ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A539
(2014) 1 ΑΑΔ 1665
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 312/10
17 Iουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΠΠΑ
Εφεσείοντα
- και -
1. ΠΟΥΛΛΑΣ ΤΣΑΔΙΩΤΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσιβλήτων
.............
Πολιτική Έφεση Αρ. 351/11
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΠΠΑ
Εφεσείοντα
- και -
1. ΠΟΥΛΛΑΣ ΤΣΑΔΙΩΤΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
3. C. KASINOS CONSTRUCTIONS LIMITED
Εφεσιβλήτων
Χρ. Γεωργιάδης, για Εφεσείοντα
Ν. Μάντης, για εφεσίβλητους 1 και 3
M. Κυρμίζη (κα), για εφεσίβλητο 2
........
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του κτήματος με αρ. εγγραφής 12716, Φ/Σχ. 35/10, του χωρίου Δρούσια της Επαρχίας Πάφου (στο εξής το κτήμα), το οποίο πώλησε με προφορική συμφωνία στην εταιρεία Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ (εφεσίβλητη 1) αντί του ποσού των Λ.Κ.30.000 (€51.258,04).
Μερικές ημέρες μετά τη σύναψη της συμφωνίας πώλησης, στις 20.7.07, ο εφεσείων κατέθεσε τη σχετική Δήλωση Μεταβίβασης στο Κτηματολόγιο ώστε το κτήμα - εμβαδού σύμφωνα με τον τίτλο 6.689 τ.μ. - να εγγραφεί επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης 1. Η Δήλωση, στην οποία σημειώνεται ότι το εμβαδόν του κτήματος δεν βασίζεται στα εν χρήσει σχέδια και πιθανό να αυξομειωθεί κατόπιν επιτόπιας έρευνας, έγινε αποδεκτή και το κτήμα μεταβιβάστηκε επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης 1 στην οποία χορηγήθηκε και τίτλος ιδιοκτησίας.
Τρία σχεδόν χρόνια μετά την μεταβίβαση του κτήματος, ο εφεσείων ανάθεσε σε χωρομέτρη να διερευνήσει την έκταση του και όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν 18.541 τ.μ. - αντί των 6.689 τ.μ. που αναγράφονταν στον τίτλο - απευθύνθηκε σε δικηγόρο για τα περαιτέρω. Αυτός, ενεργώντας εκ μέρους του, απέστειλε στην εφεσίβλητη 1 επιστολή ημερ. 9.3.10 με το ακόλουθο περιεχόμενο:-
«Επειδή ο πελάτης μου ανακάλυψε πως η συμφωνία πώλησης του παραπάνω κτήματος ήταν αποτέλεσμα αμοιβαίου λάθους ως προς την έκτασή του, με την παρούσα η συμφωνία ακυρώνεται. Επομένως καλείσθε πάραυτα να επαναμεταβιβάσετε το κτήμα στον πελάτη μου. Τα χρήμα που πληρώσατε πλέον τόκους προς 8% ταυτόχρονα θα σας επιστραφούν».
Η εφεσίβλητη 1 απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντα, ο οποίος καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (στο εξής το Δικαστήριο) αγωγή επί γενικώς οπισθογραφημένου εντάλματος τόσο εναντίον της εφεσίβλητης 1 όσο και εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με αυτή αξιώνει αριθμό θεραπειών, μεταξύ των οποίων ακύρωση της εγγραφής και επανεγγραφής του κτήματος επ΄ ονόματι του και, διαζευκτικά, αποζημιώσεις λόγω λάθους και/ή αμέλειας «. και/ή περαιτέρω διαδοχικά, σήμερα, με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή το δίκαιο της αποκατάστασης και/ή λόγω αμοιβαίου λάθους και/ή διαφορετικά».
Παράλληλα, με την αγωγή, ο εφεσείων εξασφάλισε στις 17.3.10 μονομερώς διάταγμα με το οποίο απαγορεύτηκε στην εφεσίβλητη 1 να αποξενώσει ή επιβαρύνει το κτήμα μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Η εφεσίβλητη 1 έφερε ένσταση στη συνέχιση ισχύος του διατάγματος, η οποία έγινε αποδεκτή και το διάταγμα ακυρώθηκε με αιτιολογημένη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 16.9.10. Κρίθηκε συναφώς ότι ο εφεσείων απέτυχε να ικανοποιήσει το στοιχείο του κατεπείγοντος και εν πάση περιπτώσει δεν ικανοποίησε τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, δηλαδή ότι είχε πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία στην αγωγή.
Ο εφεσείων αντέδρασε στην ακύρωση του διατάγματος με έφεση, την υπ΄ αρ. 312/10, όπου διατυπώνει εννέα λόγους στη βάση των οποίων θεωρεί την ακυρωτική απόφαση λανθασμένη. Αναφορά στους λόγους αυτούς θα γίνει αφού συμπληρωθεί το ιστορικό της διαδικασίας που περιλαμβάνει και την έφεση 351/11, και αυτό λόγω της συνεκδίκασης των δύο εφέσεων με το εκ συμφώνου διάταγμα ημερ. 13.6.13.
Δέκα ημέρες μετά την ακύρωση του διατάγματος, σις 27.9.10, ο εφεσείων κατέθεσε νέα μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε να απαγορευτεί στην εφεσίβλητη 1 η λατόμευση του κτήματος. Το Δικαστήριο επελήφθη άμεσα της αίτησης, αλλά έκρινε πως θα έπρεπε να ακουστεί και η άλλη πλευρά και έδωσε οδηγίες για επίδοσή της. Εκκρεμούσης όμως της αίτησης αυτής, το Δεκέμβριο του 2010, η εφεσίβλητη 1 πώλησε και μεταβίβασε το κτήμα στην εταιρεία C. Kasinos Construction Ltd (εφεσίβλητη 3). Με αποτέλεσμα ο εφεσείων να αποσύρει στις 9.2.11 την (δεύτερη) αίτηση αφού την ιδίαν ημέρα εξασφάλισε διάταγμα προσθήκης της εφεσίβλητης 3 στην αγωγή ως εναγόμενης 3. Ακολούθως, στις 25.2.11, καταχώρισε εναντίον της και μονομερή αίτηση προκειμένου να της απαγορευτεί η αποξένωση ή επιβάρυνση του κτήματος ως και η λατόμευση του. Το Δικαστήριο ωστόσο έκρινε πως θα έπρεπε να ακούσει και την άλλη πλευρά και μετά από ακροαματική διαδικασία απέρριψε την αίτηση με αιτιολογημένη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 22.8.11. Έκρινε συναφώς ότι με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, ο εφεσείων απέτυχε να αποκαλύψει βάση αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης 3 και εν πάση περιπτώσει «. εφόσον η επιδίκαση αποζημιώσεων σε σχέση με τους εναγόμενους 1 μπορεί να είναι επαρκής θεραπεία το ίδιο θα ίσχυε και για τους εναγόμενους 3».
Έχοντας οριοθετήσει το ιστορικό της διαδικασίας των δύο εφέσεων, θα εξετάσουμε πρώτα την έφεση 312/10. Με αυτή, όπως αναφέρθηκε, προσβάλλεται η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 16.9.10 για εννέα λόγους. Ουσιαστικά, όμως, τα παράπονα του εφεσείοντα έχουν στο επίκεντρο τους 4 ζητήματα. Ότι, λανθασμένα το Δικαστήριο (α) έκρινε πως το στοιχείο του «κατεπείγοντος» εξακολουθούσε να είναι επίδικο θέμα και πως η μαρτυρία του δεν ήταν ικανοποιητική για στοιχειοθέτηση του εν λόγω στοιχείου, (β) προχώρησε στην επίλυση ζητημάτων που έκριναν a priori την αγωγή, (γ) έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ως και του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και, (δ) λανθασμένα παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει το ζήτημα άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. Πέραν τούτων, ο εφεσείων παραπονείται ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας, καθώς επίσης και για την καταδίκη του σε έξοδα.
Ακολουθεί η εξέταση κατά πόσο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε το στοιχείο του κατεπείγοντος είναι ορθό ή όχι.
Όπως και πρωτοδίκως έτσι και κατ΄ έφεση, η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι εφόσον η απόδειξη του «κατεπείγοντος» αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση διατάγματος άνευ ειδοποιήσεως, τότε η έκδοση του συνεπάγεται ότι το «κατεπείγον» παύει να είναι επίδικο ζήτημα και λανθασμένα το Δικαστήριο το εξέτασε στην προσβαλλόμενη απόφαση του. Παρέπεμψε σχετικώς στα άρθρα 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(B) A.A.Δ. 598. Σ΄ ότι δε αφορά το δεύτερο σκέλος του παραπόνου, έψεξε την κρίση του Δικαστηρίου να χαρακτηρίσει τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη 1 σκόπευε να πωλήσει το κτήμα ως γενικό και αόριστο και, περαιτέρω, επέσυρε την προσοχή του Εφετείου στο λάθος του Δικαστηρίου να κρίνει τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστο επειδή η εφεσίβλητη 1 αμφισβήτησε έντονα τον ισχυρισμό του ότι είχε πρόθεση να πωλήσει το κτήμα. Αντίθετες βέβαια είναι οι εισηγήσεις της άλλης πλευράς, η οποία θεωρεί ορθή την πρωτόδικη απόφαση και επί των δύο σημείων.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις και σ΄ ότι αφορά το πρώτο σκέλος του παραπόνου του εφεσείοντα θεωρούμε ότι αυτό δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία που αναπτύχθηκε μετά τη Resola (ανωτέρω). Αντίθετα, σύμφωνα με τη νομολογία (Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1 Α.Α.Δ. 1475, Ζein κ.α. ν. Π. Καμπανελλάς Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606, Αβροσιάδου ν. Coward, Πολ. Εφ. 3 και 4/11 ημερ. 15.1.13 και Αspis Liberty Life Insurance v. Σιακατίδου, Πολ. Εφ. 52/10, ημερ. 19.3.14), το στοιχείο του «κατεπείγοντος» μπορεί να επανεξεταστεί εφόσον εγείρεται στην ένσταση κατά της συνέχισης της ισχύος του διατάγματος που χορηγήθηκε μονομερώς, ώστε να υπάρχει συμμόρφωση στο θεμελιώδη κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που δεν επιτρέπει να παρεμποδίζεται το επηρεαζόμενο από το διάταγμα πρόσωπο να ακουστεί εφ΄ όλης της ύλης. Άλλο, βεβαίως, είναι το ζήτημα πως πρέπει να προσεγγίζεται δικαστικώς το υπό αναφορά στοιχείο, το οποίο δεν θα πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο. Ότι, δηλαδή, ένα παρεμπίπτον διάταγμα ως δημιούργημα του Δικαίου της Επιείκειας χορηγείται κατ΄ άσκηση δικαστικής ευχέρειας η οποία έχει ως νομιμοποιητική βάση το ορθό και το δίκαιο - δίκαιο ή πρόσφορο κατά το άρθρο 32(1) του Ν. 14/1960 - που αποτελεί ταυτόχρονα τον οδηγό και τον στόχο άσκησης της. Επομένως ο χαρακτηρισμός του στοιχείου του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην υπόθεση Resola δεν πρέπει να αφήνεται σε μεταγενέστερο στάδιο να αποπροσανατολίζει από τον στόχο, αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του προκειμένου να κρίνει αν με αυτό ικανοποιείται εκ πρώτης όψεως η άσκηση της δικαστικής ευχέρειας υπέρ του αιτήματος στην απουσία της άλλης πλευράς.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω το πρώτο σκέλος του υπό συζήτηση παραπόνου απορρίπτεται και σ΄ ότι αφορά το δεύτερο να επισημάνουμε κατ΄ αρχάς ότι ο εφεσείων στην ένορκη του δήλωση που συνόδευε την αίτηση του διατύπωσε δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος, ότι η εφεσίβλητη 1 είχε πρόθεση να πωλήσει το κτήμα και, ο δεύτερος, στην περίπτωση αποξένωσης ή επιβάρυνσης του κτήματος η αγωγή θα έπαυε να έχει αντικείμενο και, σε τέτοια περίπτωση, θα ήταν δύσκολο να ικανοποιηθεί ενδεχόμενη απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία θα του επιδικάζονταν αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε μόνο του πρώτου ισχυρισμού, τον οποίο προσέγγισε ως ακολούθως:
«10. Αναφορικά με αυτή την αμφισβήτηση ο ενάγων είχε την ευχέρεια να ζητήσει είτε άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είτε διάταγμα αντεξέτασης του διευθυντή. Όμως επέλεξε όπως περιοριστεί στην αόριστη και γενική προβολή του αρχικού του ισχυρισμού. Ενδεχομένως καθώς, όπως μεταγενέστερα διευκρινίστηκε, λανθασμένα θεωρήθηκε ότι ο παράγοντας του κατεπείγοντος δεν εξακολουθούσε να αποτελεί επίδικο θέμα.
11. Πραγματικά, διατηρώντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα, δηλαδή την αοριστία και γενικότητα του συγκεκριμένου ισχυρισμού του ενάγοντα σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση του από τον διευθυντή και την επιλογή του ενάγοντα να μην αντιμετωπίσει με οποιοδήποτε δικονομικά διαθέσιμο τρόπο αυτή την αμφισβήτηση, ο ενάγων κρίνεται ως αναξιόπιστος όταν προέβαλε τον ισχυρισμό ύπαρξης πρόθεσης αποξένωσης του επίδικου κτήματος. Αυτό το οποίο διαπιστώνεται είναι η ανυπαρξία του παράγοντα του κατεπείγοντος κατά το στάδιο έκδοσης του διατάγματος. Κατ' επέκταση διαπιστώνεται έλλειψη του απαραίτητου δικαιοδοτικού υπόβαθρου προς έκδοση του στην απουσία της εναγομένης 1.»
Θεωρούμε την πιο πάνω προσέγγιση του ευπαίδευτου Δικαστή λανθασμένη. Αφενός γιατί σε διαδικασίες της εξεταζόμενης φύσης δεν έχει θέση ο χαρακτηρισμός οποιουδήποτε των διαδίκων ως αναξιόπιστου και, αφετέρου, η αναφορά που γίνεται για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ή για αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα της εφεσίβλητης 1 για τεκμηρίωση του κατεπείγοντος είναι τουλάχιστο ατυχής. Το κατεπείγον, πρέπει να τεκμηριώνεται εξ υπαρχής και η εικόνα που μεταδίδεται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση δεν επιτρέπεται να μεταβληθεί ή αλλοιωθεί μεταγενέστερα (Stavros Georghiou & Son (Scrap Metals) Ltd v. Tου πλοίου LIRA (2001) 1 Α.Α.Δ. 1220) είτε με αντεξέταση είτε με συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Εξάλλου στις υπό συζήτηση διαδικασίες, άδεια για αντεξέταση σπάνια δίδεται (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Rana Wahed Ali (Aρ. 1) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1660 και σύγγραμμα Ιnjunctions του David Bean, 8η έκδοση, σελ. 70-71) εφόσον στις διαδικασίες αυτές το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης ούτε προβαίνει σε εξέταση των αμφισβητουμένων γεγονότων. Σ΄ ότι δε αφορά τη δυνατότατη που παρέχεται από τη Δ.48 θ.4(2) για συμπληρωματική ένορκη δήλωση, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται υπό την προϋπόθεση τεκμηρίωσης «καλού λόγου» και δεν βλέπουμε πως η αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται για ακύρωση διατάγματος που χορηγήθηκε μονομερώς θα μπορούσε να τεκμηριώσει «καλό λόγο». Περαιτέρω, θεωρούμε λάθος του Δικαστηρίου να συναρτήσει τη μη τεκμηρίωση του κατεπείγοντος μόνο με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για πρόθεση της εφεσίβλητης 1 να αποξενώσει το κτήμα. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. C. Phasarias (Automotive Center) Ltd v. Σκυροποιϊα «ΛΕΩΝΙΚ» (2001) 1 A.A.Δ. 785 που παραπέμπει στις Ζεμενίδης ν. Ζεμενίδου (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 54 και Τσολάκη κ.α. ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782, Αspis Liberty Life Insurance, ανωτέρω) εκείνο που πρωτίστως μετρά στην ικανοποίηση του κατεπείγοντος σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή επιβάρυνση - εφόσον γίνουν - στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδέχεται να εκδοθεί. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ανεξήγητη καθυστέρηση στην προώθηση αιτήματος για χορήγηση θεραπείας παύει να αποτελεί εμπόδιο στη χορήγηση της (βλ. Baccardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788). Σ΄ αυτά τα δύο σημεία έπρεπε, κατά την άποψή μας, να επικεντρώσει την προσοχή του το Δικαστήριο για να κρίνει κατά πόσο ικανοποιούνταν ή όχι το στοιχείο του κατεπείγοντος και εάν το έπραττε θα κατέληγε - όπως βέβαια κατέληξε, αλλά με λανθασμένο σκεπτικό και ετεροχρονισμένα - ότι ο εφεσείων απέτυχε να τεκμηριώσει το στοιχείο αυτό. Αφενός γιατί καμιά εξήγηση δεν έδωσε για την σχεδόν τρίχρονη καθυστέρηση του στη λήψη δικαστικών μέτρων, τη στιγμή που γνώριζε εξ υπαρχής ότι η έκταση του κτήματος δεν ανταποκρινόταν στα εν χρήσει σχέδια και, αφετέρου, όντως ο ισχυρισμός του για την επίδραση που θα είχε η αποξένωση ή επιβάρυνση του κτήματος στην ικανοποίηση πιθανής δικαστικής απόφασης προς όφελος του ήταν γενικός και αόριστος.
Για όλα τα πιο πάνω ναι μεν θεωρούμε ότι το σκεπτικό του Δικαστηρίου βάσει του οποίου κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν ικανοποίησε το στοιχείο του κατεπείγοντος είναι λανθασμένο, αλλά θεωρούμε ορθό το αποτέλεσμα και κατά συνέπεια οι σχετικοί με το υπό συζήτηση λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Ακολουθεί η εξέταση της έφεσης 351/11, με την οποία ο εφεσείων παραπονείται ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου πως απέτυχε να αποκαλύψει βάση αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης 3 και εν πάση περιπτώσει ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν ικανοποιητική θεραπεία υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, είναι λανθασμένη για επτά λόγους. Με κοινή όμως αιτιολογία και με ουσιαστικά παράπονα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα (α) προχώρησε στην επίλυση ζητημάτων που κρίνουν a priori την αγωγή, (β) κατέληξε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του διατάγματος δυνάμει του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και (γ) εσφαλμένα και χωρίς αιτιολογία κατέληξε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και ειδικά η τρίτη προϋπόθεση. Πέραν τούτων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε, ως όφειλε, το ζήτημα άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και ότι λανθασμένα τον καταδίκασε σε έξοδα.
Οι προαναφερθέντες λόγοι προωθήθηκαν με λιτότητα σε περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, στο οποίο διατυπώνονται ουσιαστικά δύο θέσεις. Η πρώτη, ότι το κτήμα ως αντικείμενο της αγωγής τυγχάνει της προστασίας του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ.6 και η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν θα ήταν ικανοποιητική. Παρέπεμψε σχετικά στην Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231 και, η δεύτερη, ότι το Δικαστήριο έπρεπε να περιοριστεί αυστηρά στην εξέταση της αίτησης που είχε ενώπιον του και όχι να υπεισέλθει, όπως ανεπίτρεπτα το έπραξε, σε εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και μάλιστα να αποφασίσει και την αγωγή a priori. Παρέπεμψε σχετικά στο σύγγραμμα Halsbury´s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 21, σελ. 369, παρ. 773 υπό τον τίτλο «Εxtend of restraint»[1]. Mε τη σειρά του ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης 3 υποστήριξε ότι ορθώς και καθηκόντως το Δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε το ζήτημα της πιθανότητας ο εφεσείοντας να δικαιούται ή όχι σε θεραπεία, όπως ορθώς αποφάσισε ότι εν πάση περιπτώσει υπό τα περιστατικά της υπόθεσης η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν ικανοποιητική θεραπεία.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα και των εκατέρωθεν θέσεων. Θεωρούμε ορθή την διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι «Η βάση αγωγής που ο ενάγοντας επικαλείται για τους εναγόμενους 1 είναι το λάθος σχετικά με την έκταση του επίδικου ακινήτου και ο ισχυρισμός ότι η έκταση του δεν βασίζεται στα εν χρήσει σχέδια». Όμως, δεν αιτιολογεί ποσώς γιατί ο εφεσείων δεν αποκάλυψε βάση αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης 3. Αντίθετα, περιορίζεται στο να θέσει ερώτημα κατά πόσο ο εφεσείων έχει αποκαλύψει σοβαρό ζήτημα εναντίον της εφεσίβλητης 3 και να το απαντήσει χωρίς να δίδει καμιά απολύτως αιτιολογία. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος της απόφασης: «Το ουσιαστικό ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσο ο ενάγων έχει αποκαλύψει σοβαρό ζήτημα εναντίον των εναγομένων 3 και με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κρίνω ότι δεν έχει αποκαλυφθεί βάση αγωγής εναντίον των εναγομένων 3 και κατά συνέπεια πιθανότητα επιτυχίας.» Αποφάσισε, δηλαδή, ένα καταλυτικό για την τύχη της αγωγής θέμα σε διαδικασία προσωρινού διατάγματος, που ναι μεν είχε εξουσία να το πράξει - καθηκόντως στη βάση των προϋποθέσεων που προνοούνται από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου - αλλά τέτοια ζητήματα σε διαδικασίες της εξεταζόμενης φύσεως πρέπει να προσεγγίζονται με περίσκεψη. Όταν δε αποφασίζονται να δίδεται και η ανάλογη αιτιολόγηση ώστε, αφενός, να ικανοποιείται η συνταγματική επιταγή του άρθρου 30 και, αφετέρου, να δίδεται η δυνατότητα εξέτασης της ορθότητας τους. Κάτι τέτοιο δεν έγινε στην εξεταζόμενη περίπτωση και θεωρούμε ότι ο τρόπος που η ευπαίδευτη Δικαστής προσέγγισε το ζήτημα είναι λανθασμένος. Χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στην κατάληξη της να απορρίψει την αίτηση, καθότι η επισήμανση ότι η βάση αγωγής του εφεσείοντα ήταν ισχυριζόμενο λάθος αναφορικά με την έκταση του κτήματος είναι ορθή. Ενόψει δε τούτου ορθώς δεν χορήγησε την προσωρινή θεραπεία, κρίνοντας πως σε περίπτωση επιτυχίας του εφεσείοντα η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν ικανοποιητική θεραπεία.
Για τους πιο πάνω λόγους και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και προς όφελος των εφεσιβλήτων 1 και 3.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Εφετείου προς έγκριση.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 773. Extent of restraint. In dealing with an interlocutory application, the Court will confine itself strictly to the point which it is called upon to decide, and will express its opinion on the case only so far as is necessary to show the grounds upon which the interlocutory application is disposed of (d), and, in the absence of very special circumstances, will impose only such restraint as will suffice to stop the mischief and keep things as they are until the hearing (e).