ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1569
23 Ιουλίου, 2013
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ OLEKSII ARTUROVICH OSTROUKHOV ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ (Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ, Α.Ε.Δ.) ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 13/06/2013 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 1183/2013 ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΧΥ Ή ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/03/2013 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ OLEKSII ARTUROVICH OSTROUKHOV ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12/03/2013.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 113/2013)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ύπαρξη έκδηλης νομικής πλάνης και καταφανές σφάλμα στο πρακτικό ― Έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari επί τω ότι, συνιστούσε έκδηλη νομική πλάνη και σφάλμα καταφανές στο πρακτικό, η πρωτόδικη κρίση σύμφωνα με την οποία τα προσωρινά διατάγματα είχαν παύσει να ισχύουν επειδή σε προηγούμενη ημερομηνία δεν είχε ρητά διαταχθεί η συνέχιση της ισχύος τους.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Διαδικαστικές προϋποθέσεις ― Αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari, θα πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση στην οποία να παρατίθενται τα γεγονότα στα οποία η αίτηση εδράζεται ― Μετά την χορήγηση άδειας, η ίδια αίτηση και η ίδια ένορκη δήλωση, ή δηλώσεις, θα πρέπει να επιδίδονται στον καθ' ου η αίτηση μαζί με την αίτηση διά κλήσεως.
Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Το ζήτημα των ενδεχόμενων επιπτώσεων επί εκδοθέντων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, όταν το επιλαμβανόμενο της αίτησης Δικαστήριο, ορίζοντας ημερομηνία για να επιληφθεί των διαταγμάτων και της αίτησης, παραλείπει να διατάξει όπως τα εκδοθέντα προηγουμένως διατάγματα, παραμείνουν σε ισχύ ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Η παράταση της ισχύος των διαταγμάτων μέχρις ότου ακουσθούν οι διάδικοι κατά την προς τούτο ορισθείσα ημερομηνία ώστε να αποφανθεί το Δικαστήριο, προέκυπτε ξεκάθαρα από τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα το Δικαστήριο και οι διάδικοι κατά την 19.4.2013 και η μη ρητή αναφορά περί παράτασης της ισχύος των διαταγμάτων, δεν ενείχε καμιά ουσιαστική σημασία.
Κατόπιν σχετικής άδειας που εξασφάλισαν, οι αιτητές καταχώρησαν αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, επιδιώκοντας την ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία ακύρωσε προηγουμένως εκδοθέντα παρεπίπτοντα διατάγματα, αποφαινόμενο ότι αυτά είχαν εκπνεύσει συνεπεία του γεγονότος ότι σε προηγούμενη εμφάνιση, ούτε ο συνήγορος του ενάγοντα ζήτησε από το Δικαστήριο όπως η ισχύς των εκδοθέντων διαταγμάτων παρατεινόταν μέχρι τη νέα ημερομηνία, ούτε και το Δικαστήριο από μόνο του προέβηκε σε οποιαδήποτε ρητή μνεία περί τέτοιας παράτασης.
Της ως άνω κρίσης είχε προηγηθεί η τοποθέτηση του συνηγόρου των εναγομένων, ότι τα εκδοθέντα παρεμπίπτοντα διατάγματα εξέπνευσαν συνεπεία των ως άνω και το Δικαστήριο δεν είχε δικαίωμα να ανανεώσει την ισχύ τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί επί του εγερθέντος θέματος αμέσως, αναφέροντας μεταξύ άλλων, ότι η αναφορά στο συντεταγμένο διάταγμα του Δικαστηρίου ότι αυτό θα ίσχυε μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, αναγράφηκε έτσι, επειδή τούτο ήταν το αίτημα του αιτητή.
Εάν εξάλλου, έκρινε περαιτέρω, το διάταγμα θα ίσχυε μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, δε θα χρειάζονταν, οι ενδιάμεσες διαδικασίες που έγιναν. Επομένως, κατέληξε ότι, τα εκδοθέντα διατάγματα έπαυσαν να ισχύουν και το Δικαστήριο δεν μπορούσε να διατάξει όπως παραμείνουν σε ισχύ.
Ο ενάγων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία ουσιαστικά επισφραγίστηκε ο τερματισμός της ισχύος των μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων και κατόπιν εξασφάλισης άδειας, καταχώρησε την παρούσα αίτηση.
Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Είχε εμφιλοχωρήσει νομική πλάνη από την πλευρά του εκδικάζοντος Επαρχιακού Δικαστηρίου, πλάνη η οποία διαπιστωνόταν έκδηλα από τα τηρηθέντα πρακτικά.
β) Το Δικαστήριο στις 22.3.2013 ανέβαλε τη διαδικασία για τις 19.4.2013 και διέτασσε όπως τα εκδοθέντα διατάγματα παρέμειναν σε ισχύ, δεν περιόρισε την ισχύ τους μέχρι τη νέα ημερομηνία λέγοντας ότι θα ίσχυαν "μέχρι τις 19.4.2013" ή "μέχρι τότε" και, επομένως, δεν έθεσε κανένα χρονικό περιορισμό στην ισχύ τους και τα διατάγματα έτσι θα ίσχυαν εκτός, εάν με άλλη διαταγή του, το Δικαστήριο τα ακύρωνε.
Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση, ήγειρε διαδικαστικής φύσεως λόγους ένστασης, για τους οποίους, όπως υπέβαλε, η παρούσα αίτηση δεν μπορούσε να εξεταστεί στην ουσία της.
Αποφασίστηκε ότι:
Αναφορικά με τους διαδικαστικής φύσεως λόγους ένστασης:
α) Το θέμα της μη καταχώρησης νέας συνοδευτικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο αιτητής μαζί με τη διά κλήσεως παρούσα αίτησή του για έκδοση εντάλματος Certiorari, δεν καταχώρησε οποιαδήποτε υποστηρικτική ένορκη δήλωση ως προς τα γεγονότα, αλλά ρητά ανέφερε στην αίτησή του ότι βασιζόταν στην ένορκη δήλωση ημερ. 17.6.2013 που είχε καταχωρηθεί προς υποστήριξη της Αίτησής του για Άδεια καταχώρησης αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari.
2. Εφαρμόζοντας νομολογημένες αρχές θα έπρεπε να παρατηρηθεί ότι εδώ, η ένορκη δήλωση η οποία είχε συνοδεύσει την αίτηση για παροχή άδειας, περιείχε εκτεταμένα και αναλυτικά όλα τα σχετικά γεγονότα στα οποία η αίτηση βασιζόταν, εντόπιζε το κατ' ισχυρισμό νομικό σφάλμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου και προέβαλλε επιχειρήματα που έτειναν να καταδείξουν το επικαλούμενο σφάλμα.
3. Η παραπομπή σε εκείνη την ένορκη δήλωση και η υιοθέτηση τους για σκοπούς της αίτησης διά κλήσεως, παρείχε στο Ανώτατο Δικαστήριο, μαζί με τα συνημμένα έγγραφα, το αναγκαίο μαρτυρικό υλικό στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί, έτσι ώστε να δυνηθεί να ανιχνεύσει οποιοδήποτε νομικό λάθος, αν υπήρχε. Επομένως, ο λόγος ένστασης δεν μπορούσε να ευσταθήσει.
β) Η κατ' ισχυρισμό μη παρουσίαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου του πλήρους πρακτικού του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο οποίο περιλαμβάνεται το κατ' ισχυρισμό νομικό σφάλμα:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εκτεταμένη συζήτηση αυτού του απλού θέματος, παρείλκε.
2. Ο αιτητής ενεργώντας προφανώς επειγόντως λόγω της βεβαιωθείσας δικαστικά εκπνοής των διαταγμάτων που είχε εξασφαλίσει, ζήτησε το επίδικο πρακτικό της ημέρας που αποφασίστηκε η εξέλιξη εκείνη. Του παραδόθηκε το εν λόγω πρακτικό στην προαναφερθείσα μορφή, το οποίο, ήταν υπογεγραμμένο από τον πρωτοκολλητή και σφραγισμένο ως πιστό αντίγραφο γνήσιου πρακτικού.
3. Με δεδομένη δε τη θέση του αιτητή ότι το νομικό σφάλμα το οποίο επικαλείτο, είναι εμφανές στο πρακτικό όπως αυτό του έχει παραδοθεί, το Δικαστήριο που εξέταζε την αίτηση για παροχή άδειας, μπορούσε να την εξετάσει με αυτό ως δεδομένο.
γ) Η κατ' ισχυρισμό απόκρυψη και/ή μη αποκάλυψη και/ή παραπλάνηση του Δικαστηρίου ως προς ουσιώδη γεγονότα:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν εντοπιζόταν οποιαδήποτε αναλήθεια ή παραπλάνηση του Δικαστηρίου μέσω της παραγράφου 14 της ένορκης δήλωσης.
2. Το εάν το Δικαστήριο στις 13.6.2013, διέταξε ή όχι όπως τα διατάγματα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι τη νέα ημερομηνία, όπως υπονοούσε στην παράγραφο 15 της ένορκης δήλωσης του ο ομνύων, δεν συνιστούσε ουσιώδες στοιχείο για την υπόθεση του αιτητή, ούτε μπορούσε να παραπλανήσει το Δικαστήριο το οποίο κλήθηκε να εξετάσει το κατά πόσο στις 19.4.2013, παρά τη μη διαταγή περί συνέχισης της ισχύος των διαταγμάτων, εν τούτοις αυτά συνέχισαν ή όχι να ισχύουν.
Αναφορικά με την ουσία της αίτησης για προνομιακό ένταλμα:
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Επαρχιακό Δικαστήριο με την επίμαχη απόφασή του, δεν ερμήνευσε απλά δικό του πρακτικό και άσκησε διακριτική ευχέρεια.
2. Εκείνο που έγινε ήταν ότι το Δικαστήριο στα υπάρχοντα δεδομένα, εφάρμοσε νόμο και αρχές και προέβηκε σε μια δική του διαπίστωση, η οποία, σύμφωνα με τον αιτητή, εμπεριέχει και/ή εδράζεται σε εμφανές νομικό σφάλμα και/ή έκδηλη νομική πλάνη.
3. Το κύριο ζήτημα αφορούσε στην ύπαρξη ή μη νομικού σφάλματος εμφανούς επί του πρακτικού.
4. Στην υπό εξέταση υπόθεση κατά την ημέρα που τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα ήσαν επιστρεπτέα, επιδόθηκαν στους καθ' ων η αίτηση και αυτοί πρόβαλαν πρόθεση ένστασης, οπότε και ξεκίνησε η διαδικασία εξέτασης κατά πόσο τα διατάγματα θα οριστικοποιούντο ή θα ακυρώνονταν, αφού βέβαια ακούετο και η άλλη πλευρά, των καθ' ων η αίτηση.
5. Καταχωρήθηκε ακολούθως, η Ένσταση, η οποία δεν αφορούσε μόνο την αίτηση γενικά για εκδοθέντα και για μη εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, αλλά ρητά αναφερόταν σ' αυτήν ότι επρόκειτο για Πρόθεση Ένστασης και στη συνέχιση του διατάγματος ημερομηνίας 13.3.2013.
6. Εξίσου, δε, ρητά, ο ομνύων στην ένορκη δήλωση, προς υποστήριξη της Ένστασης ζητούσε από το Δικαστήριο όπως άρει τα εκδοθέντα διατάγματα.
7. Το γεγονός ότι κάποια από τα ζητηθέντα διατάγματα εκδόθηκαν και ίσχυαν, ενώ για κάποια άλλα έμελλε ακόμα να εξεταστούν κατά πόσο αυτά θα εκδίδονταν ή όχι, δεν ενείχε καμιά, σημασία.
8. Εκείνο που είχε σημασία, ήταν ότι ξεκίνησε και βρισκόταν σε εξέλιξη κατά τον ουσιώδη χρόνο, η διαδικασία παράλληλης διάγνωσης δύο ενδεχομένων:
α. Του κατά πόσο τα εκδοθέντα διατάγματα θα οριστικοποιούντο ώστε να ισχύουν μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της αγωγής, ή όχι.
β. Το κατά πόσο τα άλλα από τα διεκδικούμενα με την αίτηση διατάγματα θα εκδίδονταν ή όχι.
9. Κατά την κρίσιμη ημερομηνία εμφάνισης ενώπιον του Δικαστηρίου, την 19.4.2013, αδιαμφισβήτητα τα προσωρινά διατάγματα συνέχιζαν να ισχύουν και οι καθ' ων η αίτηση ρητά δήλωσαν μέσω του δικηγόρου τους ότι ενίσταντο «τόσο στα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, όσο και στην αίτηση ..».
10. Ο δε συνήγορος του αιτητή, δήλωσε ότι δεν θα προχωρούσε σε αίτηση για απόφαση εναντίον των καθ' ων η αίτηση λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης στην αγωγή «τουλάχιστον μέχρι και την έκδοση της απόφασης του σεβαστού Δικαστηρίου επί των προσωρινών διαταγμάτων και της σχετικής αίτησης του ενάγοντα.»
11. Αυτές οι δηλώσεις έγιναν κατά την 19.4.2013, μετά που συμφωνήθηκε τρόπος επίσπευσης της ακρόασης και δόθηκαν οδηγίες για συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις και Ένσταση και αφού η ακρόαση της αίτησης επί του θέματος των εκδοθέντων και μη εκδοθέντων διαταγμάτων ορίστηκε για την 13.6.2013.
12. Αυτό ξεκάθαρα σήμαινε ότι μεταξύ 19.4.2013 και 13.6.2013 οι πάντες, όλοι δηλαδή οι παράγοντες της δίκης, θεωρούσαν και εκλάμβαναν ως δεδομένο ότι η τύχη των εκδοθέντων διαταγμάτων μετατέθηκε για εξέταση στις 13.6.2013, αφού εν τω μεταξύ, καθίστατο δυνατό να ακουσθούν και οι καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι καθ' ων η αίτηση, ενεργούντες με αυτό το δεδομένο, ότι δηλαδή συνέχιζαν να ισχύουν τα διατάγματα μέχρι την 13.6.2013, προέβηκαν στην καταχώρηση της Ένστασης τους κατά της συνέχισης της ισχύος των διαταγμάτων, στην ενδιάμεση χρονική περίοδο, ήτοι στις 23.4.2013, ζητώντας την άρση της ισχύος των διαταγμάτων.
13. Ακόμα και στις 13.6.2013, λίγο πριν να ασκηθεί η επίμαχη δικαστική κρίση περί του ότι είχαν παύσει να ισχύουν τα εκδοθέντα διατάγματα, κανένας δεν έθεσε θέμα ότι τα διατάγματα έπαυσαν να ισχύουν και επομένως ότι, είχε αποφορτισθεί το στοιχείο του επείγοντος από την αίτηση, αλλά αντίθετα, φαίνεται να διεξήχθη συζήτηση και υποβλήθηκαν παραστάσεις στη βάση ότι συνέχιζαν να ισχύουν σαρωτικής φύσεως διατάγματα, ως αιτία πρόκλησης καθυστέρησης, αν εγκρινόταν η αιτούμενη αναβολή.
14. Μέχρι την 13.6.2013, και ενώ βρισκόταν σε εκκρεμότητα η απόφανση κατά πόσο τα εκδοθέντα διατάγματα θα καθίσταντο οριστικά ή θα τερματιζόταν η ισχύς τους, η μόνη ρητή διαταγή που είχε δοθεί από το Δικαστήριο και από το συντεταγμένο διάταγμα, ήταν ότι τα διατάγματα θα συνέχιζαν να ίσχυαν.
15. Όλα τα ανωτέρω κατεδείκνυαν, όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Acropol Shipping (κατωτέρω), ότι παρά τη ανυπαρξία ρητής προς τούτο οδηγίας από το Δικαστήριο στις 19.4.2013 όταν όριζε τα προσωρινά διατάγματα και την αίτηση για ακρόαση, εξυπακούετο ότι τα εκδοθέντα διατάγματα θα παρέμεναν σε ισχύ μέχρι την νέα ημερομηνία ή μέχρι την απόφανση ως προς την τύχη τους, αφού ακουσθούν και οι δύο πλευρές.
16. Εδώ δεν ήταν η περίπτωση κατά την οποία στις 19.4.2013 δεν είχαν επιδοθεί τα διατάγματα, ή δεν επιλήφθηκε το Δικαστήριο καθόλου του θέματος των προσωρινών διαταγμάτων.
17. Υπό αυτές τις συνθήκες, η παράταση της ισχύος των διαταγμάτων μέχρις ότου ακουσθούν οι διάδικοι κατά την προς τούτο ορισθείσα ημερομηνία ώστε να αποφανθεί το Δικαστήριο, προέκυπτε ξεκάθαρα από τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα το Δικαστήριο και οι διάδικοι κατά την 19.4.2013 και η μη ρητή αναφορά περί παράτασης της ισχύος των διαταγμάτων, δεν ενείχε καμιά ουσιαστική σημασία.
18. Η κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου όταν στις 13.6.2013 έκρινε ότι τα προσωρινά διατάγματα είχαν παύσει να ισχύουν επειδή δεν είχε ρητά διαταχθεί η συνέχιση της ισχύος τους, συνιστούσε έκδηλη νομική πλάνη και σφάλμα καταφανές στο πρακτικό εκείνης της ημερομηνίας, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6 και της νομολογίας και λόγω παρερμηνείας της σημασίας προηγούμενων χειρισμών που έγιναν στη διαδικασία.
Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
ICC Chemicals (UK) Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 1079,
ICC Chemicals (UK) Ltd (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 634,
Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,
Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066,
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257,
In re Aeroporos a.o. (1998) 1 C.L.R. 302,
Πυρίλλη v. Μεταξά (1999) 1 Α.Α.Δ. 2045,
Αcropol Shipping Company Ltd a.o. v. P. Rossis (1976) 1 C.L.R. 38,
Jesse κ.ά. (2012) 1 A.A.Δ. 2666,
Εργατίδης v. G. Giorgalletos Enterprises Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 2015.
Aίτηση.
Α. Μαρκίδης με Α. Γαβριηλίδη, για τον Αιτητή.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Θ. Χριστοδούλου, Χ. Χαραλαμπίδη και Χρ. Κώστα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το κύριο ζήτημα το οποίο απασχόλησε στην παρούσα διαδικασία στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, αναφέρεται στη σημασία και στις ενδεχόμενες επιπτώσεις επί εκδοθέντων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, του ότι το επιλαμβανόμενο της αίτησης Δικαστήριο, ορίζοντας ημερομηνία για να επιληφθεί των διαταγμάτων και της αίτησης, παραλείπει να διατάξει όπως τα εκδοθέντα προηγουμένως διατάγματα, παραμείνουν σε ισχύ.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, το θέμα τούτο προέκυψε κάτω από τις ακόλουθες περιστάσεις:
Ενεργώντας στη βάση μονομερούς αίτησης την οποία υπέβαλε ο ενάγων στην αγωγή αρ. 1183/2013 του Ε.Δ. Λεμεσού, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής εξέδωσε στις 13.3.2013 τέσσερα παρεμπίπτοντα διατάγματα εναντίον κάποιων εκ των εναγομένων. Τα διατάγματα κατέστησαν επιστρεπτέα κατά την 22.3.2013, ενώ το αιτητικό της αίτησης σε σχέση με άλλα διατάγματα τα οποία διεκδικούσε ο ενάγων, διατάχθηκε όπως επιδοθεί και έρθει σε γνώση των καθ' ων η αίτηση, έτσι ώστε να ακουστούν ως προς το κατά πόσο εκείνα τα διατάγματα θα εκδίδονταν ή όχι.
Κατά την ημερομηνία κατά την οποία τα διατάγματα ορίστηκαν επιστρεπτέα, ήτοι κατά την 22.3.2013, οι δικηγόροι και των δύο πλευρών στην αντιδικία, εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και δικηγόρος ο οποίος εκπροσώπησε τους εναγομένους-καθ' ων η αίτηση δήλωσε ότι ενίστατο "στην αίτηση" και ζήτησε χρόνο 2-3 εβδομάδων για καταχώρηση γραπτής Ένστασης. Το εκδικάζον την αίτηση Δικαστήριο ανέβαλε την αίτηση για Οδηγίες στις 19.4.2013 και καθόρισε όπως η Ένσταση καταχωρηθεί μέχρι τότε. Διέταξε δε όπως "Το διάταγμα παραμείνει σε ισχύ".
Στις 19.4.2013 εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου οι δικηγόροι που εκπροσωπούσαν τις δύο πλευρές και, αφού ο δικηγόρος των εναγομένων δήλωσε ότι η Ένσταση, η οποία δεν καταχωρήθηκε εν τω μεταξύ, θα κατεχωρείτο στις 25.4.2013 και ότι συμφωνήθηκε η καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων, η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση την 13.6.2013. Δηλώθηκε επίσης από κοινού ότι επειδή ουσιαστικά τα διατάγματα αφορούσαν μόνο τους εναγόμενους 3 και 4, οι εναγόμενοι 1, 2, 5, 6, 7 και 8 δεν θα καταχωρούσαν ξεχωριστή ένσταση, αλλά δε δεσμεύονταν από οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου.
Κατά τη συνεδρία του Δικαστηρίου στις 13.6.2013, η οποία είχε καθοριστεί για την ακρόαση της αίτησης, ο δικηγόρος που εμφανίστηκε για τον ενάγοντα-αιτητή αναφέρθηκε στην Ένσταση, η οποία είχε καταχωρηθεί στις 23.4.2013 από τους εναγόμενους 3 και 4, καθώς και σε συμπληρωματικές ενόρκους δηλώσεις που είχαν εν τω μεταξύ καταχωρηθεί και από τις δύο πλευρές. Όπως ανέφερε, προέκυψε κάποια αμφισβήτηση και ασάφεια ως προς την ανάμειξη και εμπλοκή διαφόρων εναγομένων στα επίδικα θέματα και ως προς την ύπαρξη ή μη κάποιων σημαντικών για την υπόθεση εγγράφων. Ως αποτέλεσμα, ο συνήγορος του ενάγοντα-αιτητή δήλωσε ότι ο ενάγων είχε καταχωρήσει δύο μέρες προηγουμένως αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων προς διασαφήνιση των γεγονότων, γι' αυτό και αιτήθηκε την αναβολή της ακρόασης της αίτησης ώστε να διεκπεραιωθεί πρώτα η αίτηση αποκάλυψης.
Στο αίτημα του ενάγοντα, υπέβαλε ένσταση ο συνήγορος των εναγομένων καθ' ων η αίτηση, προσβάλλοντας την κύρια θέση ότι η υποβληθείσα και εκκρεμούσα αίτηση για αποκάλυψη συνιστούσε μια άλλη διαδικασία η οποία θα έπαιρνε την τροπή της, αλλά δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο για αναβολή της ακρόασης της αίτησης για τα προσωρινά διατάγματα.
Αποφαινόμενο επί του αιτήματος αναβολής για τον προβληθέντα λόγο, το Δικαστήριο έκρινε ότι πράγματι θα έπρεπε να προηγηθεί η ακρόαση της αίτησης που είχε καταχωρηθεί δυο μέρες προηγουμένως στις 11.6.2013, προτού ακουστεί και κριθεί η τύχη των ενδιάμεσων διαταγμάτων. Προχώρησε δε και έδωσε οδηγίες για τη νέα αίτηση, ενώ ανέβαλε την αίτηση για τα παρεμπίπτοντα διατάγματα για Οδηγίες την 25.6.2013. Στο σημείο εκείνο της διαδικασίας, ο συνήγορος των εναγομένων ήγειρε θέμα ότι δεν υπήρχαν διατάγματα σε ισχύ. Υπενθύμισε ότι η αίτηση αφορούσε και αιτήματα για διατάγματα τα οποία δεν εκδόθηκαν μονομερώς, και ότι το Δικαστήριο όταν ανέβαλλε την αίτηση για τις 19.4.2013 ρητά διέταξε όπως τα διατάγματα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι την ημερομηνία εκείνη. Κατά τη διαδικασία όμως την 19.4.2013, οπότε και η αίτηση αναβλήθηκε για τις 13.6.2013, ούτε ο συνήγορος του ενάγοντα ζήτησε από το Δικαστήριο όπως η ισχύς των εκδοθέντων διαταγμάτων παραταθεί μέχρι τη νέα ημερομηνία, ούτε και το Δικαστήριο από μόνο του προέβηκε σε οποιαδήποτε ρητή μνεία περί τέτοιας παράτασης. Επομένως, ήταν η θέση του συνηγόρου των εναγομένων, τα εκδοθέντα παρεμπίπτοντα διατάγματα εξέπνευσαν κατά την 19.4.2013 και το Δικαστήριο δεν είχε δικαίωμα να ανανεώσει την ισχύ τους.
Ο συνήγορος του ενάγοντα-αιτητή διαφώνησε με αυτές τις θέσεις και για τους λόγους τους οποίους προέβαλε, υποστήριξε τη θέση ότι δεν είχε λήξει η ισχύς των εκδοθέντων διαταγμάτων.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του εγερθέντος θέματος αμέσως. Όπως ανέφερε, ενός τόσο δραστικού διατάγματος, όπως το εκδοθέν, δεν μπορούσε να παραταθεί η ισχύς του, παρά μόνο από το Δικαστήριο και όχι λόγω της συμπεριφοράς που επέδειξε ο αντίδικος διάδικος. Στάθηκε ιδιαίτερα το Δικαστήριο στα διαδραματισθέντα κατά την 19.4.2013, οπότε ούτε ο δικηγόρος του ενάγοντα υπέβαλε αίτημα όπως τα εκδοθέντα διατάγματα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι την επόμενη δικάσιμο, ούτε και το Δικαστήριο από μόνο του εξέδωσε τέτοια διαταγή. Όπως πρόσθεσε, αναφερόμενο στο γεγονός ότι στο συντεταγμένο διάταγμα του Δικαστηρίου αναφερόταν ότι αυτό θα ίσχυε μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, αυτό αναγράφηκε έτσι επειδή τούτο ήταν το αίτημα του αιτητή. Εάν εξάλλου το διάταγμα θα ίσχυε μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, δε θα χρειάζονταν, πρόσθεσε το Δικαστήριο, οι ενδιάμεσες διαδικασίες που έγιναν. Επομένως, έκρινε ότι τα εκδοθέντα διατάγματα έπαυσαν να ισχύουν και το Δικαστήριο δεν μπορούσε να διατάξει όπως παραμείνουν σε ισχύ.
Ο ενάγων αμφισβητεί τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία ουσιαστικά επισφραγίστηκε ο τερματισμός της ισχύος των μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων ημερ. 13.3.2013. Απευθύνθηκε στο παρόν Δικαστήριο μονομερώς και εξασφάλισε Άδεια για την καταχώρηση της παρούσας αίτησης διά κλήσεως με την οποία επιζητεί την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση της προαναφερθείσας δικαστικής κρίσης.
Αγορεύοντας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο κ. Μαρκίδης για τον αιτητή ισχυρίστηκε ότι στην παρούσα περίπτωση, έχει εμφιλοχωρήσει νομική πλάνη από την πλευρά του εκδικάζοντος Επαρχιακού Δικαστηρίου, πλάνη η οποία διαπιστώνεται έκδηλα από τα τηρηθέντα πρακτικά. Όπως υπέβαλε, όταν το Δικαστήριο στις 22.3.2013 ανέβαλε τη διαδικασία για τις 19.4.2013 και διέτασσε όπως τα εκδοθέντα διατάγματα παραμείνουν σε ισχύ, δεν περιόρισε την ισχύ τους μέχρι τη νέα ημερομηνία λέγοντας ότι θα ίσχυαν "μέχρι τις 19.4.2013" ή "μέχρι τότε" και, επομένως, δεν έθεσε κανένα χρονικό περιορισμό στην ισχύ τους και τα διατάγματα έτσι θα ίσχυαν εκτός, εάν με άλλη διαταγή του, το Δικαστήριο τα ακύρωνε. Προς υποστήριξη αυτής της θέσης του, ο εκ των συνηγόρων του αιτητή κ. Μαρκίδης παρέπεμψε σε δύο αποφάσεις μονομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφενός σε αίτηση για εξασφάλιση άδειας καταχώρησης αίτησης για ένταλμα Certiorari και αφετέρου στην απόφαση στην αίτηση για Certiorari. (ICC Chemicals (UK) Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 1079 και (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 634 αντίστοιχα). Ο ίδιος συνήγορος παρέπεμψε επίσης σε άλλη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία ασχολήθηκε με θέματα που άπτονται της ορθής ερμηνείας του Άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Πέραν τούτων, ο κ. Μαρκίδης έδωσε έμφαση στο ότι από το κείμενο των τηρηθέντων πρακτικών συνεδρίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου μπορεί αβίαστα να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κοινή πρόθεση όλων, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, ήταν ότι τα εκδοθέντα διατάγματα θα συνέχιζαν να ισχύουν και μετά την ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο μετέπειτα θεώρησε ότι εξέπνευσαν μέχρι και την ολοκλήρωση της ακρόασης της αίτησης και δεν έχει σημασία το γεγονός ότι δεν καταγράφηκε ρητή διαταγή περί τούτου στο σχετικό πρακτικό.
Τελικά, ο συνήγορος του αιτητή, ενδιέτριψε στους Λόγους Ένστασης οι οποίοι προβλήθηκαν από τους εναγομένους-καθ΄ων η αίτηση εναντίον της έκδοσης του αιτουμένου προνομιακού εντάλματος, επεξηγώντας στο Δικαστήριο γιατί, κατά την άποψή του, κανένας από αυτούς τους λόγους δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Με τη δική του αγόρευση ο κ. Τριανταφυλλίδης για τους καθ' ων η αίτηση, ανέπτυξε περαιτέρω όλους τους λόγους τους οποίους αυτοί προέβαλαν με την Ένστασή τους, κατά της έκδοσης του αιτουμένου διατάγματος. Τόνισε δε ιδιαίτερα το γεγονός ότι, ενώ ο αιτητής επικαλείται την ύπαρξη νομικού σφάλματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εμφανούς στο ίδιο το τηρηθέν πρακτικό, εν τούτοις παρέλειψε να επισυνάψει στην αίτησή του με την οποία εξασφάλισε την άδεια για καταχώρηση της αίτησης, το πλήρες κείμενο του πρακτικού στο οποίο ισχυρίζεται ότι περιλαμβάνεται το σφάλμα. Ενώ δε στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης του για άδεια ο αιτητής αναφέρεται στη στάση που τήρησε η πλευρά των καθ' ων η αίτηση κατά την κρίσιμη ημερομηνία εμφάνισης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 13.6.2013, τούτο δεν αποκαλύπτεται στο παρουσιασθέν πρακτικό. Πέραν τούτου, η παρουσίαση από τον αιτητή του πρακτικού κατ' αυτό τον τρόπο ισοδυναμεί με μη επιτέλεση του καθήκοντος να αποκαλύψει πλήρως και με διαφάνεια όλα τα ουσιώδη γεγονότα όταν αποτεινόταν μονομερώς στο Δικαστήριο για εξασφάλιση άδειας.
Περαιτέρω, στην υπό εξέταση περίπτωση, ο αιτητής με την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης του για άδεια, αφενός δεν παρουσίασε το σχετικό μέρος του πρακτικού το οποίο επικαλείται και αφ' ετέρου στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτησή του, αναληθώς αναφέρθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο αναβάλλοντας την αίτηση για τις 25.6.2013, διέταξε όπως το προσωρινό διάταγμα παραμείνει σε ισχύ μέχρι τότε, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε.
Άλλο σημείο το οποίο ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση προώθησε κατ' ένσταση, είναι το ότι η παρούσα αίτηση του αιτητή για έκδοση εντάλματος Certiorari δεν συνοδεύθηκε από ένορκη δήλωση παρά μόνο παραπέμπει προς υποστήριξη της αίτησης, στην ένορκη δήλωση που είχε συνοδεύσει την αίτηση του για άδεια.
Όπως περαιτέρω επεσήμανε ο κ. Τριανταφυλλίδης, με το ένταλμα Certiorari ελέγχεται η νομιμότητα μιας δικαστικής πράξης και όχι η ορθότητά της. Εδώ, δε, το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε διακριτική ευχέρεια ερμηνεύοντας το δικό του προηγούμενο πρακτικό και οποιαδήποτε διαφωνία με αυτή την απόφαση, προωθείται με έφεση και όχι με ένταλμα Certiorari.
Τόνισε ιδιαίτερα και επανειλημμένα ο κ. Τριανταφυλλίδης τη θέση του σύμφωνα με την οποία, είτε έληγε είτε όχι η ισχύς ενός ή περισσοτέρων από τα εκδοθέντα διατάγματα, αυτό, καθόλου δεν επηρέασε το γεγονός ότι η αίτηση με την οποία εζητούντο όλα τα προσωρινά διατάγματα, τόσο αυτά που εκδόθηκαν μονομερώς όσο και εκείνα που δεν εκδόθηκαν, θα εκδικαζόταν εν πάση περιπτώσει κατά την καθορισθείσα ημερομηνία ακρόασης και υπήρχε η δυνατότητα όπως τα προηγουμένως εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα εκδοθούν ξανά, αν τούτο έκρινε πρέπον το Δικαστήριο, καθώς επίσης μπορούσαν να εκδοθούν και νέα διατάγματα.
Ως προς τη στάση την οποία τήρησε η πλευρά των καθ' ων η αίτηση κατά την εμφάνιση της 13.6.2013, ο κ. Τριανταφυλλίδης ανέφερε ότι μέχρι το σημείο που εγκρίθηκε η αίτηση αναβολής και ορίστηκε νέα ημερομηνία ακρόασης, δεν ήταν σαφές στους διαδίκους και στους δικηγόρους κατά πόσο ευρίσκοντο σε ισχύ τα προηγουμένως εκδοθέντα διατάγματα, αφού τίποτε το σχετικό δεν είχε διαταχθεί κατά την προηγούμενη δικάσιμο και γι' αυτό το λόγο ζητήθηκε από το Δικαστήριο διευκρίνιση και ερμηνεία του προηγούμενου πρακτικού ως προς την ισχύ ή μη των εκδοθέντων διαταγμάτων. Το δε Δικαστήριο ερμήνευσε το δικό του πρακτικό λέγοντας ότι είχαν παύσει να ισχύουν τα διατάγματα, ερμηνεία η οποία δεν υπόκειται σε έλεγχο με ένταλμα Certiorari
Αναφερόμενος στην απόφαση στην υπόθεση ICC Chemicals (ανωτέρω), ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι αυτή είναι κατ' αρχάς πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση και ότι εκεί το Ανώτατο Δικαστήριο διέγνωσε ότι Επαρχιακός Δικαστής είχε ερμηνεύσει εσφαλμένα το πρακτικό που είχε τηρήσει άλλος Δικαστής σε διαδικασία προσωρινού διατάγματος. Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, δεν τίθεται θέμα εσφαλμένης ανάγνωσης ή ερμηνείας πρακτικού, αλλά ερμηνείας πρακτικού από το ίδιο το Δικαστήριο στο οποίο το πρακτικό αναφέρεται.
Όπως ορθά επισημαίνεται και στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Π. Αρτέμη, στη σελίδα 112, μέσω του διατάγματος Certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο επιτηρεί και ελέγχει τα κατώτερα Δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή ή διαδικασία ενώπιόν τους, ποινικής ή αστικής φύσεως, η οποία γίνεται καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους.
Στην υπόθεση Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634, το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου.
Η σχετική επί του θέματος νομολογία αποκαλύπτει ότι η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της κατ' έφεση δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε και ως όργανο εποπτείας της διαδικασίας ή της πρακτικής η οποία ακολουθείται από το Επαρχιακό Δικαστήριο. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442). Ασφαλώς δε, σε καμιά περίπτωση δε νοείται η αξιοποίηση της δυνατότητας έκδοσης ενός τέτοιου προνομιακού εντάλματος ως έμμεση ή υπό μεταμφίεση άσκηση έφεσης ή επανακρόασης ενός ζητήματος που ηγέρθη και αποφασίστηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο. (Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066). Όπως δε είχε τονισθεί και στην υπόθεση Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και έκτοτε επαναλήφθηκε σε αριθμό άλλων αποφάσεων, η παροχή θεραπείας μέσω προνομιακού εντάλματος ή ακόμα η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης με την οποία αυτό επιζητείται, επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Έστω και αν ακόμα καταδειχθεί ικανοποιητικά η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, εάν παρέχεται άλλο ένδικο μέσο και ιδιαίτερα δικαίωμα έφεσης, τότε το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και υπό εξαιρετικές περιστάσεις θα παρέμβει. (R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257).
Επανέρχομαι στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.
Θα εξετάσω κατ' αρχάς τους διαδικαστικής φύσεως λόγους ένστασης τους οποίους ήγειρε η πλευρά των καθ' ων η αίτηση για τους οποίους, όπως υπέβαλε, η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να εξεταστεί στην ουσία της.
1. Το θέμα της μη καταχώρησης νέας συνοδευτικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης.
Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο αιτητής μαζί με τη διάκλήσεως παρούσα αίτησή του για έκδοση εντάλματος Certiorari, δεν καταχώρησε οποιαδήποτε υποστηρικτική ένορκη δήλωση ως προς τα γεγονότα, αλλά ρητά ανέφερε στην αίτησή του ότι βασίζεται στην ένορκη δήλωση του κ. Κ. Κωνσταντινίδη ημερ. 17.6.2013 που είχε καταχωρηθεί προς υποστήριξη της Αίτησής του για Άδεια καταχώρησης αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari.
Έχω αναφερθεί στις θέσεις των δύο πλευρών επί του θέματος τούτου προηγουμένως.
Στην υπόθεση In re Aeroporos a.ο. (1998) 1 C.L.R. 302 επισημάνθηκε από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε), ότι:
α. Αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari, θα πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση στην οποία να παρατίθενται τα γεγονότα στα οποία η αίτηση εδράζεται.
β. Μετά την χορήγηση άδειας, η ίδια αίτηση και η ίδια ένορκη δήλωση, ή οι ίδιες ένορκες δηλώσεις, θα πρέπει να επιδίδονται στον καθ' ου η αίτηση μαζί με την αίτηση διά κλήσεως. (Δ.59 Κ.6 των παλαιών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και Δ.53 των νέων Κανονισμών).
γ. Για την καταχώρηση μαζί με την νέα αίτηση διά κλήσεως νέας ένορκης δήλωσης ή νέων ενόρκων δηλώσεων, απαιτείται η προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου.
Στην μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Πυρίλλη v. Μεταξά (1999) 1 Α.Α.Δ. 2045, επικροτήθηκε η προσέγγιση στην Aeroporos (ανωτέρω) και έγινε εκτενής ανάλυση των ισχυόντων Αγγλικών Κανονισμών επί του θέματος και αναφορά στην Κυπριακή νομολογία. Στην περίπτωση εκείνη, ο αιτητής στην αίτηση διά κλήσεως για έκδοση εντάλματος certiorari, δεν επεσύναψε οποιαδήποτε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης του, αλλά ανέφερε στην αίτηση ότι επρόκειτο να κάνει χρήση της Έκθεσης και της ένορκης δήλωσης που είχαν καταχωρηθεί με την αίτηση με την οποία είχε εξασφαλίσει άδεια. Με την ένορκη εκείνη δήλωση, ο αιτητής απλά υιοθετούσε τα γεγονότα της αίτησης του ως ορθά και αληθή επισυνάπτοντας αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης και αίτησης του δικηγόρου του. Πρωτόδικα αυτή η ενέργεια κρίθηκε ως αποδεκτή. Κατ' έφεση όμως, το Εφετείο επαναβεβαίωσε ότι τόσο σε αίτηση για παροχή άδειας, όσο και σε διά κλήσεως αίτηση για έκδοση certiorari, απαιτείται όπως τα γεγονότα στα οποία βασίζεται, επιβεβαιώνονται από ένορκη δήλωση. Έτσι, το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε ως επαρκές το υλικό που συνόδευε την αίτηση διά κλήσεως. Όπως τόνισε, ήταν αναγκαία η ένορκη δήλωση στην οποία θα επιβεβαιώνοντο τα γεγονότα και το βάθρο στο οποίο εστηρίζοντο τα αιτήματα της αίτησης και η απλή επισύναψη της επίδικης δικαστικής απόφασης και της αίτησης του εφεσίβλητου δεν αποτελούσαν ικανοποιητικό υλικό για να ελεγχθεί το βάσιμο της αίτησης για έκδοση certiorari. Θα έπρεπε να υπάρχει ένορκη δήλωση στην οποία να εκτίθενται και επιβεβαιώνονται τα γεγονότα και να επισημαίνονται τα νομικά λάθη της επίδικης απόφασης.
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στην υπό εξέταση περίπτωση, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι εδώ, η ένορκη δήλωση Κ. Κωνσταντινίδη η οποία είχε συνοδεύσει την αίτηση για παροχή άδειας, περιείχε εκτεταμένα και αναλυτικά όλα τα σχετικά γεγονότα στα οποία η αίτηση βασίζετο, εντόπιζε το κατ' ισχυρισμό νομικό σφάλμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου και προέβαλλε επιχειρήματα που έτειναν να καταδείξουν το επικαλούμενο σφάλμα. Επομένως, η παραπομπή σε εκείνη την ένορκη δήλωση και η υιοθέτηση τους για σκοπούς της αίτησης διά κλήσεως, παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο, μαζί βέβαια με τα συνημμένα έγγραφα, το αναγκαίο μαρτυρικό υλικό στο οποίο θα μπορεί να βασιστεί, έτσι ώστε να δυνηθεί να ανιχνεύσει οποιοδήποτε νομικό λάθος, αν υπάρχει. Επομένως, αυτός ο λόγος ένστασης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2. Η κατ' ισχυρισμό μη παρουσίαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου του πλήρους πρακτικού του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο οποίο περιλαμβάνεται το κατ' ισχυρισμό νομικό σφάλμα.
Αυτός ο λόγος ένστασης προωθήθηκε κάτω από δύο σκοπιές:
α. Από τη σκοπιά ότι η μη παρουσίαση πλήρους πρακτικού αντιβαίνει προς τους Κανονισμούς και/ή τη Νομολογία.
β. Ότι συνιστούσε ενέργεια παραπλάνησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και παραβίασης της αρχής περί πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων από αιτητή ο οποίος αποτείνεται μονομερώς για θεραπεία από το Δικαστήριο.
Με τη δεύτερη από τις ανωτέρω δύο σκοπιές θα ασχοληθώ αργότερα, εξετάζοντας ιδιώνυμο λόγο ένστασης που αφορά στην κατ' ισχυρισμό μη αποκάλυψη από τον αιτητή όλων των ουσιωδών γεγονότων.
Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο αιτητής με την ένορκη δήλωση του για τη χορήγηση άδειας, παρουσίασε στο Δικαστήριο, ως περιέχον την επίδικη δικαστική απόφαση / ενέργεια, το πρακτικό συνεδρίας του Δικαστηρίου ημερ. 13.6.2013. Στο πρακτικό εκείνο, αφού καταγράφονται οι εμφανίσεις εκ μέρους των διαδίκων, ακολουθούν αποσιωπητικά. Αυτά τα αποσιωπητικά, συνεχόμενες δηλαδή τελείες, κατά πάγια πρακτική της αποστενογράφησης πρακτικών του Δικαστηρίου, σημαίνουν ότι κάποιες δηλώσεις είχαν γίνει αρχικά, οι οποίες και παραλείπονται. Τα αποσιωπητικά ακολουθεί η επίδικη δήλωση-απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία έχει ως ακολούθως:
«Δικαστήριο:
Σίγουρα σ' ένα τόσο δραστικό διάταγμα δεν μπορεί να δοθεί ισχύς με τη συμπεριφορά ενός των διαδίκων. Η ισχύς σε διάταγμα μπορεί να δοθεί μόνο από το Δικαστήριο. Είναι σχετική νομολογία ότι τα προσωρινά διατάγματα ορίζονται το συντομότερο επιστρεπτέα. Το διάταγμα εκτός από την πρώτη φορά που εκδόθηκε και ορίστηκε επιστρεπτέο σε σύντομο χρονικό διάστημα δηλαδή στις 22/3/2013, την ημερομηνία αυτή αφού το διάταγμα δεν είχε επιδοθεί, το ίδιο το Δικαστήριο και μετά από αίτημα των ίδιων των αιτητών ανέβαλε την Αίτηση και το διάταγμα για οδηγίες και διέταξε όπως το διάταγμα παραμείνει σε ισχύ μέχρι τότε. Κατά την ημερομηνία αυτή, δηλαδή στις 19/4/13, όταν ανεβλήθη και πάλι η ακρόαση, το δικαστήριο δεν διέταξε το διάταγμα να παραμείνει σε ισχύ. Ούτε υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα από την πλευρά των αιτητών. Το ότι στο διάταγμα που είναι αντιγραφή του αιτητικού της αίτησης ημερ. 12/3 αναφέρεται ότι «το διάταγμα ισχύει μέχρι την εκδίκαση της αγωγής με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό και μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου», αυτό δεν έχει σχέση με το εκδοθέν διάταγμα, είναι το αίτημα της πλευράς των αιτητών που έχει αντιγραφεί. Εξάλλου αν το προσωρινό διάταγμα ίσχυε μέχρι την εκδίκαση της αγωγής δεν θα χρειάζονταν οι ενδιάμεσες διαδικασίες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Κρίνω ότι το διάταγμα δεν ισχύει και για το Δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει το ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα να παραμείνει σε ισχύ.
Ορίζεται στις 25/6/13 για οδηγίες και ώρα 10.00.
Οι μεταφράσεις των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων και την ένστασης να γίνουν μέχρι τότε»
Αυτή η παράλειψη καταγραφής στο πρακτικό του τι ακριβώς διαμείφθηκε στο Δικαστήριο προτού αυτό αποφανθεί με τον τρόπο και το αποτέλεσμα που αποφάνθηκε, καθιστά το πρακτικό ελλιπές και ανεπαρκές, σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση και συνακόλουθα καθιστά την αίτηση τους για έκδοση εντάλματος certiorari, απορριπτέα. Προς υποστήριξη αυτού του λόγου ένστασης, οι καθ' ων η αίτηση παραπέμπουν σε γνωστή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς την αναγκαιότητα επισύναψης σε αίτηση Certiorari του σχετικού πρακτικού του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα παραπέμπουν στην απόφαση στην υπόθεση Πυρίλλη (ανωτέρω) ως αυθεντία περί της αναγκαιότητας παρουσίασης ολόκληρου του σχετικού πρακτικού. Από την άλλη, ο αιτητής αντιτείνει ότι το παρουσιασθέν πρακτικό που επισυνάπτετο στην αίτηση του, είναι πλήρες , με την έννοια ότι περιλαμβάνει ολόκληρη τη δικαστική απόφαση στην οποία εντοπίζεται το νομικό σφάλμα για το οποίο παραπονείται. Όπως δε πρόσθεσαν οι συνήγοροι του αιτητή με δήλωση τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ζήτησαν από τον οικείο πρωτοκολλητή την αποστενογράφηση και παράδοση σ' αυτούς του πρακτικού της συγκεκριμένης ημερομηνίας για να χρησιμοποιηθεί επειγόντως στην αίτηση και προφανώς λόγω στενότητας χρόνου, ετοιμάστηκε και τους παραδόθηκε το πρακτικό στη μορφή που κατατέθηκε στο Δικαστήριο.
Νομίζω ότι η εκτεταμένη συζήτηση αυτού του απλού θέματος, παρέλκει. Ο αιτητής ενεργώντας προφανώς επειγόντως λόγω της βεβαιωθείσας δικαστικά εκπνοής των διαταγμάτων που είχε εξασφαλίσει, ζήτησε το επίδικο πρακτικό της ημέρας που αποφασίστηκε η εξέλιξη εκείνη. Του παραδόθηκε το εν λόγω πρακτικό στην προαναφερθείσα μορφή, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, είναι υπογεγραμμένο από τον πρωτοκολλητή και σφραγισμένο ως πιστό αντίγραφο γνήσιου πρακτικού. Με δεδομένη δε τη θέση του αιτητή ότι το νομικό σφάλμα το οποίο επικαλείται, είναι εμφανές στο πρακτικό όπως αυτό του έχει παραδοθεί, το Δικαστήριο που εξέταζε την αίτησης για παροχή άδειας, μπορούσε να την εξετάσει με αυτό ως δεδομένο. Η απόφαση στην υπόθεση Πυρίλλη (ανωτέρω) διαφοροποιείται σημαντικά ως προς τα γεγονότα της από την παρούσα υπόθεση. Ο αιτητής στην Πυρίλλη παρέλειψε να συνοδεύσει την αίτηση του με οποιαδήποτε ένορκη δήλωση ως προς τα γεγονότα, ενώ η ένορκη δήλωσή του που είχε συνοδεύσει την αίτηση για άδεια, δεν παρέθετε ούτε επιβεβαίωνε οποιαδήποτε γεγονότα ή παραστάσεις ως προς το πού και πώς εντοπίζεται το νομικό σφάλμα, περιοριζόμενη απλά στην αναφορά στα έγγραφα τα οποία παρουσίαζε, μεταξύ των οποίων ήταν και η επίδικη απόφαση του Δικαστηρίου.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ένστασης ευσταθεί.
3. Η κατ' ιχυρισμό απόκρυψη και/ή μη αποκάλυψη και/ή παραπλάνηση του Δικαστηρίου ως προς ουσιώδη γεγονότα.
Το καθήκον κάθε αιτητή ο οποίος αποτείνεται στο Δικαστήριο μονομερώς για απόδοση θεραπείας, όπως αποκαλύψει με ειλικρινή και δίκαιο τρόπο όλα τα ουσιώδη γεγονότα, έχει καθιερωθεί και επιβεβαιωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως επίσης και το παρεπόμενο μοιραίο αποτέλεσμα για την αίτηση του ή για εκδοθέν διάταγμα, εάν διαπιστωθεί αργότερα παράλειψη επιτέλεσης αυτού του καθήκοντος.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι καθ' ων η αίτηση καταλογίζουν στον αιτητή τη μη εκπλήρωση του καθήκοντος πλήρους και δίκαιης αποκάλυψης, λόγω των ακόλουθων ενεργειών ή παραλείψεων του:
Στις παραγράφους 14 και 15 της ένορκης δήλωσης του δικηγόρου Κ. Κωνσταντινίδη που υποστήριζε την αίτηση για χορήγηση άδειας για αίτηση Certiorari, ο ομνύων προέβηκε σε δύο αναληθείς και παραπλανητικές αναφορές. Η πρώτη έγκειται στο εξής: Στην παράγραφο 14 της ένορκης δήλωσης, αναφερόμενος στα τεκταινόμενα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την 13.6.2013, επισήμανε ότι οι δικηγόροι των εναγομένων-καθ' ων η αίτηση, ενέστησαν στο αίτημα του αιτητή-ενάγοντα για αναβολή «. προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα ότι το Προσωρινό Διάταγμα (κατά τον ισχυρισμό τους) παρέλυσε τις εργασίες των εταιρειών-εναγομένων 1 και 2 στην Αγωγή 11183/2013».
Με την Ένσταση τους οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός του ομνύοντος στη μονομερή αίτηση είναι αναληθής και παραπλανητικός, καθότι το μοναδικό επιχείρημα το οποίο τέθηκε ως ένσταση στο αίτημα για αναβολή, ήταν η αυτοτέλεια και η μη σχετικότητα των δύο αιτήσεων του αιτητή που εκκρεμούσαν, αυτής δηλαδή των προσωρινών διαταγμάτων και της άλλης για αποκάλυψη-επιθεώρηση εγγράφων η οποία καταχωρήθηκε από τον αιτητή μόλις δύο μέρες πριν την ακρόαση της πρώτης και η οποία χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για αίτημα αναβολής της ακρόασης. Όπως υποστηρίζουν οι καθ' ων η αίτηση, ουδέποτε έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως επιχείρημα εναντίον της αιτούμενης αναβολής τον σαρωτικό χαρακτήρα των εκδοθέντων διαταγμάτων και την παράλυση των εργασιών του καθ' ου η αίτηση. Προς υποστήριξη αυτής τους της θέσης, οι καθ' ων η αίτηση εξασφάλισαν και επισύναψαν στην Ένσταση τους στην παρούσα Αίτηση, το πλήρες αποστενογραφημένο πρακτικό ημερ. 13.6.2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο οποίο πέραν της προαναφερθείσας δικαστικής κρίσης, παρουσιάζονται αποστενογραφημένες και οι παραστάσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών.
Σε σχέση με αυτό το θέμα, θα πρέπει να διευκρινιστούν, κατά την άποψη μου, τα ακόλουθα:
Κατ' αρχάς, όπως έχω προαναφέρει, δεν συμφωνώ με τη θέση ότι η παρουσίαση από τον αιτητή του επίδικου πρακτικού ημερ. 13.6.2013, ως είχε, πιστοποιηθέντος από τον Πρωτοκολλητή, συνιστά ενέργεια απόκρυψης μέρους του πρακτικού. Ούτε και συμφωνώ ότι το γεγονός πως στο πρακτικό εκείνο, λόγω της μη αποστενογράφης παντός ότι διαμείφθηκε τη συγκεκριμένη ημερομηνία ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένης της θέσης των καθ' ων η αίτηση στο θέμα της ζητηθείσας αναβολής, κωλύει τον αιτητή από του να ισχυρίζεται ότι το νομικό σφάλμα του Δικαστηρίου είναι αυτοτελές και εντοπίζεται καταφανώς στο τι λέχθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο. Η οποιαδήποτε δε περαιτέρω αναφορά του ομνύοντα σε άλλα, περιβάλλοντα στοιχεία, θα μπορούσε να γίνει μέσω της δικής του μαρτυρίας, όπως έγινε εδώ, ως μέρος των επιχειρημάτων του και όχι ως μέρος του ίδιου του νομικού σφάλματος το οποίο ισχυρίζεται ότι διέπραξε το Δικαστήριο.
Έχοντας παρατηρήσει τα πιο πάνω, προσθέτω τα ακόλουθα ως προς τον ισχυρισμό περί παραπλάνησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου:
Εξετάζοντας προσεκτικά το πλήρες κείμενο της δήλωσης του συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση με την οποία υπέβαλε ένσταση στο αίτημα για αναβολή, είναι γεγονός ότι ο κεντρικός άξονας και επιχείρημα που προβλήθηκε εναντίον της έγκρισης της αναβολής, ήταν το γεγονός ότι η νέα αίτηση για αποκάλυψη-επιθεώρηση, ενώ μπορούσε να υποβληθεί νωρίτερα, υποβλήθηκε δύο μόλις μέρες πριν την ημερομηνία ακρόασης της κύριας αίτησης για τα προσωρινά διατάγματα και ότι αυτή, η δεύτερη χρονολογικά αίτηση είναι μια αυτοτελής διαδικασία, άσχετη με τη διαδικασία των προσωρινών διαταγμάτων. Αυτή η θέση προκύπτει πράγματι, από το τηρηθέν πρακτικό. Είναι όμως επίσης γεγονός, ότι από την ίδια δήλωση του συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση, προκύπτει και κάτι άλλο, το οποίο σχετίζεται με την αναφορά στην οποία προέβηκε ο ομνύων Κωνσταντινίδης στην παράγραφο 14 της ένορκης δήλωσης του. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, ενιστάμενος στο αίτημα αναβολής, ανέφερε σε αρχικό στάδιο της δήλωσης του και τα εξής:
«Στις 13/3/13 εκδόθηκε μονομερώς ένα σαρωτικό διάταγμα το οποίο έχει παραλύσει όλες τις εργασίες των εναγομένων 1 και 2 οι οποίοι δεν μπορούν να διεξάγουν οποιαδήποτε εργασία ή να λάβουν οποιαδήποτε απόφαση εκτός αν λάβουν τη γραπτή έγκριση του ενάγοντα ο οποίος δεν είναι ούτε διοικητικός σύμβουλος της εναγόμενης εταιρείας 1 ούτε διοικητικός σύμβουλος της εναγόμενης εταιρείας 2, δεν είναι μέτοχος της εναγόμενης εταιρείας 1 και είναι 30% μέτοχος της εναγόμενης εταιρείας 2. Ακριβώς επειδή αυτό το διάταγμα ήταν σαρωτικό όταν εμφανιστήκαμε ενώπιον σας στις 19/4/13 και με σκοπό να μην καθυστερήσουμε τη διαδικασία συμφωνήθηκε η καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων επί οποιουδήποτε θέματος και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση σήμερα 13/6 με οδηγίες του Δικαστηρίου όπως ετοιμαστούν γραπτές αγορεύσεις.»
Επομένως, ήταν πλήρως δικαιολογημένος ο ομνύων να δηλώσει ότι οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ένσταση στην αναβολή «προβάλλοντας μεταξύ άλλων, το επιχείρημα ότι» το προσωρινό διάταγμα παρέλυσε τις εργασίες των καθ' ων η αίτηση. Προέβαλε πράγματι αυτό το επιχείρημα, ή έστω επέσεισε αυτό το γεγονός ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση για να καταδείξει ότι, ενώ είχαν εκδοθεί δραστικής φύσεως διατάγματα που παρέλυσαν, όπως ανέφερε τις εργασίες των καθ' ων η αίτηση, και ενώ όλοι οι παράγοντες της δίκης προσπάθησαν να επιταχύνουν τη διαδικασία λόγω, ακριβώς, της δραστικότητας των διαταγμάτων, εν τούτοις, κατά την άποψή του, ο αιτητής επιζητούσε αναβολή και καθυστέρηση, υπό προσχήματα. Υπενθυμίζεται άλλωστε, ότι εδώ δεν εξετάζεται η ορθότητα ή μη της απόφασης για αναβολή. Ο λόγος για τον οποίο ο ομνύων παρέπεμψε στη δήλωση του συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι οι καθ' ων η αίτηση παρέλυσαν και δεν μπορούσαν να διεξαγάγουν τις εργασίες τους, φανερά αποσκοπούσε στο να δείξει ο ομνύων ότι και οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση εκλάμβαναν τα εκδοθέντα διατάγματα ότι συνέχιζαν να ισχύουν, ενώ λίγη ώρα αργότερα υπέβαλλαν ότι αυτά είχαν εκπνεύσει. Αδυνατώ, επομένως, να εντοπίσω οποιαδήποτε αναλήθεια ή παραπλάνηση του Δικαστηρίου μέσω της παραγράφου 14 της ένορκης δήλωσης.
Το άλλο σημείο της ένορκης δήλωσης, με το οποίο οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο ομνύων προέβηκε σε αναληθή και/ή παραπλανητική παρουσίαση ανύπαρκτου στοιχείου, εντοπίζεται στην παράγραφο 15. Εκεί ο ομνύων, μετά που ανέφερε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ανέβαλε τελικά την αίτηση για οδηγίες στις 25.6.2013, πρόσθεσε ότι: «Στη συνέχεια το Δικαστήριο προχώρησε να αναφέρει ότι το επίδικο Προσωρινό Διάταγμα παραμένει σε ισχύ. Σε εκείνο το στάδιο ο κ. Γιώργος Τριανταφυλλίδης εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αναφέρει ή να διατάξει ότι το επίδικο Προσωρινό Διάταγμα παραμένει σε ισχύ, για το λόγο ότι αυτό έπαυσε να ισχύει στις 19/4/2013 .».
Στο πλήρες κείμενο του πρακτικού ημερ. 13.6.2013, το οποίο οι καθ' ων η αίτηση επεσύναψαν στην Ένσταση τους, μετά που το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε υπέρ της αναβολής και ανέφερε ότι «Το Προσωρινό Διάταγμα ορίζεται για οδηγίες στις 25/6/13», παρουσιάζεται στο σημείο εκείνο, ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση να παίρνει το λόγο και να αναφέρει:
«Κος Τριανταφυλλίδης: Δεν υπάρχει διάταγμα σε ισχύ, διότι να θυμίσω ...»
Όπως διαπιστώνεται, επομένως, από το τηρηθέν πρακτικό, πράγματι το Δικαστήριο δεν προέβηκε σε διαταγή όπως τα εκδοθέντα διατάγματα παραμείνουν σε ισχύ, αφού ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση παρενέβη, εμφανώς, για να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Όπως εισηγήθηκε ο κ. Μαρκίδης για τον αιτητή στην αγόρευσή του, στην πραγματικότητα, ο επιλαμβανόμενος της αίτησης Δικαστής, πρόλαβε να αναφέρει ότι τα προσωρινά διατάγματα θα παρέμεναν σε ισχύ προτού παρέμβει ο κ. Τριανταφυλλίδης, πλην όμως δυστυχώς αυτή η δήλωση δεν καταγράφηκε στο πρακτικό. Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει ασφαλώς να παρατηρήσω ότι το παρόν Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να βασιστεί στο ακριβές κείμενο του τηρηθέντος πρακτικού, η δε προσθήκη, αφαίρεση ή άλλη τροποποίηση του πρακτικού, μπορεί μόνο να επέλθει μέσω θεσμοθετημένης διαδικασίας και όχι με δήλωση συνηγόρου κατά την αγόρευση του. Στο βαθμό επομένως που η δήλωση του ομνύοντος ότι «Στη συνέχεια το Δικαστήριο προχώρησε να αναφέρει ότι το επίδικο Προσωρινό Διάταγμα παραμένει σε ισχύ» ερμηνεύεται ότι το Δικαστήριο θετικά ανέφερε κάτι τέτοιο, αυτό δεν βεβαιώνεται από το πρακτικό. Αν και βέβαια ο ομνύων δεν δήλωσε ότι το Δικαστήριο προχώρησε «και ανέφερε ότι ..» αλλά, δήλωσε ότι το Δικαστήριο προχώρησε «να αναφέρει ότι ..» οπότε στο σημείο εκείνο παρενέβη ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση. Όπως όμως και αν έχουν τα πράγματα, εδώ ο αιτητής στην παρούσα διαδικασία, δεν βασίζει τον ισχυρισμό του περί του ότι τα προσωρινά διατάγματα συνέχισαν να ισχύουν και μετά την 19.4.2013 στο ότι το Δικαστήριο στις 13.6.2013 αναβάλλοντας την υπόθεση διέταξε ορθά ή λανθασμένα ότι τα διατάγματα θα παρέμεναν σε ισχύ μέχρι την 25.6.2013. Επομένως, με αυτή την έννοια, το εάν το Δικαστήριο στις 13.6.2013, διέταξε ή όχι όπως τα διατάγματα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι τη νέα ημερομηνία, όπως υπονοεί στην παράγραφο 15 της ένορκης δήλωσης του ο ομνύων, δεν συνιστά ουσιώδες στοιχείο για την υπόθεση του αιτητή, ούτε μπορούσε να παραπλανήσει το Δικαστήριο το οποίο κλήθηκε να εξετάσει το κατά πόσο στις 19.4.2013, παρά τη μη διαταγή περί συνέχισης της ισχύος των διαταγμάτων, εν τούτοις αυτά συνέχισαν ή όχι να ισχύουν.
Καταλήγω ότι δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος ένστασης.
4. Το ζήτημα κατά πόσο στην υπό εξέταση περίπτωση ήταν ή όχι διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης.
Έχω παραθέσει τη θέση των καθ' ων η αίτηση ως προς το ζήτημα τούτο προηγουμένως. Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω όμως με τη θέση της πλευράς του αιτητή, σύμφωνα με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο με την επίμαχη απόφασή του, δεν ερμήνευσε απλά δικό του πρακτικό και άσκησε διακριτική ευχέρεια. Εκείνο που έγινε ήταν ότι το Δικαστήριο στα υπάρχοντα δεδομένα εφάρμοσε νόμο και αρχές και προέβηκε σε μια δική του διαπίστωση, η οποία, σύμφωνα με τον αιτητή, εμπεριέχει και/ή εδράζεται σε εμφανές νομικό σφάλμα και/ή έκδηλη νομική πλάνη.
Θα εξετάσω στη συνέχεια την ουσία της παρούσας αίτησης, το ζήτημα δηλαδή κατά πόσο στην υπό εξέταση περίπτωση, εντοπίζεται είτε νομικό σφάλμα καταφανές επί του πρακτικού ή έκδηλη νομική πλάνη.
Το κύριο ζήτημα της ύπαρξης ή μη νομικού σφάλματος εμφανούς επί του πρακτικού.
Το πλήρες κείμενο του Άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, έχει ως εξής:
«(3) Κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι' αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό· κάθε τέτοιο διάταγμα παύει να ισχύει, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, εκτός αν το Δικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά και κάθε τέτοιο διάταγμα τυγχάνει μεταχείρισης κατά την αγωγή όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.»
Αναφερόμενος στο κείμενο του πιο πάνω άρθρου, οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι κατά την ημέρα που το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα καθίσταται επιστρεπτέο, το Δικαστήριο δικαιούται, είτε να μη εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα, αναφορικά με την ανανέωσή του, οπότε και το προσωρινό διάταγμα παύει να ισχύει, είτε να το ανανεώσει εκδίδοντας σχετικό διάταγμα. Αν το Δικαστήριο δεν αναφέρει οτιδήποτε, τότε το διάταγμα παύει να ισχύει. Αυτή δε η όποια διαταγή του Δικαστηρίου, αφορά μόνο την παράταση ισχύος ενός προσωρινού διατάγματος, ενόσω εκκρεμεί η αίτηση για την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων και δεν αφορά την αίτηση αυτή καθ' αυτή. Τόνισε ιδιαίτερα η πλευρά των καθ' ων η αίτηση το γεγονός ότι ανεξάρτητα από το εάν ένα ή περισσότερα προσωρινά εκδοθέντα διατάγματα διαταχθούν ή όχι να παραμείνουν σε ισχύ, κατά τη διαδικασία της αίτησης παραμένει πάντα εκκρεμούσα και προς εκδίκαση, μη επηρεαζόμενη καθ' οιονδήποτε τρόπο, η αρχική αίτηση για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Με αυτή δε την έννοια, το Επαρχιακό Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι τα εκδοθέντα στην υπό εξέταση υπόθεση διατάγματα, είχαν εκπνεύσει, είχε δικαίωμα και υποχρέωση να δώσει οδηγίες για την διεκπεραίωση της αίτησης, χωρίς αυτό να εκληφθεί ότι θεωρούσε τα εκπνεύσαντα διατάγματα ως ισχύοντα.
Αντίθετη, ασφαλώς, άποψη προώθησε ο αιτητής, ο οποίος υποστηρίζει ότι τα εκδοθέντα διατάγματα, αν και προσωρινά, τόσο με το συντεταγμένο διάταγμα (drawn up order) διατάχθηκε όπως ισχύουν μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της αίτησης, όσο και με ειδική διαταγή του Δικαστηρίου που διέταζε σε ημερομηνία που αυτά ήσαν επιστρεπτέα, ότι θα συνέχιζαν να ισχύουν, ενώ παράλληλα, ποτέ το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν εξέδωσε περί του αντιθέτου διαταγή τερματισμού της ισχύος των διαταγμάτων. Πρόσθετα δε, όλοι οι παράγοντες της δίκης ενεργούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, εκλαμβάνοντες ως δεδομένο ότι τα εκδοθέντα διατάγματα συνέχιζαν να τελούν σε ισχύ, παρά τη μη έκδοση ρητής προς τούτο διαταγής και κατά την 19.4.2013.
Και οι δύο πλευρές στην αντιδικία, παρέπεμψαν σε σχετική επί του θέματος νομολογία, στην οποία θα αναφερθώ, εκεί όπου αυτό κρίνεται χρήσιμο.
Στην γνωστή απόφαση στην υπόθεση Αcropol Shipping Company Ltd a.ο. v. Rossis (1976) 1 C.L.R. 38, μετά που το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε εκδώσει μονομερώς παρεμπίπτον διάταγμα, κατά την ημερομηνία που αυτό ήταν επιστρεπτέο, υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση οι οποίοι και κατεχώρησαν Ένσταση. Η αίτηση αναβλήθηκε τρεις φορές στην παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων, οπότε και ακολούθησε διεξαγωγή της ακρόασης η οποία κατέληξε σε οριστικοποίηση του διατάγματος. Σε καμιά όμως από τις προηγηθείσες συνεδριάσεις κατά τις οποίες αναβλήθηκε η υπόθεση, το Δικαστήριο διέταξε όπως το εκδοθέν διάταγμα παραμείνει σε ισχύ. Κατ' έφεση, οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι το προσωρινό διάταγμα, το οποίο είχε εκδοθεί χωρίς ειδοποίηση, έπαυσε να ισχύει κατά την καθορισθείσα ημερομηνία που κατέστη επιστρεπτέο, εφόσον οι καθ' ων η αίτηση εμφανίστηκαν και ενέστησαν, και εφόσον το Δικαστήριο δεν διέτασσε όπως το διάταγμα παραμείνει σε ισχύ μέχρι την νέα ημερομηνία ακρόασης ή για οποιοδήποτε χρόνο κατά τον οποίο αυτό αναβαλλόταν. Το Εφετείο όμως είχε αντίθετη άποψη. Όπως αποφάνθηκε, λαμβάνοντας υπόψη το ίδιο το αντικείμενο ενός παρεμπίπτοντος διατάγματος καθώς επίσης και τον τρόπο κατά τον οποίο διατυπώθηκε το επίδικο διάταγμα κατά την έκδοση του, μπορούσε να συναχθεί ότι η πρόσθεση ήταν όπως το διάταγμα παραμείνει σε ισχύ μέχρι την ακρόαση του θέματος. Ενόσω, επομένως, εκείνου του διατάγματος δεν τερματίστηκε η ισχύς του, είτε κατά τις αναβολές ή όταν η απόφαση επιφυλάχθηκε, ορθά το Δικαστήριο μπορούσε να διατάξει την οριστικοποίηση του κατόπιν της ακρόασης. Όπως πρόσθεσε το Εφετείο στην ίδια υπόθεση, αυτή η θέση υποστηρίζεται και από το εδάφιο (3) του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 το οποίο προνοεί ότι εκδοθέν προσωρινό διάταγμα παύει να ισχύει κατά την λήξη της καθορισθείσας περιόδου εκτός εάν το Δικαστήριο αφού ακούσει τους διαδίκους, διατάξει διαφορετικά («. unless the Court, upon hearing the parties ... shall otherwise direct»). Όπως επεσήμανε το Εφετείο, η ορθή ερμηνεία της λέξης «upon» σημαίνει «after hearing the parties».
Άλλες δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση καταδεικνύουν προς την ίδια κατεύθυνση. Πρόκειται για τις αποφάσεις σε αιτήσεις της εταιρείας ICC Chemicals (UK) Ltd αφενός για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης για certiorari και αφετέρου για την έκδοση του εντάλματος certiorari (1995) 1 A.A.Δ. 1079 και (1996) 1 Α.Α.Δ. 634 αντίστοιχα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης στην οποία χορηγήθηκε άδεια και ακολούθως εκδόθηκε ένταλμα certiorari, προσομοιάζουν προς αυτά της παρούσας υπόθεσης. Επαρχιακός Δικαστής εξέδωσε μονομερώς συντηρητικό διάταγμα εναντίον των Εναγομένων και όρισε ημερομηνία για επίδοση του. Το συντεταγμένο διάταγμα προνοούσε ότι αυτό θα ίσχυε μέχρι πλήρους αποπεράτωσης της αγωγής ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου, εκτός εάν οι εναγόμενοι, εμφανιζόμενοι έδειχναν λόγο γιατί αυτό να μη συνεχίσει να ισχύει. Κάποιοι εκ των εναγομένων εμφανίστηκαν με δικηγόρο και η αίτηση αναβλήθηκε με οδηγίες όπως καταχωρηθεί ένσταση και όπως το διάταγμα συνεχίσει να ισχύει. Κατά τη νέα ημερομηνία, της αίτησης επιλήφθηκε άλλος Δικαστής ο οποίος και την όρισε για ακρόαση σε άλλη ημερομηνία, χωρίς όμως να διατάξει οτιδήποτε ως προς την ισχύ του προσωρινού διατάγματος. Κατά την ημερομηνία ακρόασης, ο επιλαμβανόμενος Δικαστής έκρινε ότι, αφού στην προηγούμενη δικάσιμο δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε μνεία, τότε το προσωρινό διάταγμα δεν είχε ανανεωθεί και συνεπώς δεν ίσχυε. Όρισε δε την αίτηση για ακρόαση. Το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο προσέτρεξε η ενάγουσα εταιρεία, με δικηγόρο τον ίδιο ο οποίος εμφανίζεται στην παρούσα διαδικασία για τους καθ' ων η αίτηση, εξέδωσε το αιτηθέν ένταλμα Certiorari, εντοπίζοντας νομικό σφάλμα εμφανές στο τηρηθέν πρακτικό. Το σφάλμα έγκειτο στο ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε ή ανέγνωσε λανθασμένα το πρακτικό της ημερομηνίας κατά την οποία το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο. Από το πρακτικό ήταν φανερό ότι ο προηγούμενος δικαστής εννοούσε ότι η υπόθεση αναβαλλόταν για να γίνει η Ένσταση ενώ το διάταγμα θα παρέμενε σε ισχύ, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη. Αυτό, δε, ενισχύετο, σύμφωνα με την απόφαση, και από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε κατά την σύνταξη του διατάγματος όπου αναφερόταν ότι το διάταγμα θα παρέμενε σε ισχύ μέχρι πλήρους αποπεράτωσης της αγωγής ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου και νεότερη διαταγή ουδέποτε εκδόθηκε.
Η προσπάθεια των καθ' ων η αίτηση να διαφοροποιήσουν την πιο πάνω απόφαση από τα περιστατικά της παρούσας διαδικασίας δεν είναι πειστική. Όπως υποστηρίζουν, η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο υποθέσεων έγκειται στο ότι στην ICC Chemicals, το Ανώτατο Δικαστήριο διέγνωσε ως νομικό σφάλμα το γεγονός ότι ο δεύτερος δικαστής που επιλήφθηκε της αίτησης, παρερμήνευσε ή ανέγνωσε λανθασμένα το πρακτικό της προηγούμενης συνεδρίας, κάτι το οποίο οπωσδήποτε δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.
Αυτό το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Το νομικό σφάλμα το οποίο διαγνώστηκε στην υπόθεση ICC Chemicals είναι το γεγονός ότι ο δεύτερος δικαστής εσφαλμένα έκρινε πως η μη ρητή αναφορά στο πρακτικό ότι το διάταγμα θα συνέχιζε να ισχύει, σήμαινε αφ' εαυτής ότι αυτό έπαυσε να ισχύει. Και δεν ενείχε καμιά σημασία αν αυτός που έκρινε κάτι τέτοιο ήταν άλλος δικαστής ή αν ήταν ο ίδιος, όπως εδώ.
Άλλη απόφαση, την οποία επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση, είναι η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείου με πενταμελή σύνθεση στην υπόθεση Jesse κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2666. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τα γεγονότα στην υπόθεση εκείνη σαφώς διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Στην υπόθεση Jesse, το προσωρινό διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς στις 19.1.2010 και ορίστηκε επιστρεπτέο στις 28.1.2010. Στις 28.1.2010 το διάταγμα αναβλήθηκε για επίδοση στις 18.2.2010 με οδηγίες όπως στο μεταξύ παραμείνει σε ισχύ. Από τις 18.2.2010 το διάταγμα αναβλήθηκε και πάλι για επίδοση στις 22.3.2010 με διαταγή όπως παραμείνει σε ισχύ. Στις 22.3.2010 όμως, το Δικαστήριο, αν και επιλήφθηκε της κυρίως αίτησης, δεν επιλήφθηκε καθόλου του προσωρινού διατάγματος. Η κυρίως αίτηση αναβλήθηκε για επίδοση στις 13.4.2010, χωρίς καμιά αναφορά στο προσωρινό διάταγμα. Στις 19.4.2010, το Δικαστήριο επιλήφθηκε και πάλι μόνο της κύριας αίτησης την οποία και ανέβαλε στις 20.5.2010 χωρίς οποιαδήποτε μνεία για το προσωρινό διάταγμα. Εν τω μεταξύ όμως, σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες εντός Μαΐου 2010, το προσωρινό διάταγμα επιδόθηκε σε κάθε ένα από τους τρεις καθ' ων η αίτηση. Στις 20.5.2010 που ήταν ορισμένη μόνο η κυρίως αίτηση για επίδοση, ζητήθηκε από το Δικαστήριο όπως οριστικοποιηθεί το προσωρινό διάταγμα. Παρόλον δε ότι κατά την ημερομηνία εκείνη δεν ήταν καν ορισμένο το διάταγμα, παρόλον ότι τις δύο προηγούμενες φορές, ούτε δόθηκε γι' αυτό νέα ημερομηνία ούτε βέβαια και έγινε οποιαδήποτε μνεία περί ανανέωσής του, και παρόλον ότι με την επίδοση η οποία είχε γίνει στους καθ' ων η αίτηση τον Μάϊο του 2010, αυτοί εκαλούντο να εμφανιστούν στο Δικαστήριο στην πολύ προγενέστερη ημερομηνία που αυτό είχε γίνει αρχικά επιστρεπτέο, δηλαδή την 28.1.2010, εν τούτοις το Επαρχιακό Δικαστήριο προχώρησε κατά την 20.5.2010 στην απουσία των καθ' ων η αίτηση και οριστικοποίησε το διάταγμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση αρνήθηκε να εκδώσει ένταλμα Certiorari για την ακύρωση του αρχικά εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος και ακύρωσε μόνο την οριστικοποίηση του διατάγματος. Όμως, το Εφετείο, πολύ ορθά, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης, ακύρωσε και το αρχικά εκδοθέν διάταγμα. Όπως παρατήρησε το Εφετείο, το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέστησε οριστικό ένα προσωρινό διάταγμα του οποίου η ισχύς εξέπνευσε πολύ πριν αυτό επιδοθεί στους καθ' ων η αίτηση. Αντίθετη άποψη, παρατήρησε το Εφετείο, θα είχε ως αποτέλεσμα όπως το δικαίωμα του προσώπου εναντίον του οποίου εκδίδεται ένα προσωρινό διάταγμα, και καλείται όπως εμφανιστεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία για να ενστεί κατά της διατήρησης του διατάγματος σε ισχύ, δεν θα είχε κανένα νόημα. Δεν θα προσπαθήσω να διαφοροποιήσω τα γεγονότα της υπόθεσης Jesse από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, καθ' ότι αυτή η διαφοροποίηση είναι εξόφθαλμη.
Σε μια παρόμοια με την Jesse υπόθεση, την Εργατίδης v. G. Giorgalletos Enterprises Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 2015 κρίθηκε ότι με τη μη επίδοση του εκδοθέντος διατάγματος μέχρι την ημέρα κατά την οποία κατέστη επιστρεπτέο και στην απουσία οποιασδήποτε διαταγής για την παράταση του χρόνου για την επίτευξη του σκοπού αυτού, το διάταγμα έπαυσε να ισχύει και δεν μπορούσε να παραταθεί η ισχύς του πλέον.
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορώ παρά να λάβω υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Στην υπό εξέταση υπόθεση κατά την ημέρα που τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα ήσαν επιστρεπτέα, επιδόθηκαν στους καθ' ων η αίτηση και αυτοί πρόβαλαν πρόθεση ένστασης, οπότε και ξεκίνησε η διαδικασία εξέτασης κατά πόσο τα διατάγματα θα οριστικοποιούντο ή θα ακυρώνοντο, αφού βέβαια ακούετο και η άλλη πλευρά, των καθ' ων η αίτηση.
2. Καταχωρήθηκε ακολούθως, η Ένσταση, η οποία δεν αφορούσε μόνο την αίτηση γενικά για εκδοθέντα και για μη εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, αλλά ρητά αναφερόταν σ' αυτήν ότι επρόκειτο για Πρόθεση Ένστασης «ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13.3.2013». Εξίσου, δε, ρητά, ο ομνύων στην ένορκη δήλωση, προς υποστήριξη της Ένστασης ζητούσε από το Δικαστήριο όπως άρει τα εκδοθέντα διατάγματα («51. On the basis of the above, I respectfully ask the Court to lift the injunctions and to reject OO´s Application.»
Το γεγονός επομένως ότι κάποια από τα ζητηθέντα διατάγματα εκδόθηκαν και ίσχυαν, ενώ για κάποια άλλα έμελλε ακόμα να εξετασθεί κατά πόσο αυτά θα εκδίδονταν ή όχι, δεν ενέχει καμιά, κατά την άποψή μου, σημασία. Εκείνο που έχει σημασία, είναι ότι ξεκίνησε και βρισκόταν σε εξέλιξη κατά τον ουσιώδη χρόνο, η διαδικασία παράλληλης διάγνωσης δύο ενδεχομένων:
α. Του κατά πόσο τα εκδοθέντα διατάγματα θα οριστικοποιούντο ώστε να ισχύουν μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της αγωγής, ή όχι.
β. Το κατά πόσο τα άλλα από τα διεκδικούμενα με την αίτηση διατάγματα θα εκδίδονταν ή όχι.
3. Κατά την κρίσιμη ημερομηνία εμφάνισης ενώπιον του Δικαστηρίου, την 19.4.2013, αδιαμφισβήτητα τα προσωρινά διατάγματα συνέχιζαν να ισχύουν και οι καθ' ων η αίτηση ρητά δήλωσαν μέσω του δικηγόρου τους ότι ενίσταντο «τόσο στα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, όσο και στην αίτηση ..». Ο δε συνήγορος του αιτητή, δήλωσε ότι δεν θα προχωρούσε σε αίτηση για απόφαση εναντίον των καθ' ων η αίτηση λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης στην αγωγή «τουλάχιστον μέχρι και την έκδοση της απόφασης του σεβαστού Δικαστηρίου επί των προσωρινών διαταγμάτων και της σχετικής αίτησης του ενάγοντα.»
Σημειωτέον ότι αυτές οι δηλώσεις έγιναν κατά την 19.4.2013, μετά που συμφωνήθηκε τρόπος επίσπευσης της ακρόασης και δόθηκαν οδηγίες για συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις και Ένσταση και αφού η ακρόαση της αίτησης επί του θέματος των εκδοθέντων και μη εκδοθέντων διαταγμάτων ορίστηκε για την 13.6.2013.
Αυτό ξεκάθαρα σημαίνει ότι μεταξύ 19.4.2013 και 13.6.2013 οι πάντες, όλοι δηλαδή οι παράγοντες της δίκης, θεωρούσαν και εκλάμβαναν ως δεδομένο ότι η τύχη των εκδοθέντων διαταγμάτων μετατέθηκε για εξέταση στις 13.6.2013, αφού εν τω μεταξύ, καταστεί δυνατό να ακουσθούν και οι καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι καθ' ων η αίτηση, ενεργούντες με αυτό το δεδομένο, ότι δηλαδή συνέχιζαν να ισχύουν τα διατάγματα μέχρι την 13.6.2013, προέβηκαν στην καταχώρηση της Ένστασης τους κατά της συνέχισης της ισχύος των διαταγμάτων, στην ενδιάμεση χρονική περίοδο, ήτοι στις 23.4.2013, ζητώντας την άρση της ισχύος των διαταγμάτων.
4. Ακόμα και στις 13.6.2013, λίγο πριν να ασκηθεί η επίμαχη δικαστική κρίση περί του ότι είχαν παύσει να ισχύουν τα εκδοθέντα διατάγματα, κανένας δεν έθεσε θέμα ότι τα διατάγματα έπαυσαν να ισχύουν και επομένως ότι, είχε αποφορτισθεί το στοιχείο του επείγοντος από την αίτηση, αλλά αντίθετα, φαίνεται να διεξήχθη συζήτηση και υποβλήθηκαν παραστάσεις στη βάση ότι συνέχιζαν να ισχύουν σαρωτικής φύσεως διατάγματα, ως αιτία πρόκλησης καθυστέρησης, αν εγκρινόταν η αιτούμενη αναβολή.
5. Μέχρι την 13.6.2013, και ενώ βρισκόταν σε εκκρεμότητα η απόφανση κατά πόσο τα εκδοθέντα διατάγματα θα καθίσταντο οριστικά ή θα τερματιζόταν η ισχύς τους, η μόνη ρητή διαταγή που είχε δοθεί από το Δικαστήριο και από το συντεταγμένο διάταγμα, ήταν ότι τα διατάγματα θα συνέχιζαν να ίσχυαν και το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να αποφανθεί διαφορετικά «αφού ακούσει τους διαδίκους» όπως προβλέπεται στο Άρθρο 9(3) του Κεφ. 6.
Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν, όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Acropol Shipping (ανωτέρω), ότι παρά τη ανυπαρξία ρητής προς τούτο οδηγίας από το Δικαστήριο στις 19.4.2013 όταν όριζε τα προσωρινά διατάγματα και την αίτηση για ακρόαση, εξυπακούετο ότι τα εκδοθέντα διατάγματα θα παρέμεναν σε ισχύ μέχρι την νέα ημερομηνία ή μέχρι την απόφανση ως προς την τύχη τους, αφού ακουσθούν και οι δύο πλευρές.
Εδώ δεν είναι η περίπτωση κατά την οποία στις 19.4.2013 δεν είχαν επιδοθεί τα διατάγματα, ή δεν επιλήφθηκε το Δικαστήριο καθόλου του θέματος των προσωρινών διαταγμάτων. Στις 19.4.2013, το Δικαστήριο επιλήφθηκε των διαταγμάτων και της αίτησης και αφού άκουσε τις παραστάσεις των διαδίκων ως προς την σύντομη διεκπεραίωση της αίτησης, τροχοδρόμησε την περαιτέρω διαδικασία προς τον τελικό σκοπό της απόφανσης ως προς την τύχη των εκδοθέντων διαταγμάτων και της αίτησης.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, η παράταση της ισχύος των διαταγμάτων μέχρις ότου ακουσθούν οι διάδικοι κατά την προς τούτο ορισθείσα ημερομηνία ώστε να αποφανθεί το Δικαστήριο, προκύπτει ξεκάθαρα από τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα το Δικαστήριο και οι διάδικοι κατά την 19.4.2013 και η μη ρητή αναφορά περί παράτασης της ισχύος των διαταγμάτων, δεν ενέχει καμιά ουσιαστική σημασία.
Καταλήγω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο όταν στις 13.6.2013 έκρινε ότι τα προσωρινά διατάγματα είχαν παύσει να ισχύουν επειδή δεν είχε ρητά διαταχθεί η συνέχιση της ισχύος τους, συνιστά έκδηλη νομική πλάνη και σφάλμα καταφανές στο πρακτικό εκείνης της ημερομηνίας, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6 και της νομολογίας και λόγω παρερμηνείας της σημασίας προηγούμενων χειρισμών που έγιναν στη διαδικασία.
Επομένως, η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 13.6.2013 που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής αρ. 1183/2013 και με την οποία κρίθηκε ότι τα εκδοθέντα από το ίδιο Δικαστήριο προσωρινά διατάγματα ημερ. 13.3.2013 έπαυσαν να ισχύουν κατά την 19.4.2013.
Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα.