ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A217
(2014) 1 ΑΑΔ 693
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 185/2009)
26 Μαρτίου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΟΥ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
- - - - - -
Αντ. Κεφάλας, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ιωάννου, για κ.κ. Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τον Εφεσίβλητο.
- - - - - -
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Θα δοθεί η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου από τον Πασχαλίδη, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η (EX - TEMPORE)
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή την οποία καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, ο εφεσίβλητος αξιώνει αποζημιώσεις για ζημιές που προκλήθηκαν στο αυτοκίνητό του, λόγω φωτιάς η οποία, σύμφωνα με τη θέση του, εκδηλώθηκε αρχικά στο μοτοποδήλατο του εφεσείοντα, το οποίο ήταν σταθμευμένο δίπλα από το αυτοκίνητό του και στη συνέχεια επεκτάθηκε στο δικό του αυτοκίνητο προκαλώντας σ΄ αυτό εκτεταμένες ζημιές οι οποίες στην ουσία καθιστούν την επιδιόρθωσή του, ασύμφορη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, έκρινε ότι ικανοποιούνται οι απαιτούμενες για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 53(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου προϋποθέσεις. Παραθέτουμε τις εν λόγω πρόνοιες:
«Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά κατά την οποία αποδεικνύεται
(α) ότι η ζημιά προκλήθηκε από φωτιά ή λόγω φωτιάς, και
(β) ότι ο εναγόμενος άναψε φωτιά ή ευθύνεται για το άναμμα της φωτιάς ή ήταν ο κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας ή ο ιδιοκτήτης της κινητής ιδιοκτησίας από την οποία άρχισε η φωτιά,
ο εναγόμενος φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν υφίστατο αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση με την έναρξη ή την επέκταση της φωτιάς.»
Στη σκηνή μετέβησαν άντρες τόσο της Αστυνομικής Δύναμης όσο και της Πυροσβεστικής. Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, η μαρτυρία του ΜΕ2, Νικήτα Ανδρέου, πρώην Ανώτερου Υπαστυνόμου της Πυροσβεστικής, συνιστούσε ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι η φωτιά αρχικά εκδηλώθηκε στο μοτοποδήλατο του εφεσείοντα λόγω βραχυκυκλώματος και στη συνέχεια επεκτάθηκε στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου στο οποίο προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές. Με το συμπέρασμα αυτό κατά νου, ο πρωτόδικος Δικαστής προχώρησε και στη βάση των προνοιών του άρθρου 53(β) έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι «δεν υφίστατο αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση με την έναρξη ή την επέκταση της φωτιάς» και συνεπώς ευθυνόταν για τις ζημιές που υπέστη το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου.
Η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητείται με την παρούσα έφεση και συγκεκριμένα με ένα λόγο έφεσης, τον πυρήνα του οποίου συνιστά η θέση ότι το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στα ευρήματά του δεν ήταν ασφαλές και/ή το επί του προκειμένου συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία.
Διεξήλθαμε τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και ιδιαίτερα τα αποσπάσματα εκείνα στα οποία μας έχουν παραπέμψει και οι δύο συνήγοροι. Είναι ορθό ότι στην κύρια εξέτασή του ο ΜΕ2 τοποθετήθηκε κατά τρόπο σαφή τόσο αναφορικά με τα αίτια της φωτιάς όσο και αναφορικά με το σημείο που αυτή αρχικά εκδηλώθηκε. Η φωτιά προκλήθηκε, σύμφωνα με το μάρτυρα, από βραχυκύκλωμα που εκδηλώθηκε στο μοτοποδήλατο από το οποίο και επεκτάθηκε στο αυτοκίνητο. Στην αντεξέτασή του όμως, η θέση αυτή του μάρτυρα διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά, σε βαθμό που κρίνουμε ότι έπαυσε πλέον να αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο. Συγκεκριμένα, αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας ανέφερε ότι τη γνώση του για τα όσα επί του προκειμένου κατέθεσε την αντλεί όχι από διαπιστώσεις στις οποίες ο ίδιος κατέληξε μετά από τη δική του έρευνα, αλλά από πληροφόρηση που είχε από τρίτους και συγκεκριμένα από τους ειδικούς της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας οι οποίοι επίσης κατέθεσαν στο Δικαστήριο. Ο ίδιος προσωπικά, όπως ανέφερε, δεν μπορούσε να αποφανθεί είτε για τα αίτια της φωτιάς είτε για το σημείο στο οποίο αυτή αρχικά εκδηλώθηκε. Αλλά και οι ειδικοί της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας δεν μπορούσαν, όπως ανέφεραν, να τοποθετηθούν κατά τρόπο βέβαιο επί του κατά πόσο η φωτιά εκδηλώθηκε στο μοτοποδήλατο και μάλιστα κατά πόσο αυτή οφειλόταν σε βραχυκύκλωμα και αυτό γιατί το μοτοποδήλατο είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Κάποια αναφορά στη μαρτυρία τους σε εκδήλωση βραχυκυκλώματος στο μοτοποδήλατο, στην ουσία καθίσταται άνευ σημασίας εφόσον δεν ήταν σίγουροι αν το βραχυκύκλωμα εκδηλώθηκε πριν ή μετά τη φωτιά.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε τα ευρήματά του δεν προσφερόταν για ένα τέτοιο σκοπό. Στην ουσία πρόκειτο για υπόβαθρο ανασφαλές για σκοπούς διαπιστώσεων. Συνεπώς, η πρωτόδικη κρίση κρίνεται εσφαλμένη.
Ως αποτέλεσμα η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, όπως και η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα και η αγωγή απορρίπτεται.
Για σκοπούς εξόδων τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και αυτών της έφεσης, επιδικάζουμε υπέρ του εφεσείοντα το κατ΄ αποκοπή ποσό των €3.000, πλέον ΦΠΑ.
Δ. Χατζηχαμπής, Π.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
/ΧΤΘ