ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A671
(2014) 1 ΑΑΔ 1958
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 3/2010)
11 Σεπτεμβρίου, 2014
[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στες]
OLYMPIC BUILDING AND METAL CONSTRUCTION LIMITED
Εφεσείoντες,
ν.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Εφεσίβλητου.
____________
Κ. Αριστείδου για Δημόκριτος Αριστείδου & Σία, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Μελάς, για τον Εφεσίβλητο.
_____________
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ. : Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, 53 χρονών κατά τον ουσιώδη χρόνο και 58 χρονών κατά την εκδίκαση, ελαιοχρωματιστής το επάγγελμα και εργοδοτούμενος των εφεσειόντων με καθαρές εβδομαδιαίες απολαβές ύψους Λ.Κ.177, ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με την οποία αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, συνεπεία εργατικού ατυχήματος που είχε υποστεί σε ώρα υπηρεσίας.
Την ημέρα του ατυχήματος, ο εφεσίβλητος μπογιάτιζε εξωτερικούς τοίχους ενός κτηρίου, στην περιοχή των Βάσεων Επισκοπής, «με την χρήση ρολού που ήταν εφαρμοσμένο σε κοντάρι». Ενώ ήταν ανεβασμένος, όπως είναι και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε πτυσσόμενη σκάλα (τριστέλλι), έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος, με συνέπεια τον σοβαρό τραυματισμό του. Παρατηρήθηκε διάσταση, όπως είναι διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με την διαμόρφωση του εργασιακού χώρου, μόνο ως προς ένα σημείο: το ύψος του τοίχου στον οποίο διεξαγόταν η εργασία. Ο εφεσίβλητος υποστήριξε, ότι οι εργοδότες του απέτυχαν να τηρούν ασφαλές σύστημα εργασίας, και ειδικότερα, ότι του ανέθεσαν να μπογιατίζει σε ύψος 5-6 μέτρα, με την χρήση πτυσσόμενης σκάλας αντί να χρησιμοποιήσουν σκαλωσιά, που ήταν η μόνη ασφαλής υπό τις περιστάσεις μέθοδος. Oι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η εργασία διεξαγόταν σε ύψος 3 περίπου μέτρων, ότι η μέθοδος που χρησιμοποιείτο ήταν ασφαλής υπό τις περιστάσεις, ότι η πτώση του εφεσίβλητου δεν οφείλεται στην πτώση της σκάλας: Tο ατύχημα ήταν αποτέλεσμα της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου, ο οποίος έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος.
Η έκταση των κακώσεων και η θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε o εφεσίβλητος ήταν σε γενικές γραμμές παραδεκτά. Διάσταση παρατηρείται μόνο ως προς τα κατάλοιπα του τραυματισμού του και τις συνέπειες του, σε συνάρτηση με την ικανότητα του για εργασία.
Μετά από σχετική αναφορά στη νομική πτυχή της υπόθεσης, το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα, ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να παράσχουν στον εφεσίβλητο ασφαλές σύστημα εργασίας και ότι το να αναθέσουν στον εφεσίβλητο, να μπογιατίσει εξωτερικό τοίχο κατοικίας σε ύψος 5-6 μέτρα, με την χρήση πτυσσόμενης σκάλας 2,5 μέτρων, συνιστούσε από μόνο του, ανασφαλή μέθοδο εργασίας που ενείχε εγγενείς κινδύνους. Οι εφεσείοντες, έκρινε το Δικαστήριο, όφειλαν να είχαν τοποθετήσει ικρίωμα ή να είχαν εγκαταστήσει άλλο ασφαλές μέσο, ώστε να μην εκθέσουν τον εφεσίβλητο στον ορατό κίνδυνο πτώσης από την σκάλα.
Η εισήγηση των εφεσειόντων, ότι ο εφεσίβλητος υπήρξε αμελής και ότι η πτώση του οφειλόταν σε δική του απροσεξία, απορρίφθηκε: Το Δικαστήριο έκρινε, ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα. Η ευθύνη έτσι, καταλογίστηκε εξ ολοκλήρου στους εφεσείοντες.
Το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων και προχώρησε στους αναγκαίους υπολογισμούς και με αναφορά σε σχετική επί του θέματος νομολογία, επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, το ποσό των €90.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, €30.000 για τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσίβλητου και ποσό €18.427,84 για απώλεια εισοδημάτων και συμφωνηθέντα έξοδα.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, καταχωρίστηκε έφεση με την οποία προωθούνται τέσσερις λόγοι. Ο 1ος, 3ος και 4ος , άπτονται του λανθασμένου της επιδίκασης των αποζημιώσεων, γενικών για το ποσό των €90.000 (1ος λόγος), μελλοντικών απολαβών (3ος λόγος έφεσης) και ειδικών αποζημιώσεων για απώλεια εισοδημάτων (4ος λόγος έφεσης), ως έκδηλα υπερβολικά, ενώ ο 2ος, του ευρήματος ότι η πτώση του εφεσίβλητου οφείλεται σε ανασφαλές σύστημα εργασίας, σε συνδυασμό με επιμέρους ευρήματα του Δικαστηρίου στα οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω.
2ος Λόγος Έφεσης
Κρίνουμε απαραίτητο να τον παραθέσουμε αυτολεξεί, καθώς και την αιτιολογία του, ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη αντίληψη του πεδίου της περαιτέρω συλλογιστικής μας:
«2ος Λόγος Έφεσης
Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πτώση του ενάγοντα οφείλεται σε ανασφαλές σύστημα εργασίας και ότι την ώρα του ατυχήματος ο ενάγοντας μπογιάτιζε στο ψηλότερο ύψος του εξωτερικού τοίχου της κατοικίας με τη χρήση πτυσσόμενης κλίμακας έχοντας το ένα πόδι στη μια πλευρά της και το άλλο στην άλλη («καβαλικεμένος») απώλεσε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος, είναι λανθασμένο.
Αιτιολογία
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του και να σχολιάσει στην απόφαση του σημαντικά δεδομένα που θα αποτελούσαν καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της απόφασης του.
2. Οι εναγόμενοι εκπόνησαν γραπτή μέθοδο για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας και μεριμνούσαν για την εφαρμογή της.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του προηγούμενο εύρημα του ότι η πτυσσόμενη σκάλα ήταν ύψους 2 ½ μ και άρα αν ο ενάγοντας ήταν καβαλικεμένος τότε η πτώση του θα ήταν από 2 ½ μ και όχι από 1 ½ μ όπως ήταν το εύρημα του στη σελίδα 9 της απόφασης του.
4. Δεν έλαβε υπόψη του ότι αν η πτώση του ενάγοντα προερχόταν από απώλεια ισορροπίας ενώ βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της κλίμακας τότε θα ήταν αδύνατο να έπεφτε με τα πόδια αλλά θα έπεφτε με το σώμα.
5. Δεν εκτίμησε ορθά το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 στο οποίο ο ενάγοντας ανέφερε μεταξύ άλλων ότι γλίστρησε με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του πράγμα που συνάδει πλήρως και με τους τραυματισμούς του ενάγοντα στις πτέρνες και το σπόνδυλο.
6. Λανθασμένα θεώρησε ότι το τεκμήριο 7 υπογράφηκε μετά από επίσκεψη αξιωματούχου της εταιρίας γιατί το πρόσωπο που τον επισκέφθηκε και έλαβε την δήλωση που περιέχεται στο τεκμήριο 7 ήταν ανεξάρτητος σύμβουλος ασφαλείας των εναγομένων και όχι αξιωματούχος της εναγόμενης εταιρίας.
7. Λανθασμένα ανάλυσε τη μαρτυρία του ΜΥ1 θεωρώντας ότι ο ΜΥ1 ανέφερε ότι η εργασία εκτελούνταν σε 1 ½ μ γιατί αυτό που ο ΜΥ1 εξήγησε στο δικαστήριο ήταν ότι η εργασία εκτελούνταν από 1 ½ μ και η πτώση του ενάγοντα έγινε από 1 ½ μ όπως άλλωστε και το ίδιο το δικαστήριο αποδέχθηκε.»
Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχθηκε ως αξιόπιστης, εφεσίβλητου, ΜΕ2 και απορρίπτοντας τη μαρτυρία του ΜΥ2, Ανδρέα Γιαννίκου, ειδικός σε θέματα υγείας και ασφάλειας, ο οποίος κατέθεσε για το υφιστάμενο σύστημα εργασίας, για τον οποίο το Δικαστήριο σχημάτισε την εντύπωση ότι εμφανώς προσπάθησε να βοηθήσει τους εφεσείοντες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:
«Δεν διατηρώ οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το ατύχημα συνέβηκε με τον τρόπο που περιέγραψε ο μάρτυρας. Ότι δηλαδή απώλεσε την ισορροπία του σε κάποια στιγμή, ενώ μπογιάτιζε, ευρισκόμενος στην πτυσσόμενη κλίμακα, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος από ύψος 1 ½ μ. περίπου και να τραυματιστεί. Η περιγραφή που έδωσε για τον τρόπο που εργαζόταν παρέμεινε στην ουσία αναντίλεκτη. Θα προσέθετα δε, πως ο τρόπος που εργαζόταν, σκύβοντας όπως εξήγησε, για να βάλει μπογιά στο ρολό που ήταν εφαρμοσμένο σε «κοντάρι» και ακολούθως ανυψώνοντας το για να μπογιατίσει, εξηγεί και το λόγο της πτώσης του.
..............................................................................
Η θέση που υποβλήθηκε στο μάρτυρα ότι γλίστρησε ενώ επιχειρούσε να κατέβει από την κλίμακα, δεν υποστηρίχθηκε από άλλη μαρτυρία. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7, στο οποίο ανάφερε, μεταξύ άλλων, ότι γλίστρησε με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του. Αποδέχομαι τις εξηγήσεις που έδωσε ο ενάγων για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπόγραψε το Τεκμήριο 7. Ότι δηλαδή, τον είχε επισκεφθεί αξιωματούχος της εναγομένης, ενώ βρισκόταν στο Νοσοκομείο και το υπέγραψε, χωρίς να δώσει σημασία, λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν. Εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7, ακόμη και αν γινόταν αποδεκτό, δεν εξουδετερώνει της μαρτυρία του ενάγοντα για τις περιστάσεις του ατυχήματος. Παραμένει ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι έπεσε από την κλίμακα, ενώ εκτελούσε την εργασία του με τον τρόπο που περιέγραψε.
......................................................................
Εκτιμώ δε, πως η επιμονή του Μ.Υ.2 ότι η εργασία διεξαγόταν σε χαμηλό ύψος, αποσκοπούσε στην εξουδετέρωση της θέσης του ενάγοντα ότι η εναγομένη όφειλε να στήσει σκαλωσιά. Δεδομένου, μάλιστα, ότι ο Μ.Υ.2 δέχθηκε στη μαρτυρία του πως όταν η εργασία διεξάγεται σε ύψος πέραν των 3 μ., είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί ικρίωμα ή τηλεσκοπικό μηχάνημα. Απορρίπτω, επίσης τη θέση του πως δεν υπήρχε χώρος για να τοποθετηθεί ικρίωμα.»
Με το περίγραμμα αγόρευσης του, αλλά και κατά την ακρόαση της έφεσης, ο συνήγορος των εφεσειόντων ήγειρε ζητήματα εξερχόμενα του πλαισίου του 2ου λόγου, αλλά και αιτιολογία, εκτός των ήδη προβαλλομένων αρχικά. Ειδικότερα εισάγει λόγους που άπτονται της αξιοπιστίας των ΜΕ2 και ΜΥ2, και επιχειρεί να προσβάλει το εύρημα του Δικαστηρίου για ανασφαλές σύστημα, συναρτώντας το με αδυναμία διαπίστωσης ουσιώδους συνάφειας: «Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθόλου δεν σχολιάζει το θέμα αδυναμίας του συστήματος εργασίας με το ζημιογόνο αποτέλεσμα.» Όλα τα ανωτέρω είναι προφανές, ότι στοχεύουν άμεσα στο λανθασμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και του τελικού ευρήματος του Δικαστηρίου, ότι οι εφεσείοντες, παρέβηκαν το καθήκον επιμέλειας και ότι παρέλειψαν να εξασφαλίσουν ασφαλές σύστημα εργασίας. Η κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, δεν αμφισβητείται, ούτε εντάσσεται στους λόγους που απαρτίζουν την αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης. Οι εφεσείοντες φαίνεται να επιδιώκουν ανατροπή του ευρήματος του Δικαστηρίου ως προς το ανασφαλές της μεθόδου εργασίας, χωρίς όμως να εφεσιβάλουν πρωτογενώς τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων, όπως η μαρτυρία του ΜΥ2, η οποία όπως είδαμε απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα να μην γίνει δεκτή η θέση που προωθούσαν οι εφεσείοντες ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος διεξαγωγής της εργασίας, παρά μόνο με την χρήση σκάλας. Ο ΜΥ2, υπενθυμίζουμε, είχε αποκλείσει ότι ήταν δυνατόν να στηθεί σκαλωσιά ή να χρησιμοποιηθεί τηλεσκοπικό μηχάνημα, εξαιτίας της διαμόρφωσης του χώρου τον οποίο μπογιάτιζε ο εφεσίβλητος.
Η μη προσβολή με αυτοτελή λόγο έφεσης, των ευρημάτων του Δικαστηρίου, για το ασφαλές του συστήματος εργασίας, στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας όπως την είχε αποδεχθεί το Δικαστήριο, αλλά και του ευρήματος του, ότι υπήρχε εναλλακτικός τρόπος διεξαγωγής της με ασφάλεια, θα έπρεπε να αποτελέσουν αυτοτελή λόγο ακύρωσης. Η μη προσβολή τους, τα αφήνει άθιχτα. Καμιά από τις αιτιολογίες που υποστηρίζουν το 2ο λόγο έφεσης, είτε αυτοτελώς κρινόμενες, είτε σωρευτικώς, μπορούν να στοιχειοθετήσουν ή να υποστηρίξουν το λανθασμένο του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πτώση του εφεσίβλητου οφειλόταν σε ανασφαλές σύστημα εργασίας. Η αιτιολογία, υπό στοιχεία 1, 2 και 4 παραμένει ασαφής, γενική και αόριστη, η δε αιτιολογία υπό στοιχεία 3 και 7, θεωρητική άσκηση.
Η αρμοδιότητα για αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει κατ΄ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιον του. Επέμβαση από το Εφετείο χωρεί μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σία Λτδ κ.α., (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1070, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 (Α) Α.Α.Δ. 236, Παπαδοπούλου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 173 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 23/13, ημερ. 22.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B344).
Σε περίπτωση όπου παρατηρούνται αντιφάσεις σε συνάρτηση με παρεμφερή ή δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα δεν υπάρχει περιθώριο για επέμβαση (Κουρίδη κ.α. ν. G.P.C. Fortune Ins. & Inv. Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2014 και Magistrato Gardens Limited v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 261/2008, ημερ. 23.2.2012).
Ακόμα και σε περίπτωση που επιμέρους ευρήματα του Δικαστηρίου δυνατόν να δημιουργούν κάποια ερωτηματικά όπως π.χ. αν ο εφεσίβλητος μπογιάτιζε σε ύψος 5-6 μέτρων ή αν ο τοίχος ήταν ύψους 5-6 μέτρων, δεν αλλάζει η θεώρηση του πράγματος: το ζήτημα προβάλλεται για πρώτη φορά με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των εφεσειόντων και δεν συγκαταλέγεται στην αιτιολογία του 2ου λόγου. Αλλά έστω και αν θεωρήσουμε, ότι η αιτιολογία αυτή θα βοηθούσε στο να αποφασιστεί ο λόγος έφεσης υπέρ των εφεσειόντων, η διατύπωση άποψης από μέρους του Δικαστηρίου καθιστά το εγχείρημα ακαδημαϊκό, πλην όμως τα Δικαστήρια «δεν συνηθίζουν να αποφαίνονται επί ακαδημαϊκών θεμάτων» (Polytropo Advertising Limited v. Adboard Ltd (2003) 1 A.A.Δ. 1486). Ο 2ος λόγος έφεσης καθίσταται αλυσιτελής και απορρίπτεται.
Υποχρεωνόμαστε και πάλι να επαναφέρουμε το ζήτημα της Δ.35 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών όπως είχαμε την ευκαιρία πολύ πρόσφατα να εξετάσουμε και να υιοθετήσουμε τα όσα εκεί αναπτύξαμε (Μιχαλάκης Π. Λοϊζιάς δια της πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Προκοπίας Σάββα ν. Loizias & Sons Contracting Building (Overseas) Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2010, 17.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A536).
1ος, 3ος και 4ος λόγος έφεσης.
Aπομένουν να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι έφεσης, που άπτονται της επιδίκασης των αποζημιώσεων, αρχής γενομένης από τις γενικές αποζημιώσεις, τις οποίες απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και που οι εφεσείοντες κρίνουν ως έκδηλα υπερβολικές, τον δε τον υπολογισμό του Δικαστηρίου, ως λανθασμένο (1ος λόγος έφεσης). Τα ιατρικά πιστοποιητικά, εισηγούνται, που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και η αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία, φανερώνει ότι τα τραύματα του εφεσίβλητου, ιάθησαν πλήρως, ενώ το μέγιστο διάστημα ανικανότητας του ήταν μόνο για δώδεκα μήνες. Τα μόνιμα κατάλοιπα που υπέστη ο εφεσίβλητος, ως και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν είναι τέτοια που να δικαιολογούν το επιδικασθέν ποσό. Αντιθέτως, τα κλινικά και τα ακτινολογικά ευρήματα στηρίζουν τη θέση ότι ο εφεσίβλητος μπορεί να επιτελεί συνήθεις, απλές, καθημερινές δραστηριότητες που οι αναγκαιότητες ατόμου της ηλικίας του το απαιτούν, ενώ συνεχίζει να εργάζεται έστω και κάτω από το νέο πλέον εργασιακό καθεστώς.
Σημειώνουμε ότι η ορθότητα της νομικής βάσης και οι αρχές, που το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε με την απόφαση του, αλλά και τα ευρήματα του, ως προς τα τραύματα του εφεσίβλητου, δεν αμφισβητούνται. Αντιθέτως, κρίνονται ότι εκτιμήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς. Παραμένει έτσι υπό εξέταση το υπερβολικό του αποδοθέντος ποσού, συγκρινόμενο με άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι να δοθεί στον ενάγοντα αποζημίωση για τη ζημιά, απώλεια ή βλάβη που έχει υποστεί, χωρίς να εναποτεθεί υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα (Paraskevaides (Overseas) Ltd a.o. v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66). Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου αποκαλύπτουν μια σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και την ψυχική οδύνη λόγω της περιθωριοποίησης από της συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου (Φοινικαρίδης κ.α. ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 47).
Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της, ιδιαίτερα περιστατικά. Προηγούμενες αποφάσεις αποτελούν καθοδήγηση, αλλά δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Το Εφετείο, δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων, εκτός εκεί όπου έχει πεισθεί ότι ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη ή αν το ποσό που έχει επιδικαστεί, είναι τόσο υπερβολικό ή αντίθετα ανεπαρκές, ώστε ο υπολογισμός να καθίσταται λανθασμένος. Δεν έχουμε πεισθεί οι τραυματισμοί που είχε υποστεί ο εφεσίβλητος: συμπιεστικό κάταγμα 1ου οσφυϊκού σπονδύλου, συντριπτικό κάταγμα στη δεξιά πτέρνα και κάκωση αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης, τον άφησαν χωρίς σοβαρά κατάλοιπα: Το κάταγμα στην πτέρνα αντιμετωπίστηκε χειρουργικά, ενώ το κάταγμα της δεξιάς πτέρνας άφησε εμφανή παραμόρφωση και διόγκωση, με συνέπεια, την απώλεια της φυσιολογικής κάμψης του δεξιού ποδιού, δυσκαμψία, περιορισμό των κινήσεων του αστραγάλου, ενώ είναι ιδιαίτερα επώδυνο μετά από παρατεταμένη βάδιση. Το κάταγμα της οσφύος, επίσης επουλώθηκε με σφηνοειδή παραμόρφωση, προκαλώντας του πόνο, δυσκαμψία και αδυναμία της οσφυϊκής μοίρας. Για πλήρη αποκατάσταση των κακώσεων του απαιτήθηκε συνολική περίοδος ενός έτους.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων και των στοιχείων, που έχουμε προσδιορίσει ανωτέρω, θεωρούμε ότι το επιδικασθέν ποσό των €90.000, συνιστά δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τις κακώσεις που υπέστη ο εφεσίβλητος και τα κατάλοιπα των κακώσεων του, που θα τον συνοδεύουν μόνιμα. Σε καμιά περίπτωση, το επιδικασθέν ποσό δεν μπορεί να κριθεί ως έκδηλα υπερβολικό.
Ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Τρίτος λόγος έφεσης: ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ως απώλεια μελλοντικών απολαβών το ποσό των €30.000 ενώ δεν είχε καμιά μαρτυρία ενώπιον του για τη μείωση των εισοδημάτων του εφεσίβλητου: Ο εφεσίβλητος λαμβάνει επίδομα αναπηρίας και εργάζεται περιστασιακά, κερδίζοντας €295 μηνιαίως, πράγμα που τον φέρνει εισοδηματικά, ακριβώς στην ίδια θέση που ήταν, προ του τραυματισμού του.
Tο Δικαστήριο, αφού στάθμισε και αξιολόγησε, όλο το μαρτυρικό υλικό και ιδιαίτερα τη μαρτυρία των γιατρών, ΜΕ3 και ΜΥ2, με ορθή αναφορά στη νομολογία έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να ασκεί το προηγούμενο επάγγελμα του, παρά μόνο άλλη καθιστική ή ελαφρά εργασία, και του επεδίκασε ένα κατ΄ αποκοπήν ποσό για τη μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας. Έκρινε, ότι η περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος του πολλαπλασιαστή (Αντωνίου ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Δημοσίων Υπαλλήλων (ανωτέρω) και Θεοφάνους κ.α. ν. Κουρουκλά κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 528).
Παρατηρούμε και πάλι, ότι οι εφεσείοντες είναι με το περίγραμμα αγόρευσης τους που για πρώτη φορά εισάγουν αιτιολογία που δεν καλύπτεται από τον τρίτο λόγο έφεσης, εισηγούμενοι, ότι ακόμα και αν θεωρήσουμε, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι ο εφεσίβλητος εργαζόταν περιστασιακά ως ελαιοχρωματιστής και πάλι κατέληξε σε λανθασμένο υπολογισμό: «δεν έλαβε καθόλου υπόψη του το γεγονός ότι ο ενάγοντας-εφεσίβλητος λάμβανε επίδομα αναπηρίας που ουσιαστικά με το εισόδημα που ο ίδιος ανάφερε ότι είναι σε θέση να κερδίζει τον έφερνε εισοδηματικά ακριβώς στην ίδια θέση που ήταν προ του τραυματισμού του.» Διευκρινίζουμε ότι δεν τίθεται ξεκάθαρα και/ή καθόλου θα λέγαμε ζήτημα διπλής αποζημίωσης λόγω του ότι ο εφεσίβλητος λαμβάνει σύνταξη ανικανότητας (Λαζάρου ν. Nemesis (2011) 1 Α.Α.Δ 1325, Ιακώβου ν. Παπαδάκη κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079). Γι΄ αυτό και για τους ίδιους λόγους που εξηγήσαμε στα πλαίσια εξέτασης του 2ου λόγου, δεν θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα όσα εισάγονται μόνο με την αγόρευση και δεν καλύπτονται από την αιτιολογία.
Ο ΜΕ3 Δρ. Κ. Ανδρέου με τα ευρήματα του οποίου συμφώνησε, ο Δρ. Ηλ. Γεωργίου, Μ.Υ.1, ήταν της γνώμης ότι ο εφεσίβλητος είναι ανίκανος για να εξασκήσει την εργασία του ελαιοχρωματιστή. Μπορούσε όμως, σύμφωνα με τον Δρ. Γεωργίου, όπως ήταν η τελική του θέση, να επιτελέσει μέρος της εργασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν εργασία: «διακεκομμένη με διαλείμματα», «όχι εκείνο το συνεχές και ακατάπαυστο. Τότε είναι δυνατόν να επιτελέσει μέρος της εργασίας και αυτό με διαλείμματα ξεκούρασης». Για να ολοκληρώσει προσθέτοντας, ότι ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να διεξάγει την προ του ατυχήματος εργασία του, αν χρησιμοποιούσε ανυψωτήρα ή μηχάνημα χωρίς να χρησιμοποιεί σκάλες ή να είναι αναγκασμένος να εργάζεται σε «λεπτό, μεταλλικό σκαλοπάτι σκάλας». Αλλιώς, δεν μπορούσε να εξασκήσει το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή.
Με βάση τα ανωτέρω, ορθά κρίνουμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή και κατ΄ επέκταση, δικαιολογημένα επιδίκασε στον εφεσίβλητο το ποσό των €30.000, ως μελλοντικές απολαβές εφαρμόζοντας τις καθιερωμένες αρχές επί του θέματος.
Ο 3ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο 4ος λόγος έφεσης: Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιδίκασε ως ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια εισοδημάτων του εφεσίβλητου για ολόκληρη την περίοδο ανικανότητας του για εργασία. Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος επέστρεψε στους εφεσείοντες τα εισοδήματα που έλαβε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για τις πρώτες 12 εβδομάδες ανικανότητας του, ενώ είχε πληρωθεί τους μισθούς του κανονικά.
Ο 4ος λόγος έφεσης κρίνεται ως ανυπόστατος και απορρίπτεται. Μοναδική μαρτυρία για το ζήτημα δόθηκε από τον εφεσίβλητο, και δεν αντικρούστηκε. Ήταν εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος επέστρεψε τα ποσά που έλαβε από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις στους εφεσείοντες και αιτιολογημένα κατέληξε στο εύρημα ότι δεν δικαιολογείται η αφαίρεση τους.
Πιστεύουμε ότι είναι η κατάλληλη περίπτωση να επαναφέρουμε στο προσκήνιο το πρόβλημα που παρατηρείται, με αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια, και παραφράζοντας το λόγο της Xalil v. Κλεάνθους κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 739, τον οποίο και υιοθετούμε, να εκφράσουμε την απαρέσκεια μας για την τακτική που ακολουθείται, να προωθούνται πλείστες υποθέσεις σε ακρόαση και στη συνέχεια στην έφεση, με όλα τα ζητήματα υπό αμφισβήτηση, ενώ η έκβαση της υπόθεσης θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων λογικά αναμενόμενη από διαδίκους και δικηγόρους. Ανεπιθύμητη τακτική, που δεν εξυπηρετεί κανένα καλό σκοπό. Ούτε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης ή του διαδίκου. «Το Εφετείο υφίσταται αποκλειστικά για να διορθώνει έκδηλα λάθη και να αναπτύσσει και αποσαφηνίζει το δίκαιο. Δεν υφίσταται για να δίδει σε απογοητευμένους διάδικους μια δεύτερη ευκαιρία». Αλλά και δεν συμβάλλει στο πρωταρχικό σκοπό του Εφετείου «να διατηρεί τα υψηλότερα κατά το δυνατό επίπεδα στην εργασία του ως προς την επαγγελματική ικανότητα» (Halil (ανωτέρω)).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω η έφεση αποτυγχάνει με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/ΦΚ