκθεση υπεράσπιση τους είναι ότι η άνω συμφωνία όπως και η συμφωνία εγγυήσεως ημερ. 4/2/02 που υπέγραψαν οι εφεσείουσες ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης και/ή ψευδών παραστάσεων εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Η υπεράσπιση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του και δεν εφεσιβλήθηκαν.
Η δεύτερη (και τελευταία) υπεράσπιση των εφεσειουσών είναι αυτή που δικογραφείται στην παράγρ. 3 της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης τους, η οποία έχει ως ακολούθως:
«3. Ενόψει του ότι το δάνειο ημερομηνίας 4/2/2002 παραχωρήθηκε στην Εναγόμενη 1 εταιρεία για να καλύψουν οι Ενάγοντες την δική τους παράνομη πράξη η οποία συνίσταται στην απόσυρση του ποσού των Λ.Κ.32.000 από το λογαριασμό της εταιρείας, οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 ισχυρίζονται ότι η Συμφωνία Δανείου και η Συμφωνία Εγγυήσεως ημερομηνίας 4/2/2002 είναι παράνομες και ως έτσι εξ' υπαρχής άκυρες και άνευ νόμιμου αποτελέσματος.»
(Σημ. Σύμφωνα με την παραγρ. 2(α) της έκθεσης υπεράσπισης, η αναφορά στην «η εταιρεία» στην έκθεση υπεράσπισης παραπέμπει στην J.F. Internet and Multimedia Services Ltd.)
Εκείνο που αποδίδεται από την άνω παράγραφο είναι ότι οι επίδικες συμφωνίες είναι παράνομες και άκυρες για το λόγο ότι η ενέργεια της εφεσίβλητης ν' αποστείλει πίσω χωρίς τη συγκατάθεση των εφεσειόντων το ποσό των £30.000 από το λογαριασμό της «τρίτης εταιρείας» είναι παράνομη πράξη.
Αμφότεροι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Είναι θεμελιωμένο νομολογιακά ότι η σχέση πελάτη-τραπεζίτη είναι σχέση πιστωτή και χρεώστη. Τα χρήματα που εμβάζονται ή κατατίθενται σε λογαριασμό πελάτη θεωρούνται ότι δανείζονται στην τράπεζα από τον πελάτη. Η τράπεζα αποκτά τίτλο στα χρήματα και είναι ελεύθερη να τα χρησιμοποιεί ως δικά της, όπως οποιοσδήποτε δανειζόμενος. Ο πελάτης διατηρεί μόνο το δικαίωμα, στη βάση συμβατικής υποχρέωσης της Τράπεζας απέναντι του, να του καταβληθεί από την τράπεζα ίσο ποσό, βλ. Genemp Trading Ltd v. Beogradska Banka DD Cobu (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 252. (Βλ. επίσης Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Belvestino Trading Ltd. (2006) 1 (B) A.A.Δ. 938). Για χάρη πληρότητας και μόνο, αναφέρεται ότι στην Genemp (άνω) υιοθετήθηκε και η αρχή της Joachimson v. Swiss Bank Corporation (1921) 3 KB, 110:
«Όμως, μια Τράπεζα μπορεί να θεωρηθεί ως εμπιστευματοδόχος χρημάτων που έχουν εμβασθεί σε λογαριασμό πελάτη και, επομένως, να υπέχει ευθύνη εάν παραβιάσει το εμπίστευμα πληρώνοντάς τον κατά παράβαση έγκυρης εντολής. Εφόσον τα χρήματα εμβάζονται στην Τράπεζα για συγκεκριμένο σκοπό, δημιουργείται εμπίστευμα η δε Τράπεζα, ως εμπιστευματοδόχος, υπέχει υποχρέωση να ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του αποστολέα (εμπιστευματοπάροχου). (Βλέπε σχετικά Selangor United Rubber States v. Cradock (1968) 2 All ER, σελ. 1072 και Karak Rubber Co. Ltd. v. Burden (No.2) (1972) 1 All ER, σελ. 1210, επίσης, Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 3, (1) παρ. 156 και Paget's Law of Banking, 9η Έκδοση σελ. 89.»
(Βλ. σελ. 261 της Genemp (άνω))
Στην υπόθεση υπό εξέταση πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει ότι «η πράξη των εναγόντων να επιστρέψουν πίσω το ποσό που εμβάστηκε στον τρεχούμενο λογαριασμό της εταιρείας θα μπορούσε να θεωρηθεί παράβαση συμβατικής υποχρέωσης των εναγόντων έναντι της εταιρείας κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις για αποζημιώσεις όχι όμως παράνομη πράξη, που να καθιστά άκυρες εξ' υπαρχής και παράνομες τις συμφωνίες δανείου και εγγυήσεως. Παρατηρείται άλλωστε ότι ενώ οι εφεσείοντες είχαν γνώση της επιστροφής του ποσού από το 2000, δεν έπραξαν τίποτε, δεν διεκδίκησαν κανένα δικαίωμα, δεν ήγειραν οιανδήποτε αξίωση ή αγωγή παρά μόνο το έθεσαν στην υπεράσπιση τους, όταν η εφεσίβλητη τράπεζα ήγειρε εναντίον τους αγωγή τέσσερα χρόνια μετά.
Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα να είναι σε βάρος των εφεσειουσών όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ, Δ. Λ. Παρπαρίνος, Δ. Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΚΑΣ