ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χατζηχαμπής, Δημήτριος Χαραλάμπου Παναγή, Περσεφόνη Λιάτσος, Αντώνης Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά. Γιόλα Γεωργίου (κα), για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-07-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ν. ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ - ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/2010, 4/7/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:A467

(2014) 1 ΑΑΔ 1390

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/2010

 

4  Ιουλίου, 2014

 

[Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., Π. ΠΑΝΑΓΗ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ 

(Αίτηση Αρ. 192/03)

 

ΑΝΔΡΕΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

                                                  Εφεσείοντα,

 

-      ΚΑΙ  -

 

ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ - ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

                                                       Εφεσίβλητου.

----------------------

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Γιόλα Γεωργίου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

----------------------

   Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΤην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

                             

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Ο εφεσείων κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 22.9.2006 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το οποίο στη συνέχεια διόρισε, ως διαχειριστή της περιουσίας του, τον Επίσημο Παραλήπτη, τον εφεσίβλητο.  Σύντομα μετά το διορισμό του, ο εφεσίβλητος καταχώρησε δύο αιτήσεις, αντικείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, με βάση το άρθρο 46(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ.5[1] (στο εξής «ο Νόμος»), το οποίο είναι ταυτόσημο με το άρθρο 42(1) του αγγλικού Bankruptcy Act 1914.  Με την πρώτη επεδίωκε την ακύρωση της δια δωρεάς μεταβίβασης  ακινήτου, οικίας στον Πρωταρά, από τον εφεσείοντα στις δύο θυγατέρες του και την εγγραφή του κτήματος επ' ονόματι του ιδίου προς όφελος των πιστωτών του εφεσείοντα, ενώ με τη δεύτερη ζητούσε την καταβολή στον ίδιο, από την τράπεζα Marfin Popular Bank Public Co Ltd (στο εξής «Marfin»), των πιστωτικών υπολοίπων που παρουσιάζουν τρεις λογαριασμοί  που ο εφεσείων διατηρεί στο όνομα των θυγατέρων του, προς όφελος πάλι των πιστωτών του εφεσείοντα.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι μετά την επίδοση των αιτήσεων στον εφεσείοντα, τις θυγατέρες του και την τράπεζα, υπήρξε αντίδραση με την καταχώρηση ένστασης μόνο από τον εφεσείοντα.   Οι δε θυγατέρες του εφεσείοντα απέστειλαν επιστολή στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία δήλωναν ότι αποδέχτηκαν την επ' ονόματι τους μεταβίβαση του κτήματος καθώς και τη μεταφορά και/ή κατάθεση χρημάτων στους λογαριασμούς στη  Marfin, πιστεύοντας ότι τόσο το κτήμα όσο και τα χρήματα ανήκαν αποκλειστικά στον πατέρα τους.  Εξέφρασαν, περαιτέρω, την εμπιστοσύνη τους στη δικαιοσύνη και την ετοιμότητα τους να συμμορφωθούν με την οποιανδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου.  Η τράπεζα, δεν αντέδρασε με οποιοδήποτε τρόπο.

 

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πρωτόδικα πως και οι δύο δωρεές από τον εφεσείοντα προς τις θυγατέρες του τελευταίου, έγιναν με πρόθεση να εμποδιστούν οι πιστωτές από το να εισπράξουν το λαβείν τους.  Ο εφεσείων, από την άλλη, αντέτεινε κυρίως ότι οι επίδικες δωρεές ήταν έγκυρες καθότι δεν είχε πιστωτές κατά το χρόνο που αυτές έγιναν και ήταν, εν πάση περιπτώσει, ικανός να πληρώσει τα χρέη του χωρίς τη συνδρομή της περιουσίας που δώρισε στις θυγατέρες του.   Αφού το δικαστήριο σημείωσε ότι η διαφορά των δύο πλευρών ως προς τα γεγονότα που συνέθεταν την υπόθεση περιοριζόταν στην οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα κατά το χρόνο που αυτός προέβηκε στις επίδικες δωρεές, κατέληξε, με βάση τα ενώπιον του γεγονότα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό ήταν παραδεκτά, πως κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενώ ο εφεσείων είχε δημιουργήσει οικονομικές υποχρεώσεις ύψους τεσσάρων περίπου εκατομμύριων ευρώ, εντούτοις προέβηκε στις επίδικες ενέργειες, ήτοι το άνοιγμα επ' ονόματι των θυγατέρων του λογαριασμών στην Marfin στους οποίους κατάθεσε συνολικά ποσό ΛΚ311.617,64, από χρήματα που προήλθαν από τις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει, καθώς και στη μεταβίβαση του κτήματος δια δωρεάς στις θυγατέρες του, το οποίο απέκτησε από δάνεια που του χορήγησε η Ελληνική Τράπεζα τα οποία εξοφλήθηκαν από δεσμευμένα κεφάλαια που επίσης προήλθαν από τις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει.  Έκρινε δε ότι επρόκειτο για «διάθεση περιουσίας»,  η οποία σύμφωνα με το άρθρο 46(1) του Νόμου υπόκειται σε ακύρωση.

 

Η ως άνω κατάληξη του δικαστηρίου προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης με τους οποίους αμφισβητείται, ουσιαστικά, ως εσφαλμένη, η ερμηνεία από το δικαστήριο του όρου «χρέη» στο άρθρο 46(1)  του Νόμου καθώς και η ορθότητα των γεγονότων και στοιχείων στα οποία το δικαστήριο βάσισε την απόφαση του.

 

Μια σύντομη αναδρομή στα παραδεκτά γεγονότα που είχαν προηγηθεί των αιτήσεων του εφεσιβλήτου, αντικείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, είναι απαραίτητη:    Ο εφεσείων υπήρξε διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας Maxdata Holdings Ltd, η οποία στις 11.4.2000 μετατράπηκε από ιδιωτική σε δημόσια εταιρεία με σκοπό την εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ).  Κατόπιν καταγγελίας ότι ο εφεσείων οικειοποιήθηκε μεγάλο ποσό χρημάτων που είχε εισπραχθεί από επενδυτές, το Γραφείο Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος, το οποίο ανέλαβε τη διερεύνηση της καταγγελίας, πέτυχε την παγοποίηση του συνολικού ποσού των ΛΚ311.617,64, που ήταν κατατεθειμένο στους επίδικους λογαριασμούς των θυγατέρων του εφεσείοντα.  Με την ολοκλήρωση της αστυνομικής έρευνας, καταχωρήθηκε εναντίον του εφεσείοντα στο Κακουργιοδικείο ποινική υπόθεση στην οποία βρέθηκε  ένοχος σε 13 κατηγορίες, μεταξύ των οποίων και σε κατηγορία για κλοπή από διευθυντή ποσού ΛΚ919.557,00 στην οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 ετών, ενώ εκδόθηκε και διάταγμα δήμευσης των εσόδων του «από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος για είσπραξη ποσού £919.557».

 

Προέκυψε επίσης από τα παραδεκτά γεγονότα, ότι μέχρι τη σύσταση της εταιρείας Maxdata Holdings Ltd στις 31.3.2000, ο εφεσείων δεν παρουσιαζόταν να ήταν κάτοχος οποιασδήποτε «σοβαρής», όπως την χαρακτήρισε το πρωτόδικο δικαστήριο, κινητής ή ακίνητης περιουσίας.  Από τη δημοσιοποίηση όμως της εν λόγω εταιρείας στις 11.4.2000, άρχισαν να εισρέουν στα ταμεία της τεράστια ποσά από επενδυτές.  Σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, από τότε άρχισαν και όλες οι καταθέσεις που έκτοτε παρουσιάζονται στους λογαριασμούς του εφεσείοντα, ο οποίος κατά τον χρόνο εκείνο δεν είχε χρήματα δικά του αλλά χρησιμοποιούσε χρήματα των επενδυτών.

 

Στις 5.4.2004 εκδόθηκε, στα πλαίσια αίτησης πιστωτή, διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα.  Ακολούθως, υπεβλήθη ενόρκως από τον τελευταίο η προβλεπόμενη από το άρθρο 15 του Νόμου περιουσιακή κατάσταση σύμφωνα με την οποία το παθητικό της περιουσίας του, το οποίο αφορούσε χρέη σε πέντε μη ασφαλισμένους πιστωτές, ανερχόταν σε ΛΚ1.377.730,78.   Με την υποβολή της περιουσιακής κατάστασης από τον εφεσείοντα, λήφθηκαν παράλληλα από τον εφεσίβλητο επαληθεύσεις από επτά μη εξασφαλισμένους πιστωτές για το συνολικό ποσό των €2.513.745,50.  Το ποσό αυτό, εκτός από ποσό ύψους €17.933,17 που αφορούσε χρέη που δημιουργήθηκαν πριν από το 2000 και ποσό €2.867,43 - χρέος προς την Alpha Bank - που δημιουργήθηκε την 1.12.2001,  αφορούσε χρέη που δημιουργήθηκαν μέσα στο έτος 2000, στα οποία συμπεριλαμβανόταν το ποσό των ΛΚ919.557,00, αντικείμενο της κατηγορίας για κλοπή υπό διευθυντή στην οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο και το οποίο επαλήθευσε ο εκκαθαριστής της Maxdata Holdings Ltd.  

 

Αποτέλεσε βασικό επιχείρημα του εφεσείοντα πρωτόδικα, ότι κατά το χρόνο που προέβη στις δωρεές, οι οποιεσδήποτε οικονομικές του υποχρεώσεις προς τρίτους δεν είχαν καταστεί πληρωτέες, ούτε υπήρχαν σε σχέση με αυτές δικαστικές αποφάσεις ή αγωγές.  Τα μόνα χρέη του, ισχυρίστηκε, ήταν δύο δάνεια ύψους ΛΚ315.000 και ΛΚ250.000, που πήρε από την Ελληνική Τράπεζα και τη ΣΠΕ Στροβόλου αντίστοιχα, τα οποία ήταν εξασφαλισμένα.  Το πρώτο εξοφλήθηκε από την τράπεζα με δικά του κεφάλαια που είχαν δεσμευτεί προς εξασφάλιση του.  Η δε περιουσιακή του κατάσταση, ισχυρίστηκε, σύμφωνα με την οποία το παθητικό της περιουσίας του ανερχόταν σε ΛΚ1.377.730, δεν συμπληρώθηκε από τον ίδιο, ενώ την υπέγραψε στις Κεντρικές Φυλακές λίγες μέρες μετά την καταδίκη του και αφού τον είχαν τρομοκρατήσει. 

 

Για την ικανότητα του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του χωρίς τη συνδρομή της επίδικης περιουσίας, ισχυρίστηκε ότι από το ποσό των ΛΚ919.557 που το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ήταν προϊόν κλοπής υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή της εταιρείας Maxdata Holdings Ltd, κατέθεσε μόνο ΛΚ100.000 στους επίδικους λογαριασμούς που διατηρούντο με την Marfin.  Συνεπώς, διέτεινε, μόνο αυτό το ποσό θα μπορούσε να διεκδικήσει ο εφεσίβλητος.

 

Περαιτέρω, κατά το έτος 2000 ήταν πιστωτής των εταιρειών Maxdata Holdings Ltd και Maxdata LtdH Maxdata Holdings Ltd του όφειλε το ποσό των ΛΚ1.806.000 δυνάμει δύο γραπτών προσυμφωνιών βάσει των οποίων της πώλησε το 70% των μετοχών που κατείχε στις εταιρείες Maxdata Ltd και Maxdata (Hellas) Ε.Π.Ε., ενώ η Maxdata Ltd του όφειλε ποσό ΛΚ530.000 για δάνειο που ο ίδιος συνήψε για την αγορά ακινήτου που γράφτηκε στο όνομα της και για ποσό που ο ίδιος κατέβαλε για λογαριασμό της.  Εξάλλου, η Maxdata Holdings Ltd της οποίας ήταν ο μοναδικός διευθυντής και μέτοχος, είχε λαμβάνειν από διάφορους χρεώστες το ποσό των ΛΚ2.165.085,99.  Κατείχε και άλλη περιουσία.  Συγκεκριμένα, ήταν κάτοχος 32.250 μετοχών της Ελληνικής Τράπεζας αξίας ΛΚ1.4 η κάθε μια.  Είχε επίσης τρεις εμπρόθεσμες καταθέσεις στην Ελληνική Τράπεζα συνολικού ποσού ΛΚ650.000 και διατηρούσε λογαριασμό ταμιευτηρίου στην Ελληνική Τράπεζα της Ελλάδος με πιστωτικό υπόλοιπο στις κατά τις 27.7.2000, ύψους 23.345.238 δραχμών.

 

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι για τις απαιτήσεις εναντίον των Maxdata Holdings Ltd και Maxdata Ltd, ο εφεσείων κατάθεσε επαληθεύσεις τις οποίες όμως ο εκκαθαριστής απέρριψε.  Παρά τις παραστάσεις του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο, ο οποίος τον πληροφόρησε ότι θα έπρεπε να θέσει σε γνώση του εκκαθαριστή τα στοιχεία που αποδείκνυαν τις απαιτήσεις του και, σε περίπτωση που η απόφαση του εκκαθαριστή δεν τον ικανοποιούσε, να αποταθεί στο Δικαστήριο, ο εφεσείων δεν το έπραξε.

 

Σημειώνουμε εδώ και το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων, στις 11.5.2000, πώλησε στο Μ. Μούντη το 15% των μετοχών που κατείχε στην εταιρεία Maxdata (Hellas) Ε.Π.Ε. αντί του ποσού των ΛΚ450.000, το οποίο ο εφεσείων εισέπραξε.   Μεταγενέστερα όμως, θεωρώντας ότι είχε εξαπατηθεί, ο Μούντης καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα στην οποία εκδόθηκε απόφαση ερήμην εις βάρος του τελευταίου για το ως άνω ποσό, πλέον τόκο και έξοδα.  Ο Μούντης υπέβαλε σχετική επαλήθευση στον εφεσίβλητο η οποία, πρωτόδικα, επίσης αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η θέση του εφεσείοντα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή αφού το σύνολο των οικονομικών υποχρεώσεων του κατά το χρόνο των μεταβιβάσεων άγγιζε τα τέσσερα εκατομμύρια ευρώ (€2.513.747 οι επαληθεύσεις και €1.428.823 τα χρέη προς την Ελληνική Τράπεζα και τη ΣΠΕ Στροβόλου).  Απέρριψε παράλληλα και την εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα ότι οι τότε υποχρεώσεις του εφεσείοντα δεν συνιστούσαν χρέη αφού δεν είχαν ακόμη εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις ούτε εκκρεμούσαν οποιεσδήποτε αγωγές σε σχέση με αυτά.   Εισήγηση την οποία ο εφεσείων επανέλαβε ενώπιον μας, αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης.

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 46(1) του Νόμου, τα μέρη που προβάλουν αξίωση στην περιουσία που απέκτησαν από το διαθέτη (πτωχεύσαντα) φέρουν το βάρος να αποδείξουν ότι «ο διαθέτης, κατά το χρόνο που έκαμε τη διάθεση, ήταν ικανός να πληρώσει όλα τα χρέη του χωρίς τη συνδρομή της περιουσίας, που διατέθηκε» (βλ. επίσης Re Densham (A Bankrupt) [1975]1 W.L.R. 1519, Re Mathieson [1927]1 Ch. 283 και In Re H. W. Baker [1936] Ch. 61).

 

Στο Νόμο δεν υπάρχει ο ορισμός του όρου «χρέος».  Ο γενικός κανόνας ερμηνείας είναι ότι εκεί που το κείμενο του νόμου είναι σαφές, θα πρέπει να αποδίδεται η φυσική και συνήθης έννοια των λέξεων (βλ. μεταξύ άλλων, Tosun v Kanaris (1969) 1 C.L.R. 637 και Μακεδόνας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162).  Η φυσική και συνήθης έννοια της λέξης «χρέος» είναι «αυτό που οφείλεται», «η οφειλή χρηματικού ποσού», ενώ η λέξη «χρωστώ» σημαίνει «οφείλω», «έχω υποχρέωση»  ή «είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω ένα ποσό χρημάτων σε κάποιο».  Ουσιώδης προϋπόθεση, λοιπόν, για την ύπαρξη χρέους, είναι η ύπαρξη υποχρέωσης πληρωμής.  Μια υποχρέωση γεννάται κατά τη συντέλεση της συμφωνίας που τη δημιουργεί, ή κατά την ημερομηνία που προβλέπεται στη συμφωνία (effective date) εάν προϋπάρχει της ημερομηνίας συντέλεσης της συμφωνίας.  Ένα χρέος μπορεί να είναι πληρωτέο άμεσα ή μελλοντικά.  Η έννοια του «χρέους» δεν καθορίζεται με αναφορά στην ημερομηνία που είναι πληρωτέο.  Δεν απαιτείται, δηλαδή, να περάσει η ημερομηνία πληρωμής ή να υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία πληρωμής, ούτε γεννάται κατά την ημερομηνία ή τις ημερομηνίες που έχει συμφωνηθεί να πληρωθεί η οφειλή ή μέρος αυτής.  Έχουμε υπόψη και το άρθρο 34(3) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο όλα τα χρέη και όλες οι υποχρεώσεις του χρεώστη παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση στις οποίες υπόκειται ο χρεώστης κατά την ημερομηνία του διατάγματος παραλαβής, θεωρούνται ως χρέη που δύνανται να επαληθευθούν.  Συνεπώς, ορθά το δικαστήριο έκρινε ότι οι υπό αναφορά οφειλές του εφεσείοντα συνιστούσαν χρέη, απορρίπτοντας την περί του αντιθέτου εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων του.

 

Σε ό,τι αφορά τα ποσά που ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι είχε λαμβάνειν  από την Maxdata Holdings Ltd και την Maxdata Ltd, η πρωτόδικη κρίση ότι η παράλειψη του εφεσείοντα να προσβάλει την απόρριψη των επαληθεύσεων από τον εκκαθαριστή με ένδικο μέσο, δεν επέτρεπε την επίκληση των σχετικών απαιτήσεων του στα πλαίσια της συγκεκριμένης διαδικασίας, είναι ορθή.   Η δε παρατήρηση του δικαστηρίου ότι οι δύο προσυμφωνίες για την πώληση των μετοχών του ήταν «άκρως ύποπτες» υποστηριζόταν από τα ενώπιον του στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο εφεσείων παρουσιαζόταν να είχε πωλήσει στην Maxdata Holdings Ltd το 70% των μετοχών του στην Maxdata Hellas, η οποία συστάθηκε τρεις μήνες προηγουμένως με εταιρικό κεφάλαιο 6.000.000 δραχμές - περίπου ΛΚ10.000 - αντί του ποσού των ΛΚ7.000.000, αλλά το 15% των μετοχών στην ίδια εταιρεία στο Μ. Μούντη αντί του ποσού των ΛΚ450.000, δηλαδή στο 1/3 περίπου της τιμής που χρέωσε την Maxdata Holdings Ltd.

 

Εύλογα λοιπόν κατέληξε το δικαστήριο ότι οι πιο πάνω απαιτήσεις του εφεσείοντα δεν μπορούσαν να προσμετρήσουν στην οικονομική του κατάσταση, αλλά ούτε και οι πιθανές απαιτήσεις των ως άνω εταιρειών έναντι τρίτων.

 

Περαιτέρω, όπως εύστοχα παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με τα υπόλοιπα που παρουσιάζουν οι επίδικοι λογαριασμοί, κανένα στοιχείο δεν παρουσιάστηκε που να τεκμηριώνει τη θέση του εφεσείοντα ότι από το ποσό των ΛΚ919.557,00, που το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ήταν προϊόν κλοπής, μόνο ΛΚ100.000 είχε κατατεθεί στους εν λόγω λογαριασμούς.  Σημασία, βεβαίως, έχει και το γεγονός, το οποίο επίσης επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση,ότι οι λογαριασμοί αυτοί ανοίχτηκαν κατά το χρόνο που άρχισαν να εισρέουν στα ταμεία της Maxdata Holdings Ltd τεράστια ποσά από επενδυτές, από τα οποία, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων ο οποίος δεν είχε χρήματα δικά του, οικειοποιήθηκε παράνομα το ποσό των ΛΚ919.557,00.

 

Με βάση τα στοιχεία που το δικαστήριο είχε ενώπιον του λοιπόν, ορθά κατάληξε ότι κατά το χρόνο που ο εφεσείων προέβη στις επίδικες δωρεές είχε χρέη ύψους περίπου €4.000.000 τα οποία δεν ήταν ικανός να αποπληρώσει χωρίς τη συνδρομή των επίδικων δωρεών.

 

Εξετάσαμε το σύνολο των δεδομένων και στοιχείων υπό το φως των επιχειρημάτων και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας.   Περαιτέρω και πιο θεμελιακά, ο εφεσείων, έχοντας αποξενώσει το ιδιοκτησιακό του συμφέρον στην επίδικη περιουσία, ενώ οι ίδιες οι θυγατέρες του που μόνες επηρεάζονται από την αίτηση δεν φέρουν ένσταση, δεν διατηρεί οποιοδήποτε locus standi στην παρούσα διαδικασία.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                            Δ. Χατζηχαμπής, Π.

 

                                                            Π. Παναγή, Δ.

 

                                                            Α. Λιάτσος, Δ.

 



[1]              46.1(1) Διάθεση περιουσίας, η οποία δεν συνιστά διάθεση που γίνεται πριν και ως αντιπαροχή γάμου, ή που γίνεται προς όφελος αγοραστή ή ενυπόθηκου δανειστή καλή τη πίστει και έναντι αξιόλογης αντιπαροχής, ή που γίνεται στη σύγυγο ή τα τέκνα ή υπέρ της συζύγου ή τωντέκνων του διαθέτη της περιουσίας η οποία περιήλθε σε αυτόν μετά το γάμο ως δικαίωμα της συζύγου του, είναι άκυρη, έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, αν ο διαθέτης πτωχεύσει σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο μέσα σε δέκα χρόνια απότην ημερομηνία της διάθεσης, η διάθεση είναι άκυρη έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, εκτός αν τα μέρη που προβάλλουν αξίωση με βάση τη διάθεση δυνηθούν να αποδείξουν ότι ο διαθέτης κατά το χρόνο που έκαμε τη διάθεση, ήταν ικανός να πληρώσει όλα τα χρέη του χωρίς τη συνδρομή της περιουσίας, που διατέθηκε και ότι το συμφέρον του διαθέτη στην περιουσία αυτή μεταβιβάσθηκε στο διαχειριστή τέτοιας περιουσίας που διατέθηκε με την εκτέλεση της.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο