ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A40
(2014) 1 ΑΑΔ 200
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 472/2011)
20 Iανουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
Μεταξύ:
ΤΗΕΟSAVVA CO. LTD
Εφεσείοντες
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Εφεσίβλητου
--------
Για Εφεσείοντες: κ. Μ. Βλαδιμήρου
Για Εφεσίβλητο: Ka Δ. Παπαμιλτιάδου
-------
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου, με τη διατύπωση επιπρόσθετων επισημάνσεων από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Συμβούλιο Φαρμάκων - το όργανο που ιδρύθηκε από τον περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμο του 2001 (Ν.70(1)/2001) για την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου - επέβαλε στην εταιρεία Theosavva Co Ltd (στο εξής η Εταιρεία) διοικητικό πρόστιμο ύψους Λ.Κ.3.500 (€5.980,11) λόγω του ότι πωλούσε φαρμακευτικό προϊόν (την κρέμα ΕDERMA) σε τιμή υψηλότερη από την καθορισθείσα χονδρική τιμή, καθώς επίσης και πρόστιμο Λ.Κ.100 (€170,86) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης από 14.7.05.
Η παράβαση, σύμφωνα με το Συμβούλιο, συνεχίσθηκε μέχρι τις 11.11.05, οπόταν η Εταιρεία εκδήλωσε την πρόθεσή της να αποσύρει την άδεια κυκλοφορίας της EDERMA ως φαρμακευτικού προϊόντος, αλλά μέχρι τότε το πρόστιμο ανήλθε στο συνολικό ποσό των Λ.Κ.15.600 (€26.645,19) και για είσπραξη του το Συμβούλιο ήγειρε μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την αγωγή υπ΄ αρ. 6197/07 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Η επί ακροαματηρίου παράθεση της εκατέρωθεν μαρτυρίας ολοκληρώθηκε στις 15.6.11 και το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για αγορεύσεις στις 30.6.11. Τρεις (3) όμως ημέρες προηγουμένως, στις 27.6.11, η Εταιρεία καταχώρισε αίτηση για παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) νομικού ερωτήματος, το οποίο απέβλεπε στην έκδοση προδικαστικής απόφασης σχετιζόμενης με την ερμηνεία του άρθρου 1 της Οδηγίας /6/786/ΕΟΚ και του άρθρου 1 της Οδηγίας 64/65/ΕΟΚ που αφορούν καλλυντικά και φαρμακευτικά προϊόντα αντίστοιχα.
Ο Γενικός Εισαγγελέας έφερε ένσταση στην αίτηση για παραπομπή του πιο πάνω ερωτήματος στο ΔΕE και το (πρωτόδικο) Δικαστήριο τον δικαίωσε με απόφαση που εξέδωσε στις 14.12.11. Επισημάνθηκε συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης, η παραπομπή ερωτήματος στο ΔΕΕ προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, πως η απάντηση στο ερώτημα είναι όντως αναγκαία για την έκδοση απόφασης και τούτου δοθέντος απέρριψε την αίτηση στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:-
«Η μελέτη του επίδικου αιτήματος καταδεικνύει πως αυτό που οι αιτητές επιδιώκουν είναι να εισάξουν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως επίδικο ζήτημα, την αμφισβήτησή τους ως προς τη νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου Φαρμάκων ημερ. 29.6.05 συμπεριλαμβανομένης της αμφισβήτησής τους ως προς τη συμφωνία της απόφασης αυτής με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Όμως, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να επιλύσει τέτοια αμφισβήτηση: Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Φαρμάκων δια των οποίων επιβάλλονται διοικητικά πρόστιμα ανήκουν στην κατηγορία των εκτελεστών διοικητικών αποφάσεων. Ως τέτοιες, οι αποφάσεις αυτές ελέγχονται, ως προς τη νομιμότητα και τη συνταγματικότητα τους, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας τους με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, μόνον από το Ανώτατο δικαστήριο στα πλαίσια του ένδικου μέσου της προσφυγής (Άρθρο 146 του Συντάγματος. Το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι καθ΄ ύλην αναρμόδιο να εξετάσει τέτοια θέματα.
..........................
Εφ΄ όσον το παρόν Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί για τη νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου Φαρμάκων ημερ. 29.6.05 συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας της με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, η προδικαστική απόφαση του Δ.Ε.Ε. για τα επίδικα ερωτήματα δεν είναι, εν προκειμένω, αναγκαία.»
Η Εταιρεία αντέδρασε στην απόρριψη του αιτήματος της με έφεση, αλλά το αντικείμενο της παρούσας είναι η εξέταση της αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 26.7.12 για απόρριψη της έφεσης στη βάση των προνοιών του άρθρου 25(2)(A) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το οποίο προβλέπει πως «. η απόφαση δικαστηρίου για προδικαστική παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή για απόρριψη αιτήματος διαδίκου για τέτοια προδικαστική παραπομπή δεν υπόκειται σε έφεση».
Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη, προωθήθηκε με εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση, όπως εμπεριστατωμένη είναι και η πολυσέλιδη αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Εταιρείας με την οποία ζητούν την απόρριψη της αίτησης. Επιγραμματικά, δεν αμφισβητείται ότι σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη και ενόψει τούτου η έφεση της Εταιρείας υπόκειται σε απόρριψη στο παρόν στάδιο βάσει του Κ.10(1) του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (βλ. Μηλιώτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 324 και Παπασάββας ν. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 3 Α.Α.Δ. 115). Όμως, παρά τον προαναφερθέντα κοινό τόπο, είναι θέση της Εταιρείας ότι το άρθρο 267 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί με τέτοιο τρόπο ώστε οι αποφάσεις των (πρωτόδικων) Δικαστηρίων που αποτυγχάνουν να παραπέμψουν προδικαστικό ερώτημα να υπόκεινται σε έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως συμβαίνει και σε άλλα κράτη-μέλη. Με αναφορά δε στην απόφαση C-314/08 Filipiak [2009] ECR 1-11049, υποστήριξε ότι το ζήτημα της πρωτόδικης απόφασης αφορούσε πρωτίστως αξίωση για αστικό χρέος που προέκυψε από την κατηγοριοποίηση της κρέμας EDERMA ως φαρμακευτικού προϊόντος, ενώ στη χώρα παρασκευής της (Γερμανία) κατηγοριοποιείται ως καλλυντικό και έτσι κυκλοφορεί και σε άλλες χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στη βάση των πιο πάνω, προωθήθηκε εισήγηση ότι η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να παραπέμψει το επίδικο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να τύχει εξέτασης από το Εφετείο και η αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για απόρριψη της έφεσης στο παρόν στάδιο ως προδήλως βάσιμης θα πρέπει να απορριφθεί. Έγινε επίσης εισήγηση ότι, ενόψει του γεγονότος ότι δεν υπάρχει νομολογία επί του ζητήματος θα ΄ταν ορθό όπως το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμψει στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα κατά πόσο το άρθρο 267(2) ΣΛΕΕ επιτρέπει σε πρωτόδικο Δικαστήριο την επιλογή μη άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που αποδίδει στα εθνικά Δικαστήρια το άρθρο αυτό, με αποκλειστική αναφορά σε εθνικό κανόνα δικαίου περί δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας.
Τέλος, αναφέρουμε παρενθετικά χάριν ολοκλήρωσης του ιστορικού της υπόθεσης ότι στις 30.3.12 το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε τελική απόφαση εναντίον της Εταιρείας η οποία αντέδρασε με καταχώρηση της υπ΄ αρ. 177/12 έφεσης που εκκρεμεί. Να αναφέρουμε επίσης ότι στα πλαίσια της παρούσας έφεσης (472/11), εκκρεμεί αίτηση της Εταιρείας για συνένωση των δύο εφέσεων η οποία αφέθηκε να εκκρεμεί μέχρι να αποφασισθεί η αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 27.6.12, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας απόφασης. Τέλος, να αναφέρουμε πως στο στάδιο της προδικασίας υποδείξαμε στους δικηγόρους της Εταιρείας ότι το αίτημα τους για παραπομπή από το Εφετείο προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ ενδεχομένως να είχε κάποιο νόημα αν εγειρόταν στο πλαίσιο της έφεσης 177/12 και ενόψει τούτου έγινε εισήγηση όπως η παρούσα έφεση 472/119 αποσυρθεί και όλα τα θέματα εκδικαστούν στο πλαίσιο της έφεσης 177/12. Η εισήγηση όμως δεν έγινε τελικά αποδεκτή από τους συνηγόρους της Εταιρείας, οι οποίοι δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να προχωρήσει η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα, παραβλέποντας τους κινδύνους ότι ενδεχομένως το αποτέλεσμα της απόφασης μας επί της αιτήσεως να προαποφάσιζε κατά κάποιο τρόπο και το αποτέλεσμα της έφεσης 177/12.
Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω, μελετήσαμε με την πρέπουσα προσοχή τις εκατέρωθεν ενδιαφέρουσες αγορεύσεις και τις αποφάσεις του ΔΕE στις οποίες παραπέμπουν. Να υπενθυμίσουμε, κατ΄ αρχάς, ότι η εξουσία για την συνοπτική απόρριψη προσφυγής ή έφεσης ως προδήλως αβάσιμης παρέχεται από το άρθρο 134.2 του Συντάγματος και η άσκηση της, σ΄ ότι αφορά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, ρυθμίζεται από τον Κ.10(i) του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (Μηλιώτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 324). Προϋπόθεση, επομένως, για άσκηση της υπό αναφορά εξουσίας είναι η διαπίστωση του «προδήλως αβασίμου» μιας προσφυγής ή έφεσης, ζήτημα που μπορεί να εξεταστεί από το Εφετείο ή το Δικαστήριο που ασκεί Αναθεωρητική Δικαιοδοσία, αναλόγως, και αυτεπαγγέλτως. Στην υπό εξέταση περίπτωση, το «προδήλως αβάσιμο» ή όχι της έφεσης συναρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα κατά πόσο το αίτημα που υπέβαλε η Εταιρεία για παραπομπή του αρχικού προδικαστικού ζητήματος στο ΔΕΕ είχε θέση στην πρωτόδικη διαδικασία και, αν ναι, κατά πόσο οι πρόνοιες του άρθρου 25(2)(Α) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 αντίκεινται στις πρόνοιες του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ το οποίο έχει ως ακολούθως:
«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:
α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,
β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ΄ αυτού.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.
Όταν προκύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, η οποία αφορά πρόσωπο υπό κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν.»
Όπως γίνεται αντιληπτό, με το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ παρέχεται στο Εθνικό Δικαστήριο η δυνατότητα να παραπέμπει στο ΔΕΕ νομικό ερώτημα σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη, όταν στο αντικείμενο της διαφοράς που καλείται να αποφασίσει ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας των Συνθηκών της Ένωσης και, η δεύτερη, όταν ανακύπτει ζήτημα που σχετίζεται με το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Στην προκείμενη όμως περίπτωση ουδέν από τα ζητήματα αυτά είχε κάποια σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης που διεξήχθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση των εκατέρωθεν εγγράφων προτάσεων. Το μόνο επίδικο θέμα - αντικείμενο της διαφοράς - που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η παράλειψη της εφεσείουσας να πληρώσει το διοικητικό πρόστιμο που της επεβλήθη και αυτό αφού προηγήθηκε η κατηγοριοποίηση της κρέμας ΕDERMA ως φαρμακευτικού προϊόντος με προηγηθείσα εκτελεστή διοικητική πράξη. Το αίτημα, επομένως, της Εταιρείας για παραπομπή του υπό αναφορά προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δεν είχε θέση στην πρωτόδικη διαδικασία, αφού το αντικείμενο της διαφοράς που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καμιά σχέση με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω είναι φανερό ότι το αίτημα της Εταιρείας απέβλεπε να εισάξει στην πρωτόδικη διαδικασία ζήτημα που μόνο στο πλαίσιο άσκησης προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος μπορούσε να εισάξει, κατάληξη που καθιστά την έφεση εναντίον της απόφασης που το απέρριψε προδήλως αβάσιμη, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του δεύτερου ερωτήματος που θέσαμε.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη, δεν θα ήταν χωρίς σημασία να σημειώσουμε πως το άρθρο 25(2)(Α) προστέθη στον περί Δικαστηρίων Νόμο με το Νόμο 129(1)/2009 προκειμένου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, «. να καταργηθεί το δικαίωμα έφεσης κατά απόφασης δικαστηρίου αναφορικά με την παραπομπή ή μη ζητήματος στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.» και αυτό «. ως αποτέλεσμα της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, στην υπόθεση C-210/06, Cartesio, με την οποία κρίθηκε ότι σύστημα έφεσης παρόμοιο με αυτό που προβλέπεται σήμερα στο Άρθρο 2(2Α) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 2009 αντίκειται στο Άρθρο 234ΕΚ.» Η ουσία της υπό αναφορά απόφασης, σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα, είναι ότι η εξουσία που παρέχεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ στο (εθνικό) Δικαστήριο για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δεν μπορεί να τίθεται υπό αμφισβήτηση από την εφαρμογή εθνικών διατάξεων, καθότι τέτοιες διατάξεις θα είχαν ως αποτέλεσμα την επέμβαση του Εφετείου σε ζήτημα που κατ΄ αρχήν εμπίπτει στην αποκλειστική ευθύνη του αιτούντος δικαστηρίου. Η άσκηση έφεσης, επομένως, κατά απόφασης που παραπέμπει προδικαστικό ζήτημα στο ΔΕΕ δεν είναι επιτρεπτή σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση και το κατά πόσο είναι επιτρεπτή στην αντίθετη περίπτωση, όπως συμβαίνει σε κάποιες χώρες της Ένωσης, είναι ερώτημα που η απάντηση του συναρτάται με το κατά πόσο η νομοθετική πρόνοια για μη άσκηση έφεσης σε άρνηση παραπομπής είναι ή όχι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης.
Όπως γίνεται αντιληπτό με όσα αναφέρουμε πιο πάνω η εισήγηση της Εταιρείας για παραπομπή από το Εφετείο προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δεν έχει κανένα νόημα. Τέτοια παραπομπή - όπως υποδείξαμε και στο στάδιο της προδικασίας - θα είχε νόημα στο πλαίσιο της έφεσης 177/12 που αφορά την ουσία της επίδικης διαφοράς, και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι η έφεση θα επετύγχανε σ΄ ότι αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης αρμοδιότητας. Όμως η Εταιρεία επέμενε να προωθήσει το αίτημα της για παραπομπή στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, η οποία για τους λόγους που εξηγήσαμε είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Για όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται από το παρόν στάδιο ως προδήλως αβάσιμη. Σ΄ ότι δε αφορά τα έξοδα, αυτά - όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο - θα είναι προς όφελος του εφεσίβλητου - αιτητή και εναντίον της εφεσείουσας Εταιρείας.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ