ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A497
(2014) 1 ΑΑΔ 1540
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 113/2011)
9 Iουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
Μεταξύ:
SIDDHANT INDUSTRIES PRIVATE LTD
Εφεσείουσας-ενάγουσας
ν.
1. NS-BULGARIA LTD
2. KUM EXPORT (OVERSEAS) CO LTD
3. BOBAN POPOVIC
4. ANDREEVA GALINA
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων
--------
Δ. Δημητρό (κα) για κ. Παπαντωνίου, για εφεσείοντες
Γ.Βασιλείου, για εφεσίβλητους
-------
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα και οι εφεσίβλητες 1 και 2 είναι αλλοδαπές εταιρείες εγγεγραμμένες στην Ινδία, Βουλγαρία και Μπαρμπάντος (Βarbados) αντίστοιχα, ενώ οι εφεσίβλητοι 3 και 4 είναι σύζυγοι και κατάγονται από τη Σερβία.
Αρχές του 2008, η εφεσείουσα συμφώνησε να αγοράσει από την εφεσίβλητη 2 ποσότητα ψευδάργυρου στην τιμή των USD$122.976,00. H συμφωνία συνομολογήθηκε μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και σύμφωνα με τους όρους της, η εφεσείουσα κατέβαλε ως προκαταβολή το ποσό των $12.000 με έμβασμα στο λογαριασμό που τηρούσε η εφεσίβλητη 1 σε κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στη Λάρνακα, ενώ το υπόλοιπο συμφώνησε να το καταβάλει στον ίδιο λογαριασμό (στο εξής ο επίδικος λογαριασμός) με τη φόρτωση του εμπορεύματος σε λιμάνι της Ιταλίας με προορισμό λιμάνι της Ινδίας.
Είναι ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι στις 19.2.08, η εφεσίβλητη 2 της απέστειλε ηλεκτρονικώς έγγραφα που βεβαίωναν τη φόρτωση του εμπορεύματος και δίδοντας πίστη στις διαβεβαιώσεις της ότι τα πρωτότυπα θα της αποστέλλονταν με ταχυμεταφορέα (courier), προχώρησε σε εξόφληση του τιμήματος με έμβασμα στον επίδικο λογαριασμό. Το εμπόρευμα, όμως, ουδέποτε έφτασε στον προορισμό του και όπως διαπίστωσε μετά από έρευνα έπεσε θύμα εξαπάτησης τόσο των εφεσιβλήτων 1 και 2 όσο και των εφεσιβλήτων 3 και 4, οι οποίοι διαμένουν μόνιμα στη Λάρνακα και διακινούν τον επίδικο λογαριασμό ως αντιπρόσωποι ή υπογραφείς (sigmatories) της εφεσίβλητης 1. Στη βάση αυτή καταχώρισε, στις 20.3.08, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αγωγή με την οποία αξίωνε εναντίον όλων των εφεσιβλήτων διάφορες θεραπείες, μεταξύ των οποίων και επιστροφή του ποσού των $122.976,00 που όπως ισχυρίζεται της απόσπασαν με δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή με πλαστογραφία. Αυτή ήταν η κύρια βάση της αγωγής, αλλά διαζευκτικά αξίωνε εναντίον των εφεσιβλήτων και αποζημιώσεις, για παράβαση συμφωνίας.
Η αγωγή επιδόθηκε στους εφεσίβλητους 1, 3 και 4 στην Κύπρο και αυτοί καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης μέσω δικηγόρου χωρίς διαμαρτυρία. Ακολούθως έφεραν ένσταση στην οριστικοποίηση παρεμπίπτοντος διατάγματος το οποίο εκδόθηκε μονομερώς και παγοποιούσε τον επίδικο λογαριασμό, ενώ έκθεση υπεράσπισης καταχώρισαν είκοσι δύο μήνες μετά, στις 28.1.10. Με αυτή διατύπωναν αφενός τη θέση ότι τα κυπριακά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να εκδικάσουν την υπόθεση καθότι η βάση της αγωγής προέκυψε στην Ινδία και, αφετέρου, αρνούνταν ότι συμμετείχαν σε οποιαδήποτε αδικοπραξία σε βάρος της εφεσείουσας και πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι το αξιούμενο από την εφεσείουσα ποσό εμβάστηκε στον λογαριασμό της εφεσίβλητης 1 στα πλαίσια εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης της εφεσίβλητης 2 έναντι της.
Δέκα μήνες μετά την καταχώριση της έκθεσης υπεράσπισης, στις 25.10.10, το Δικαστήριο έδωσε άδεια στον δικηγόρο των εφεσιβλήτων 1, 3 και 4 - η αγωγή δεν επιδόθηκε στην εφεσίβλητη 2 - να αποσυρθεί από την υπόθεση, την οποία όρισε για απόδειξη στις 19.11.10. Παράλληλα έδωσε οδηγίες στον Πρωτοκολλητή να ειδοποιήσει σχετικά τον εφεσίβλητο 3, ο οποίος εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία και δήλωσε ότι θα υπερασπιστεί προσωπικά τον εαυτό του και την εφεσίβλητη 1 που είναι δική του εταιρεία. Κατ΄ ακολουθία τούτου το Δικαστήριο κάλεσε τα μέρη να εκθέσουν τις θέσεις τους επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας που είχε εγείρει εξ ιδίας πρωτοβουλίας προηγουμένως και αφού άκουσε την επιχειρηματολογία του συνηγόρου της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 3 - ο οποίος δήλωσε ότι ονομάζεται Slobodan Popovich και όχι Boban Popovic - έκδωσε στις 2.2.11 απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή με το αιτιολογικό ότι τα κυπριακά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να την εκδικάσουν. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«Τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση και αποκαλύπτονται από τις έγγραφες προτάσεις είναι ότι οι δυο Εναγόμενες Εταιρείες 1 και 2 είναι εγγεγραμμένες εκτός της Κύπρου, Τεκμήρια 1 και 2 στην Ένορκη Δήλωση ημερομηνίας 07/04/2008 του Slobodan Popovich, Διευθυντή της Εναγομένης 1, καθώς και την Ένορκη Δήλωση του Vineet Agrawal, ενός εκ των Διευθυντών της Ενάγουσας, ημερ.20/03/2008. Στο Κλητήριο Ένταλμα καταγράφεται ως Εναγόμενος 3 κάποιος Boban Popovic, ο οποίος δεν έχει συσχετιστεί με τα γεγονότα που καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης, αλλά ούτε και η Εναγόμενη 4 φαίνεται να έχει συσχετιστεί με τα επίδικα θέματα ή με την Κύπρο, στην Έκθεση Απαίτησης ημερ.26/09/2008. Επιπρόσθετα, έχει καταχωριστεί η συμφωνία που συνιστά τη βάση της αγωγής, ως Τεκμήριο 4 στην Ένορκη Δήλωση που συνόδευε την αίτηση για έκδοση μονομερούς απαγορευτικού διατάγματος και είναι εντός του φακέλου του Δικαστηρίου και από αυτή αποκαλύπτεται ότι η επίδικη συμφωνία είχε συντελεστεί μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 2, στο Barbados. Στην ίδια τη συμφωνία περιλαμβάνεται όρος επίλυσης της οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των μερών στα Δικαστήρια της Ινδίας. Δεν γίνεται στην Έκθεση Απαίτησης καμιά αναφορά στον τόπο διαμονής των Εναγομένων 3 και 4 και ούτε συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με τις Εναγόμενες 1 και 2 Εταιρείες.
Με όλα τα πιο πάνω να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου και να είναι αδιαμφισβήτητα, θεωρώ ότι η διαφορά δεν έχει τεθεί εντός των ορίων της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, παρά το γεγονός ότι καταχωρίστηκε Ένσταση εκ μέρους των Εναγομένων, σε εκδοθέν μονομερές απαγορευτικό διάταγμα. Η μόνη σύνδεση η οποία αποκαλύπτεται, των Εναγόμενων 3 και 4 με την Κύπρο, είναι το γεγονός ότι εμφανίζονται ως αντιπρόσωποι ή υπογραφείς της Εναγομένης 1, σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί στην Κύπρο. Αυτό δεν είναι αρκετό για να εισάξει τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 2, στο κυπριακό δίκαιο.»
Πέραν των πιο πάνω, και υπό μορφή καταληκτικού σχολίου, το Δικαστήριο παρατήρησε «. ότι ο δικαστικός χρόνος είναι πολύτιμος και θα πρέπει οι διάδικοι να είναι προσεχτικοί στην τήρηση των προνοιών του Περί Δικαστηρίων Νόμου, καθώς και των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, αφού η παρούσα αγωγή αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα, όπως αυτό της κακής επίδοσης του Κλητήριου Εντάλματος και της έλλειψης σφράγισης του.»
Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση, την οποία προσβάλλει για πέντε λόγους έφεσης. Απ΄ αυτούς οι τρεις πρώτοι έχουν στο στόχαστρο τους το σκεπτικό του Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, ο τέταρτος το καταληκτικό σχόλιο του Δικαστηρίου ότι η αγωγή παρουσιάζει και άλλα προβλήματα και ο πέμπτος ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν επέτρεψε στην εφεσείουσα να αποδείξει την υπόθεση της εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 4 αφού ο δικηγόρος τους είχε αποσυρθεί. Αναλυτικά:
Με τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης υποβάλλεται ουσιαστικά το παράπονο ότι διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι (α) η αγωγή της εφεσείουσας είχε ως κύρια βάση το αστικό αδίκημα του δόλου και της απάτης και όχι παράβαση συμφωνίας όπως αναφέρει στο σκεπτικό του, (β) το προϊόν της αδικοπραξίας κατέληξε σε λογαριασμό που τηρεί η εφεσίβλητη 1 στην Κύπρο, (γ) οι εφεσίβλητοι 3 και 4 διακινούν τον εν λόγω λογαριασμό ως αντιπρόσωποι ή υπογραφείς της εφεσίβλητης 1 και διαμένουν εντός των ορίων της τοπικής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, (δ) ότι στο κλητήριο ένταλμα καταγράφονται οι διευθύνσεις των εφεσιβλήτων 1, 3 και 4 στην Κύπρο (Λάρνακα) και επομένως είναι ακατανόητη η αναφορά στο σκεπτικό ότι στην έκθεση απαίτησης δεν αναφέρεται ο τόπος διαμονής τους και, τέλος, είναι ακατανόητη η θέση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 3 και 4 δεν συνδέθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο με τις εφεσίβλητες 1 και 2.
Οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης προωθήθηκαν με περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας το οποίο διεξήλθαμε με την πρέπουσα προσοχή, όπως διεξήλθαμε με την ίδια προσοχή και το περίγραμμα αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων. Καταλήξαμε ότι ενώ η ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής είχε υπόψη της την αρχή ότι η δικαιοδοσία του δικαστηρίου να επιληφθεί οποιασδήποτε διαφοράς προσδιορίζεται από τα γεγονότα που συνθέτουν την απαίτηση (βλ. μεταξύ άλλων Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1160, Safarino Shoes Industry & Trading Co Ltd v. Της Βιομηχανίας Υποδημάτων Ε Σταυρινού Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059 και Powertools Electro SRL v. Black & Decker (Eλλάς) A.E. Πολ. Εφ. 320/2009 ημερ. 23.10.13 όπου γίνεται επισκόπηση της νομολογίας επί του θέματος) εντούτοις προσέγγισε το ζήτημα κατά τρόπο έκδηλα λανθασμένο. Και αυτό, κατά την άποψή μας, οφείλεται κυρίως στο ότι διέλαθε της προσοχής της ότι η κύρια αιτία αγωγής της εφεσείουσας ήταν το αστικό αδίκημα του δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων που καταλόγισε στους εφεσίβλητους και όχι η παράβαση συμφωνίας όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της και η οποία τέθηκε στην έκθεση απαίτησης κατά τρόπο επικουρικό ή διαζευκτικό. Εάν, κατά την γνώμη μας, δεν εμφιλοχωρούσε το λάθος αυτό, καταλυτικό από κάθε άποψη για το θέμα της δικαιοδοσίας, ασφαλώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θα αναλάμβανε δικαιοδοσία. Αφενός, καθότι το προϊόν της κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξίας κατέληξε εντός των ορίων της τοπικής του δικαιοδοσίας και, αφετέρου, τα πρόσωπα που σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης την διέπραξαν, χρησιμοποιώντας προς τούτο ως κάλυψη τις δύο εταιρείες, διέμεναν εντός των ορίων της δικής του δικαιοδοσίας. Τούτου δοθέντος, αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς ενώ αποδέχεται ότι οι εφεσίβλητοι 3 και 4 εμφανίζονται ως αντιπρόσωποι ή υπογραφείς της εφεσίβλητης 1, στο λογαριασμό της οποίας κατέληξε το προϊόν της κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραξίας, εντούτοις αποφαίνεται ότι με την έκθεση απαίτησης δεν συνδέονται με τις εφεσίβλητες 1 και 2. Πρόκειται για έκδηλο κατά την άποψή μας σφάλμα, όπως σφάλμα ήταν, τέλος, και η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το όνομα του εφεσίβλητου 3 στο πλαίσιο εξέτασης ζητήματος δικαιοδοσίας τη στιγμή μάλιστα που ο εφεσίβλητος 3 είχε ρητώς δηλώσει ότι η εφεσίβλητη 1 ήταν δική του εταιρεία και σε σχέση με το όνομά του δεν ήγειρε ποτέ θέμα ότι αυτό τον αποσύνδεε από τα επίδικα ζητήματα.
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης ευσταθούν, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι περαιτέρω δύο λόγοι έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή επιστρέφεται στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος για να τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστή για τα περαιτέρω.
Τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και της κατ΄έφεση, επιδικάζονται σε βάρος των εφεσιβλήτων και αφού υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή να τεθούν ενώπιον του Εφετείου για έγκριση.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΗΑΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ