ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2119
15 Οκτωβρίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΝΝΑΣ ΒΙΟΛΑΡΗ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2009)
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Δικαίωμα διάβασης ― Επικύρωση πρωτόδικη κρίσης με την οποία εκρίθη ότι δεν υπήρξε δεδικασμένο από την ύπαρξη προηγούμενης δικαστικής απόφασης με την οποία είχε αναγνωριστεί το δικαίωμα διάβασης που είχε στο ακίνητο του εφεσίβλητου ― Η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα επιλογής αν θα καταχώριζε δηλαδή αίτηση παρακοής του προηγούμενου διατάγματος του δικαστηρίου ή νέα αγωγή στην οποία να ζητά άρση της επέμβασης και αποζημιώσεις.
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Δικαίωμα διάβασης ― Η μη εγγραφή του δικαιώματος διάβασης στο Κτηματολόγιο δεν επηρέαζε την νομιμοποίηση της εφεσίβλητης να προστατεύσει το δικαίωμα της σε περίπτωση επέμβασης.
Αποζημιώσεις ― Παράνομη επέμβαση ― Επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων ύψους δέκα ευρώ για παράνομη επέμβαση στην οποία δεν αποδείχθηκε το ύψος της ζημίας.
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Παράνομη επέμβαση ― Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα παρά την επιδίκαση ονομαστικών μόνο αποζημιώσεων σε αγωγή παράνομης επέμβασης δεν μπορούσε να θεωρηθεί λανθασμένη ― Υπόμνηση Εφετείου ότι άλλη απόφαση στην οποία νομολογήθηκε αντίθετη αρχή, διέπετο από ιδιάζοντα γεγονότα.
Ο εφεσείων στράφηκε εναντίον της ορθότητας πρωτόδικης απόφασης με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε αναφορικά με δικαίωμα διάβασης που διεκδικούσε η ενάγουσα-εφεσίβλητη στην ακίνητη ιδιοκτησία του εφεσείοντα.
Βασικό επίδικο ζήτημα ήταν η χρήση και γενικά η τύχη του δικαιώματος διάβασης, από την αναγνώριση του δικαστικώς μέχρι το 2000, που ανεγέρθηκε τοίχος από τον εφεσείοντα ο οποίος απέκοψε τη διάβαση. Σημείωσε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε ενέγραψε το προαναφερόμενο δικαίωμα της στο Κτηματολόγιο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη απέκτησε το επίδικο δικαίωμα διόδου, δυνάμει της δικαστικής απόφασης η οποία επιβεβαιώθηκε από το Εφετείο. Το σχετικό δε δικαίωμα διάβασης το ασκούσε η εφεσίβλητη μέχρι τον Οκτώβριο του 2000 οπότε ο εφεσείων ανήγειρε τοίχο ύψους περίπου 2 μέτρων με τρόπο που παρεμποδιζόταν, εξ ολοκλήρου, η άσκηση του.
Έκρινε περαιτέρω, ότι η μη εγγραφή του δικαιώματος στο Κτηματολόγιο δεν επηρέαζε την νομιμοποίηση της εφεσίβλητης να προστατεύσει το δικαίωμα της σε περίπτωση επέμβασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ακόμα ότι με την ανέγερση του τοίχου το 2000, η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να προχωρήσει είτε με αίτηση παρακοής διατάγματος που εκδόθηκε στην παλαιότερη απόφαση, είτε να καταχωρήσει νέα αγωγή για άρση της επέμβασης. Η καταχώριση νέας αγωγής ήταν εντός των δικαιωμάτων της εφεσίβλητης. Η νέα αγωγή αφορούσε στη νέα επέμβαση που έγινε το 2000 και επομένως δεν αφορούσε σε θέμα που εκδικάστηκε και αποφασίστηκε στην παλαιότερη αγωγή.
Ως προς το ζήτημα των αποζημιώσεων το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε, ελλείψει μαρτυρίας για το ύψος οποιασδήποτε ζημιάς, ονομαστικές αποζημιώσεις τις οποίες καθόρισε σε €10, εκδίδοντας παράλληλα το αιτούμενο σχετικό διάταγμα για την αποκατάσταση ελεύθερης διάβασης δια μέσου του κτήματος του εφεσείοντα-εναγομένου και για παύση επέμβασης στο δικαίωμα διάβασης της ενάγουσας.
Η έφεση στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στους κάτωθι λόγους:
α) Η ενδιάμεση απόφαση με την οποία επετράπη η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης της εφεσίβλητης ήταν εσφαλμένη.
β) Λανθασμένα κρίθηκε ότι η ύπαρξη άλλης δικαστικής απόφασης δεν δημιουργούσε δεδικασμένο για την εφεσίβλητη. Υπήρξε δε, εσφαλμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου από τη νομολογία.
γ) Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε ονομαστικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο, και επιδίκασε έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όλοι οι λόγοι έφεσης ήταν αβάσιμοι.
2. Ως προς την απόφαση τροποποίησης έστω και σε προχωρημένο στάδιο, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογείτο η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης ώστε να επιτρεπόταν η αναφορά σε προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου και του Εφετείου σύμφωνα με την οποία η εφεσίβλητη-ενάγουσα είχε αποκτήσει δικαίωμα διαβάσεως.
3. Στην προηγούμενη αγωγή και στην έφεση που ακολούθησε, το επίδικο θέμα ήταν το κατά πόσον δημιουργήθηκε δικαίωμα διόδου υπέρ του ιδιοκτήτη του ενός κτήματος και εις βάρος του ιδιοκτήτη του γειτνιάζοντος κτήματος, ενώ στην υπό εξέταση αγωγή το ζήτημα που παρέμεινε ως επίδικο και αποφασίστηκε ήταν το κατά πόσον υπήρξε επέμβαση του εφεσείοντα στο δικαίωμα της εφεσίβλητης, από το 2000 και μεταγενέστερα και κατά πόσον η εφεσίβλητη δικαιούτο σε αποζημιώσεις εξαιτίας της παραβίασης του δικαιώματος της.
4. Ήταν ορθή, η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα επιλογής αν θα καταχώριζε αίτηση παρακοής του προηγούμενου διατάγματος του δικαστηρίου ή νέα αγωγή στην οποία να ζητούσε άρση της επέμβασης και αποζημιώσεις. Δεδομένου ότι η περίοδος για την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης είχε παρέλθει, δεν ήταν αθέμιτο ή αδικαιολόγητο για την εφεσίβλητη να επιλέξει την καταχώριση νέας αγωγής.
5. Ήταν ορθή η καθοδήγηση που είχε από τη νομολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο.
6. Αναφορικά με την επιδίκαση ονομαστικών μόνο αποζημιώσεων, είναι θεμελιωμένο ότι όταν υπάρχει παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία (που περιλαμβάνει και το δικαίωμα διάβασης), αλλά ο δικαιούχος δεν επιτύχει να αποδείξει ουσιαστική ζημιά εξαιτίας της παραβίασης του δικαιώματος του, το δικαστήριο επιδικάζει ονομαστικές αποζημιώσεις όπως στην προκείμενη περίπτωση.
7. Το γεγονός της μη εγγραφής του δικαιώματος της εφεσίβλητης στο Κτηματολόγιο δεν επηρεάζει το ζήτημα της επιδίκασης ονομαστικής αποζημίωσης υπέρ της.
8. Η εφεσίβλητη δικαιώθηκε ως προς το ζήτημα της επέμβασης του εφεσείοντα στο δικαίωμα διάβασης της και ήταν στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα υπέρ της.
9. Στην υπόθεση Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634, στην οποία τα γεγονότα ήταν ιδιάζοντα, λέχθηκε ότι, σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία, όταν αποδεικνύεται το αγώγιμο δικαίωμα αλλά όχι ζημιά, τα έξοδα μπορεί και να βαρύνουν τον ενάγοντα.
10. Όμως στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο αιτιολόγησε την απόφαση του για έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας και, δεδομένου ότι τα έξοδα της τροποποίησης επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσείοντα-εναγομένου, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν μπορούσε να θεωρηθεί λανθασμένη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Thrasyvoulou v. Thrasyvoulou (1984) 1 C.L.R. 411,
Γαβριήλ ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868,
Erotokritou v. Soutsos (1965) 1 C.L.R. 162,
Elia a.ο. v. Alexandrou (1987) 1 C.L.R. 53,
Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634,
Μουρτζινός ν. Το πλοίο «Γαλαξίας» (1997) 1 Α.Α.Δ. 80.
Έφεση.
Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 872/2005), ημερομ. 4/9/2009.
Α. Γιωρκάτζης με Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Λεμονάρη (κα), για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη-ενάγουσα καταχώρησε γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο στις 3.2.2005 αξιώνοντας:
(α) Δήλωση ότι ως ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 678, Φ/Σχ. 37/21.2.1, στην Κακοπετριά, απέκτησε, δυνάμει χρησικτησίας, δικαίωμα διάβασης επί του συνορεύοντος τεμαχίου 679, το οποίο ανήκει στον εναγόμενο-εφεσείοντα.
(β) Δήλωση ότι απέκτησε δικαίωμα διαβάσεως πεζή και/ή με φορτωμένα ζώα και/ή με οχήματα, δια μέσου του τεμαχίου 679 και προς όφελος του τεμαχίου 678, σαν αποτέλεσμα της άσκησης του δικαιώματος αυτού από την ίδια και τους εν τίτλω προκατόχους της (μητέρα της), για πλήρη περίοδο κατοχής, δηλαδή από το 1925 και μετά.
(γ) Διάταγμα αναγνώρισης και εγγραφής του προαναφερόμενου δικαιώματος διαβάσεως δια μέσου του κτήματος του εναγομένου-εφεσείοντα.
(δ) Διάταγμα για την αποκατάσταση ελεύθερης διάβασης δια μέσου του κτήματος του εφεσείοντα-εναγομένου και για παύση επέμβασης στο προαναφερόμενο δικαίωμα της.
(ε) Αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στο προαναφερόμενο δικαίωμα διαβάσεως, και
(στ) Νόμιμο τόκο και έξοδα αγωγής.
Στις 17.10.2007, ημέρα κατά την οποία η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο ευπαίδευτος συνήγορος της ενάγουσας-εφεσίβλητης υπέβαλε αίτημα αναβολής καθότι πρόσφατα είχε πληροφορηθεί ότι υπήρχε ήδη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε υπόθεση μεταξύ της μητέρας των διαδίκων και του εναγομένου-εφεσείοντα, στην οποία είχε αναγνωριστεί δικαίωμα διάβασης, και για να προστεθεί αυτό το στοιχείο απαιτείτο τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης. Το αίτημα για αναβολή εγκρίθηκε και ακολούθησε αίτηση τροποποίησης από την ενάγουσα-εφεσίβλητη για να προστεθεί ο ισχυρισμός ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αγωγή 6883/72 αναγνώρισε δικαίωμα διάβασης πλάτους 6 ποδών προς όφελος του τεμαχίου 678 και εις βάρος του τεμαχίου 679 και ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου επικυρώθηκε, στη συνέχεια κατ' έφεση, στην υπόθεση Thrasyvoulou v. Thrasyvoulou (1984) 1 C.L.R. 411.
Το αίτημα για τροποποίηση εγκρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 28.3.2008. Τα έξοδα της αίτησης τροποποίησης καθώς και όλα τα έξοδα που χάθηκαν εξαιτίας της τροποποίησης επιδικάστηκαν προς όφελος του εναγόμενου-εφεσείοντα. Στις 16.4.2008 καταχωρήθηκε τροποποιημένη έκθεση απαίτησης, δυνάμει του διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 28.3.2008, στο αιτητικό της οποίας περιλήφθηκαν οι προαναφερθείσες έξι θεραπείες που αναγράφονταν και στο κλητήριο ένταλμα. Στη συνέχεια όμως, οι θεραπείες υπό στοιχεία (α), (β) και (γ) αποσύρθηκαν και παρέμειναν οι θεραπείες υπό στοιχεία (δ), (ε) και (στ).
Ο εναγόμενος-εφεσείων καταχώρησε τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρεται στο γεγονός της απόσυρσης των θεραπειών των παραγράφων (α), (β) και (γ) του αιτητικού της έκθεσης απαίτησης, που αφορούσαν στην αξίωση αναγνώρισης δικαιώματος διαβάσεως, και παρατηρεί ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη περιόρισε τις αξιώσεις της, ουσιαστικά, μόνο στις παραγράφους (δ) και (ε) του αιτητικού που αφορούν στην αποκατάσταση ελεύθερης διάβασης και σε αποζημιώσεις, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης ο εφεσείων, με ενέργειές του που έγιναν από το 2000 και ύστερα, παρεμπόδισε το δικαίωμα διάβασης της εφεσίβλητης.
Στην τροποποιημένη υπεράσπιση του εναγόμενου-εφεσείοντα προστέθηκε ο ισχυρισμός ότι ούτε η εφεσίβλητη, ούτε οι εν τίτλω προκάτοχοι της εξάσκησαν οποιοδήποτε δικαίωμα διόδου με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τα οποιαδήποτε δικαιώματα τους δυνάμει της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης. Επίσης προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι η εφεσίβλητη δεν ενέγραψε το δικαίωμα διάβασης της στο Κτηματολόγιο, γεγονός που ώθησε τον εφεσείοντα να εξασφαλίσει τις αναγκαίες άδειες, περί το 2000, για την ανέγερση του υποστατικού το οποίο κατ' ισχυρισμό παρεμποδίζει το δικαίωμα διάβασης της εφεσίβλητης. Εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι η απόφαση στην Αγωγή 6883/72 έπαυσε να είναι «εκτελεστή» λόγω της παρέλευσης 6 ετών από την έκδοση της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και σε ευρήματα, τα οποία βασίστηκαν στην αποδοχή, ως αξιόπιστης, της μαρτυρίας των κυριοτέρων μαρτύρων της ενάγουσας-εφεσίβλητης, έκρινε ότι βασικό επίδικο ζήτημα ήταν η χρήση και γενικά η τύχη του δικαιώματος διάβασης, από την αναγνώριση του δικαστικώς μέχρι το 2000, που ανεγέρθηκε ο τοίχος ο οποίος απέκοψε τη διάβαση. Σημείωσε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε ενέγραψε το προαναφερόμενο δικαίωμα της στο Κτηματολόγιο.
Εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές επί των γεγονότων της υπόθεσης ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
1. Η εφεσίβλητη απέκτησε το επίδικο δικαίωμα διόδου δυνάμει της προαναφερθείσας απόφασης που επιβεβαιώθηκε στην Thrasyvoulou (ανωτέρω).
2. Το δικαίωμα διάβασης το ασκούσε η εφεσίβλητη μέχρι τον Οκτώβριο του 2000 οπότε ο εφεσείων ανήγειρε τοίχο ύψους περίπου 2 μέτρων με τρόπο που παρεμποδίζετο, εξ ολοκλήρου, η άσκηση του δικαιώματος διάβασης.
3. Η προαναφερόμενη απόφαση ήταν δεσμευτική για τους διάδικους και τους διαδόχους τους, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Γαβριήλ ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868.
4. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Κεφ. 224 η ακίνητη ιδιοκτησία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δουλείες και οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα και πλεονεκτήματα που ανήκουν ή θεωρούνται ότι ανήκουν σε οποιαδήποτε γη και σύμφωνα με το Άρθρο 12(1) του Κεφ. 224 κάθε δουλεία ή άλλον πλεονέκτημα που αποκτήθηκε, σύμφωνα με το Άρθρο 11(1), σχετικά με οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία, θεωρείται ότι είναι προσαρτημένο στην ιδιοκτησία αυτή και ότι περιλαμβάνεται σε κάθε συναλλαγή που διενεργείται σχετικά με την ιδιοκτησία αυτή.
5. Η μή εγγραφή του δικαιώματος στο Κτηματολόγιο δεν επηρεάζει την νομιμοποίηση της εφεσίβλητης να προστατεύσει το δικαίωμα της σε περίπτωση επέμβασης. Το Άρθρο 11(1) του Κεφ. 224 αναφέρει ρητά τις περιπτώσεις στις οποίες η εγγραφή - καταχώρηση στο Κτηματολόγιο - είναι απαραίτητη και η περίπτωση του προαναφερόμενου δικαιώματος δεν είναι απ' αυτές που θα πρέπει να καταχωρούνται.
6. Επίδικο θέμα στην παρούσα υπόθεση είναι και η κατ' ισχυρισμό παράνομη επέμβαση του εφεσείοντα στο προαναφερόμενο δικαίωμα της εφεσίβλητης. Το ζήτημα απασχόλησε και το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Erotokritou v. Soutsos (1965) 1 C.L.R. 162, από την οποία καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ διέκρινε την παρούσα υπόθεση από την υπόθεση Elia a.ο. v. Alexandrou (1987) 1 C.L.R. 53, όπου η ενάγουσα είχε κάνει επίκληση της εγγραφής του δικαιώματος της στο Κτηματολόγιο.
7. Με την ανέγερση του τοίχου το 2000 η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να προχωρήσει είτε με αίτηση παρακοής διατάγματος που εκδόθηκε στην παλαιότερη απόφαση, είτε να καταχωρήσει νέα αγωγή για άρση της επέμβασης. Επέλεξε το δεύτερο, ίσως διότι είχαν παρέλθει και 6 χρόνια από την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης. Η καταχώριση νέας αγωγής ήταν εντός των δικαιωμάτων της εφεσίβλητης. Η νέα αγωγή αφορούσε σε νέα επέμβαση που πραγματοποιήθηκε το 2000 και επομένως δεν αφορούσε σε θέμα που εκδικάστηκε και αποφασίστηκε στην παλαιότερη αγωγή.
8. Ως προς το ζήτημα των αποζημιώσεων το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι, ελλείψει μαρτυρίας για το ύψος οποιασδήποτε ζημιάς, η ενάγουσα δικαιούτο μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις τις οποίες καθόρισε σε €10.- Αναφέρθηκε σχετικά στην υπόθεση Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634. Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα της παραγράφου (δ) του αιτητικού της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης, εξέδωσε απόφαση για ποσό €10.- ονομαστικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο και επιδίκασε έξοδα υπέρ της ενάγουσας.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης.
Πρώτον, ότι η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 28.3.2008, με την οποία επετράπη η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης της εφεσίβλητης είναι λανθασμένη, διότι με την τροποποίηση εισάγεται μαρτυρία σε σχέση με την ύπαρξη της απόφασης στην Αγωγή 6883/72 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Δεύτερον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η ύπαρξη της απόφασης 6883/72 δεν δημιουργεί δεδικασμένο για την εφεσίβλητη κατά τρόπον που την εμποδίζει να αξιώνει αυτά που αξιώνει στην Αγωγή 872/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Τρίτον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα χρησιμοποίησε δύο μέτρα και δύο σταθμά για την κρίση του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης.
Τέταρτον, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι είχε εφαρμογή η υπόθεση Erotokritou (ανωτέρω) και όχι η υπόθεση Elia (ανωτέρω).
Πέμπτον, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε ονομαστικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο, και
Έκτον, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, έστω και σε προχωρημένο στάδιο, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογείτο η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης ώστε να επιτραπεί η αναφορά στην προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου και του Εφετείου σύμφωνα με την οποία η εφεσίβλητη-ενάγουσα είχε αποκτήσει δικαίωμα διαβάσεως, ως ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 679, επί του γειτνιάζοντος τεμαχίου του εφεσείοντα υπ' αρ. 678. Δεν θεωρούμε ότι πρόκειται περί εισαγωγής μαρτυρίας αλλά πρόκειται περί ουσιώδους ισχυρισμού ο οποίος ήταν άμεσα σχετικός με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων και ο οποίος ήταν ορθό και δίκαιο να επιτραπεί να προστεθεί στην έκθεση απαιτήσεως με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Συναφώς σημειώνουμε ότι τα έξοδα της αίτησης τροποποίησης και τα έξοδα που χάθηκαν εξαιτίας της τροποποίησης επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσείοντα-εναγόμενου στον οποίο, υπό τις περιστάσεις, δεν προκλήθηκε οποιαδήποτε αδικία.
Για το δεύτερο λόγο έφεσης θεωρούμε ότι από τη στιγμή που οι τρεις πρώτες θεραπείες στο αιτητικό της έκθεσης απαίτησης, αποσύρθηκαν και παρέμεινε μόνο ως βασικό επίδικο θέμα αυτό της κατ' ισχυρισμό παράνομης επέμβασης του εφεσείοντα, στο δικαίωμα διόδου της εφεσίβλητης και το ζήτημα των αποζημιώσεων, δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου, κωλύματος ή κατάχρησης της διαδικασίας από την εφεσίβλητη. Στην προηγούμενη αγωγή και στην έφεση που ακολούθησε το επίδικο θέμα ήταν το κατά πόσον δημιουργήθηκε δικαίωμα διόδου υπέρ του ιδιοκτήτη του ενός κτήματος και εις βάρος του ιδιοκτήτη του γειτνιάζοντος κτήματος, ενώ στην υπό εξέταση αγωγή (872/05 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας) το ζήτημα που παρέμεινε ως επίδικο και αποφασίστηκε ήταν το κατά πόσον υπήρξε επέμβαση του εφεσείοντα στο δικαίωμα της εφεσίβλητης, από το 2000 και μεταγενέστερα και κατά πόσον η εφεσίβλητη δικαιούτο σε αποζημιώσεις εξαιτίας της παραβίασης του δικαιώματος της. Είναι ορθή, κατά την εκτίμηση μας, η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα επιλογής αν θα καταχώριζε δηλαδή αίτηση παρακοής του προηγούμενου διατάγματος του δικαστηρίου ή νέα αγωγή στην οποία να ζητά άρση της επέμβασης και αποζημιώσεις. Δεδομένου ότι η περίοδος για την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης είχε παρέλθει, δεν ήταν αθέμιτο ή αδικαιολόγητο για την εφεσίβλητη να επιλέξει την καταχώριση νέας αγωγής.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στον τρόπο μεταχείρισης των διαδίκων από το πρωτόδικο δικαστήριο. Αφού εξετάσαμε την πρωτόδικη διαδικασία δεν βρίσκουμε ότι αδικήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο ο εφεσείων. Το επίδικο θέμα δεν ήταν ότι δεν γνώριζαν ή ξέχασαν οι διάδικοι για την προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου. Το επίδικο θέμα, μετά την απόσυρση των τριών πρώτων θεραπειών από το αιτητικό της έκθεσης απαίτησης, ήταν αν υπήρξε επέμβαση από τον εφεσείοντα στο δικαίωμα διάβασης της εφεσίβλητης και εάν η εφεσίβλητη απέδειξε ζημιά εξαιτίας της παραβίασης του δικαιώματος της.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου από την υπόθεση Erotokritou (ανωτέρω) και όχι από την υπόθεση Elia (ανωτέρω). Θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από την πρώτη απόφαση στην οποία, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, υπήρχε προηγούμενη απόφαση αναγνωρίζουσα δικαίωμα διάβασης και το ζήτημα που τέθηκε ήταν το κατά πόσο το δικαίωμα χάθηκε εξαιτίας ειδοποίησης που δόθηκε από το δικαιούχο ή μη χρήσης του δικαιώματος για 30 χρόνια οπότε το δικαίωμα θεωρείται ως εγκαταλειφθέν. Στην παρούσα υπόθεση δεν τέθηκε ζήτημα είτε ειδοποίησης από την εφεσίβλητη, είτε εγκατάλειψης του δικαιώματος της για 30 χρόνια λόγω μη χρήσης του. Στη δεύτερη υπόθεση, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο διαχώρισε από την παρούσα, το επίδικο θέμα ήταν διαφορετικό εφόσον αφορούσε σε δικαίωμα διάβασης που αναγνωρίστηκε με απόφαση δικαστηρίου και καταχωρίστηκε στο Κτηματολόγιο. Το ζήτημα που εξετάστηκε εκεί και αποφασίστηκε από το Εφετείο, ήταν ότι, διάδικος που ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα διάβασης που αναγνωρίστηκε, αφορούσε σε απόφαση που εκδόθηκε παράνομα, το φέρει εκείνος που προβάλλει αυτό τον ισχυρισμό, τον οποίο και θα πρέπει να αποδείξει. Στην παρούσα υπόθεση δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε τέτοιος ισχυρισμός.
Ο πέμπτος λόγος αφορά στις ονομαστικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο, που επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο. Είναι θεμελιωμένο ότι όταν υπάρχει παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία (που περιλαμβάνει και το δικαίωμα διάβασης), αλλά ο δικαιούχος δεν επιτύχει να αποδείξει ουσιαστική ζημιά εξαιτίας της παραβίασης του δικαιώματος του, το δικαστήριο επιδικάζει ονομαστικές αποζημιώσεις όπως στην προκείμενη περίπτωση έγινε, όπου το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε το ονομαστικό ποσό των €10.- (Δέστε: Παπακόκκινου κ.ά., ανωτέρω). Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε στην υπόθεση Μουρτζινός ν. Το πλοίο «Γαλαξίας» (1997) 1 Α.Α.Δ. 80 η οποία όμως αφορούσε στο ζήτημα του τι συνιστά ποινική ρήτρα και τι συνιστά εύλογη αποζημίωση σε περίπτωση αθέτησης συμφωνίας. Στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα και κατά την εκτίμηση μας το πρωτόδικο δικαστήριο είχε δικαίωμα και καθήκον να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις (με νόμιμο τόκο), όπως έπραξε, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει ουσιαστική ζημιά εξαιτίας της παραβίασης του δικαιώματος της. Το γεγονός της μη εγγραφής του δικαιώματος της εφεσίβλητης στο Κτηματολόγιο δεν επηρεάζει το ζήτημα του επιδικασμού ονομαστικής αποζημίωσης υπέρ της.
Τελευταίο θέμα είναι εκείνο των εξόδων, τα οποία επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης και εις βάρος του εφεσείοντα. Είναι γεγονός ότι στο κλητήριο ένταλμα και την αρχική έκθεση απαιτήσεως, αλλά και στην τροποποιημένη έκθεση απαιτήσεως περιλαμβάνονταν οι προαναφερόμενες τρεις θεραπείες στο αιτητικό, οι οποίες στη συνέχεια αποσύρθηκαν. Όμως όλα τα έξοδα της αιτήσεως τροποποιήσεως, περιλαμβανομένων και των εξόδων που χάθηκαν εξαιτίας της τροποποιήσεως, επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσείοντα-εναγόμενου και ορθά, κατά την εκτίμηση μας. Επομένως όταν, στο τέλος, η εφεσίβλητη δικαιώθηκε ως προς το ζήτημα της επέμβασης του εφεσείοντα στο δικαίωμα διάβασης της, ήταν στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, αφού παρατήρησε μάλιστα ότι η αντεξέταση του εφεσείοντα ήταν παρατεταμένη επί θεμάτων που αποφασίστηκαν στην προηγούμενη απόφαση.
Στην Παπακόκκινου κ.ά. (ανωτέρω), στην οποία τα γεγονότα ήταν ιδιάζοντα, λέχθηκε ότι, σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία, όταν αποδεικνύεται το αγώγιμο δικαίωμα αλλά όχι ζημιά, τα έξοδα μπορεί και να βαρύνουν τον ενάγοντα. Όμως στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αιτιολόγησε την απόφαση του για έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας και, δεδομένου ότι τα έξοδα της τροποποίησης επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσείοντα-εναγομένου, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λανθασμένη.
Ενόψει των προαναφερθέντων η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εις βάρος του εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.