ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A12
(2014) 1 ΑΑΔ 89
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 127/2009)
10 Ιανουαρίου 2014
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΤΤΗ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
1. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ,
2. ΗΛΙΑ ΚΡΗΤΙΚΑΚΗ,
Εφεσιβλήτων
------------------------------------
Α. Ανδρέου, προσωπικά και για Α. Μουαΐμη, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Μιχαηλίδου (κα), με Μ. Φιλίππου, για Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσίβλητη 1.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσίβλητο 2.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ευθύνη δύο ή περισσότερων αδικοπραγούντων δύναται να είναι αλληλέγγυα ή κεχωρισμένη. Αλληλέγγυα ευθύνη υπάρχει όταν οι αδικοπραγήσαντες ευθύνονται από κοινού έναντι του παραπονούμενου, αδιάφορα από το ποσοστό ευθύνης εκάστου, διότι και οι δύο μαζί ή περισσότεροι, εάν είναι πέραν των δύο, συνέβαλαν παράλληλα ή ταυτόχρονα στην τέλεση πράξης που συνιστά αστικό αδίκημα, είτε αυτό επιφέρει ή όχι και ποινική ευθύνη. Από την αλληλέγγυη ευθύνη πηγάζει και η κεχωρισμένη ευθύνη, η χωριστή δηλαδή υπαιτιότητα ενός εκάστου των συναδικοπραγούντων, εφόσον βεβαίως υπάρχει συνυπευθυνότητα. Σε κάθε περίπτωση ο παραπονούμενος έχει την επιλογή να ενάγει κάθε ένα από αυτούς ξέχωρα από τον άλλο, διατηρώντας το δικαίωμα να επανέλθει σε μεταγενέστερο στάδιο εναντίον του άλλου. Μοναδικός περιορισμός είναι η απαγόρευση ανάκτησης αποζημίωσης μεγαλύτερης από ό,τι επιδικάστηκε στην πρώτη εγερθείσα αγωγή, ο δε ενάγων δεν δικαιούται στα δικαστικά έξοδα στην άλλη ή άλλες αγωγές εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρχε πράγματι εύλογη αιτία για τη μεταγενέστερη έγερση της αγωγής ή των αγωγών.
Η πιο πάνω επιτομή αποτελεί τη σύνοψη του κοινοδικαίου, αλλά και την κωδικοποίηση των αρχών στο άρθρο 11 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Όπως εξηγείται στο Salmond on the Law of Torts 16η έκδ. στις σελ. 451-453, υπάρχουν στην ουσία τρεις κατηγορίες συναδικοπραγούντων, οι οποίοι θεωρούνται από κοινού υπεύθυνοι εφόσον ο Νόμος επιβάλλει για διάφορους λόγους την ταυτόχρονη συνυπευθυνότητα για την τέλεση της ίδιας αδικοπραξίας. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν την αντιπροσωπεία, την εκ προστήσεως ευθύνη και το κοινό σχέδιο ή την κοινή επιδίωξη κάποιου σκοπού. Η φύση της ευθύνης που καταλογίζεται νομικά διατυπώθηκε στην υπόθεση Dougherty v. Chandler (1946) 46 S.R. (N. S.W.) 370, ως εξής:
«If a number of persons jointly participate in the commission of a tort, each is responsible, jointly with each and all of the others, and also severally, for the whole amount of the damage caused by the tort, irrespective of the extent of his participation.»
Εξηγείται δε στη συνέχεια στο σύγγραμμα του Salmond ότι:
«That is to say, the person injured may sue any one of them separately for the full amount of the loss; or he may sue all of them jointly in the same action, and even in this latter case the judgment so obtained against all of them may be executed in full against any one of them.»
Μάλιστα, ο Street on Torts 11η έκδ. (2003), επεξηγεί έτι περαιτέρω τις κατηγορίες των συναδικοπραγούντων προσθέτοντας τους «several concurrent tortfeasors» (πολλοί ταυτόχρονοι αδικοπραγούντες), όπου η υπευθυνότητα ενός εκάστου είναι διαφορετική έχοντας όμως επιφέρει συνδυαστικά την ίδια ζημιά και τους «several tortfeasors causing different damage» (πολλοί αδικοπραγούντες επιφέροντες διαφορετική ζημιά), άτομα δηλαδή που ενώ δεν ενεργούν με κοινό σκοπό, επιφέρουν διαφορετική ζημιά στον ίδιο παραπονούμενο. Στον Salmond - ανωτέρω - γίνεται παρόμοια λόγος για περιστάσεις όπου η ίδια ζημιά είναι προϊόν ξεχωριστών και ανεξάρτητων παρανόμων πράξεων διαφορετικών προσώπων,
«.... as where a plaintiff sustains a single damage from the combined negligence of two motor-car drivers, who are not engaged in a common design (e.g. racing on the road).»
Η ταξινόμηση και κατηγοριοποίηση μεταξύ συναδικοπραγούντων («joint tortfeasors»), πολλών ταυτόχρονων αδικοπραγούντων («several concurrent tortfeasors») και άλλων αδικοπραγούντων, είναι ουσιώδης. Οι ταυτόχρονοι αδικοπραγήσαντες, είτε αλληλέγγυοι είτε κεχωρισμένοι είναι υπεύθυνοι, ο κάθε ένας, για ολόκληρη τη ζημιά που υπέστη ο ενάγων. Άλλου είδους αδικοπραγήσαντες ευθύνονται έκαστος για τη ζημιά που προκάλεσε. Δίδεται το παράδειγμα όπου ο Α και ο Β κυνηγούν μαζί και αμφότεροι πυροβολούν απέναντι στον αυτοκινητόδρομο όπου βρίσκεται το θήραμα. Αν ο πυροβολισμός τραυματίσει ένα χρήστη του αυτοκινητόδρουμου, αλλά δεν είναι γνωστό ποιος από τους δύο κυνηγούς προκάλεσε τον τραυματισμό, οι Α και Β θεωρούνται συναδικοπραγούντες ενεργούντες από κοινού και ο παραπονούμενος δύναται να ανακτήσει τη ζημιά του πλήρως από οποιοδήποτε από τους δύο. Αν όμως είναι κεχωρισμένοι αδικοπραγούντες, δεν θεωρούνται ότι έχουν επιφέρει την ίδια ζημιά διότι μόνο ο πυροβολισμός του ενός δημιούργησε το πρόβλημα, και η επιτυχία της αγωγής εξαρτάται από την απόδειξη του αδικήματος από τον ενάγοντα.
Κατά κανόνα τα Δικαστήρια τείνουν να μην αποδίδουν συνυπευθυνότητα καθιστώντας έτσι ένα εναγόμενο υπεύθυνο για μεγαλύτερη από ό,τι του αναλογεί ζημιά, αλλά αντίθετα τείνουν να αποφασίζουν ότι η ζημιά διαχωρίζεται. Το κλειδί βεβαίως σε κάθε υπόθεση είναι να αποδειχθεί δικαστικά ότι ένας εναγόμενος είναι και αδικοπραγών, πριν αποφασιστεί ότι είναι και συναδικοπραγών.
Ο ενάγων με βάση τα πιο πάνω έχει το δικαίωμα της επιλογής είτε να εγείρει την αγωγή εναντίον όλων των συναδικοπραγούντων, όπως ο ίδιος βέβαια τους θεωρεί, είτε χωριστά. Η δικογραφική αναζήτηση ευθύνης σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων ή παρομοίων ζητημάτων από τους εναγόμενους «αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως» διαφοροποιεί το ζήτημα εφόσον, ο ενάγων θεωρεί με τον τρόπο αυτό τους εναγόμενους είτε από κοινού, είτε χωριστά ως υπεύθυνους για το αστικό αδίκημα το οποίο του προκάλεσε ζημιά. Η συνένωση εναγομένων αποτελεί ορθή πρακτική όπου ο ενάγων δεν επιθυμεί να εγείρει χωριστές αγωγές για το ίδιο αστικό αδίκημα αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο να καταδικαστεί στην πληρωμή των εξόδων στη δεύτερη αγωγή, ή, όπου δεν είναι σίγουρος ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται μόνο αλληλέγγυα, αλλά μπορεί και να έχουν κεχωρισμένη ευθύνη για το ίδιο συμβάν. Σε τέτοια περίπτωση η ορθή νομική ταξινόμηση παραπέμπει σε ευθύνη που δεν είναι αλληλέγγυη, εφόσον ο ενάγων δεν θεωρεί κάθε εναγόμενο που ενάγει ως πρόσωπο που πρέπει να μοιραστεί την ευθύνη με τον άλλο για τη ζημιά που υπέστη.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην έγερση της αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου είχαν ως εξής: Στις 26.7.2000, ο εφεσείων-ενάγων οδηγούσε νομίμως το μοτοποδήλατο του κατά μήκος του δρόμου Παραλιμνίου-Αγίας Νάπας με κατεύθυνση την Αγία Νάπα. Η εφεσίβλητη 1-εναγόμενη 1, ήλαυνε με το όχημα της από την αντίθετη κατεύθυνση, το οποίο και ακινητοποίησε στη μέση της οδού δείχνοντας με το σηματοδότη της την πρόθεση της να εισέλθει σε δεξιά πάροδο σε σχέση με την κατεύθυνση της. Την ίδια ώρα ο εφεσίβλητος 2, εναγόμενος 2, ακολουθούσε με το δικό του όχημα, αυτό της εφεσίβλητης 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης και του αστυνομικού που διερεύνησε το δυστύχημα από πλευράς του ενάγοντα, και την εφεσίβλητη 1 μόνο από πλευράς της, (ο εφεσίβλητος 2 βρισκόταν στο εξωτερικό, δεν παρέστη στη δίκη και δεν κατέθεσε), προέβη στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο μόνος υπεύθυνος για το δυστύχημα διότι το όχημα του προσέκρουσε στο οπίσθιο μέρος του διπλοκάμπινου οχήματος της εφεσίβλητης 1, η οποία είχε σταματήσει «καθαρά» στην πλευρά της με ελαφριά κλίση προς δεξιά, με αποτέλεσμα το διπλοκάμπινο να σπρωχθεί προς τα εμπρός εισερχόμενο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ανακόπτοντας την πορεία του εφεσείοντος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ως μόνο επίδικο θέμα τον καθορισμό της ευθύνης μεταξύ των συνεναγομένων δεδομένου ότι είχε ήδη δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων δεν έφερε καμία απολύτως ευθύνη για το δυστύχημα, ενώ συμφωνήθηκαν και οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις στο ποσό των £100.000, (€170.858,98) με τόκο 8% από 30.10.2007 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον το επίσης συμφωνηθέν ποσό των δικηγορικών εξόδων ανερχόμενο σε £10.000, (€17.085,90), πλέον Φ.Π.Α., πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 12.3.2009. Η αγωγή ηγέρθηκε στις 30.4.2002.
Χάριν πληρότητας της εικόνας, να αναφερθεί ότι τον εφεσίβλητο 2, (ο οποίος αρχικά ήταν τριτοδιάδικος μετά από αίτηση της εναγόμενης 1), εκπροσώπησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το M.I.F., αλλά στην έφεση παρουσιάστηκε ιδιώτης δικηγόρος εκ μέρους του εφεσίβλητου 2, του M.I.F. αποσυρθέντος ή μη επιδεικνύοντος οποιοδήποτε περαιτέρω ενδιαφέρον για την υπόθεση.
Με την έφεση του ο εφεσείων διατείνεται στην ουσία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1, με αποτέλεσμα να την απαλλάξει από την ευθύνη της, η οποία είναι είτε ολοκληρωτική, είτε μερική.. Προς τούτο, το Δικαστήριο αποδέχθηκε μαρτυρία που δεν υπήρχε εφόσον θεώρησε ότι το όχημα της εφεσίβλητης 1 σπρώχθηκε προς τα εμπρός ενώ η ίδια δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε για σύγκρουση του οχήματος της από τον εφεσίβλητο 2, αμέσως μετά το δυστύχημα. Περαιτέρω, η γραπτή κατάθεση του εφεσίβλητου 2 στην Αστυνομία, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο από τον εφεσείοντα, αξιολογήθηκε λανθασμένα ή και αγνοήθηκε. Εν τέλει το Δικαστήριο όφειλε να καταλογίσει ευθύνη είτε εξ ολοκλήρου, είτε κατά ένα ποσοστό στην εφεσίβλητη 1.
Στη βάση των πιο πάνω, τέθηκε από το Εφετείο το ερώτημα κατά πόσο ο εφεσείων έχει ή διατηρεί δικαίωμα προώθησης της έφεσης του όταν πρωτοδίκως πέτυχε την υπέρ του έκδοση απόφασης εναντίον του ενός εκ των δύο συνεναγομένων από τους όποιους απαίτησε αποζημιώσεις «αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως», και όχι απλώς αλληλεγγύως και κεχωρισμένως («jointly and severally»).
Αυτό υπό το φως του ότι ο εφεσείων ό,τι απαίτησε με την αγωγή του το έλαβε πλήρως, εφόσον το ποσό των αποζημιώσεων είχε συμφωνηθεί, και ο εφεσείων παραδεκτά δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη.
Τόσο ο συνήγορος του εφεσείοντος, όσο και ο συνήγορος του εφεσιβλήτου 2, ο οποίος σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας της εφέσεως έλαβε εκ των υστέρων άδεια να καταχωρήσει αντέφεση επί της λανθασμένης κατά την άποψη του πλήρους επιβάρυνσης του επί της ευθύνης, ανέπτυξαν επιχειρήματα επί της βιωσιμότητας της έφεσης. Ο κ. Ανδρέου, τόσο διά της γραπτής του αγόρευσης, όσο και διά ζώσης, αναφέρθηκε στο άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 και στο δικαίωμα έφεσης που ενυπάρχει επί πάσης αποφάσεως Δικαστηρίου ασκούντος πολιτική δικαιοδοσία και στα λεχθέντα στη Χάσικος ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, σχετικά με την έννοια του όρου «απόφαση Δικαστηρίου». Αναφορά έγινε και στο άρθρο 11 του Κεφ. 148 και τα λεχθέντα στη Mouzafer & Another v. Pavlides (1983) 1 C.L.R. 526, σε σχέση με την ευθύνη συναδικοπραγούντων που είναι αλληλέγγυα, κατά τρόπον ώστε έκαστος να είναι υπεύθυνος για όλη την προκληθείσα ζημιά.
Η εισήγηση ήταν ότι ο κάθε εναγόμενος στην υπό κρίση περίπτωση είναι από κοινού υπεύθυνος με τον άλλο ως συναδικοπραγήσαντες, αλλά ακόμη και αν η ευθύνη τους είναι ξεχωριστή τότε έκαστος είναι συνυπεύθυνος εφόσον «.. η πράξη του καθενός από αυτούς είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο ήταν άμεση αιτία για τις ζημιές που υπέστη ο ενάγοντας.». Αλλά και δικογραφικά, ήταν η θέση του εφεσείοντος, καταλογίστηκε συνυπευθυνότητα στους δύο εναγόμενους και η έκθεση απαίτησης παραπέμπει σε αλληλέγγυη και/ή κεχωρισμένη ευθύνη της εφεσίβλητης 1, με τον εφεσίβλητο 2. Η ευθύνη, κατά την εισήγηση, συνυπάρχει ώστε η εφεσίβλητη 1 να είναι συνυπεύθυνη με τον εφεσίβλητο 2, για αυτό και «. στο λεκτικό της απαίτησης περιλαμβάνονται τα επιρρήματα «αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως». Η αγωγή όμως θα μπορούσε να εγερθεί εναντίον ενός εκάστου χωριστά ώστε έκαστος να έχει την όλη ευθύνη.
Η τελική θέση του κ. Ανδρέου ήταν ότι ο εφεσείων δεν θα πρέπει να στερηθεί του δικαιώματος να διευρύνει τη δυνατότητα εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης που λήφθηκε εφόσον η δικογραφημένη διεκδίκηση αποζημίωσης ήταν εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων. Η ουσία είναι κατά πόσο ο εφεσείων, ασχέτως της δικογράφησης του, προώθησε την υπόθεση του εναντίον όλων των αδικοπραγησάντων έτσι ώστε να έχει το δικαίωμα να εφεσιβάλει τυχόν απόρριψη του μέρους της αγωγής του, με αποτέλεσμα να μπορεί να διεκδικήσει την επιδικασθείσα αποζημίωση είτε από κοινού, είτε κεχωρισμένα από όλους τους αδικοπραγήσαντες στην περίπτωση που ένας εξ αυτών είναι αφερέγγυος. Διαφορετικά περιορίζεται το δικαίωμα έφεσης.
Από την πλευρά του, ο συνήγορος του εφεσίβλητου 2 τόνισε, όπως και ο εφεσείων, το γεγονός ότι η δικογραφική θεραπεία της αλληλέγγυας και/ή κεχωρισμένης ευθύνης, δεν επηρεάζει την ουσία του ζητήματος, εφόσον το Δικαστήριο είναι σε θέση να αποφασίσει επί των ουσιαστικών ζητημάτων και να καταμερίσει την ευθύνη αναλόγως. Περαιτέρω, αν καταχωρούνταν δύο χωριστές αγωγές, δεν θα περιοριζόταν το δικαίωμα έφεσης σε κάθε μια εξ αυτών. Αν δεν υπάρχει εδώ δικαίωμα έφεσης τότε θα υφίστατο βάσιμη κριτική ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί η απόφαση, ενώ τα πρωτόδικα Δικαστήρια θα δέσμευαν κατ΄ ουσίαν το Εφετείο, με το να καταλογίζουν την ευθύνη όπως επιθυμούν.
Η συνήγορος της εφεσίβλητης 1 υπεστήριξε αντιθέτως ότι δεν διατηρεί ο εφεσείων δικαίωμα έφεσης από τη στιγμή που η βασική του επιδίωξη πρωτοδίκως ήταν να επιτύχει απόφαση εναντίον του ενός ή του άλλου των εφεσιβλήτων, ιδιαιτέρως εφόσον ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος αρχικά ήταν τριτοδιάδικος, προσετέθη με αίτηση του εφεσείοντα ως εναγόμενος 2, με τον εφεσείοντα να δηλώνει στη σχετική ένορκη δήλωση που συνόδευσε την αίτηση για τη μετατροπή του εφεσίβλητου 2, από τριτοδιάδικον σε εναγόμενο, ότι εφόσον υπήρχε μεταξύ εναγόμενης-εφεσίβλητης 1, και τριτοδιάδικου-εφεσίβλητου 2, αμφισβήτηση ως προς το ποιος ευθυνόταν για το δυστύχημα διότι ο εφεσείων ήταν αδύνατο να γνωρίζει πώς ακριβώς του ανεκόπη η πορεία, τυχόν απαλλαγή της εναγόμενης από οποιαδήποτε ευθύνη, θα άφηνε εκτεθειμένο τον εφεσείοντα, ο οποίος ως ενάγων δεν θα είχε τρόπο θεραπείας εναντίον του τριτοδιάδικου.
Περαιτέρω, κατά την εφεσίβλητη 1, ο εφεσείων ανεπίτρεπτα προωθεί την έφεση του με γνώμονα ουσιαστικά την εκτέλεση της απόφασης, διευρύνοντας τη δυνατότητα εκτέλεσης. Προκύπτει ότι η ουσία της έφεσης είναι η προσπάθεια του εφεσείοντα όχι να ελέγξει την ορθότητα της απόφασης, αλλά να επιχειρήσει να επιτύχει την εκτέλεση της την οποία δεν κατέστη δυνατό να εκτελέσει μέχρι τώρα. Η προσπάθεια εκτέλεσης ήδη εναντίον του εφεσίβλητου 2, εμποδίζει την προώθηση της έφεσης, μνημονεύοντας προς τούτο τη Johnson v. Newton Fire Extinquisher Company Limited (1913) 2 K.B. 111. Επομένως, η συνέχιση της έφεσης αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Πρέπει να λεχθεί ότι δεν υπήρξε προηγουμένως στη νομολογία απόφαση επί παρομοίου θέματος, ή, τουλάχιστον δεν φαίνεται τέτοιο θέμα να είχε απασχολήσει οποιοδήποτε Εφετείο οποτεδήποτε. Προσωπικά, παρά την έρευνα μου, δεν μπόρεσα να εντοπίσω Κυπριακή νομολογία επί του ζητήματος του παραδεκτού της έφεσης από επιτυχόντα διάδικο. Αλλά ούτε και οι συνήγοροι αναφέρθηκαν σε οποιαδήποτε τέτοια νομολογία.
Αποτελεί τελικώς την κρίση μου, μετά από δέουσα περίσκεψη, ότι η έφεση δεν μπορεί να προωθηθεί περαιτέρω. Ούτε το νομικό, ούτε το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης βοηθούν τον εφεσείοντα προς αντίθετη κατάληξη. Υποδεικνύεται βεβαίως αμέσως το αυτονόητο ότι ο εφεσείων δεν στερείται του δικαιώματος έφεσης. Έφεση καταχωρήθηκε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί το παραδεκτό, ή, η βιωσιμότητα της σε οποιοδήποτε στάδιο της εφετειακής διαδικασίας. Ο εφεσείων επέλεξε, ως ήταν δικαίωμα του, να ενάγει αρχικά την εφεσίβλητη 1, η οποία με διαδικασία τριτοδιάδικου ενέπλεξε τον εφεσίβλητο 2. Μετά την μεταξύ τους ανταλλαγή των δικογράφων, ο εφεσείων αντελήφθη ότι ήταν προς το συμφέρον του να έχει ως συνεναγόμενο τον τριτοδιάδικο. Έγινε σχετική αίτηση στις 16.12.2005, η τροποποίηση επετεύχθη στις 3.3.2006 και αυτή επέφερε βεβαίως τροποποίηση και του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος η οποία καταλόγισε αμέλεια σε ένα έκαστο των εναγομένων. Είναι ενδιαφέρον να παρατεθούν εδώ ορισμένες εκ των λεπτομερειών αμέλειας που ο εφεσείων καταλόγισε εναντίον ενός εκάστου των εφεσιβλήτων.
Εναντίον της εφεσίβλητης 1, ο εφεσείων καταλόγισε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«(α) Παρέλειψε να λάβει τα δέοντα μέτρα ώστε να στρίψει με ασφάλεια δεξιά ή και να δώσει επαρκή προειδοποίηση της πρόθεσης της.
(ε) Παρέλειψε να ελαττώσει ταχύτητα, ή να σταματήσει ή κατ΄ άλλον τρόπο να ελέγξει το όχημα της ώστε να αποφύγει το δυστύχημα.
(λ) Επέτρεψε ή και προκάλεσε ή και δεν έλαβε τα δέοντα μέτρα για να ακινητοποιήσει ή και αποτρέψει την είσοδο του αυτοκινήτου της στην πορεία που κινήτο εξ΄ αντιθέτου ο Ενάγοντας με αποτέλεσμα να προκληθεί η σύγκρουση μεταξύ του οχήματος της και της μοτοσικλέτας.»
Εναντίον του εφεσίβλητου 2, καταλόγισε τα εξής:
«(α) Παρέλειψε να αντιληφθεί ή και να αντιληφθεί έγκαιρα το προπορευόμενο όχημα της εναγόμενης 1.
(ε) Παρέλειψε να ελαττώσει ταχύτητα και ή να σταματήσει ή και κατ΄ άλλον τρόπο να ελέγξει το όχημα του έτσι ώστε να αποφύγει την σύγκρουση με το όχημα της εναγομένης 1.
(στ) Παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα φρένα του οχήματος του καθόλου ή σωστά και ή δεν τα χρησιμοποίησε επαρκώς και ή έγκαιρα και ή οδηγούσε με ελαττωματικά φρένα.»
Περαιτέρω, ο εφεσείων έκαμε χρήση του αξιώματος res ipsa loquitur και για τους δύο εφεσίβλητους.
Έπεται ότι η χρήση της φράσης «αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως» δεν ήταν απλώς μια λεκτική ή θεωρητική προσέγγιση στο ζήτημα της συνυπευθυνότητας, αυτής αποτελούσας απλώς ένα διακοσμητικό στοιχείο στο καταληκτικό αιτητικό, άνευ σημασίας, όπως ουσιαστικά επιχειρηματολογεί ο εφεσείων, αλλά είχε καταλυτική υπόσταση στα πραγματικά και ταυτόχρονα εναλλακτικά σενάρια υπευθυνότητας ή συνυπευθυνότητας που ο εφεσείων έθεσε στο δικόγραφο του. Επιδίωκε την απόδοση ευθύνης είτε και στους δύο εφεσίβλητους, είτε σε ένα εξ αυτών, με σκοπό την έκδοση υπέρ του απόφασης, εφόσον αυτό ήταν τελικώς το μόνο, υπενθυμίζεται, ζητούμενο με συμφωνημένο το ποσό αποζημίωσης, αλλά και με δεδομένο ότι δεν ήταν ο ίδιος υπεύθυνος με οποιοδήποτε τρόπο για το δυστύχημα. Το ζήτημα της ευθύνης αφορούσε κατ΄ ουσίαν δύο εφεσίβλητους ως συνεναγόμενους και το τυχόν μεταξύ τους και έναντι του εφεσείοντος, ποσοστό ευθύνης. Τον εφεσείοντα δεν τον απασχολούσε τόσο ο διαμοιρασμός της ευθύνης, όσο η επίλυση του επιδίκου θέματος της όποιας ευθύνης προς όφελος του.
Με την απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του εφεσίβλητου 2, ο εφεσείων όπως προώθησε την υπόθεση του ικανοποιήθηκε πλήρως και δεν παραμένει οτιδήποτε προς έφεση. Διαφορετική προσέγγιση θα καθιστούσε το επίρρημα «κεχωρισμένως» άνευ σημασίας, ενώ αντίθετα η έκθεση του στη δικογραφημένη αξίωση έδιδε το στίγμα, αλλά και την εναλλακτική επιλογή, της χωριστής ευθύνης. Κυρίως, όμως, θα καθιστούσε τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «και» και το διαζευκτικό σύνδεσμό «ή» άνευ σημασίας. Και εδώ είναι ουσιαστικά η έμφαση στη φράση «αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως», παρά στα επιρρήματα που χρησιμοποιούνται. Η θεραπεία («relief»), που απαντάται στο τέλος ενός κλητηρίου εντάλματος ή της έκθεσης απαίτησης, αποτελεί ουσιώδες μέρος της δικογραφίας. Παραπέμπει και ταυτόχρονα προειδοποιεί τον εναγόμενο αφενός ως προς τη θεραπεία που επιζητείται απ΄ αυτόν στη βάση βέβαια των προηγηθέντων λεπτομερειών και αφετέρου καθορίζει την ιδιότητα με την οποία αυτός ενάγεται, (δέστε Odgers´ Principles of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 42-43, 165-169 και τα πρότυπα αρ. 6, 18, 35 κ.α.). Η δικογραφηθείσα θεραπεία δεν ήταν του τύπου «αλληλεγγύως και κεχωρισμένως» («jointly and severally»). Η διάζευξη «ή» έχει καταλυτική σημασία.
Όπως λοιπόν αβίαστα από την παράθεση των λεπτομερειών αμελείας ανώτερω, η πρόταση του εφεσείοντα ήταν στην ουσία η εναλλακτική ευθύνη, εφόσον τα δεδομένα του δυστυχήματος ήταν τέτοια που μάλλον έτειναν προς την κατεύθυνση ο ένας ή ο άλλος των εναγομένων να ήταν υπεύθυνος, μη αποκλειομένης βεβαίως και της συνυπευθυνότητας. Πρόκειται προφανώς για περίπτωση όπου δεν υπήρχε «κοινός σκοπός» μεταξύ των εφεσιβλήτων, μη εμπίπτουσας έτσι στην τρίτη κατηγορία των «joint tortfeasors» όπως τις ταξινόμησε στο σύγγραμμα του ο Salmond.
Ο εφεσείων λέγει ότι ανεξάρτητα από την αλληλεγγύη και/ή κεχωρισμένη ευθύνη στο δικόγραφο, που δεν τον δεσμεύει κατά την εισήγηση του, η βάση της προώθησης της υπόθεσης του κατά την δικάσιμο και κατά την αγόρευση του πρωτοδίκως ήταν ότι και οι δύο εφεσίβλητοι έπρεπε να κριθούν συνυπεύθυνοι. Ως προς τη δέσμευση του επί του «αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως», έχει ήδη εξηγηθεί και κριθεί ανωτέρω για ποιο λόγο η θέση αυτή δεν ευσταθεί. Ως προς το χειρισμό της υπόθεσης πρωτοδίκως από τον εφεσείοντα, αναδρομή στα τηρηθέντα πρακτικά και πάλι δεν δικαιώνει τη θέση του. Ο εφεσίβλητος 2 δεν ήταν παρών στο Δικαστήριο και δεν κατέθεσε ώστε να τύχει αντεξέτασης. Όμως από την ομολογουμένως σύντομη αντεξέταση της εφεσίβλητης 1, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να καθιστά αλληλέγγυα την απόδοση ευθύνης και στους δύο εναγομένους. Η εφεσίβλητη 1 συμφώνησε στη θέση του κ. Ανδρέου ότι την ώρα που θα περνούσε την πάροδο δεν είχε πατήσει ούτε απότομα τα φρένα του οχήματος της, ούτε και τράβηξε χειρόφρενο. Αντίθετα μείωσε ταχύτητα και πήγαινε σιγά-σιγά, λέγοντας ότι «ελάττωσα και σταμάτησα», μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε με σχετική υποβολή. Η αντεξέταση συνεχίσθηκε και τερματίσθηκε με τα ακόλουθα:
«Ε. Βεβαίως θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι ήταν αδύνατο για εσένα να μπορέσεις να καθορίσεις ακριβώς το σημείο που σταμάτησε το αυτοκίνητο σου στο δρόμο, σε ένα δρόμο ο οποίος πάνε και έρχονται τα αυτοκίνητα. Δεν μπόρεσες να διευκρινίσεις στην Αστυνομία να του πεις του Αστυνομικού δαμέ ακριβώς σταμάτησα;
Α. Σταμάτησα πάνω στο δρόμο. Σταμάτησα και μετά.
Ε. Εμείς η θέση μας είναι ότι πιθανόν να μην σταμάτησες εκεί που λες και ότι το αυτοκίνητο σου μπορεί να μπήκε σε κάποιο βαθμό και στην άλλη πλευρά.
Α. Σταμάτησα, ένεφκα όπως σας είπα με τον δείκτη μου να μπω δεξιά, άκουσα το κτύπημα από πίσω σχεδόν ταυτόχρονα, αλλά όπως ήταν το κτύπημα πρέπει να με έσπασε λάστιχο μπροστά και αμέσως έγινε η σύγκρουση με τη μοτοσικλέτα που ήταν δυνάμενη.
Ε. Όταν λέμε κινήθηκες, δηλαδή το ένιωσες;
Α. Ναι, λίγο σάλτο και αμέσως το κτύπημα μπροστά.»
Από τη μαρτυρία των δύο αστυνομικών προέκυψε επίσης ότι κατηγορήθηκε μόνο ο εφεσίβλητος 2 ποινικώς και του επεβλήθη πρόστιμο. Η εκδοχή του τελευταίου στην αστυνομική του κατάθεση ήταν ότι το δυστύχημα είχε ήδη επισυμβεί μεταξύ εφεσίβλητης 1 και εφεσείοντα, όταν ο ίδιος κτύπησε με το όχημα του αυτό της εφεσίβλητης 1, ενώ η εκδοχή της εφεσίβλητης 1 ήταν ότι ενώ ήταν σταματημένη περιμένοντας να περάσει στην πάροδο, κτυπήθηκε στο πίσω μέρος από το όχημα του εφεσίβλητου 2, σπρώχθηκε προς τα εμπρός και ανέκοψε το μοτοποδήλατο του εφεσείοντα.
Επομένως ούτε επί των γεγονότων δικαιώνεται η θέση του εφεσείοντα.
Περαιτέρω και ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, η έφεση δεν μπορεί να προωθηθεί διότι το ζήτημα της διεύρυνσης της εκτέλεσης της απόφασης δεν αποτελεί καλό λόγο για την εξέταση έφεσης. Η εκτέλεση απόφασης ανήκει σε διαφορετική σφαίρα δικαιοδοσίας της δικαστικής διαδικασίας. Τα λεχθέντα στη Johnson v. Newton Fire Extinquisher Company Limited - πιο πάνω - είναι απολύτως σχετικά. Μεταφέρονται εδώ τα ακόλουθα:
«That inasmuch as the applicant had accepted and acted upon the award he could not appeal against it [.....]
The appellant cannot say that the award is both good and bad. It has the same effect, by reason of his acceptance of it, as if it has been a consent order from which no appeal would lie [...]
He has accepted and acted upon the award; that he cannot approbate and reprobate.»
Και στον Salmond on the Law of Torts - πιο πάνω - αναφέρεται στη σελ. 453, ότι απόφαση ληφθείσα εναντίον ενός των συναδικοπραγούντων απαλλάσσει όλους τους υπόλοιπους, έστω και αν δεν έχει ικανοποιηθεί.
Έφεση η οποία επιδιώκει την αναθεώρηση της δικαστικής κρίσης επί των ενώπιον του Δικαστηρίου θεμάτων εγερθέντων δικογραφικώς, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει σχέση με την εκτέλεση του διατακτικού της μέρους. Η εκτέλεση απόφασης και οι τρόποι εκτέλεσης καθορίζονται ρητά στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6. Ο εφεσείων, όπως προκύπτει από το σύνολο των δεδομένων και τις θέσεις του κ. Ανδρέου, υπέβαλε την έφεση του μετά που η προσπάθεια εκτέλεσης της απόφασης που έλαβε εναντίον του εφεσίβλητου 2 εναντίον του M.I.F. απέτυχε, εφόσον το M.I.F. αρνείται να πληρώσει οτιδήποτε, ο δε εφεσίβλητος 2, Ελλαδίτης, μόνιμος κάτοικος Γερμανίας, ως δήλωσε ο αστυνομικός εξεταστής, έφυγε από την Κύπρο. Υπάρχει δε και σύγχυση στην όλη υπόθεση εφόσον ο εφεσείων με τις αιτήσεις του ημερ. 29.6.2010 και 24.3.2011 με τις οποίες επιδιωκόταν με την πρώτη η υποκατάσταση επίδοση της έφεσης στον εφεσίβλητο 2 επί του M.I.F. και με τη δεύτερη, η επίδοση της έφεσης στον εφεσίβλητο 2 στο εξωτερικό, αναφέρεται ότι ο εφεσείων έχει «καλό λόγο έφεσης» εναντίον του εφεσίβλητου 2, εναντίον του οποίου όμως ήδη εκδόθηκε απόφαση. Είναι φανερό ότι η όλη εμπλοκή του εφεσίβλητου 2 ήταν και είναι η εκτέλεση της απόφασης. Προκύπτει επομένως και ζήτημα κατάχρησης της όλης διαδικασίας, εφόσον ο εφεσείων αποδέχθηκε στην ουσία την απόφαση και ενήργησε επ΄ αυτής.
Θα ήταν διαφορετική βεβαίως η περίπτωση αν δεν συμφωνείτο το ποσό και ο εφεσείων αμφισβητούσε την πρωτόδικη κρίση επί του επιδικασθέντος ποσού. Θα είχε δικαίωμα να εφεσιβάλει αυτό το μέρος της απόφασης. Αυτό ως εξαίρεση στα δικαιώματα καταχώρησης έφεσης από επιτυχόντα διάδικο.
Εφέσεις από επιτυχόντες διάδικους που έχουν εξ ολοκλήρου κερδίσει την υπόθεση τους, δεν νοείται στη λογική των πραγμάτων, είτε νομικά, είτε πρακτικά. Αποτελεί αξίωμα ότι το Εφετείο δεν ασχολείται, ούτε και εξετάζει ακαδημαϊκά θέματα. Γενικώς, ο επιτυχών διάδικος δεν έχει locus standi στην καταχώρηση έφεσης. Έστω και αν η επιτυχία του αποδεικνύεται πύρρειος νίκη. Στο ενδιαφέρον άρθρο του Jason B. Tompkins: Pyrrhic Victories: When A "Winner" Can Appeal, δημοσιευμένο στο τεύχος Summer 2009 του Birmingham Bar των Η.Π.Α., εξηγείται η γενική αρχή ότι «.. a party that receives all the relief requested may not appeal (California v. Rooney, 438 US 307, 311), (holding that a prevailing party who disagreed with the court´s analysis had no right of appeal.».
Υπάρχουν όμως, ενδεχομένως, περιπτώσεις όπου ο επιτυχών διάδικος δυνατόν να διατηρεί δικαίωμα έφεσης σε περιπτώσεις όπου λόγω λανθασμένης νομικής καθοδήγησης του Δικαστηρίου, ο διάδικος αν και έχει κερδίσει την αγωγή του, αφήνεται έκθετος στην πιθανότητα να υπέχει περαιτέρω ευθύνης, αλλά αυτό αφορά τον εναγόμενο, ή, όπου ένας εναγόμενος (και πάλι), δικαιούται να αμφισβητήσει μέρος της απόφασης σε αγωγή ευρεσιτεχνίας η οποία απερρίφθη, λόγω μη απόδειξης παραβίασης, αλλά η δικαστική απόφαση αποδέχθηκε ως νόμιμη μια κατηγορία αξίωσης. Δίδονται και άλλα παραδείγματα, αλλά όλα σχετίζονται με τα δεδομένα στην Αμερικανική νομική επιστήμη και δικαιοδοσία, όπως εδραιώθηκε, που δεν έχουν σχέση είτε με τη Κυπριακή νομική τάξη, είτε ακόμη με την Αγγλική νομική επιστήμη.
Ως προς το επιχείρημα ότι η έφεση είναι βιώσιμη διότι ο εφεσείων θα είχε δικαίωμα καταχώρησης χωριστών αγωγών και άρα επί έκαστης απόφασης και συναφές δικαίωμα έφεσης, ήδη απαντήθηκε ανωτέρω ότι ο εφεσείων θα έπρεπε, σε τέτοια περίπτωση, να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ως προς την έγερση άλλης αγωγής μετά την τελεσφόρηση της πρώτης, ενώ όπως αναφέρεται και στον Odgers´ Principles of Pleading and Practice - ανωτέρω -, σελ. 21-22:
«If, however, the plaintiff obtained from the defendant the whole of the damages awarded, there would be no point in bringing another action against a different defendant, because the plaintiff could not recover further damages from the second defendant and would almost certainly be mulcted in costs.»
Τα πιο πάνω ουσιαστικά αναγνώρισε, και ορθώς, και ο εφεσείων εφόσον επέλεξε να συνενώσει τους δύο ενδεχόμενους συναδικοπραγούντες ως συνεναγόμενους στην ίδια αγωγή, χάριν οικονομίας εξόδων και δικαστικού χρόνου.
Το πρόβλημα του επιμερισμού της ευθύνης αφορούσε τελικώς τους ίδιους τους συνεναγομένους inter se και όχι τον ενάγοντα. Ήταν ζήτημα ανταλλαγής ειδοποίησης συνεισφοράς μεταξύ τους δυνάμει της Δ.10 θ.12, η οποία και εκδόθηκε από αμφότερους τους εφεσίβλητους στις 12.3.2007 και 21.3.2007 αντίστοιχα.
Ο εφεσείων πέτυχε ό,τι επιδίωκε από τον ένα εκ των συνεναγομένων. Δεν παραμένει οτιδήποτε προς περαιτέρω εξέταση.
Θα απέρριπτα λοιπόν την έφεση για τους λόγους που εκτενώς έχουν ανωτέρω καταγραφεί.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ