ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χατζηχαμπής, Δημήτριος Χαραλάμπου Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Στ. Παύλου με Κ. Φιλιππίδου (κα) και Ε. Χριστοφή (κα), για τους Εφεσείοντες. Κ. Πέτσας, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-06-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο AEACUS HOLDING LTD κ.α. ν. BORIS DEHTOR, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε84/2013, 26/6/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:A430

(2014) 1 ΑΑΔ 1257

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε84/2013)

 

26 Ιουνίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

                                                 

1.    AEACUS HOLDING LTD,

2.    ALPHANET SERVICES LTD,

3.    NAGELFAR TRADE AND IΝVEST LTD,

4.    NEBOT HOLDINGS LTD,

5.    ALEXANDR OGANYAN,

                                                            Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

v.

 

BORIS DEHTOR,

                                                            Εφεσίβλητου/Εναγόμενου 1.

 

 

Στ. Παύλου με Κ. Φιλιππίδου (κα) και Ε. Χριστοφή (κα), για τους Εφεσείοντες.

Κ. Πέτσας, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

Δικαστήριο:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

_____________________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex tempore)

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.:  Στις 20.11.2012 εξεδόθη απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 στην ενώπιον του αγωγή με την οποία εδόθη Αναγνωριστική Απόφαση ότι ο Εναγόμενος 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 δεν δικαιούντο να καταχωρήσουν στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη έντυπα και/ή ειδοποιήσεις αλλαγής μετόχων και/ή Διευθυντών και/ή Γραμματέων και/ή εγγεγραμμένου γραφείου της εταιρείας, ώστε η καταχώρηση τέτοιων εντύπων να ήταν άκυρη.  Επιπλέον, εξεδόθη Αναγνωριστική Απόφαση ως προς τους Ενάγοντες 2, 3, 4 και 5 ως μετόχων της Ενάγουσας 1 εταιρείας, καθώς επίσης και άλλη Αναγνωριστική Απόφαση που αφορούσε στο ποιοι ήταν οι μέτοχοι και ο Γραμματέας της εταιρείας, όπως και το εγγεγραμμένο της γραφείο.  Περαιτέρω, δόθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου όσον αφορά τη διόρθωση του Μητρώου του Εφόρου σχετικά με την Ενάγουσα 1 και την επαναφορά του στην κατάσταση που βρισκόταν πριν να γίνουν οι αλλαγές που είχαν γίνει, οι οποίες και θεωρήθησαν άκυρες ώστε και τα Πιστοποιητικά που εξεδόθησαν από τον Έφορο και παρουσίαζαν τους Εναγομένους 1 και 2 ως μέτοχους και/ή Συμβούλους και/ή Γραμματέα της Ενάγουσας 1 και η αλλαγή του εγγεγραμμένου γραφείου της να ήταν επίσης άκυρα.  Υπήρχε και περαιτέρω διάταγμα ως προς πληρεξούσια έγγραφα.

 

Το πράγμα είναι απλό αφού, ενώ οι εν λόγω Εναγόμενοι 1 και 2 δεν ήσαν εγγεγραμμένοι ως μέτοχοι στο Μητρώο της εταιρείας, στη συνέχεια ο Εναγόμενος 2 ενεγράφη ως μέτοχος στον Έφορο Εταιρειών και περαιτέρω ο Εναγόμενος  1 ενεγράφη ως μέτοχος, έχοντας αγοράσει τις μετοχές του Εναγόμενου 2.  Οι Ενάγοντες, θεωρώντας ότι αυτά είχαν γίνει παράνομα, καταχώρησαν την εν λόγω αγωγή και ζήτησαν τα διατάγματα τα οποία εδόθησαν. 

 

Η απόφαση είχε επιδοθεί κατόπιν υποκατάστατης επίδοσης και ο Εναγόμενος 1 υπέβαλε αίτηση με την οποία ζήτησε τον παραμερισμό της εναντίον του απόφασης.  Ισχυρίστηκε ότι καλή τη πίστει αγόρασε τις μετοχές από τον Εναγόμενο 2 και ότι είχε δικαίωμα να είναι μέτοχος και εγγεγραμμένος στον Έφορο Εταιρειών ως μέτοχος.  Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι, μόλις έλαβε γνώση της απόφασης, καταχώρησε την αίτηση.  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και ότι η καθυστέρηση δικαιολογείτο εφόσον υπήρξε αντίδραση μόλις ο Εναγόμενος 1 έλαβε γνώση της αγωγής και δεν βρίσκετο στην Κύπρο κατά τους κρίσιμους για την αγωγή χρόνους. 

 

Ως προς το θέμα της καλής υπεράσπισης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στο στάδιο αυτό δεν κρίνεται η υπεράσπιση που προβάλλεται και ότι εφόσον στην ένορκη του δήλωση ο Εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι ήταν καλή τη πίστει αγοραστής των μετοχών και έδωσε νόμιμο αντάλλαγμα γι' αυτές, ώστε και οι μετοχές να εγγραφούν επ' ονόματί του στον Έφορο Εταιρειών, δεν απαιτείτο οτιδήποτε περαιτέρω.

 

Η έφεση προσβάλλει την κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου.  Κατά την ακρόαση δε, ανεδείχθη ως κυρίαρχο ένα θέμα το οποίο είναι καταλυτικής σημασίας, όπως κρίνουμε, για την περαιτέρω πορεία της έφεσης.  Το Δικαστήριο είχε εκδώσει διάταγμα αντεξέτασης του Εναγόμενου 1, Αιτητή ενώπιόν του, και αυτός δεν προσήλθε για αντεξέταση, ούτε την πρώτη φορά στην οποία εδόθη η αιτιολογία ότι του είχε συμβεί κάτι, ούτε τη δεύτερη φορά που ανεβλήθη λόγω και πάλι της απουσίας του. 

 

Το Δικαστήριο παρέκαμψε τη νομολογία η οποία υφίσταται επί του θέματος αυτού, θεωρώντας, όπως το διατύπωσε, ότι ο κανόνας ότι η ένορκη δήλωση δεν λαμβάνεται υπόψη ή εν πάση περιπτώσει μειώνεται δραστικά όσον αφορά τη σημασία της όπου δεν προσέρχεται ο ενόρκως δηλών για αντεξέταση παρά τη διαταγή του Δικαστηρίου, δεν ισχύει στο θέμα της κρίσης του Δικαστηρίου περί του κατά πόσο αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση παρά μόνο όσον αφορά την παράλειψη εμφάνισης του Αιτητή.  Όσον αφορά όμως την παράλειψη εμφάνισης, δεν έχει σημασία η αναφορά αυτή και η σημασία της νομολογίας είναι σαφώς ως προς την αποτελεσματικότητα της ένορκης δήλωσης.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα το οποίο παρέθεσε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής από πρωτόδικη απόφαση στην οποία ανεφέρθη (Αγωγή 1324/2004 Ε.Δ. Λάρνακος, 18.12.2002):-

«Στην Ετήσια Αγγλική Δικονομική Πρακτική του 1979 στη σελίδα 888 στα σχόλια της αντίστοιχης O. 37 R. 20 σχολιάζεται ότι το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να ενεργήσει επί ένορκης δήλωσης όπου ο δηλών δεν μπορεί να τύχει αντεξέτασης ή όπου αυτός δεν εμφανίζεται όταν έχει δοθεί προς τούτο ειδοποίηση.  Η θέση αυτή είναι και νομικά και πρακτικά ορθή διότι είναι εύκολο κατά τα άλλα να γίνεται μια ένορκη δήλωση με διάφορους ισχυρισμούς αλλά να μην μπορεί ο αντίδικος να αντεξετάσει επί του περιεχομένου της.  Η δικονομική πρακτική στην Κύπρο διαφέρει από την Αγγλία, όπου η ένορκη δήλωση ούτε καν αναγιγνώσκεται διότι στην προκείμενη περίπτωση η ένορκη δήλωση έχει κατατεθεί και αποτέλεσε μέρος της ένστασης.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να την παραγνωρίσει παντελώς, αλλά η παρουσία του δηλούντος για σκοπούς αντεξέτασης αναμφίβολα μειώνει δραστικά το περιεχόμενο και τη σημασία της.»

 

Η ουσία είναι ότι το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει επί ενόρκου δηλώσεως όπου ο ενόρκως δηλών δεν εμφανίζεται όταν του έχει δοθεί ειδοποίηση για αντεξέταση.  Παρά την παρατήρηση που υπάρχει ότι μπορεί να διαφέρει η δικονομική πρακτική στην Κύπρο, εν πάση περιπτώσει το ελάχιστο που μπορεί να λεχθεί, όπως αναφέρεται και στο εν λόγω απόσπασμα, είναι ότι η ένορκη δήλωση σε τέτοιες περιπτώσεις μειώνεται δραστικά όσον αφορά τη σημασία της. 

 

Δεν κατανοούμε τη διάκριση την οποία επιχείρησε να κάνει ο πρωτόδικος δικαστής στο ζήτημα αυτό και σαφώς αυτή ήταν περίπτωση όπου η ένορκη δήλωση δεν έπρεπε να έχει την παραμικρή σημασία εφόσον δεν είχε προσέλθει ο Εφεσίβλητος για αντεξέταση, παρακάμπτοντας το διάταγμα του Δικαστηρίου.  Ποιο θα ήταν το νόημα του διατάγματος εξάλλου, αν το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο είτε προσέρχετο είτε δεν προσέρχετο; 

 

Ακόμα μας έχει λεχθεί ότι δεν είχαν εξειδικευτεί τα θέματα επί των οποίων θα γινόταν η αντεξέταση.  Αυτό θα ήταν πρόβλημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο όφειλε να τα είχε εξειδικεύσει, άλλως θα ήταν εφ' όλης της ύλης. 

 

Εν πάση περιπτώσει, η κατάληξή μας επί του θέματος αυτού είναι ότι η απουσία του Εφεσίβλητου κατά την αντεξέταση τού στερούσε το έρεισμα το οποίο παρείχε η ένορκη δήλωση, όσον αφορά την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. 

 

Τούτο δεν καθιστά αναγκαίο να προχωρήσουμε και να εξετάσουμε την άλλη γραμμή της συζήτησης που αφορούσε το ότι ο Εφεσίβλητος άντλησε το δικαίωμα του να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης των μετοχών μέσω του Εναγόμενου 2 από τον οποίο αγόρασε τις μετοχές σύμφωνα με τη θέση του.  Όμως και τούτο θα ήταν σημαντικό θέμα, αφού δείχνει ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να διεκδικήσει αυτοτελές δικαίωμα αγοράς των μετοχών από τους υφιστάμενους στο Μητρώο της εταιρείας μετόχους, αλλά από τον Εναγόμενο 2 ο οποίος του τις πώλησε με συμφωνία μεταξύ τους και, εφόσον η απόφαση εναντίον του Εναγομένου 2 δεν ανατρέπετο, αυτό σήμαινε ότι και ο Εναγόμενος 1 δεν θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο δικαίωμα.  Όμως δεν χρειάζεται να καταλήξουμε οριστικώς επ' αυτού, αφού έχουμε ήδη επιληφθεί του θέματος που αφορά την ένορκη δήλωση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, όπως και η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα.  Θα επιδικάσουμε κατ' αποκοπή ποσό που θα καλύπτει την πρωτόδικη και την κατ' έφεση διαδικασία, το οποίο ανέρχεται στις €3000 υπέρ των Εφεσειόντων.

 

 

                                                                  Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.

               

                                                                  Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο