ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A501
(2014) 1 ΑΑΔ 1518
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 276/2009)
9 Ιουλίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητη.
_________________________
Ο Εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Α. Χατζηχαραλάμπους (κα.) με Χρ. Κανάρη (κα.) για Α. Σοφοκλέους, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν ο εναγόμενος 2 και η εφεσίβλητη τράπεζα ήταν η ενάγουσα, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου.
Η απαίτηση της ενάγουσας-εφεσίβλητης ήταν για το ποσό των Λ.Κ.4.696,90.- εναντίον του εφεσείοντα ως εγγυητή της εναγόμενης 1-πρωτοφειλέτιδας, σε δάνειο τακτής προθεσμίας που δόθηκε με συμφωνία ημερ. 8.6.2000, με την εγγύηση του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων στην υπεράσπιση του, η οποία τροποποιήθηκε με διάταγμα του δικαστηρίου, πρόβαλε την ύπαρξη δεδικασμένου ενόψει προηγούμενης απόφασης στην Αγωγή 1748/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και επειδή η εφεσίβλητη καταχώρησε εναντίον του τρεις αγωγές παραβιάζοντας τα συνταγματικά του δικαιώματα. Επιπρόσθετα ο εφεσείων πρόβαλε, στην υπεράσπιση του, ισχυρισμό ότι υπέγραψε τη συμφωνία εγγύησης στις 8.6.2000 κατόπιν παραπλάνησης της εφεσίβλητης, η οποία ουσιαστικά συνίστατο σε μη αποκάλυψη κάποιων στοιχείων αναφορικά με την πρωτοφειλέτιδα, τα οποία η τράπεζα είχε υποχρέωση να αποκαλύψει. Επίσης ο εφεσείων ισχυρίστηκε ακυρότητα της σύμβασης εγγύησης λόγω αοριστίας και λόγω περιορισμού της ελευθερίας του προς λήψη δικαστικών μέτρων. Ο εφεσείων πρόβαλε ακόμα ισχυρισμούς ότι δεν κλήθηκε οποτεδήποτε, εγγράφως, από την εφεσίβλητη για να εξοφλήσει το δάνειο της πρωτοφειλέτιδος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης αλλά και από τον εφεσείοντα και ένα μάρτυρά του, προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, σε ευρήματα, και στη συνέχεια εφάρμοσε το νόμο επί των ευρημάτων και κατέληξε στην απόφαση του.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων της εφεσίβλητης τράπεζας, δέχθηκε όμως ως αξιόπιστη και τη μαρτυρία του εφεσείοντα αλλά και ενός μάρτυρα του τον οποίον χαρακτήρισε ως τυπικό.
Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την αναφορά του στα τεκμήρια, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων εγγυήθηκε την πρωτοφειλέτιδα (εναγόμενη 1) για δάνειο τακτής προθεσμίας ύψους Λ.Κ.3.500.- και για αύξηση ορίου τρεχούμενου λογαριασμού της από Λ.Κ.500.- σε Λ.Κ.1.000.- Η πρωτοφειλέτιδα δεν πλήρωσε οτιδήποτε έναντι του προαναφερόμενου δανείου και κατά συνέπεια εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εις βάρος του εφεσείοντα για το ποσό των €5.980,11.- (Λ.Κ.3.500.-) με τόκο 8% ετησίως από 13.8.2002, οπότε απαιτήθηκαν τα χρήματα, μέχρις εξοφλήσεως.
Για να καταλήξει στην προαναφερόμενη απόφαση του, το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν του τη συμφωνία δανείου με την πρωτοφειλέτιδα, τη συμφωνία εγγυήσεως εκ μέρους του εφεσείοντα, ότι το προαναφερόμενο ποσό όντως παραχωρήθηκε στην πρωτοφειλέτιδα από την εφεσίβλητη τράπεζα και κατέστη πληρωτέο και απαιτητό τόσο έναντι της πρωτοφειλέτιδας, όσο και έναντι του εγγυητή-εφεσείοντα και ότι το προαναφερόμενο ποσό παρέμεινε οφειλόμενο μέχρι την ημερομηνία που εκδόθηκε η απόφαση.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε και στις υπερασπίσεις που πρόβαλε ο εφεσείων και τις απέρριψε, με εξαίρεση μόνο ως προς το ύψος του δανείου το οποίο εγγυήθηκε ο εφεσείων.
Αναφορικά με την απόκρυψη, από την εφεσίβλητη, στοιχείων σε σχέση με την πρωτοφειλέτιδα και συγκεκριμένα ως προς την οικονομική της κατάσταση αλλά και άλλες υποχρεώσεις της προς την εφεσίβλητη τράπεζα, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι ο εφεσείων είχε υποχρέωση να εξετάσει την οικονομική κατάσταση της πρωτοφειλέτιδας και τις υποχρεώσεις της, πριν υπογράψει την εγγύηση και ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομική υποχρέωση εκ μέρους της εφεσίβλητης, να τον πληροφορήσει για την οικονομική κατάσταση της πρωτοφειλέτιδας. «Νομική υποχρέωση για τέτοια ζητήματα έχει θεσπιστεί με τον Ν 197(Ι)/2003 στο άρθρο 5, ωστόσο η ισχύς του εν λόγω Νόμου, σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 15 αρχίζει από 01.05.2004». Σημειώνεται ότι η απόφαση του δικαστηρίου δόθηκε στις 16.6.2009, αλλά αφορούσε την περίοδο 2000-2002. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι ο εφεσείων στηρίχθηκε στη διαβεβαίωση φιλικού του προσώπου ότι η πρωτοφειλέτιδα ήταν ένα συνεπές και καλού χαρακτήρος άτομο. Ειδική αναφορά έκαμε στην υπόθεση Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1 ΑΑΔ 1101, την οποία όμως θεώρησε ως, ουσιαστικά, μη σχετική με την παρούσα υπόθεση. Ενόψει των προαναφερομένων το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο, με οποιονδήποτε τρόπο, η απαλλαγή του εφεσείοντα από τη σύμβαση εγγύησης, την οποία αδιαμφισβήτητα υπέγραψε.
Σε σχέση με το ύψος του οφειλόμενου ποσού και την ειδοποίηση προς τον εγγυητή-εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το ύψος του παραχωρηθέντος ποσού των Λ.Κ.3.500.- είχε αποδειχθεί, ότι επίσης είχε αποδειχθεί πως παρέμενε οφειλόμενο και ότι η εφεσίβλητη τράπεζα ταχυδρόμησε δεόντως την ειδοποίηση τερματισμού των τραπεζικών διευκολύνσεων προς την πρωτοφειλέτιδα, και στον εφεσείοντα, στη διεύθυνση που ο ίδιος είχε δώσει στην τράπεζα και επομένως ότι η ειδοποίηση είχε αποσταλεί δεόντως και δεν χρειαζόταν απόδειξη παραλαβής της. Αναφέρθηκε συναφώς στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 479.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί δεδικασμένου, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι ο εφεσείων απέτυχε να παρουσιάσει μαρτυρία σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις στις Αγωγές 1746/04 και 1748/04 είναι τελεσίδικες. Επιπρόσθετα οι προαναφερόμενες αγωγές δεν αφορούσαν στα ίδια δάνεια και στα ίδια γεγονότα. Το δικαστήριο απέρριψε και ισχυρισμούς του αιτητή ότι η εφεσίβλητη τράπεζα έδωσε αδικαιολόγητες παρατάσεις χρόνου στην πρωτοφειλέτιδα χωρίς να τερματίσει τις τραπεζικές διευκολύνσεις που της παραχώρησε, ενώ η πρωτοφειλέτιδα δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της. Απορρίπτοντας τον ισχυρισμό αυτό, έκαμε αναφορά σε ειδικό όρο της σύμβασης εγγύησης, την οποία υπέγραψε ο εφεσείων, σύμφωνα με τον οποίο, η εφεσίβλητη τράπεζα είχε συμβατικό δικαίωμα να παραχωρεί παρατάσεις χρόνου ή και να απέχει από διαβήματα προς είσπραξη του λαβείν της από την πρωτοφειλέτιδα, κατά την κρίση της.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται, με την παρούσα έφεση, με οχτώ λόγους, δεδομένου ότι ο ένατος λόγος αποσύρθηκε και ο δέκατος περιλαμβάνει απλή επιφύλαξη του δικαιώματος του εφεσείοντα να ζητήσει άδεια για υποβολή περισσότερων και εκτενέστερων λόγων έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σύμβαση εγγύησης ήταν εξυπαρχής άκυρη επειδή περιείχε όρους που περιόριζαν, απόλυτα, την ελευθερία του εφεσείοντα προς επιβολή των νομίμων δικαιωμάτων του. Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι η σύμβαση εγγύησης παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 28 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, αλλά και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στη σύμβαση εγγύησης που να καταστρατηγεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ή να περιορίζει τα νόμιμα δικαιώματα και τις ελευθερίες του εφεσείοντα και μάλιστα «απόλυτα» και κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος είναι αβάσιμος.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό παρανομία της σύμβασης εγγύησης, η οποία κατά τον εφεσείοντα παραβιάζει τα άρθρα 91 και 93 του Κεφ. 149. Ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι παρατάσεις χρόνου που δίνονταν από την εφεσίβλητη στην πρωτοφειλέτιδα, καλύπτονταν από τους όρους της σύμβασης εγγύησης την οποία υπέγραψε ο εφεσείων και επομένως αυτός δεν μπορεί να παραπονείται ότι έγινε οποιαδήποτε μεταβολή των όρων της σύμβασης δανείου, χωρίς τη συναίνεση του.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι συνάφθηκε έγκυρη γραπτή συμφωνία δανείου μεταξύ της εφεσίβλητης και της πρωτοφειλέτιδας.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στο επίσης, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη τράπεζα παραχώρησε το επίδικο δάνειο ύψους Λ.Κ.3.500.- στην πρωτοφειλέτιδα.
Διαφωνούμε με τις θέσεις του εφεσείοντα, όπως φαίνονται στους λόγους έφεσης 3 και 4. Κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τα σχετικά έγγραφα ως τεκμήρια. Συγκεκριμένα η συμφωνία παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων ημερ. 8.6.2000, από την εφεσίβλητη τράπεζα στην πρωτοφειλέτιδα Μάγια Στεφάνου Δημητρόβα, κατατέθηκε ως τεκμήριο 9, η κατάσταση λογαριασμού κατατέθηκε ως τεκμήριο 8 και η σύμβαση εγγύησης ως τεκμήριο 6. Τα προαναφερόμενα τεκμήρια επεξηγήθηκαν από τους μάρτυρες της εφεσίβλητης τράπεζας των οποίων η μαρτυρία κρίθηκε ως αξιόπιστη. Το ποσό των Λ.Κ.5.500.-, το οποίο αναφέρεται στο τεκμήριο 8 ως αρχικό ποσό παραχώρησης στην πρωτοφειλέτιδα, στις 8.6.2000, παρόλο που επεξηγήθηκε από τους μάρτυρες της εφεσίβλητης τράπεζας, δεν έγινε δεκτό από το πρωτόδικο δικαστήριο, γι΄ αυτό και το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εις βάρος του εφεσείοντα μόνο για ποσό Λ.Κ.3.500.- για το οποίο το δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι όντως παραχωρήθηκε.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι έγινε νόμιμος τερματισμός της συμφωνίας παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων προς την πρωτοφειλέτιδα με ειδοποίηση προς τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε επαρκείς εξηγήσεις γι΄ αυτό το ζήτημα. Η ειδοποίηση προς τον εφεσείοντα στάληκε ταχυδρομικώς, στη διεύθυνση που ο ίδιος είχε δώσει στην εφεσίβλητη τράπεζα και δεν επιστράφηκε, και τούτο συνιστά, εκ πρώτης όψεως, απόδειξη παράδοσης της στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνετο (Δέστε: Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, ανωτέρω). Με τον τερματισμό της σύμβασης παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων προς την πρωτοφειλέτιδα, το χρέος καθίστατο πληρωτέο και απαιτητό και αυτό γνωστοποιήθηκε και στον εφεσείοντα. Επομένως ο εφεσείων δεν απέδειξε ούτε και τον πέμπτο λόγο έφεσης.
Ο έκτος λόγος έφεσης είναι, κατά την κρίση μας, ο σημαντικότερος. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η εφεσίβλητη τράπεζα, δεν είχε οποιαδήποτε νομική ή άλλη υποχρέωση να πληροφορήσει τον εφεσείοντα σχετικά με την άθλια οικονομική κατάσταση της πρωτοφειλέτιδας, πριν τη θέσπιση του Ν 197(Ι)/2003 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.5.2004, δηλαδή μετά τον ουσιώδη χρόνο, είναι εσφαλμένη, σύμφωνα με τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων επέσυρε την προσοχή του Εφετείου στο σχετικό άρθρο 101 του Κεφ. 149, σύμφωνα με το οποίο υπήρχε υποχρέωση της εφεσίβλητης τράπεζας να πληροφορήσει τον εφεσείοντα, όπως ο ίδιος εισηγείται, για την κακή οικονομική κατάσταση της πρωτοφειλέτιδας.
Ο έβδομος λόγος έφεσης είναι συναφής με τον έκτο και αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε το ενδεχόμενο να μην εξελιχθεί ομαλά το δάνειο της πρωτοφειλέτιδας, αλλά στηρίχθηκε στη διαβεβαίωση φιλικού του προσώπου ότι «θα τον κάλυπτε».
Όπως ήδη αναφέραμε η μαρτυρία του εφεσείοντα έγινε δεκτή ως αξιόπιστη. Ο εφεσείων ανέφερε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ότι όταν πήγε, την 8.6.2000, στην τράπεζα για να υπογράψει τη σύμβαση εγγύησης τον παραπλάνησαν ή και τον εξαπάτησαν, επειδή δεν του ανέφεραν γεγονότα τα οποία ήταν πολύ ουσιαστικά και τα οποία, αν γνώριζε, ουδέποτε θα υπέγραφε σαν εγγυητής και θα συμβούλευε και τον φίλο και πελάτη του, εργοδότη της πρωτοφειλέτιδας, να μην υπογράψει ούτε και εκείνος την εγγύηση. Τα στοιχεία τα οποία, κατ΄ ισχυρισμόν, του απέκρυψε η εφεσίβλητη τράπεζα, ενώ θα έπρεπε να του τα είχε αποκαλύψει, ήταν ότι η πρωτοφειλέτιδα είχε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της που είχε μέχρι τότε προς την εφεσίβλητη τράπεζα, και ότι δεν είχε ικανότητα αποπληρωμής του χρέους. Οι τράπεζες, όπως είπε, πάντοτε κοιτάζουν να βεβαιωθούν για τις εξασφαλίσεις τους και την ικανότητα αποπληρωμής. Είπε επίσης ότι ο φίλος του και εργοδότης της πρωτοφειλέτιδας τον είχε διαβεβαιώσει ότι η πρωτοφειλέτις ήταν μια καλή κοπέλα, συνεπής στις ώρες εργασίας στη δουλειά της και ήταν ταλαιπωρημένη και με ένα παιδί γύρω στα 10-11 χρονών.
Τίθεται επομένως το ερώτημα του κατά πόσον η εφεσίβλητη τράπεζα είχε υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 101 του Κεφ. 149, ή άλλως πως, να πληροφορήσει τον εφεσείοντα για την οικονομική κατάσταση ή τη δυνατότητα αποπληρωμής του δανείου από την πρωτοφειλέτιδα.
Το άρθρο 101 προνοεί ότι «εγγύηση που εξασφαλίστηκε από τον πιστωτή τηρώντας σιωπή ως προς ουσιαστικό περιστατικό δεν είναι έγκυρη». Η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη τράπεζα δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση αποκάλυψης πληροφοριών που γνώριζε για την πρωτοφειλέτιδα, πριν τη θέσπιση του Ν 197(Ι)/2003, δεν είναι ορθή. Σύμφωνα με το κοινό δίκαιο και τους κανόνες της επιεικείας, που είναι μέρος του δικαιϊκού μας συστήματος, υπάρχει περιορισμένη υποχρέωση εκούσιας αποκάλυψης πληροφοριών, από μιά τράπεζα, σε ένα προτιθέμενο εγγυητή, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Η σύμβαση εγγύησης δεν είναι σύμβαση απόλυτης πίστεως (uberrimae fidei), όπως είναι μια ασφαλιστική σύμβαση. Επομένως ο πιστωτής δεν έχει, γενικό, καθήκον αποκάλυψης, στον προτιθέμενο εγγυητή, όλων των ουσιαστικών στοιχείων που γνωρίζει ο πιστωτής για τον πρωτοφειλέτη. Όμως, ο πιστωτής έχει περιορισμένο καθήκον αποκάλυψης, η ευρύτητα του οποίου εξαρτάται από το συγκεκριμένο τύπο της εγγύησης. Στην περίπτωση των εγγυήσεων των τραπεζών, σε σχέση με τις υποχρεώσεις των πελατών τους, όπως είναι η προκείμενη, η πιο αυθεντική διατύπωση της υποχρέωσης αποκάλυψης θεωρείται αυτή του Λόρδου Campell στην υπόθεση Hamilton v. Watson (1845) 12 Cl & Fin 109 at 119, HL. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη αυθεντία, εκτός εάν ο εγγυητής υποβάλει κάποιες ερωτήσεις στον πιστωτή, ο πιστωτής δεν έχει γενική υποχρέωση αποκάλυψης των πληροφοριών που γνωρίζει για τον πρωτοφειλέτη. Τέτοια υποχρέωση υπάρχει εάν ο πιστωτής γνωρίζει γεγονότα τα οποία δεν είναι, κατά τη φυσική πορεία των πραγμάτων, αναμενόμενα, αλλά εάν δεν υπάρχει κάτι που δεν είναι, φυσικά, αναμενόμενο, μεταξύ των μερών, τότε είναι υποχρέωση του ίδιου του προτιθέμενου εγγυητή να προφυλαχθεί από τους ενλοχεύοντες κινδύνους και να υποβάλει ο ίδιος τις ερωτήσεις, των οποίων την απάντηση επιθυμεί να έχει, πριν υπογράψει τη σύμβαση εγγύησης. Η μή αποκάλυψη από την τράπεζα στον εγγυητή ότι ο πρωτοφειλέτης είχε λογαριασμό παρατραβήγματος από την κίνηση του οποίου η τράπεζα υποπτευόταν ότι ο πρωτοφειλέτης εξαπατούσε τον εγγυητή, κρίθηκε ότι δεν καθιστούσε άκυρη την εγγύηση (Δέστε: National Provincial Bank of England Ltd v. Glanusk (1913) 3 Κ.Β. 335 και Royal Bank of Scotland v. Greenshields (1914) SC 259). Επίσης η τράπεζα δεν είναι υποχρεωμένη να προσφέρει, σε προτιθέμενο εγγυητή, πληροφορίες αναφορικά με την οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη, ανεξάρτητα από το πόσον ουσιαστική είναι αυτή η πληροφόρηση. Όμως αν ερωτηθεί, από τον προτιθέμενο εγγυητή, για κάτι που έχει σημασία αναφορικά με την ανάληψη της εγγύησης από τον εγγυητή, η τράπεζα θα πρέπει να δώσει την πληροφορία (Δέστε: Hamilton, ανωτέρω).
Στην υπόθεση Lloyds Bank Ltd v. Harrison (1925) 4 Legal Decisions Affecting Banks 12, CA λέχθηκε ότι η υποχρέωση αποκάλυψης επεκτείνεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν ασυνήθιστα στοιχεία (unusual features), στο συγκεκριμένο λογαριασμό για τον οποίο θα παρασχεθεί η εγγύηση.
Στην υπόθεση Royal Bank of Scotland v. Etridge (Νο. 2) (2001) 4 All E.R. 440 έγινε ανάλυση της σχετικής αγγλικής νομολογίας. Η υπόθεση αφορούσε σε εγγύηση συζύγου ή συντρόφου του πρωτοφειλέτη, όμως έγινε αναφορά και σε εγγυήσεις τρίτων προσώπων. Η υπόθεση εκείνη αναφέρθηκε και επεξηγήθηκε, από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Alpha Bank (ανωτέρω). Κρίθηκε πως, όταν μια τράπεζα ή πιστωτικός οργανισμός, ζητά εγγύηση από κάποιο πρόσωπο σε μή εμπορική υπόθεση, δηλαδή όπου η σχέση πρωτοφειλέτη-εγγυητή δεν είναι εμπορική, η εν λόγω τράπεζα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τίθεται σε εγρήγορση (is put on inquiry) και έχει υποχρέωση, δυνάμει του δικαίου της επιεικείας να προειδοποιήσει και να προστατεύσει τα συμφέροντα του εγγυητή. Τέτοιες περιπτώσεις όμως είναι, κυρίως, εκείνες στις οποίες η σύζυγος προσφέρει εγγύηση υπέρ του συζύγου της, η συναλλαγή, στην όψη της, φαίνεται να είναι εις βάρος της συζύγου και υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος ότι ο σύζυγος που ζητά από τη σύζυγο του να τον εγγυηθεί, έχει διαπράξει αδίκημα σύμφωνα με το κοινό δίκαιο ή τους κανόνες της επιεικείας. Παράβαση της προαναφερόμενης υποχρέωσης, δίνει δικαίωμα στη σύζυγο να ακυρώσει την εγγύηση. Αυτή η θέση πηγάζει από τη θεμελιακή απόφαση Barclays Bank Plc v. O΄ Brien (1994) 1 AC 180, στην οποία, επίσης τονίστηκε ότι για να επιτύχει ο εγγυητής ακύρωση της εγγύησης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η τράπεζα είχε πραγματική ή εξυπακουόμενη γνώση της ανάρμοστης συμπεριφοράς του πρωτοφειλέτη ή ότι ο πρωτοφειλέτης ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της τράπεζας.
Στην προκείμενη περίπτωση είναι σαφές, από τη δική του μαρτυρία, ότι ο εφεσείων επισκέφθηκε την τράπεζα μόνο για μερικά λεπτά, ήταν πολύ βιαστικός και δεν υπέβαλε οποιαδήποτε ερώτηση αναφορικά με την οικονομική κατάσταση ή την οικονομική ικανότητα της πρωτοφειλέτιδας να ανταποκριθεί στην υποχρέωση της να εξοφλήσει το παρεχόμενο δάνειο, όταν υπέγραψε τη σύμβαση εγγύησης για το προαναφερόμενο ποσό των Λ.Κ.3.500.- Αντίθετα, φαίνεται όντως να βασίστηκε στις διαβεβαιώσεις που του έδωσε ο φίλος του και εργοδότης της πρωτοφειλέτιδας ότι αυτή, ήταν γενικά συνεπής στις υποχρεώσεις της, καλού χαρακτήρος και ταλαιπωρημένο άτομο. Υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, δεν θεωρούμε ότι υπήρχε υποχρέωση της εφεσίβλητης τράπεζας να αποκαλύψει στον εφεσείοντα οποιαδήποτε ουσιαστικά περιστατικά ή πληροφορίες για την πρωτοφειλέτιδα. Η πρωτοφειλέτις είχε και άλλες υποχρεώσεις προς την τράπεζα , οι οποίες όμως καλύπτονταν και από άλλες εγγυήσεις και εξασφαλίσεις, όπως υποθήκη και ασφάλεια ζωής της πρωτοφειλέτιδας. Δεν υπήρχε όμως οτιδήποτε το ασυνήθιστο ή το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως μη, φυσικά, αναμενόμενο στη σχέση της τράπεζας με την πρωτοφειλέτιδα ή στο συγκεκριμένο λογαριασμό της τον οποίο θα εγγυάτο ο εφεσείων, για το οποίο η εφεσίβλητη τράπεζα είχε υποχρέωση, εκούσια, να πληροφορήσει τον εφεσείοντα, χωρίς αυτός να ζητήσει οποιαδήποτε τέτοια πληροφόρηση.
Για τους προαναφερόμενους λόγους και οι λόγοι έφεσης 6 και 7 απορρίπτονται.
Με την ευκαιρία αυτής της υπόθεσης, θεωρούμε σκόπιμο να προτρέψουμε τα πρωτόδικα δικαστήρια, όταν εξετάζουν τις νομικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των διαδίκων, να συμβουλεύονται, εκτός από τα νομοθετήματα, και το κοινό δίκαιο και τους κανόνες της επιείκειας που συνιστούν πηγές του δικαίου μας και παρέχουν τεράστια αποθέματα νομικού πλούτου.
Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά στη μή καταβολή οποιουδήποτε ποσού έναντι του επίδικου δανείου της πρωτοφειλέτιδας. Η μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης τράπεζας, η οποία έγινε δεκτή ως αξιόπιστη, μαρτυρούσε ότι δεν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό έναντι. Επομένως υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου επαρκής και αξιόπιστη μαρτυρία για το προαναφερόμενο εύρημα του.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.