ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A56
(2014) 1 ΑΑΔ 250
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2009)
24 Ιανουαρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΙΑΓΚΟΥ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΑΤΡΟΥ,
3. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΟΤΑΜΙΑΣ,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
ΛΟΥΚΙΑΣ ΦΩΤΙΟΥ,
Εφεσίβλητης
----------------------------------
Π. Σπανός, για τους Εφεσείοντες.
Συλ. Χαραλάμπους (κα) για Γ. Κολοκασίδη, για την Εφεσίβλητη.
----------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αντιδικία των διαδίκων μετά την καταχώρηση της αγωγής δεν έμελλε να αποτελέσει το αντικείμενο εξέτασης επί πλήρους βάσεως, εφόσον η παράλειψη των εφεσειόντων-εναγομένων να καταχωρήσουν εμφάνιση μετά την επίδοση της αγωγής σ΄ αυτούς, (3.9.2008 για τον εφεσείοντα 1 και 29.9.2008 για τους εφεσείοντες 2 και 3), οδήγησε στις 29.10.2008 στην έκδοση απόφασης εναντίον τους, μετά από μονομερή αίτηση της εφεσίβλητης-ενάγουσας.
Σύντομα μετά, στις 7.11.2008, οι εφεσείοντες καταχώρησαν εμφάνιση, ακολουθούμενη στις 17.12.2008 από αίτηση παραμερισμού της εναντίον τους εκδοθείσας ερήμην απόφασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της αίτησης παραμερισμού άκουσε σε αντεξέταση τους αντίστοιχους ενόρκως δηλούντες, ήτοι, τον εφεσείοντα 2 εκ μέρους και των υπόλοιπων εφεσειόντων και την εφεσίβλητη επί της καταχωρηθείσας ενστάσεως. Σε μια πολυσέλιδη απόφαση αναδίπλωσε το σκεπτικό με το οποίο κατέληξε στην εφεσιβαλλόμενη κρίση του ότι οι εφεσείοντες, καίτοι δεν ήσαν ένοχοι ουσιαστικής καθυστέρησης στην καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού, αλλά ούτε και ένοχοι περιφρονητικής συμπεριφοράς της δικαστικής διαδικασίας, εντούτοις δεν κατάφεραν να δείξουν εκ πρώτης όψεως πειστική υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς, ώστε να δικαιούνταν του ευεργετήματος της άδειας καταχώρησης έκθεσης υπεράσπισης. Υπό εξέταση λοιπόν είναι τώρα η απορριπτική αυτή απόφαση, αλλά και η αντέφεση που καταχώρησε η εφεσίβλητη αμφισβητώντας την πρωτόδικη κρίση ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση και περιφρόνηση της όλης διαδικασίας με την εκ των υστέρων καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού.
Η ανακύψασα μεταξύ των διαδίκων διαφορά ήταν σε γενικές γραμμές η εξής: η εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή καταλογίζοντας στους εφεσείοντες αμέλεια, παράνομη επέμβαση και παράβαση νομίμων καθηκόντων, στη βάση των οποίων της προκάλεσαν ζημιά, όταν ο εφεσείων 1 χρησιμοποίησε εκσκαφέα στα πλαίσια οδηγιών που είχε λάβει από τον εφεσείοντα 2, προσωπικά και ως πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου των εφεσειόντων 3, για να διανοίξει δρόμο ή μονοπάτι, επεμβαίνοντας έτσι στα κτήματα της, καταστρέφοντας την περίφραξη τους, εκριζώνοντας ένα ελαιόδεντρο και προκαλώντας εκτεταμένες ζημιές σε άλλα πέντε ελαιόδεντρα. Απαίτησε λοιπόν γενικές αποζημιώσεις, καθώς και ειδικές ζημιές ύψους €10.080,75.
Προκύπτει από την αίτηση παραμερισμού ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να εμφανισθούν εγκαίρως στην αγωγή εξ αιτίας της αβλεψίας του εφεσείοντα 2, ο οποίος ορκίζεται και τη σχετική ένορκη δήλωση, να αποστείλει σε σύντομο χρόνο την υπόθεση στους δικηγόρους των εφεσειόντων για τα περαιτέρω. Η παράλειψη αυτή δεν οφειλόταν σε οποιαδήποτε πρόθεση μη εμφάνισης στη διαδικασία. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, οι εφεσείοντες διατείνονται ότι έχουν καλή υπεράσπιση διότι ουδέποτε ο εφεσείων 1, ο οποίος ανέλαβε τη διεξαγωγή χωματουργικών εργασιών με οδηγίες του ιδίου του εφεσείοντα 2 και του Κοινοτικού Συμβουλίου, επενέβη στα κτήματα της εφεσίβλητης. Οι εργασίες αυτές αποσκοπούσαν στη διάνοιξη δημόσιου αγροτικού δρόμου που κείται μεταξύ δύο τεμαχίων της εφεσίβλητης, η οποία χρησιμοποιούσε παράνομα τμήμα του εν λόγω δρόμου, φυτεύοντας μάλιστα σ΄ αυτό ένα ελαιόδεντρο. Λόγω του ότι καμιά περίφραξη δεν υφίστατο μεταξύ των τεμαχίων και του δημόσιου δρόμου, η εφεσίβλητη παρεμπόδιζε ουσιαστικά την δίοδο και χρήση του δρόμου από παρακείμενους ιδιοκτήτες και γεωργούς.
Το Κοινοτικό Συμβούλιο των εφεσειόντων προσπαθώντας να αποκαταστήσει την τάξη υπέβαλε αίτημα οριοθέτησης του δημόσιου δρόμου προς τον Έπαρχο Λευκωσίας, ο οποίος αποτάθηκε στη συνέχεια στο αρμόδιο Κτηματολόγιο. Η οριοθέτηση έγινε στις 5.5.2007, όταν λειτουργοί του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος επισκέφθηκαν το χώρο στην παρουσία του εφεσείοντος 2, με την τοποθέτηση σιδερένιων πασσάλων. Σημειώθηκαν επεισόδια λόγω του ότι η εφεσίβλητη προσπάθησε να παρεμποδίσει το έργο της οριοθέτησης, αφαιρώντας τους πασσάλους. Την επομένη, 6.5.2007, με οδηγίες των εφεσειόντων 3, ο εφεσείων 1 προέβη σε εργασίες διάνοιξης του δημόσιου δρόμου εντός των ορίων που έθεσαν οι λειτουργοί του Κτηματολογίου. Ουδεμία επέμβαση έγινε στην ιδιοκτησία της εφεσίβλητης, η οποία εκδικητικά και με ισχυρισμούς περί ζημιών υπερβολικών και φανταστικών, καταχώρησε την αγωγή.
Αντίθετη ήταν βέβαια η θέση της εφεσίβλητης. Με την καταχωρηθείσα ένσταση, εισηγήθηκε ότι ενώ η αγωγή επεδόθη δεόντως, δεν υπήρξε ουσιαστική δικαιολογία για την παράλειψη έγκαιρης καταχώρησης εμφάνισης. Επί της ουσίας αμφισβήτησε την ύπαρξη δημόσιου δρόμου, ο οποίος ήταν επί του εδάφους ένα μονοπάτι, θεωρώντας ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν ουσιαστικά αναφέρει γεγονότα που ισχυροποιούσαν τη θέση τους ότι αυτή είχε επέμβει στο δημόσιο χώρο.
Όπως έχει προαναφερθεί, δόθηκε άδεια αντεξέτασης επί των αντιστοίχων ενόρκων δηλώσεων με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να ακούσει μαρτυρία που καταγράφηκε σε 62 συναπτές αποστενογραφημένες σελίδες. Δεν χρειάζεται για σκοπούς της παρούσας απόφασης να γίνει αναφορά στη μαρτυρία αυτή για να μην επηρεαστεί το έργο του Δικαστηρίου που θα ασχοληθεί εν τέλει με την ουσία της απόφασης, εφόσον, για τους λόγους που ακολουθούν, το Εφετείο καταλήγει στην αποδοχή της έφεσης.
Αιτήσεις παραμερισμού απόφασης ληφθείσας ερήμην δυνάμει της Δ.17 θ.10, εξετάζονται με βάση τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από το θέμα των ακυρώσεων νομότυπων αποφάσεων. Η Δ.17 θ.10 αντιστοιχεί με την παλαιά Αγγλική διαταγή Ο.33 r.10 (δέστε το Annual Practice 1970 σελ. 116-119), και δίνει εξουσία στο Δικαστήριο, στην κατάλληλη περίπτωση να ασκήσει την ευρεία διακριτική του ευχέρεια ακυρώνοντας απόφαση που λήφθηκε λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης από τον εναγόμενο.
Η νομολογία έχει εδραιώσει ορισμένα κριτήρια με τα οποία τα Δικαστήρια καθοδηγούνται ως προς τις περιπτώσεις που είναι ορθό να επανανοιχθεί μια υπόθεση. Ένα από αυτά τα κριτήρια απαιτεί την καταχώρηση ένορκης δήλωσης για την ουσία της αγωγής στην οποία να εμφαίνεται ότι ο αιτητής έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Αυτή η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης συνιστά, όπως λέχθηκε στην Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1 Α.Α.Δ. 1774, τον «πρωταρχικό παράγοντα» που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Ως επιπρόσθετη παράμετρος λαμβάνεται επίσης υπόψη ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από την ημέρα έκδοσης της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού, καθώς βέβαια και οι επεξηγήσεις που δίνονται ως προς το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει ερήμην του αιτητή χωρίς την καταχώρηση εμφάνισης. Περαιτέρω κριτήριο είναι κατά πόσο ο παραμερισμός της απόφασης θα αποβεί τελικώς χρήσιμος και εμφανέστατα τέτοια χρησιμότητα δεν υπάρχει εάν δεν μπορεί να διαφανεί μέσα από τη μαρτυρία κάποια υπεράσπιση στην αγωγή.
Η θεμελιακή απόφαση στο ζήτημα παραμερισμού Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, 650, ακολουθήθηκε επανειλημμένα από τα Κυπριακά Δικαστήρια και μάλιστα από ενωρίς στη διαμόρφωση της νομολογίας, ενδεικτικές δε αυτών των αποφάσεων είναι η Kotsapas v. Titan Construction Engineering Co. (1961) C.L.R. 320 και η Christophorou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159. Το τι αποτελεί «prima facie defence», όπως το έθεσε ο Λόρδος Atkin στην απόφαση Evans v. Bartlam - ανωτέρω -, επεξηγήθηκε μεταγενέστερα από τον Megarry V.C. στην Land Securities plc v. Receiver for the Metropolitan Police District (1983) 1 W.L.R. 439, ο οποίος είπε τα εξής:
«If the term 'prima facie case' is used, I think that this is to be understood in the sense of a case made out by the landlord, without the need to evaluate any rebutting evidence put forward by the tenant. That is why Diplock L.J., at p.80 used the term 'bona fide arguable case'; and the unanimous view of the Court that the point ought not to be tried twice over seems to point strongly to the phrase 'prima facie case' bearing the meaning that I have indicated.»
Στην επίσης θεμελιακή στο θέμα ακύρωσης στην Κυπριακή νομολογία υπόθεση, Φυλακτού ν. Μιχαήλ (1982) 1 Α.Α.Δ. 204, επεξηγήθηκε ότι το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια ισοζυγίζοντας δύο θεμελιακές αρχές, δηλαδή, αφενός την ανάγκη να ακούγεται ο διάδικος επί της ουσίας της υπόθεσης του και αφετέρου την ανάγκη της όσο το δυνατό ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια, κριτήριο εξίσου σοβαρό για το Δικαστήριο είναι και η αναγκαιότητα να σφραγίζονται οι δικαστικές αποφάσεις με τελεσιδικία. Ως προς το πώς αντιμετωπίζεται η σχετική ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, η οποία κατά κανόνα περιορίζεται στις ένορκες δηλώσεις, λέχθηκε στην πιο πάνω υπόθεση ότι θα ήταν αντινομικό εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει επί της ορθότητας οποιωνδήποτε γεγονότων που τίθενται ενώπιον του στο στάδιο της αίτησης, διότι το έργο του εξαντλείται στο να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτεται επαρκής υπεράσπιση, που είναι και το βασικό κριτήριο που δικαιολογεί το επανάνοιγμα υπόθεσης.
Σαφώς το βάρος για παραμερισμό ερήμην απόφασης πίπτει επί των ώμων του αιτητή, αλλά αυτό το βάρος δεν εξυπακούει και την απόδειξη αμφισβητούμενων γεγονότων ή τη θεμελίωση της υπεράσπισης, ως εάν διεξαγόταν η δίκη επί της ουσίας της. Όπως λέχθηκε στην Κωνσταντινίδη ν. Hissin - ανωτέρω -, «είναι αρκετό να εργερθεί το ζήτημα που κρίνεται χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας» και χωρίς να «... απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση.». Με άλλα λόγια πρέπει να υποδεικνύεται από τον αιτητή μια καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση, όπως εξηγήθηκε στην Lord Securities plc - ανωτέρω -.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε εκτενώς τη νομολογία επί του παραμερισμού απόφασης, αλλά στην πράξη, η εφαρμογή των αρχών που το ίδιο ορθά συνόψισε στην υπό αμφισβήτηση απόφαση του, υπήρξε πλημμελής. Αυτό προκύπτει και μάλιστα πρόδηλα από τον τρόπο που προέβη στην καταγραφή και ανάλυση της μαρτυρίας που δόθηκε, τόσο επί των ενόρκων δηλώσεων, όσο και επί της αντεξέτασης των μαρτύρων. Οι διϊστάμενες απόψεις και θέσεις των διαδίκων έτυχαν ανάλυσης και κρίσης ως εάν η αγωγή είχε εκδικαστεί επί της ουσίας της. Η θεώρηση της αντικρουόμενης μαρτυρίας δεν παρέμεινε στο ενδεδειγμένο πλαίσιο της αναζήτησης μιας εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης, αλλά προχώρησε στην ουσία να αποδεχθεί ή να απορρίψει ισχυρισμούς. Εξέλαβε, για παράδειγμα, ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν ικανοποιητικά στοιχεία ως προς τον ισχυρισμό τους ότι η εφεσίβλητη επενέβαινε παράνομα στο δημόσιο δρόμο, παρά το γεγονός ότι, όπως το ίδιο καταγράφει, έγινε εκτεταμένη εκ μέρους τους αναφορά τόσο διά της ενόρκου δηλώσεως τους, όσο και διά της ζώσης κατά την αντεξέταση μαρτυρία τους, στο ζήτημα της παράνομης επέμβασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με όλη την εκτίμηση, διέπραξε και νομικό σφάλμα θεωρώντας ότι η υπεράσπιση της παράνομης χρήσης του μέρους του επιδίκου δρόμου ή μονοπατιού, (είναι αδιάφορο για σκοπούς της παρούσας απόφασης), δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να αποτελέσει υπεράσπιση για την ουσία της αξίωσης της εφεσίβλητης, η οποία βασιζόταν στην αμέλεια των εφεσειόντων. Αντίθετα, η στοιχειοθέτηση της αμέλειας έπεται φυσιολογικά της τυχόν απόδειξης ότι η εφεσίβλητη παρενέβαινε η ίδια εν πρώτοις επί ή εντός του δημοσίου δρόμου. Ορθά δε ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγείται στο περίγραμμα της έφεσης του ότι η υπεράσπιση τους δεν εξαντλείτο στην παράνομη κατοχή και επέμβαση από μέρους της εφεσίβλητης στο μέρος εκείνο του δημοσίου δρόμου, αλλά και ότι ως Κοινοτικό Συμβούλιο είχαν την ευθύνη του δημοσίου δρόμου και ότι προς τούτο δικαιωματικά εισήλθαν στο συγκεκριμένο σημείο, μετά από οριοθέτηση του δημοσίου δρόμου που διενήργησε εκ μέρους τους η ανεξάρτητη αρχή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ζητήματα που και η ίδια η εφεσίβλητη αναδεικνύει μέσα από τις λεπτομέρειες αμέλειας και παράβασης νομίμων καθηκόντων που καταλογίζει εναντίον των εφεσειόντων μέσα από το κλητήριο ένταλμα της.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ αποδέχεται ότι οι εφεσείοντες ζήτησαν από το Κτηματολόγιο την οριοθέτηση ώστε να διαφανούν τυχόν επεμβάσεις τρίτων, εντούτοις προχώρησε, αναλύοντας τη μαρτυρία, και προβαίνοντας ουσιαστικά σε αξιολόγηση, να καταλογίσει στους εφεσείοντες ότι την επομένη της χωρομέτρησης, αποφάσισαν την ανάθεση των εργασιών διάνοιξης χωρίς να γνωρίζουν τα επακριβή όρια, τη θέση και το πλάτος του επίμαχου δρόμου, παραγνωρίζοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2, ότι η άμεση ανάθεση των εργασιών οφειλόταν και στο γεγονός ότι η εφεσίβλητη κατά την οριοθέτηση αφαιρούσε τους σιδερένιους πασσάλους.
Μετέπειτα, το Δικαστήριο ασχολήθηκε, ανεπίτρεπτα στο στάδιο αυτό, με το ερώτημα κατά πόσον χρειαζόταν πολεοδομική άδεια για τη διάνοιξη, ότι η Επαρχιακή Διοίκηση δεν έλαβε πρακτικά της απόφασης των εφεσειόντων 3 να διανοίξουν το δρόμο και ότι δεν ενημερώθηκε η Επαρχιακή διοίκηση πριν προχωρήσουν στη διάνοιξη του δρόμου.
Όσον αφορά τις κατ΄ ισχυρισμόν ζημιές της εφεσίβλητης δεν ήταν δυνατό για το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι δεν αποτελούσε υπεράσπιση το γεγονός ότι ο εφεσείων 2 στην αντεξέταση του δεν γνώριζε τι ζημιές είχε υποστεί η εφεσίβλητη και ούτε επισκέφθηκε το χώρο για να διαπιστώσει αν όντως υπήρχαν ζημιές. Τα πιο πάνω λέχθηκαν από το Δικαστήριο εξετάζοντας τον «μετέωρο ισχυρισμό» των εφεσειόντων ότι οι ζημιές της εφεσίβλητης ήταν «φανταστικές και/ή υπερβολικές». Με όλο τον σεβασμό, εκτός του ότι η ενασχόληση με τις αποζημιώσεις έπεται φυσιολογικά της επί της ουσίας απόρριψης της θέσης των εφεσειόντων μετά την ενδεχόμενη θεμελίωση της απαίτησης της εφεσίβλητης, διακρίνεται και σφάλμα στο ότι η αντιμετώπιση του Δικαστηρίου αντέστρεψε το βάρος απόδειξης των ζημιών, ιδιαίτερα των ειδικών ζημιών.
Όπως έχει λεχθεί στην αρχή, υπάρχει και αντέφεση από την εφεσίβλητη ότι κακώς το Δικαστήριο έκρινε αιτιολογημένη και μη περιφρονητική για τη διαδικασία την παράλειψη έγκαιρης εμφάνισης. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή. Το Δικαστήριο στα πλαίσια της θεώρησης των πραγμάτων ήταν στο σημείο αυτό δικαιολογημένο να κρίνει την μη εμφάνιση ως οφειλόμενη στην παράλειψη του εφεσείοντα 2 να αναθέσει έγκαιρα την υπόθεση στους δικηγόρους του Κοινοτικού Συμβουλίου. Η αίτηση παραμερισμού καταχωρήθηκε στις 17.12.2008, ενώ η απόφαση εξασφαλίστηκε στις 29.10.2008, οι δε εφεσείοντες ενημερώθηκαν για την έκδοση της απόφασης στις 12.11.2008. Δεν διαφαίνεται από τα ανωτέρω ιδιαίτερη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης, ούτε και προκύπτει περιφρόνηση της όλης διαδικασίας.
Στην Ανδρέου ν. Blue Green Wave Frozen Food Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 119, η αίτηση για παραμερισμό καταχωρήθηκε σχεδόν πέντε μήνες μετά την έκδοση της απόφασης και μετά την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης κινητών. Το ζήτημα της καθυστέρησης δεν αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης εφόσον η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε διότι δεν δόθηκε το δικαίωμα εμφανούς υπεράσπισης, αλλά δείχνει ότι και μεγαλύτερος του παρόντος χρόνου καταχώρησης της αίτησης παραμερισμού, μπορεί να δικαιολογηθεί.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ακυρώνεται. Οι εφεσείοντες έχουν δικαίωμα καταχώρησης έκθεσης υπεράσπισης εντός 14 ημερών από τη σύνταξη της παρούσας απόφασης, αφού βεβαίως καταχωρήσουν δεόντως σημείωμα εμφάνισης.
Παρατηρείται, παρεμπιπτόντως, ότι λανθασμένα οι εφεσείοντες είχαν στις 7.11.2008 καταχωρήσει από μόνοι τους σημείωμα εμφάνισης, όπως αναφέρεται στην υπό κρίση απόφαση, αλλά προκύπτει και από την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 2. Τέτοια εμφάνιση, μετά την έκδοση απόφασης λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης, μπορεί να καταχωρηθεί μόνο με άδεια του Δικαστηρίου και ως μέρος των όρων που τυχόν τίθενται.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας της αίτησης παραμερισμού θα βαρύνουν τους εφεσείοντες εφόσον ευθύνονται για τη δημιουργηθείσα κατάσταση, αλλά δικαιούνται στα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η υπόθεση να εκδικαστεί από άλλο αρμόδιο Δικαστήριο, το ταχύτερο δυνατόν.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ