ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D364
(2014) 1 ΑΑΔ 1048
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 72/2014)
30 Μαΐου, 2014
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ GALINA BINDIOUK,
Αιτήτριας,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Τάσος Πούλλος, για την Αιτήτρια.
Ζωή Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Αιτήτρια παρούσα.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η αίτηση αυτή για έκδοση εντάλματος habeas corpus αποτελεί το τελευταίο, από μια σειρά, δικαστικό μέτρο, που έλαβε η αιτήτρια για διασφάλιση της παραμονής της στην Κύπρο, προσωρινά, έστω· μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας στην αναθεωρητική έφεση 70/2013, σε σχέση με τη μη έγκριση της αίτησής της για παραχώρηση ασύλου.
Της παρούσας αίτησης προηγήθηκε η καταχώριση, στις 12.2.2014, προσφυγής, δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, (υπόθεση αρ. 195/2014). Με αυτή, η αιτήτρια προσβάλλει την έκδοση εναντίον της διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Στα πλαίσια δε της προσφυγής αυτής, ως εκ της καταχώρισης, συγχρόνως, ενδιάμεσης αίτησης, επιτεύχθηκε, εκ συμφώνου, η αναστολή του διατάγματος απέλασής της, όχι, όμως, και η αναστολή του διατάγματος κράτησής της. Ακολούθως, η αιτήτρια, θεωρώντας ότι, συνεπεία της πιο πάνω εξέλιξης, το διάταγμα αυτό κατέστη άνευ αντικειμένου, καταχώρισε την παρούσα αίτηση, με την οποία επιδιώκει την παραχώρηση της προαναφερθείσας θεραπείας.
Η αιτήτρια είχε έλθει πρώτη φορά στην Κύπρο στις 2.3.2003 και ξανά στις 28.5.2003, με άδεια εισόδου ως επισκέπτρια, συνοδευόμενη τη δεύτερη φορά από την ανήλικη θυγατέρα της. ΄Εκτοτε, εξασφάλισε άδειες προσωρινής παραμονής της σε διάφορες περιπτώσεις, εξ αφορμής, κυρίως, του γεγονότος ότι η θυγατέρα της φοιτούσε σε σχολείο. Μέσα στο 2004, προκειμένου να της παραχωρείτο εκ νέου άδεια παραμονής, της ετέθησαν όροι από το αρμόδιο τμήμα για εξεύρεση αποδεκτής εργασίας.
Στη συνέχεια, η αιτήτρια, αφού πέρασαν πέντε μήνες χωρίς να εξεύρει εργασία, οπότε διαφαινόταν, πλέον, ως ορατό το ενδεχόμενο απέλασής της, υπέβαλε, στις 5.7.2005, αίτηση για παραχώρηση ασύλου τόσο σε αυτήν όσο και στη θυγατέρα της. Ως εκ του γεγονότος αυτού και εκκρεμούσης της εξέτασης της εν λόγω αίτησης, της παραχωρήθηκαν, εκ νέου, διαδοχικές άδειες παραμονής. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψε τη διοικητική προσφυγή, με την οποία η αιτήτρια είχε προσβάλει την προηγηθείσα απόφαση για απόρριψη της αίτησής της για παραχώρηση ασύλου. Τότε αυτή προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο με την προσφυγή 685/2012, εξασφαλίζοντας, συγχρόνως, άδεια παραμονής μέχρι τις 30.7.2012. Μετά από προσπάθειες του δικηγόρου της, η εν λόγω άδεια παρατάθηκε μέχρι τις 15.7.2013, προκειμένου να ολοκλήρωνε η θυγατέρα της την τρέχουσα τότε σχολική χρονιά. ΄Οπως αναφερόταν στη σχετική επιστολή προς το δικηγόρο, η πιο πάνω παράταση θα ήταν η τελευταία, ενώ την αίτηση προς εξασφάλιση της άδειας παραμονής της θα έπρεπε να υπέβαλλε η ίδια η αιτήτρια, μαζί με όλα τα δικαιολογητικά.
Μέχρι τις 19.2.2013, η αιτήτρια δεν υπέβαλε την αίτηση που αναφέρεται πιο πάνω. Μετά από σχετική διερεύνηση, διαπιστώθηκε ότι αυτή εργοδοτείτο παράνομα. Γι' αυτό, στις 7.10.2013, αφού είχε εκπνεύσει και η τελευταία περίοδος νόμιμης παραμονής της στη Δημοκρατία, εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα απέλασης και κράτησης μέχρις ότου αυτή να απελαύνετο. ΄Οταν, στις 9.2.2014, εντοπίστηκε από την αστυνομία και συνελήφθη, καταχώρισε, τρεις μέρες αργότερα, στις 12.2.2014, την προαναφερθείσα προσφυγή 195/2014, προσβάλλοντας και τα δύο πιο πάνω διατάγματα.
Προς υποστήριξη της παρούσας αίτησης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας παρέπεμψε σε αποφάσεις μονομελούς σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ετών 2003 και 2004, στις οποίες είχε αποφασιστεί ότι, με την αναστολή του διατάγματος απέλασης, αναπόφευκτα, το διάταγμα κράτησης καθίστατο άνευ αντικειμένου και έπαυε να υφίσταται. Συνακόλουθα, η κράτηση καθίστατο παράνομη, δικαιολογώντας, έτσι, την έκδοση εντάλματος habeas corpus, (βλ. Khlaief (Αρ. 1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402, Hassan (2004) 1 Α.Α.Δ. 648, Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 670 και Khan (2004) 1 Α.Α.Δ. 1031).
Αντί άλλης απάντησης, η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, τίθεται, πρωτίστως, θέμα δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιληφθεί της αίτησης habeas corpus. ΄Οπως επεσήμανε, η απόφαση για τα διατάγματα απέλασης και κράτησης της αιτήτριας, προερχόμενη από διοικητικό όργανο, όπως συμβαίνει να είναι η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης που τα εξέδωσε, εμπίπτει στον τομέα του διοικητικού δικαίου. Επομένως, αυτή μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή, δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος, πράγμα το οποίο η αιτήτρια έπραξε. Παρέπεμψε δε, σε σχέση με το θέμα αυτό, στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Bondar (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 2075.
Τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με αυτά της παρούσας. Συγκεκριμένα, η εκεί αιτήτρια για εξασφάλιση εντάλματος habeas corpus, καταγόμενη, επίσης, από τη Ρωσία, διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο μαζί με την ανήλικη θυγατέρα της, μετά από την αρχική νόμιμη άφιξή της. Λόγω δε της φοίτησης της θυγατέρας της σε σχολείο, της παραχωρήθηκε, επανειλημμένα, άδεια παραμονής, η οποία δεν ανανεώθηκε μετά την εκπνοή της τελευταίας τέτοιας άδειας. Τότε εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα απέλασης και κράτησης, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105. Αυτή, όταν, ως αποτέλεσμα των εν λόγω διαταγμάτων, συνελήφθη, υπέβαλε αίτηση να της παραχωρηθεί άσυλο και τότε το διάταγμα απέλασης ανεστάλη μέχρι νεωτέρων οδηγιών. Διατηρήθηκε, όμως, σε ισχύ το διάταγμα κράτησής της, το οποίο η ίδια θεώρησε ότι ήταν παράνομο και το αμφισβήτησε με την καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος habeas corpus.
Η απόφαση Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου να απορρίψει την πιο πάνω αίτηση, στη βάση ότι η έκδοση του διατάγματος κράτησης αποτελούσε διοικητική πράξη, εφεσιβλήθηκε και της έφεσης επιλήφθηκε η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προφανώς, λόγω και της προηγηθείσας πρωτόδικης νομολογίας, η οποία αναφέρεται πιο πάνω, αν και, στην απόφασή της, η οποία ακολούθησε, δε γίνεται ρητή αναφορά σ' αυτή. Βέβαια, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αυτό δεν ήταν αναγκαίο να γίνει. ΄Ο,τι θεωρήθηκε πως θα έπρεπε να εξεταστεί ήταν κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να ελέγξει τη νομιμότητα διατάγματος κράτησης της εκεί αιτήτριας στα πλαίσια αίτησης για έκδοση εντάλματος habeas corpus. Η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας ήταν αρνητική. Καταλήγοντας, αυτή έκρινε, στη σελίδα 2083, ότι:-
«..., αφού τόσο το διάταγμα απέλασης όσο και το προς αυτό συναρτώμενο διάταγμα κράτησης αναμφισβήτητα συνιστούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, η νομιμότητά τους μπορεί μόνο να ελεγχθεί στη διαδικασία προσφυγής με βάση το ΄Αρθρο 146.1 του Συντάγματος και όχι σε διαδικασία αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος.»
Μια τελευταία παρατήρηση αφορά στο γεγονός ότι, με την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus, δεν επιχειρείται ο έλεγχος της νομιμότητας της διάρκειας του διατάγματος κράτησης. Ούτε καν αναφορά γίνεται στο άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, στη βάση του οποίου μπορεί να αναληφθεί ένα τέτοιο εγχείρημα, όπως διαπιστώνεται και από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Guo Shuying ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 351/2012, 10.12.2012.
Υπό το φως της απόφασης στην υπόθεση Bondar (Αρ. 2), ανωτέρω, η τελική κρίση σε σχέση με την παρούσα αίτηση δεν μπορεί, ασφαλώς, να είναι διαφορετική, οδηγώντας την, έτσι, σε απόρριψη.
Η αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ