ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2491
4 Δεκεμβρίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4 ΚΑΙ
9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ DMYTRO FIRTASH
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/ Ή ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΙ/Ή ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΧΑΡΗΣ ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ-
ΡΙΟΥ) ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΤΗΝ 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 7575/2013,
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 208/2013)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης Certiorari, προς το σκοπό της ακύρωσης προνοιών διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο ― Έλλειψη εξαιρετικών περιστάσεων και διαθέσιμα εναλλακτικά μέσα.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. ― Η αρχή αυτή ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα ― Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.
Με την αίτηση επιδιώχθηκε η παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως της φύσης Certiorari, προς το σκοπό της ακύρωσης 8 από τις 11 πρόνοιες διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο αγωγής.
Ο Αιτητής στην παρούσα διαδικασία είναι ο Εναγόμενος 7.
Απόφαση του Ουκρανικού Εφετείου αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώρηση της επίδικης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία η Ενάγουσα Τράπεζα ενήγαγε 8 φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Με την αγωγή αξίωνε εναντίον των Εναγομένων πολλαπλές θεραπείες. Παράλληλα Ενάγουσα Τράπεζα αιτήθηκε και εξασφάλισε το επίδικο παρεμπίπτον διάταγμα.
Με το επίδικο διάταγμα μεταξύ άλλων:
(Α) Διορίστηκε συγκεκριμένο πρόσωπο ως Ενδιάμεσος Παραλήπτης με πλήρη δικαιώματα για να διαχειριστεί προσωρινά τα περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων τα οποία αποτελούνται από τις μετοχές 23 εταιρειών οι οποίες φαινόταν να ελέγχονταν από τους Εναγόμενους 6 και 7.
(Β) Διατάχθηκαν οι Εναγόμενοι 6, 7 και 8 και οι αντιπρόσωποι τους, επέτρεπαν στον Ενδιάμεσο Παραλήπτη που θα διοριζόταν από το Δικαστήριο, πλήρη και ελεύθερη πρόσβαση σε μητρώα και έγγραφα που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία, χρέη και υποχρεώσεις των Εναγομένων 6, 7 και 8 στις 23 εταιρείες.
(Γ) Εμποδίστηκαν οι Εναγόμενοι 6, 7 και 8 από του να μεταφέρουν εκτός Κύπρου περιουσιακά τους στοιχεία.
(Δ) Απαγορεύτηκε στους Εναγόμενους 6, 7 και 8 από του να καταστρέψουν οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο ή άλλο αντικείμενο, κ.ά..
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:
α) Υπήρξε υπέρβαση της εξουσίας και/ή αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και/ή νομικό σφάλμα εμφανές επί του πρακτικού και/ή παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης καθ' ότι, αφ' ης στιγμής το Δικαστήριο αποφάσισε να εκδώσει τα διατάγματα των παραγράφων. Θ, Ι και Κ, δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος έκδοσης των υπολοίπων διαταγμάτων μονομερώς χωρίς να δοθεί ειδοποίηση στον αιτητή, επειδή αφ' ενός μεν δεν ικανοποιείτο το στοιχείο του επείγοντος και αφ' ετέρου οι καθ' ων η αίτηση δεν κινδύνευαν να υποστούν οποιαδήποτε ζημιά από την μη έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων.
β) Ο Αιτητής ο οποίος στην αγωγή εμφανίζεται ως Εναγόμενος 7, ουδεμία σχέση έχει με τις Εναγόμενες 1 και 5 εταιρείες. Η δε ένορκη δήλωση που υποστήριζε την μονομερή αίτηση αναφερόταν μόνο σε βάσιμους και εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι η Εναγόμενη 5 ανήκει και ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από τους Εναγόμενους 6, 7, και 8», χωρίς προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων.
γ) Το μόνο άλλο που η Ενάγουσα Τράπεζα ισχυρίστηκε για να εξασφαλίσει το παρεμπίπτον διάταγμα, ήταν ότι ο Αιτητής μαζί με τους Εναγομένους 6 και 8 είναι Ουκρανοί ολιγάρχες οι οποίοι ελέγχουν τα δικαστήρια και τους δικαστές της χώρας τους και ότι συνωμότησαν μεταξύ τους με αποτέλεσμα οι Εναγόμενοι 5 να καταφέρουν να εξασφαλίσουν την ουκρανική δικαστική απόφαση εναντίον της Ενάγουσας Κυπριακής Τράπεζας.
δ) Από τη στιγμή που διορίστηκε Ενδιάμεσος Παραλήπτης για να διαχειρίζεται όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Αιτητών, το επίδικο σαρωτικό διάταγμα ήταν εντελώς αχρείαστο, αφού στην ουσία παρέλυε όλες ανεξαιρέτως τις δραστηριότητες του Αιτητή.
ε) Δεν υπήρχε άλλο αποτελεσματικό ένδικο μέσο και εάν δεν παραχωρείτο η απαιτούμενη άδεια, ο Αιτητής και οι άλλες εταιρείες θα υφίσταντο ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού θα παρέλυαν όλες οι επιχειρηματικές δραστηριότητές τους ανά το παγκόσμιο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η υπόθεση περιστρεφόταν στο κατά πόσον ο Αιτητής είχε στη διάθεση του άλλο ένδικο μέσο.
2. Στην προκειμένη περίπτωση ανεξάρτητα αν τα κύρια παράπονα του Αιτητή σχετίζονταν με την ύπαρξη έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, εμφανούς νομικού σφάλματος και παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, παρέμενε το γεγονός ότι ο Αιτητής είχε στη διάθεση του άλλα ένδικα μέσα.
3. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να καταχωρήσει, δυνάμει της Δ.48 θ.4, ένσταση στην οριστικοποίηση του διατάγματος, ή αίτηση δυνάμει της Δ.48 θ.8(4) για παραμερισμό της ενδιάμεσης απόφασης ή ενδεχομένως και έφεση, αν το έκρινε σκόπιμο.
4. Από τα όσα εκτέθηκαν από το συνήγορο του Αιτητή δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να συνιστά εξαιρετική περίσταση, ώστε να καθίστατο αναγκαία η κατ' εξαίρεση παροχή της αιτούμενης άδειας, με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου.
5. Επίσης, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ο χρόνος εκδίκασης μιας έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίσταση ώστε να γίνει επίκληση του κατάλοιπου εξουσίας. Από τη νομολογία έχει αναγνωριστεί η δυνατότητα που πάντοτε υπάρχει για επίσπευση του χρόνου εκδίκασης μιας έφεσης αν διαπιστωθεί καλός λόγος.
6. Περαιτέρω, λόγω του εύρους του επίδικου προσωρινού διατάγματος και των επιπτώσεων στους Εναγομένους, αναμενόταν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε, θα μεριμνούσε ώστε αυτό να οδηγείτο το συντομότερο δυνατό σε ακρόαση.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χαρίλαος Αποστολίδης και Σία Λτδ κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 2302,
Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Χρίστου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2085,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ. 1965,
Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552,
Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1342,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878 ,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) A.A.Δ. 1535,
Μεστάνας (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1469,
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464,
Starport Nominees Ltd κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1370.
Αίτηση.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα), για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η υπόθεση τέθηκε ενώπιον μου, μετά από εξαίρεση αδελφού Δικαστή. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή ζήτησε όπως ακουστεί αυθημερόν, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό, λόγω της φύσης των γεγονότων.
Με την αίτηση ζητείται άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρηθεί αίτηση διά κλήσεως της φύσης Certiorari. Απώτερος στόχος του Αιτητή είναι η ακύρωση 8 από τις 11 πρόνοιες διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε στις 25.11.2013 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Πέραν της άδειας, δεν ζητείται οτιδήποτε άλλο, αν και έχω την εντύπωση ότι οι υποπαράγραφοι (β) και (γ) του αιτητικού, παρά την ταξινόμηση τους, δεν εντάσσονται στο κύριο αίτημα, που είναι η παραχώρηση άδειας, αλλά αποτελούν αυτοτελή αιτήματα της παρούσας αίτησης. Εν πάση περιπτώσει, με τις υποπαραγράφους (β) και (γ) της αίτησης, ζητείται όπως ανασταλεί η ισχύς των πιο πάνω προνοιών του προσωρινού διατάγματος και δοθούν όλες οι αναγκαίες οδηγίες για τον περαιτέρω χειρισμό της ενδιάμεσης διαδικασίας, που συνεχίζει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Η Αίτηση συνοδεύεται, όπως πρέπει, από Έκθεση και σύντομη Ένορκη Δήλωση στην οποία επισυνάπτεται μεγάλος αριθμός τεκμηρίων. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, ο λόγος για τον οποίο ζητείται η παραχώρηση άδειας, είναι ότι υπήρξε, κατά τον ισχυρισμό του Αιτητή, «υπέρβαση της εξουσίας και/ή αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και/ή νομικό σφάλμα εμφανές επί του πρακτικού και/ή παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης καθ' ότι αφ' ης στιγμής το Δικαστήριο αποφάσισε να εκδώσει τα διατάγματα των παρα. Θ, Ι και Κ, τα οποία ο αιτητής δεν προσβάλλει με την παρούσα αίτηση, δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος έκδοσης των υπολοίπων διαταγμάτων των παρα. Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ και Η μονομερώς χωρίς να δοθεί ειδοποίηση στον αιτητή καθ' ότι αφ' ενός μεν δεν ικανοποιείτο το στοιχείο του επείγοντος το οποίο αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων μονομερώς και αφ' ετέρου οι καθ' ων η αίτηση δεν κινδύνευαν να υποστούν οποιαδήποτε ζημιά από την μη έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων.»
Σύμφωνα με τα γεγονότα, στην αγωγή 7575/2013 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, υπήρχαν 8 εναγόμενοι. Στη συνέχεια θα αναφέρομαι στα διάφορα εμπλεκόμενα μέρη με την ιδιότητα που εμφανίζονται στην πιο πάνω αγωγή. Η Εναγόμενη 1 εταιρεία διατηρούσε καταθετικό λογαριασμό με την Ενάγουσα Τράπεζα, με πιστωτικό υπόλοιπο €11.169.456,28. Μετά την παγοποίηση των λογαριασμών της, ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων που τέθηκαν από τις κυπριακές τράπεζες, η εναγόμενη 1 εταιρεία εκχώρησε γραπτώς τα δικαιώματά της επί του λογαριασμού στην Εναγόμενη 5 εταιρεία, η οποία κατέστη η δικαιούχος του καταθετικού λογαριασμού. Η Εναγόμενη 5 στη συνέχεια αποτάθηκε στο Εμπορικό Δικαστήριο του Κιέβου (Υπόθ. Αρ. 910-8874/13), το οποίο στις 30.7.2013 εξέδωσε απόφαση με την οποία επιδικάστηκε ποσό €11.169.456,28 προς όφελος της Εναγόμενης 5 και εναντίον της κυπριακής τράπεζας, η οποία ήταν η Ενάγουσα στην πιο πάνω αγωγή. Η διαφορά οδηγήθηκε ενώπιον Ουκρανικού Εφετείου, το οποίο με απόφαση ημερ. 26.9.2013 επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση του Εμπορικού Δικαστηρίου του Κιέβου.
Η απόφαση του Ουκρανικού Εφετείου αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώρηση της επίδικης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία η Ενάγουσα Τράπεζα ενήγαγε 8 φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Ο Αιτητής στην παρούσα διαδικασία είναι ο Εναγόμενος 7.
Με εκείνη την αγωγή αξιώνουν εναντίον των Εναγομένων τις πιο κάτω εννέα θεραπείες:-
(1) Δήλωση ότι η Συμφωνία Εκχώρησης ημερ. 3.5.2013 που έγινε μεταξύ Εναγομένων 1 και 5, είναι παράνομη και άκυρη αφού είναι προϊόν δόλου και συνομωσίας των Εναγομένων 1-8.
(2) Διάταγμα για ακύρωση της πιο πάνω Συμφωνίας Εκχώρησης.
(3) Δήλωση ότι τα κυπριακά δικαστήρια είναι τα μόνα αρμόδια να εκδικάσουν οποιαδήποτε απαίτηση σε σχέση με τους τραπεζικούς λογαριασμούς της Εναγόμενης 1 εταιρείας.
(4) Δήλωση ότι οι Εναγόμενοι 1-8 συνωμότησαν για να προκαλέσουν οικονομική ζημιά στην Ενάγουσα Τράπεζα.
(5) Διάταγμα που να απαγορεύει στην Εναγομένη 5 και τους Εναγόμενους 6-8 να προωθούν περαιτέρω την υπόθεση που καταχώρησαν στο Εμπορικό Δικαστήριο του Κιέβου και από του να προβαίνουν σε οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης.
(6) Δήλωση ότι η καταχώρηση αγωγής στο Ουκρανικό δικαστήριο από την Εναγόμενη 5, έγινε στη βάση «συνωμοτικού και δόλιου σχηματισμού» («fraudulent design») από τους Εναγόμενους 1-8.
(7) Δήλωση ότι οι Εναγόμενοι 6, 7 και 8 είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές της συνωμοσίας.
8) Δήλωση ότι οι Εναγόμενοι 6, 7 και 8 ευθύνονται για τις παράνομες πράξεις τους οι οποίες προκάλεσαν ζημιά στην Ενάγουσα Τράπεζα και
(9) Αποζημιώσεις εναντίον όλων των Εναγομένων.
Ταυτόχρονα με την αγωγή, η Ενάγουσα Τράπεζα αιτήθηκε και εξασφάλισε παρεμπίπτον διάταγμα. Επειδή προβάλλονται διάφορα επιχειρήματα ως προς το περιεχόμενο του διατάγματος, καθίσταται αναγκαίο να γίνει σύνοψη των περίπλοκων προνοιών του. Με το επίδικο διάταγμα:-
(Α) Διορίστηκε συγκεκριμένο πρόσωπο ως Ενδιάμεσος Παραλήπτης με πλήρη δικαιώματα για να διαχειριστεί προσωρινά τα περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων τα οποία αποτελούνται από τις μετοχές 23 εταιρειών οι οποίες φαίνεται να ελέγχονται από τους Εναγόμενους 6 και 7. Οι συγκεκριμένες εταιρείες φαίνεται ότι κατέχουν ή ελέγχουν 10 τηλεοπτικούς σταθμούς.
(Β) Διατάχθηκαν οι Εναγόμενοι 6, 7 και 8 και οι αντιπρόσωποι τους, όπως επιτρέψουν στον Ενδιάμεσο Παραλήπτη που θα διοριστεί από το Δικαστήριο, πλήρη και ελεύθερη πρόσβαση και παραδώσουν όλα τα βιβλία, μητρώα και έγγραφα που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία, χρέη και υποχρεώσεις των Εναγομένων 6, 7 και 8 στις 23 εταιρείες.
(Γ) Εμποδίστηκαν οι Εναγόμενοι 6, 7 και 8 από του να μεταφέρουν εκτός Κύπρου και άλλως πως αποξενώσουν οποιοδήποτε περιουσιακό τους στοιχείο που βρίσκεται στην Κύπρο.
(Δ) Απαγορεύτηκε στους Εναγόμενους 6, 7 και 8 από του να καταστρέψουν οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο αντικείμενο ή άλλη πληροφορία σε οποιαδήποτε μορφή είναι αποθηκευμένη, η οποία σχετίζεται με τα περιουσιακά στοιχεία των πιο πάνω Εναγομένων.
(Ε) Διατάχθηκαν 31 ιδιωτικές εταιρείες, πρόσωπα και τραπεζικά ιδρύματα, όπως πληροφορήσουν τους δικηγόρους της Ενάγουσας Τράπεζας κατά πόσο έχουν δεσμεύσει στη βάση της παραγράφου (Γ) ανωτέρω, οποιοδήποτε ποσό ή περιουσιακό στοιχείο των Εναγομένων 6, 7 και 8 και των συνδεδεμένων με αυτά προσώπων.
(ΣΤ) Παγοποιήθηκε η μεταβίβαση ή επιβάρυνση της ιδιοκτησίας των 23 εταιρειών.
(Ζ) Διατάχθηκε η Ελληνική Τράπεζα όπως δώσει στο δικηγόρο της Ενάγουσας Τράπεζας διάφορα στοιχεία για τους πραγματικούς ιδιοκτήτες διαφόρων λογαριασμών.
(Η) Διατάχθηκε συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο το οποίο παρέχει εταιρικές υπηρεσίες, να αποκαλύψει διάφορα έγγραφα.
(Θ) Απαγορεύτηκε στους Εναγόμενους 5-8 από του να προωθήσουν την υπόθεση 910-8874/13 που καταχώρησε η Εναγόμενη 5 εναντίον της Ενάγουσας Τράπεζας στο Εμπορικό Δικαστήριο του Κιέβου και περαιτέρω από του να προβεί σε οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης κατά της Τράπεζας και των θυγατρικών εταιρειών της.
(Ι) Απαγορεύτηκε στους Εναγόμενους 5-8 από του να εκχωρήσουν σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο την απαίτηση που αποτέλεσε αντικείμενο της υπόθεσης 910-8874/13 στο Εμπορικό Δικαστήριο του Κιέβου, και
(Κ) Απαγορεύτηκε στους Εναγόμενους 5-8 από του να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης εναντίον της Ενάγουσας Τράπεζας στα μέτρα της εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης του Εμπορικού Δικαστηρίου του Κιέβου.
Ο Αιτητής ο οποίος στην αγωγή εμφανίζεται ως Εναγόμενος 7, ισχυρίζεται ότι ουδεμία σχέση έχει με τις Εναγόμενες 1 και 5 εταιρείες. Όπως ισχυρίζεται, το μόνο που αναφέρεται στην παράγραφο 12 της ένορκης δήλωσης του κ. Φ. Ζωμενή που συνόδευε την αίτηση με την οποία εξασφαλίστηκε το παρεμπίπτον διάταγμα, είναι ότι «οι Ενάγοντες έχουν βάσιμους και εύλογους λόγους να πιστεύουν ότι η Εναγόμενη 5 ανήκει και ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από τους Εναγόμενους 6, 7, και 8», χωρίς όμως να προσκομιστεί οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να υποστηρίζει τον πιο πάνω ισχυρισμό. Επίσης ισχυρίστηκε ότι το μόνο άλλο που η Ενάγουσα Τράπεζα ισχυρίστηκε για να εξασφαλίσει το παρεμπίπτον διάταγμα, είναι ότι ο Αιτητής μαζί με τους Εναγομένους 6 και 8 είναι Ουκρανοί ολιγάρχες οι οποίοι ελέγχουν τα δικαστήρια και τους δικαστές της χώρας τους και ότι συνωμότησαν μεταξύ τους με αποτέλεσμα οι Εναγόμενοι 5 να καταφέρουν να εξασφαλίσουν την ουκρανική δικαστική απόφαση εναντίον της Ενάγουσας Κυπριακής Τράπεζας. Όμως ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι παρά τη διατύπωση του πιο πάνω γενικού ισχυρισμού, η Ενάγουσα Τράπεζα, διά της ενόρκου δηλώσεως του κ. Φ. Ζωμενή δεν επικαλέστηκε οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο που να τείνει να αποδείξει του λόγου το αληθές. Ο Αιτητής επισημαίνει ότι η Κύπρος έχει υπογράψει Διμερή Συμφωνία με την Ουκρανία για νομική συνεργασία στη βάση της οποίας οι δύο χώρες ανέλαβαν την αμοιβαία υποχρέωση για αναγνώριση για εκτέλεση αποφάσεων, γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη υγιούς συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στην Ουκρανία.
Επίσης ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε τα διατάγματα στα οποία αφορούν οι παράγραφοι (Θ), (Ι) και (Κ), δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να εκδοθούν τα υπόλοιπα δραστικά διατάγματα και μάλιστα μονομερώς, αφού δεν υπήρχε το στοιχείο του κατεπείγοντος, το οποίο σύμφωνα με το Άρθρο 9 του Κεφ. 6 και τη σχετική επί τούτου νομολογία, αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Τέτοιου είδους διατάγματα, τα οποία στην ουσία εμποδίζουν την περαιτέρω προώθηση δικαστικών μέτρων, εκδίδονται με πολλή φειδώ και μόνο αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι από τη στιγμή που διορίστηκε Ενδιάμεσος Παραλήπτης για να διαχειρίζεται όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Αιτητών, το επίδικο σαρωτικό διάταγμα ήταν εντελώς αχρείαστο, αφού στην ουσία παραλύει όλες ανεξαιρέτως τις δραστηριότητες του Αιτητή.
Τέλος, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει άλλο αποτελεσματικό ένδικο μέσο και ότι αν δεν δοθεί η απαιτούμενη άδεια, ο Αιτητής και οι άλλες εταιρείες θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού θα παραλύσουν όλες οι επιχειρηματικές δραστηριότητές τους ανά το παγκόσμιο. Υπάρχουν και άλλοι ισχυρισμοί δευτερεύουσας σημασίας, στους οποίους για χάριν συντομίας δεν θα κάνω ειδική αναφορά.
Δεν προτίθεμαι να υπεισέλθω στην ουσία των ισχυρισμών του Αιτητή, αφού θεωρώ ότι η υπόθεση περιστρέφεται στο κατά πόσον ο Αιτητής έχει άλλο ένδικο μέσο.
Σύμφωνα με τη νομολογία, για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, ο Αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για ύπαρξη, μεταξύ άλλων, έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, δόλος, προκατάληψη και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Όμως η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή. Σύμφωνα με τη νομολογία όπως την έχω πρόσφατα συνοψίσει στη Χαρίλαος Αποστολίδης και Σία Λτδ κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 2302 όπου υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο δεν είναι δυνατό να παραχωρηθεί προνομιακό ένταλμα, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ότι η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν καθίσταται υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων και ότι ο μεγάλος χρόνος που χρειάζεται για εκδίκαση της έφεσης δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση, εφόσον η εκδίκαση μιας έφεσης μπορεί να επισπευσθεί αν υπάρχει καλός λόγος (βλ. Χρίστου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2085). Επίσης νομολογιακά έχει διευκρινιστεί ότι η αρχή των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά, ανεξάρτητα αν ο λόγος που επιδιώκεται η ακύρωση του διατάγματος σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας (βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ.1965, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552 και Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1342).
Το θέμα έτυχε πρόσφατης εξέτασης από το Εφετείο στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878, στην οποία έγινε εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας και ιδιαίτερα του δικαστικού λόγου στις υποθέσεις Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) A.A.Δ. 1535. Παραθέτω την πιο κάτω περικοπή, η οποία επεξηγεί την αποκρυσταλλωμένη πλέον θέση της νομολογίας ότι η αρχή για αναζήτηση εξαιρετικών περιστάσεων σε περιπτώσεις ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου, δεν χαλαρώνει ούτε στις περιπτώσεις που η παρανομία σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:-
«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις είναι κατά την άποψή μας αχρείαστη (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, Έκδοση 2004, σελ. 55-68). Ο κ. Πολυβίου για να υποστηρίξει τη θέση του περί ύπαρξης «ευρύτερης» προσέγγισης, έκαμε αναφορά σε απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury´s, Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265. Όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα σε σχέση με το δικαιοδοτικής φύσης θέμα, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι:-
«Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση Τόμος 11 σελ. 140 §265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) § 117, σημ. 22 και Bazu's Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)
"Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy."
Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. Έχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και στη συνέχεια στη Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469.»
Ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού ανέλυσε την αγγλική νομολογία, στην οποία στηρίχθηκε το πιο πάνω απόσπασμα, από το Halsbury´s Laws of England, ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υποστηρίζει την απολυτότητα με την οποία διατυπώνεται η παρατήρηση στο πιο πάνω Σύγγραμμα. Τελικά, κατέληξε πως:-
«.. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»
Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Νικήτα, Δ., στη Γεωργίου, Αίτηση Αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001 και σε πολλές άλλες υποθέσεις που ακολούθησαν. Ο κ. Πολυβίου έκαμε επίσης αναφορά στη Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 ΑΑΔ 534, ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του. Εκεί έγινε αναφορά από τον Καλλή, Δ., σε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας. Όπως υποδεικνύει ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Re Σάββα (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 1941, ανεξάρτητα αν «με βάση παλαιότερη νομολογία, επικράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα Certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων», ακολούθησαν οι υποθέσεις Μεστάνας, ανωτέρω και Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στις οποίες αποφασίστηκε όπως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.
Αν και τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, εντούτοις έτυχαν της έγκρισης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535, στην οποία το κατώτερο δικαστήριο κατόπιν αίτησης της εταιρείας B.M.T.L., εξέδωσε διάταγμα Mareva εναντίον της Fastact και άλλων εταιρειών, με το οποίο απαγορευόταν στη Fastact και στις άλλες εταιρείες να αποσύρουν χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό. Ενώ το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί ένσταση, στις 7.3.2002 η Fastact και οι άλλες εταιρείες, καταχώρησαν αίτηση για ένταλμα Certiorari για ακύρωση του διατάγματος. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως εκδόθηκε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρωνόταν το διάταγμα Mareva στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας. Μετά από έφεση της B.M.T.L. το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την μέχρι τότε νομολογία, επέτρεψε την έφεση, αναφέροντας ότι:-
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Ο κ. Πολυβίου μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης. Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία. Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω.»
Στην προκειμένη περίπτωση ανεξάρτητα αν τα κύρια παράπονα του Αιτητή σχετίζονται με την ύπαρξη έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, εμφανούς νομικού σφάλματος και παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, παραμένει το γεγονός ότι ο Αιτητής είχε στη διάθεση του άλλα ένδικα μέσα. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να καταχωρήσει, δυνάμει της Δ.48 θ.4, ένσταση στην οριστικοποίηση του διατάγματος, ή αίτηση δυνάμει της Δ.48 θ.8(4) για παραμερισμό της ενδιάμεσης απόφασης ή ενδεχομένως και έφεση, αν το έκρινε σκόπιμο. Έχω εξετάσει τα όσα έθεσε ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή και δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να συνιστά εξαιρετική περίσταση, ώστε να καθίσταται αναγκαία η κατ' εξαίρεση παροχή της αιτούμενης άδειας, με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου (βλ. Μεστάνας (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1469). Επίσης, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ο χρόνος εκδίκασης μιας έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίσταση ώστε να γίνει επίκληση του κατάλοιπου εξουσίας. Στις υποθέσεις Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464 και Starport Nominees Ltd κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1370, έγινε υπόμνηση της δυνατότητας που πάντοτε υπάρχει για επίσπευση του χρόνου εκδίκασης μιας έφεσης αν διαπιστωθεί καλός λόγος.
Λόγω του εύρους του επίδικου προσωρινού διατάγματος και των επιπτώσεων στους Εναγομένους, αναμένεται ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί, θα μεριμνήσει ώστε αυτό να οδηγηθεί το συντομότερο δυνατό σε ακρόαση.
Υπό τις περιστάσεις, η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.