ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A520
(2014) 1 ΑΑΔ 1584
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2010)
11 Ιουλίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
AOMM ΓΑΛΑΞΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσείοντες / Εναγόμενοι
- KAI -
ΔΗΜΟΥ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ
Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες
---------------------------------------
Αυγουστίνος Τσάρκατζης για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες
Γρηγόρης Λεοντίου με Δέσποινα - Μαρία Γεωργιάδου (κα) για Γ. Λεοντίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους
----------------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι αποτελούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και είναι η αρμόδια αρχή για την επιβολή διαφόρων τελών, μεταξύ των οποίων και τελών θεάματος σε σχέση με οποιοδήποτε δημόσιο θέαμα λαμβάνει χώρα εντός των δημοτικών ορίων Στροβόλου. Οι Εφεσείοντες δραστηριοποιούνται σε παγκύπρια κλίμακα στη διοργάνωση δημοσίων θεαμάτων. Προς το σκοπό αυτό, διαθέτουν και πωλούν στο κοινό εισιτήρια εισόδου καθορισμένης αξίας, επί της οποίας περιλαμβάνεται και το τέλος θεάματος. Μέσα στα πλαίσια του κύκλου εργασιών τους, οι Εφεσίβλητοι οργάνωσαν σειρά θεατρικών και άλλων παραστάσεων εντός των δημοτικών ορίων Στροβόλου. Για τις παραστάσεις αυτές εκδόθηκε και πωλήθηκε αριθμός εισιτηρίων εισόδου. Επί της αξίας εκάστου πωληθέντος εισιτηρίου εισόδου, οι Εφεσίβλητοι καθόρισαν και επέβαλαν φόρο θεάματος ίσο προς 15% και εξέδωσαν σχετικά χρεωστικά τιμολόγια, τα οποία και απέστειλαν προς τους Εφεσείοντες. Η αποτυχία των διαβημάτων των Εφεσιβλήτων προς τους Εφεσείοντες για είσπραξη και εξόφληση των προαναφερθέντων τιμολογίων οδήγησε στην καταχώρηση αγωγής με αξίωση την καταβολή ποσού τότε Λιρών Κύπρου 51.245,70 ως φόρο θεάματος, πλέον ανάλογες επιβαρύνσεις ύψους 10%. Οι Εφεσείοντες, υπερασπιζόμενοι στην αγωγή, έθεσαν ως ουσιαστική τους θέση ότι οι Εφεσίβλητοι προέβησαν παράνομα στην επιβολή φόρου θεάματος, αρνούμενοι, ταυτόχρονα, ότι εισέπραξαν το αξιούμενο ποσό ως εμπιστευματοδόχοι και/ή δια λογαριασμό των Εφεσιβλήτων. Απέρριπταν, επίσης, για σκοπούς υπεράσπισής τους, το νόμιμο της επιβάρυνσης 10% και τον τρόπο υπολογισμού του τέλους θεάματος επί της αξίας των εισιτηρίων.
Η έκθεση υπεράσπισης καταχωρήθηκε στις 28/3/2007, ήτοι επτά μήνες μετά την καταχώρηση του κλητηρίου εντάλματος και λίγες μέρες αργότερα, στις 16/4/2007, καταχωρήθηκε η απάντηση. Τρία χρόνια αργότερα, στις 29/4/2010, οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση με την οποία αξίωναν διάταγμα διαγραφής της έκθεσης υπεράσπισης ως περιέχουσας αβάσιμους, επιπόλαιους και ενοχλητικούς ισχυρισμούς, και ισχυρισμούς άσχετους προς τα επίδικα θέματα και ζητήματα, τα οποία δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει το Επαρχιακό Δικαστήριο, καθότι ανάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ΄ακολουθία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της αίτησης δεν ήταν μοιραία, αφού αφενός η εκδίκασή της και πιθανή επιτυχία της θα συντόμευε τη διαδικασία και, αφετέρου, η ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας μπορούσε να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Αποφασίζοντας επί της ουσίας, κατέληξε ότι στερείται δικαιοδοσίας, καθότι η επιβολή φόρου θεάματος και ο τρόπος υπολογισμού του συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη και αρμοδιότητα ελέγχου της νομιμότητάς της έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο. Ως αποτέλεσμα, αποδεχόμενο μερικώς την αίτηση, διέταξε τη διαγραφή εκτεταμένου μέρους της έκθεσης υπεράσπισης, το οποίο και καθόρισε.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης με πέντε λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι λόγοι 1, 2, 3 και 5 είναι αλληλένδετοι και περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της ύπαρξης ή μη δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, όπως αυτά έχουν ήδη καταγραφεί. Ο τέταρτος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την επίδικη αίτηση λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης.
Οι Εφεσίβλητοι, με ειδοποίηση αντέφεσης, προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς αιτιολογία δεν διέγραψε περαιτέρω ισχυρισμούς της έκθεσης υπεράσπισης, οι οποίοι αμφισβητούν άμεσα ή έμμεσα την εγκυρότητα της επιβολής ή τον υπολογισμό του επιβληθέντος τέλους θεάματος και την επιβληθείσα επιβάρυνση.
Προηγείται η εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης. Πρωτόδικα οι Εφεσείοντες ήγειραν θέμα υπέρμετρης καθυστέρησης στην καταχώρηση της αίτησης διαγραφής. Είναι η θέση τους ότι αιτήσεις αυτής της μορφής πρέπει να καταχωρούνται αμέσως μετά το κλείσιμο των δικογράφων, αφού σκοπό έχουν τη συντόμευση και διευκόλυνση της διαδικασίας και όχι την πρόκληση περαιτέρω καθυστέρησης. Επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, προς επίρρωση των θέσεών του, τα αναφερθέντα στην υπόθεση Χ¨Οικονόμου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949. Τα δεδομένα όμως της υπό κρίση περίπτωσης διαφοροποιούνται από αυτά της Χ¨Οικονόμου, στην οποία η αίτηση αφορούσε προκαταρκτική εκδίκαση νομικών σημείων που εγέρθηκαν στην υπεράσπιση και καταχωρήθηκε σε καθυστερημένο στάδιο, αμέσως πριν από την ακρόαση της αγωγής, με αποτέλεσμα την πρόκληση καθυστέρησης στην ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας. Στην ενώπιόν μας περίπτωση, η αιτούμενη θεραπεία για διαγραφή έχει ως κεντρικό άξονα επικαλούμενη έλλειψη δικαιοδοσίας ακρόασης των προβαλλόμενων υπερασπίσεων, καθότι άπτονται αποκλειστικά της σφαίρας του διοικητικού δικαίου. Το θέμα της δικαιοδοσίας εξετάζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα προβολής ισχυρισμού καθυστέρησης. Αντίθετα, η επίλυση της υπό αναφορά αμφισβήτησης θα οδηγούσε, χωρίς άλλο, στη σύντμηση της όλης διαδικασίας.
Όπως ήδη λέχθηκε, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 5 έχουν ως κοινό υπόβαθρο το ζήτημα της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το παράπονο των Εφεσειόντων, όπως αποτυπώνεται στους εξεταζόμενους λόγους έφεσης, κινείται γύρω από τη θέση ότι δεν έχουν εισπράξει τα ποσά που οι Εφεσίβλητοι αξιώνουν, καθότι λανθασμένα και/ή παράνομα υπολογίστηκαν τα τέλη θεάματος και, κατ΄ακολουθία, εσφαλμένα και/ή παράνομα αξιώνεται το ποσό που εμφαίνεται στην έκθεση απαίτησης. Προεκτείνοντας οι Εφεσείοντες, θέτουν ότι εάν ο υπολογισμός του τέλους θεάματος είναι εσφαλμένος και/ή αντίκειται στην υφιστάμενη νομοθεσία, τότε παράνομη είναι και η αξίωσή τους και/ή το ποσό που αξιούται ως εισπραχθέν από τους Εφεσείοντες δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού τέτοιο ποσό δεν εισπράχθηκε. Προβάλλεται, συνοπτικά, πως ο λανθασμένος υπολογισμός από τους Εφεσίβλητους του τέλους θεάματος επηρεάζει άμεσα και το ποσό που αξιούται.
Η εγκυρότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης μπορεί να προσβληθεί μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Εφόσον δεν προσβληθεί ή ακυρωθεί από αρμόδιο αναθεωρητικό Δικαστήριο η διοικητική πράξη, η απόφαση διατηρεί καθόλα την ισχύ της ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή (Takis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων & Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453). Η αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων η παραλείψεων αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας, τα οποία ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, επαφίεται, λοιπόν, μόνο στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σταθερή είναι η γραμμή της νομολογίας ότι δεν μπορούν να υπάρχουν παράλληλες θεραπείες στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ενόψει των προνοιών του, είναι νομολογημένη αρχή του Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου ότι η εγκυρότητα διοικητικών πράξεων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, άμεσα ή έμμεσα, οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, πολιτικής ή ποινικής. Με βάση τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 146, παροχή παράλληλης δικαιοδοσίας σε άλλα Δικαστήρια είναι ανεπίτρεπτη και ο θεσμικός αυτός διαχωρισμός των δικαιοδοσιών είναι κάθετος και απόλυτος. Θέματα όπως η ιδιοκτησία ή κατοχή, το είδος του υποστατικού και το ύψος των τελών, είναι ζητήματα που αφορούν την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης επιβολής του τέλους και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στα πλαίσια άλλης παράλληλης διαδικασίας, πέραν της αναθεωρητικής που καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος (James Peter v. Δήμου Αγίου Αθανασίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 612, 615). Εφόσον η απόφαση για επιβολή τέλους δεν ακυρώθηκε ή δεν προσβλήθηκε, αυτό καθίσταται απαιτητό με αγωγή, στην οποία η νομιμότητα της απόφασης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και η οφειλή πρέπει να θεωρείται δεδομένη (D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd κ.ά. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2000) 1 Α.Α.Δ. 1946, Amazing Trading Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2002) 1 Α.Α.Δ. 1136, 1138-9).
Η πιο πάνω νομική προσέγγιση απλοποιεί και την κατάληξή μας σε σχέση με τους υπό αναφορά λόγους έφεσης, η απόρριψη των οποίων είναι αναπόφευκτη. Οι Εφεσείοντες στόχευαν, μέσω του διαγραφέντος δικογράφου τους, στην αμφισβήτηση, ουσιαστικά, της απόφασης των Εφεσιβλήτων για επιβολή τέλους θεάματος και ανάλογης επιβάρυνσης. Επιχείρησαν ένδικη ανατροπή διοικητικής πράξης, υπερφαλαγγίζοντας την αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ΄ακολουθία του άρθρου 146 του Συντάγματος. Η πρωτόδικη διαδικασία είχε ως αντικείμενο τη διεκδίκηση, υπό τύπο αστικού δικαιώματος, της καταβολής του αναφερόμενου φόρου θεάματος. Η πράξη που στοιχειοθετούσε το αγώγιμο δικαίωμα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της διοικητικής λειτουργίας των Εφεσιβλήτων, άρρηκτα συνυφασμένης με την έκδοση εκτελεστής απόφασης στο πεδίο του δημόσιου δικαίου. Συνιστούσε διοικητική πράξη νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, η οποία είχε παράξει έννομο αποτέλεσμα. Η αμφισβήτηση της νομιμότητάς της δεν μπορούσε να λάβει χώρα μέσω υπεράσπισης στα πλαίσια διαδικασίας ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου. Συνακόλουθα, η έλλειψη τέτοιας δικαιοδοσίας αποστερούσε από το πρωτόδικο Δικαστήριο της οποιασδήποτε εξουσίας εξέτασης οιουδήποτε θέματος ουσίας εγειρόταν στα πλαίσια υπεράσπισης και το οποίο ουσιαστικό σκοπό είχε την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προαναφερθείσας διοικητικής πράξης. Μια διοικητική πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα μέχρι ακύρωσης ή ανάκλησής της. Η υπό εξέταση ούτε ανακλήθηκε, ούτε ακυρώθηκε δικαστικά. Ως απόρροια, συνέχιζε να παράγει έννομα αποτελέσματα και παρείχε, ταυτόχρονα, το δικαίωμα στους Εφεσίβλητους να αξιώνουν την καταβολή των οφειλόμενων τελών. Αξίωση χρηματικής μεν μορφής, η οποία όμως στηριζόταν σε προηγηθείσα διοικητική πράξη.
Με βάση τα πιο πάνω, τα επίδικα μέρη της υπεράσπισης που στόχευαν στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης των Εφεσιβλήτων δεν θα ήταν επιτρεπτό να τεθούν και να κριθούν δικαστικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω αναρμοδιότητας. Έπλητταν, ουσιαστικά, το θεμέλιο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων επικαλέστηκε, ως βοηθητικό των θέσεών του, τον δικαστικό λόγο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 136/06 και 137/06 Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ v. Δήμου Στροβόλου (2008) 3 Α.Α.Δ. 291. Έθεσε ότι συνάγεται από αυτές πως τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν ισχυρισμούς περί υπολογισμού τέλους θεάματος.
Με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Το αποτέλεσμα των εν λόγω προσφυγών - οι οποίες αφορούσαν τους ίδιους διάδικους και ταυτόσημα επίδικα θέματα − δεν οδηγεί στην εξαγωγή τέτοιου συμπεράσματος και δεν δίνει έρεισμα ισχυρισμού περί δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εξετάσει τις θέσεις που προωθούν οι Εφεσείοντες με τις υπό αμφισβήτηση παραγράφους της έκθεσης υπεράσπισής τους. Στις πιο πάνω αποφάσεις έγινε αποδεκτή από την Ολομέλεια η θέση ότι υποκείμενος στο τέλος θεάματος είναι ο θεατής και όχι ο διοργανωτής, ο οποίος κατά τα λοιπά υπέχει υποχρέωση απόδοσης των τελών στο Δήμο. Ως εκ τούτου, οι Εφεσείοντες, ως απλοί εισπράκτορες του φόρου θεάματος, δεν νομιμοποιούνταν στην άσκηση προσφυγών σε σχέση με τέλος που δεν είχε επιβληθεί στους ίδιους αλλά σε άλλα πρόσωπα τα οποία, αφού αγόραζαν τα εισιτήρια, εισέρχονταν για παρακολούθηση των εκδηλώσεων. Η Ολομέλεια κατέληξε πως η προσβληθείσα επιβολή τέλους θεάματος δεν αφορούσε άμεσα τους Εφεσείοντες, το συμφέρον των οποίων ήταν έμμεσο και όχι «ίδιον» όπως απαιτείται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος και συνακόλουθα πως δεν νομιμοποιούνταν στην άσκηση των προσφυγών. Το ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης, στις σελίδες 294 - 295, είναι σχετικό. Στην κατάληξη του δε επιβεβαιώνει ότι τα χρεωστικά δελτία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, αφού απορρέουν ως άμεση συνέπεια και συνιστούν αξίωση ποσών που ήδη προκύπτουν ως οφειλόμενα της διοικητικής απόφασης. Συνεπώς, η αποτυχία ακύρωσης της υπό αναφορά διοικητικής πράξης επιβολής τέλους θεάματος, καθιστούσε αδύνατη και την αμφισβήτηση των υποχρεώσεων που απέρρεαν από αυτή, όπως αποτυπώνονται στα χρεωστικά δελτία:
«Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται γιατί, εν προκειμένω, ελλείπει το στοιχείο της ήδη είσπραξης του φόρου θεάματος από τους ίδιους και επικαλέστηκαν ακριβώς την απόφαση της Παπαδοπούλου, Δ., προς αυτή την κατεύθυνση στην Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ v. Δήμου Στροβόλου, Υπόθ. Αρ. 1571/05, ημερομηνίας 16.4.08. Δεν είναι καθόλου διευκρινισμένο το έρεισμα της εισήγησης πως εδώ δεν είχε ήδη εισπραχθεί ο φόρος. Αντίθετα προκύπτει πως ο φόρος είχε προστεθεί με τη μορφή ενσήμων στα εισιτήρια που πωλούνταν στους θεατές. Ούτως ή άλλως, όμως, κατά το Άρθρο 85(2) του Νόμου το τέλος επιβάλλεται ¨επί όλων των πληρωμών των γενομένων υπό οιουδήποτε προσώπου αίτινες εισπράττονται διά την είσοδον αυτού εις οιονδήποτε δημόσιον θέαμα¨. Ομοίως δε κατά τον Κανονισμό 163 (Βλ. συναφώς το Άρθρο 4 του Νόμου) επιβάλλεται το τέλος θεάματος, το ύψος του οποίου καθορίζεται ¨επί όλων των πληρωμών των γενομένων δι είσοδον .¨. Κανένα δε πρόσωπο δεν εισέρχεται στον αντίστοιχο χώρο ¨ειμή έναντι εισιτηρίου¨ στο οποίο θα πρέπει και να αναγράφεται η ακριβής τιμή περιλαμβανομένου και του τέλους. Ορθώς, λοιπόν, εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση πως υποκείμενος στο τέλος είναι ο θεατής και όχι ο διοργανωτής ο οποίος κατά τα λοιπά υπέχει υποχρέωση της απόδοσης των τελών στο Δήμο. Αυτή την πραγματικότητα τη δέχτηκαν και οι εφεσείοντες κατά την ακρόαση. Υποστήριξαν, όμως, πως ακριβώς δεν βάλλουν κατά της επιβολής των τελών αυτών καθ΄αυτών αλλά κατά του τρόπου υπολογισμού τους όπως αυτός προκύπτει από τα χρεωστικά δελτία που τους στάληκαν. Εν τούτοις οι προσφυγές προσδιορίζουν ως αντικείμενο τους τον ¨φόρο θεάματος¨ που φέρεται να τους επιβλήθηκε και είδαμε πως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, κάτω από οποιαδήποτε οπτική γωνία, επιβλήθηκε σ΄αυτούς τέλος θεάματος. Εν πάση περιπτώσει, και εφόσον ως αντικείμενο προσδιοριζόταν ο τρόπος υπολογισμού κατά την περιγραφή των εφεσειόντων, θα παρέμενε το ότι αυτός ήταν η ευθεία συνέπεια της επιβολής του ορισμένου τέλους θεάματος. Οπότε, πράγματι, τα χρεωστικά δελτία δεν ενσωμάτωναν τα ίδια εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά συνιστούσαν αξίωση ποσών ήδη προκυπτόντων ως οφειλομένων κατά τα προηγηθέντα.»
Παρεμβάλλουμε, προτού ολοκληρώσουμε ως προς τους λόγους έφεσης, ότι οι Εφεσείοντες δεν στερήθηκαν οποιουδήποτε δικαιώματός τους να ακουστούν. Όπως είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο όπου οι σχετικές προσφυγές τους απορρίφθηκαν, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄έφεση. Αποφασίστηκε ότι δεν νομιμοποιούνταν στην άσκηση των προσφυγών σε σχέση με τέλος που δεν είχε επιβληθεί στους ίδιους, αλλά σε άλλα πρόσωπα. Υπό τις συνθήκες, η μη ύπαρξη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να προχωρήσει στην ακρόαση θέματος διοικητικού δικαίου, και η αδυναμία των Εφεσειόντων να αμφισβητήσουν μέσω προσφυγής τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης, είναι δύο ξεχωριστά ζητήματα και δεν στηρίζουν ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης.
Παραμένει η εξέταση των λόγων που προβάλλονται στην ειδοποίηση αντέφεσης. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξειδικεύει στην απόφασή του την αιτιολογία για μη διαγραφή περαιτέρω ισχυρισμών της υπεράσπισης, κρίνοντας, προφανώς, ότι τα μέρη αυτά διαφοροποιούνται από τα όσα είχαν διαγραφεί.
Ήταν, βεβαίως, καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάσει το σύνολο της αίτησης για διαγραφή και να αποτυπώσει με σαφήνεια την κατάληξή του ως προς το κάθε ξεχωριστό επίδικο θέμα. Αντί αυτού, καταγράφει:
«Τα μόνα θέματα τα οποία παραμένουν για εξέταση, από το παρόν Δικαστήριο, τα οποία εμπίπτουν στη σφαίρα της δικαιοδοσίας του είναι η είσπραξη των τελών από τους εναγόμενους και η τυχόν καθυστέρηση της πληρωμής των εισπραχθέντων τελών στο Δήμο με επακόλουθο την επιβολή επιβάρυνσης. Θέματα για τα οποία θα απαιτηθεί προσκόμιση μαρτυρίας.»
Η απόρριψη μέρους μόνο της αίτησης για διαγραφή, με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, ήταν, ούτως ή άλλως, εσφαλμένη. Η διαγραφή του υπόλοιπου μέρους των παραγράφων 5, 5Β και των παραγράφων 8, 9, 11 και 12 της έκθεσης υπεράσπισης ήταν επιβεβλημένη, καθόσον με το περιεχόμενό τους άμεσα ή έμμεσα αμφισβητείται η εγκυρότητα της επιβολής φορολογίας και ο συνακόλουθος τρόπος υπολογισμού της. Θέματα τα οποία, όπως έχουμε ήδη καταγράψει, εμπίπτουν στα πλαίσια της αποκλειστικής αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν υπήρχε βάσιμος λόγος διαφοροποίησης της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση και με αυτό το μέρος των ισχυρισμών της υπεράσπισης.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα πλέον ΦΠΑ εις βάρος των Εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η αντέφεση επιτυγχάνει χωρίς ξεχωριστή διαταγή ως προς το ζήτημα των εξόδων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ. ................
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ................
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ. ................
/ΜΣ