ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 1 ΑΑΔ 1432

16 Ιουλίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ VALENORA CO. LIMITED ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 9/5/12 ΚΑΤΟΠΙΝ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΩΝ JSC BTA BANK,

DAVID STANDISH, JEREMY OUTEN ΚΑΙ JOHN MILSOM,

ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1, 2, 3 ΚΑΙ 4, ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ

ΑΡ. 793/12, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ

ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 6/3/13 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ  544/13 ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΟΘΗΚΕ

ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΑΔΕΙΑ ΟΠΩΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΕΙ ΤΟ

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 6/8/10, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΣΤΙΣ 10/11/10, 26/1/11, 8/4/11, 27/5/11, 9/6/11, 8/3/12, 24/4/12, 22/5/12, 9/8/12, 23/8/12, 25/1/13, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ COMMERCIAL COURT TOY QUEEN´S BENCH DIVISION OF THE HIGH COURT OF JUSTICE ΣΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ

2009 FOLIO 1999 ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΙ DAVID STANDISH,

JEREMY OUTEN ΚΑΙ JOHN MILSOM ΔΙΟΡΙΣΤΗΚΑΝ ΠΑΡΑΛΗΠΤΕΣ ΚΑΙ/Η ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΑ 23, 30, 155.4, 188 ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 14 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 32-58 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) 44/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ

 ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883, ΔΙΑΤΑΓΗ 59, 4(2) 5, 9, 18(1) ΚΑΙ 19 (2) (3), ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 137/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Άρνηση  παραχώρησης άδειας  προς καταχώρηση προνομιακού εντάλματος, λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση της αίτησης.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Χρονική προθεσμία ― Καθυστέρηση του αιτητή να αποταθεί για να εξασφαλίσει ένταλμα προνομιακής φύσης, ιδιαιτέρως εκεί όπου δεν δίνεται οποιαδήποτε ικανοποιητική ή καθόλου εξήγηση, επενεργεί αρνητικά στην απόδοση θεραπείας ― Στην Κύπρο δεν έχει τεθεί με τους Θεσμούς χρονικός περιορισμός αλλά η γενική αρχή ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο με τον χρονικό περιορισμό που ισχύει στην Αγγλία ο οποίος μειώθηκε σε τρεις μήνες ― Αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμα και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας.

 

Με την αίτηση επιδιώχθηκε η παραχώρηση άδειας του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως προς έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari που στόχευε στην ακύρωση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας  με το οποίο δόθηκε μονομερώς άδεια όπως αναγνωριστεί διάταγμα ημερ. 6.8.10 (όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια κατ' επανάληψη) που εκδόθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Αγγλίας και Ουαλίας και με το οποίο τρία πρόσωπα διορίστηκαν παραλήπτες και/ή Διευθυντές των αιτητών.

 

Προέκυπτε από την έκθεση γεγονότων και από το ίδιο το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 9.5.2012, ότι κατ' ουσίαν το Δικαστήριο αναγνώρισε διάταγμα που είχε εκδοθεί από το Δικαστήριο της Αγγλίας και Ουαλίας,  με το οποίο αποφασίστηκε ο διορισμός παραληπτών (receivers) και/ή διευθυντών (managers) των περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου 1 στην αίτηση.

 

Προς υποστήριξη της αίτησης προβλήθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

 

α)  Υπήρξε παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, έκδηλη νομική πλάνη, υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας.

β)   Δεν ήταν δυνατή η άσκηση οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέτρου εναντίον της πιο πάνω απόφασης.

 

γ)  Προέκυπτε τρομερή δραστικότητα, αντίκτυπο και παράνομη επέμβαση στην ομαλή διεξαγωγή των εργασιών των αιτητών, ως επίσης υπήρχε έκδηλη παραβίαση του Κανονισμού 44/2001.

 

δ)  Ουσιαστικά οι αιτητές στερήθηκαν του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο όπως επιτάσσει το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ε.Σ.Δ.Α, δεδομένου ότι το διάταγμα έχει εκδοθεί στη βάση μιας μονομερούς και χωρίς ειδοποίηση αίτησης, χωρίς να επιδοθεί στους αιτητές.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει λόγω της υπερβολικά μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρησή της.

 

2.  Οι εξηγήσεις που δόθηκαν, κάθε άλλο παρά ικανοποιητικές μπορούσαν να κριθούν. Αντιθέτως, φανέρωναν ότι από τις 10.5.2012 οι αιτητές έλαβαν γνώση της ύπαρξης των διαδικασιών στα Αγγλικά Δικαστήρια και για την έκδοση του προσβαλλομένου διατάγματος ημερ. 9.5.2012.

 

3.  Το τι οι ίδιοι οι αιτητές ή οι δικηγόροι τους θεώρησαν ότι θα επηρέαζε ή όχι και σε ποια έκταση τα συμφέροντα και δικαιώματά τους, ήταν στην κρίση των ιδίων και των νομικών τους συμβούλων για το ενδεδειγμένο νομικό διάβημα το οποίο θα έπρεπε να αποφασιστεί γρήγορα και αποτελεσματικά.

 

4.  Οι αναφορές του ενόρκως δηλούντα για σταδιακή ανάληψη προσπαθειών για έλεγχο της διαχείρισης των υποθέσεων των αιτητών και η εικόνα η οποία παρουσιαζόταν, τοποθετείτο αορίστως μέσα στο χρόνο, σε μία προσπάθεια, αποφυγής χρονικού προσδιορισμού των αποφάσεών» τους.

 

5.  Απλή ανάγνωση της ενόρκου δηλώσεως, φανέρωνε από τη γενικότροπη καταγραφή των ενεργειών ή μη λήψη μέτρων από τους αιτητές ή τους δικηγόρους τους, προσπάθεια να συγκαλυφθεί το κενό και η απραξία τους σε βάθος χρόνου, ώστε να ξεπεραστεί το εμπόδιο της καθυστέρησης.

 

6.  Οι δοθείσες εξηγήσεις, ισοδυναμούσαν με απουσία εξηγήσεων. Οι αιτητές όφειλαν να επιζητήσουν την ακύρωση του διατάγματος μέσα σε εύλογο χρόνο από τις 10.5.2012. Η καθυστέρηση η οποία παρουσιαζόταν, ξεπερούσε τον ένα χρόνο.

 

7.  Περαιτέρω οι αιτητές είχαν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο ή μέσα, τα οποία δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να ενεργοποιήσουν όπως προνοείται από το σχετικό Κανονισμό, Άρθρα 43, 44 και 45.

 

8.  Η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν παραχωρείται άδεια εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός αν καταδειχθούν ικανοποιητικά εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ιn re Aeroporos a.ο. (1988) 1 C.L.R. 302,

 

Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ημερ. 13.10.2000 (2002) 1 Α.Α.Δ. 571,

 

Ερμής Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 811,

 

Ευαγγέλου (Αρ. 2) (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1011,

 

Μήλιος (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 787,

 

Αδαμίδης (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 760,

 

Γενικός Εισαγγελέας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2499,

 

Ironhold Estates Ltd v. Travelworld Vacation Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 452,

 

Carron v. Federal Republic of Germany, Case 198/85 ECR [1986],

 

Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853,

 

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41.

 

Αίτηση.

 

Κ. Μελάς με Α. Μελά, για τους Αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται:

 

Α.   Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 9.5.2012, κατόπιν μονομερούς αίτησης των JSC BTA BANK, David Standish, Jeremy Outen και John Milsom, εναντίον του καθ' ου η αίτηση 1 Mukhtar Ablyazov, στη Γενική Αίτηση υπ' αρ. 793/12, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 6.3.2013, στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης 544/13, και με το οποίο δόθηκε μονομερώς άδεια όπως αναγνωριστεί το διάταγμα ημερ. 6.8.10 (όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια κατ' επανάληψη) που εκδόθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Αγγλίας και Ουαλλίας (Commercial Court, Queen´s Bench Division of the High Court of Justice), στην απαίτηση με αριθμό 2009 Folio 1999 και με το οποίο οι David Standish, Jeremy Outen και John Milsom διορίστηκαν παραλήπτες και/ή Διευθυντές των αιτητών.

 

Β.   Άδεια του Δικαστηρίου για τη μεταφορά του φακέλου της Γενικής Αίτησης με αριθμό 793/12 στο Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς εξέτασης της Αίτησης Certiorari για ακύρωση της προαναφερθείσας απόφασης και/ή διατάγματος το οποίο εκδόθηκε στη βάση μονομερούς αίτησης.

 

Γ.   Διάταγμα όπως οποιοδήποτε διαδικαστικό και/ή άλλως (sic) μέτρο και/ή διαδικασία και/ή πράξη που βασίζεται στα διατάγματα αυτά, ανασταλεί μέχρι την αποπεράτωση της διαδικασίας αυτής στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Προκύπτει από την έκθεση γεγονότων και από το ίδιο το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 9.5.2012, ότι κατ' ουσίαν το Δικαστήριο αναγνώρισε διάταγμα που είχε εκδοθεί από το Δικαστήριο της Αγγλίας και Ουαλλίας, Commercial Court, Queen´s Bench Division of the High Court of Justice, με το οποίο αποφασίστηκε ο διορισμός παραληπτών (receivers) και/ή διευθυντών (managers) των περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου 1 στην αίτηση.

 

Οι αιτητές επιδιώκουν να τους παραχωρηθεί η άδεια για τους λόγους που με λεπτομέρεια καταγράφονται στην αίτηση:

 

Παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α.

 

Παράβαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 

Έκδηλη νομική πλάνη.

 

Υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας.

 

Έλλειψη άσκησης οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέτρου εναντίον της πιο πάνω απόφασης.

 

Τρομερή δραστικότητα, αντίκτυπο και παράνομη επέμβαση στην ομαλή διεξαγωγή των εργασιών των αιτητών.

 

Έκδηλη παραβίαση του Κανονισμού 44/2001.

 

Ουσιαστικά οι αιτητές στερήθηκαν του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο όπως επιτάσσει το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ε.Σ.Δ.Α., καθώς το διάταγμα του Αγγλικού Δικαστηρίου, αναγνωρίστηκε δυνάμει του προσβαλλόμενου διατάγματος, χωρίς οι αιτητές να μπορούν να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου Λευκωσίας και να ενστούν.

 

Το διάταγμα έχει εκδοθεί στη βάση μιας μονομερούς και χωρίς ειδοποίηση αίτησης, χωρίς να επιδοθεί στους αιτητές.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ουσιαστικά δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα, χωρίς να ακουστούν οι αιτητές οι οποίοι επηρεάζονται από την εφαρμογή του.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του εκδίδοντας το διάταγμα στη βάση μονομερούς αίτησης μέσα στα πλαίσια Γενικής Αίτησης, «η οποία είναι τρόπος έναρξης δικαστικής διαδικασίας, άγνωστη στο δικονομικό μας σύστημα». Δεν υπάρχει στην ουσία άλλο ένδικο μέσο στη διάθεση των αιτητών με το οποίο να δικαιούνται να προσβάλουν το διάταγμα ή να ενστούν στην αναγνώρισή του, λόγω του ότι οι αιτητές δεν είναι διάδικοι στην αγγλική διαδικασία και δεν τους επιτρέπεται να αποταθούν και να ακουστούν στη διαδικασία αναγνώρισης του διατάγματος του Αγγλικού Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι επηρεάζονται άμεσα τα συμφέροντα και οι δραστηριότητες τους.

 

Εξέτασα το ζήτημα με ιδιαίτερη προσοχή εν όψει της διαδικασίας και του μηχανισμού που ενεργοποιήθηκε για την αναγνώριση της απόφασης αλλοδαπού Δικαστηρίου δυνάμει του Κανονισμού 44/2001 Ε/Κ, εν όψει της θέσης ότι οι αιτητές δεν είναι διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, ούτε τους επιδόθηκαν «τα εισαγωγικά ή άλλα ισοδύναμα έγγραφα της διαδικασίας» όπως απαιτεί ο Κανονισμός.

 

Είναι η κατάληξή μου ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει λόγω της υπερβολικά μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρησή της. Τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην έκθεση και στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, ορθώνουν ανυπέρβλητο εμπόδιο για παραχώρηση θεραπείας.

 

Έχει με σαφήνεια νομολογηθεί ότι καθυστέρηση του αιτητή να αποταθεί για να εξασφαλίσει ένταλμα προνομιακής φύσης, ιδιαιτέρως εκεί όπου δεν δίνεται οποιαδήποτε ικανοποιητική ή καθόλου εξήγηση, επενεργεί αρνητικά στην απόδοση θεραπείας. Στην in re Aeroporos a.ο. (1988) 1 C.L.R. 302, τονίστηκε η καθοριστική σημασία και ο ρόλος, του παράγοντα καθυστέρηση για την έγκριση αίτησης για παραχώρηση άδειας. Ο λόγος της Aeroporos, όπως καταγράφηκε από τον Πική, Δ., υπό την τότε ιδιότητά του, υιοθετήθηκαν στην υπόθεση της Ολομέλειας, Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ημερ. 13.10.2000 (2002) 1 Α.Α.Δ. 571. Εκεί έγινε εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ιδιαίτερως στην υπόθεση Ερμής Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 811, όπου ο Νικολάου, Δ. τόνισε:

 

«Τόση είναι η σημασία που αποδίδεται στην όσο το ταχύτερο αναζήτηση θεραπείας με τα ένδικα μέσα που τώρα επιδιώκουν οι αιτητές, που στην Αγγλία από καιρό εισήχθη με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας χρονικός περιορισμός: ήταν αρχικά έξι μήνες και έπειτα μειώθηκε σε τρεις. Το εν λόγω όριο αποτελεί βέβαια εκεί το ανώτατο επιτρεπτό. Αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμα και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας. Στην Κύπρο δεν έχει τεθεί με τους Θεσμούς χρονικός περιορισμός αλλά η γενική αρχή την οποία ανέφερα ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει επί τούτου μεγάλος αριθμός αποφάσεων: βλ. ενδεικτικά τις υποθέσεις In re Manolis Christophi (1985) 1 C.L.R. 692 και Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 455».

 

Γραμμή που ακολουθήθηκε αργότερα στην Ευαγγέλου (Αρ. 2) (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1011 και στις Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ημερ. 13.10.2000, ανωτέρω, Ερμής Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ανωτέρω, Μήλιος (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 787 και Αδαμίδης (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 760. Στις πιο πάνω υποθέσεις επρόκειτο αναλόγως για καθυστέρηση από 3½ - 10 μήνες, η οποία κρίθηκε ότι δεν μπορούσε παρά αναπόφευκτα να οδηγήσει σε απόρριψη των αιτήσεων για παραχώρηση άδειας αυτής της φύσης. Πορεία την οποία το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπ' όψιν της φύσης του αιτήματος: προνομιακό ένταλμα η παραχώρηση του οποίου εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 68-70, παρ. 2.40-2.42 και Γενικός Εισαγγελέας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2499).

 

Οι αιτητές για να δικαιολογήσουν το χρόνο που διέρρευσε από την έκδοση του διατάγματος του Δικαστηρίου, όπως στη συνέχεια τροποποιήθηκε, προβάλλουν ότι μόλις στις 15.5.2012, η δικηγορική εταιρεία στην οποία εργάζεται ο ενόρκως δηλών και διευθύνων σύμβουλος και μέτοχος των αιτητών, έλαβε επιστολή «από κάποιον John Milsom» ο οποίος τον πληροφορούσε για το διορισμό του ιδίου και δύο άλλων προσώπων ως παραληπτών και διαχειριστών των περιουσιακών στοιχείων των αιτητών, την προώθησε στους αιτητές, οι οποίοι με αυτό τον τρόπο έλαβαν για πρώτη φορά γνώση για την ύπαρξη των διαδικασιών στα Αγγλικά Δικαστήρια και για το προσβαλλόμενο διάταγμα ημερ. 9.5.2012. Θεώρησαν, εύλογα, είναι η θέση του, οι αιτητές, ότι εφ' όσον δεν ήσαν διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, δεν τους επηρέαζε οποιαδήποτε τυχόν εγγραφή και αναγνώριση του διατάγματος στην Κύπρο: δεν ήταν δυνατόν να λάβουν δικαστικά μέτρα ή διαβήματα εναντίον τους. Όταν έγινε αντιληπτό ότι οι καθ' ων η αίτηση παραλήπτες και διαχειριστές, άρχισαν να λαμβάνουν μέτρα για να πάρουν τον έλεγχο και διαχείριση των υποθέσεων των αιτητών και να επεμβαίνουν στην ομαλή πορεία των δραστηριοτήτων τους με διάφορες ενέργειες, άρχισαν ενεργά να αναζητούν εξειδικευμένη νομική συμβουλή σε σχέση με το θέμα και έκαναν έρευνες και προσπάθειες εξεύρεσης των απαραίτητων σχετικών εγγράφων, διαταγμάτων, αιτήσεων κλπ.. Αρχική τους σκέψη ήταν να αποταθούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για ακύρωση και/ή παραμερισμό του προσβαλλόμενου διατάγματος, πλην όμως ακολούθησε ο εντοπισμός της απόφασης του Παρπαρίνου, Δ., υπό την τότε ιδιότητά του, και έτσι ματαιώθηκε και αυτή η σκέψη. Πρόκειται, αντιλαμβάνομαι για την ενδιάμεση απόφαση του Παρπαρίνου Δ., υπό την τότε ιδιότητά του ημερ. 20.2.2012 (Τεκμ. 6) σε αίτηση για ανάκληση αναγνώρισης και εγγραφής διατάγματος του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστηρίου της Αγγλίας και Ουαλλίας. Έγιναν στη συνέχεια διάφορες άλλες σκέψεις, οι οποίες και πάλι απορρίφθηκαν. Ακολούθησε ενδελεχής, όπως την χαρακτηρίζει, και διεξοδική μελέτη και επεξεργασία των πραγματικών δεδομένων και νομικών πτυχών οπότε και κρίθηκε επιβεβλημένη η προώθηση της παρούσας διαδικασίας ως το μόνο αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα για τους αιτητές. Τα αυτά ζητήματα και αιτιάσεις προβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή και ενώπιον του Δικαστηρίου, ο οποίος τόνισε τον όγκο των εγγράφων που έπρεπε να αναζητηθούν, και την ανάγκη χάραξης στρατηγικής προς αντιμετώπιση της όλης κατάστασης η οποία δημιουργήθηκε από την έκδοση του διατάγματος.

 

Οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί, κάθε άλλο παρά ικανοποιητικές μπορεί να κριθούν. Αντιθέτως, φανερώνουν ότι από τις 10.5.2012 οι αιτητές έλαβαν γνώση της ύπαρξης των διαδικασιών στα Αγγλικά Δικαστήρια και για την έκδοση του προσβαλλομένου διατάγματος ημερ. 9.5.2012. Το τι οι ίδιοι οι αιτητές ή οι δικηγόροι τους θεώρησαν ότι θα επηρέαζε και σε ποια έκταση ή όχι τα συμφέροντα και δικαιώματά τους, ήταν στην κρίση των ιδίων και των νομικών τους συμβούλων για το ενδεδειγμένο νομικό διάβημα το οποίο θα έπρεπε να αποφασιστεί γρήγορα και αποτελεσματικά.

 

Οι αναφορές στη συνέχεια του ενόρκως δηλούντα για σταδιακή ανάληψη προσπαθειών για έλεγχο της διαχείρισης των υποθέσεων των αιτητών και η εικόνα η οποία παρουσιάζεται, τοποθετείται αορίστως μέσα στο χρόνο, σε μία προσπάθεια, θα έλεγα, αποφυγής χρονικού προσδιορισμού των αποφάσεών» τους. Διερωτώμαι τι μπορεί να εννοεί ο ενόρκως δηλών ότι «οι Αιτητές άρχισαν πλέον ενεργά να αναζητούν εξειδικευμένη νομική συμβουλή σε σχέση με το θέμα και τόσο οι ίδιοι, όσο και οι τωρινοί δικηγόροι των Αιτητών άρχισαν τις έρευνες και την προσπάθεια εξεύρεσης των απαραίτητων σχετικών εγγράφων, διαταγμάτων, αιτήσεων κλπ.». Κανένας χρονικός προσδιορισμός δεν αναφέρεται.  Αντιθέτως απλή ανάγνωση της ενόρκου δηλώσεως, φανερώνει ότι η γενικότροπη καταγραφή των ενεργειών ή μη λήψη μέτρων από τους αιτητές ή τους δικηγόρους τους, προσπάθεια να συγκαλυφθεί το κενό και η απραξία τους σε βάθος χρόνου, ώστε να ξεπεραστεί το εμπόδιο της καθυστέρησης. Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να δεχθώ τις εξηγήσεις, οι οποίες, κατά την άποψή μου, ισοδυναμούν με απουσία εξηγήσεων, ως ικανοποιητικές. Οι αιτητές όφειλαν να επιζητήσουν την ακύρωση του διατάγματος μέσα σε εύλογο χρόνο από τις 10.5.2012. Η καθυστέρηση η οποία παρουσιάζεται, ξεπερνά τον ένα χρόνο. 10.5.2012- 10.7.2013.

Το Δικαστήριο δεν θα υποδείξει στους αιτητές ποια πορεία θα έπρεπε να ακολουθήσουν για να άρουν την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε από την εγγραφή της αλλοδαπής απόφασης. Οφείλει όμως να υποδείξει ότι οι αιτητές είχαν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο ή μέσα, τα οποία δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να ενεργοποιήσουν όπως προνοείται από το σχετικό Κανονισμό, Άρθρα 43, 44 και 45. Οπότε το Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 45 είχε την εξουσία να εξετάσει σχετικό αίτημα. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η Συνθήκη Προσχώρησης Νόμος του 2003 (Ν. 35(ΙΙΙ)/2003), έχουν άμεση ισχύ στη Δημοκρατία και υπερισχύουν των αντίθετων νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων (Ironhold Estates Ltd v. Travelworld Vacation Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 452). 

 

Το πνεύμα και το γράμμα του Κανονισμού αντανακλάται στις διατάξεις του Άρθρου 41, το οποίο και αποσκοπεί να δώσει σ' ένα αιτητή τη δυνατότητα να αναγνωριστεί η απόφαση το ταχύτερο δυνατό, δυνατότητα που προσφέρεται από το μονομερή χαρακτήρα του μέτρου κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας αναγνώρισης και εκτέλεσης. Ρητώς και επιτακτικώς προνοεί το Άρθρο 41 πως, «ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δεν δύναται σε αυτό το στάδιο να καταθέσει προτάσεις». Σχετική αναφορά γίνεται στο σύγγραμμα Pontier and Burg: EU Principles on Jurisdiction and Recognition and Enforcement of Judgments in Civil and Commercial Matters, σελ.39-40, όπου εξετάζονται οι διατάξεις της Σύμβασης των Βρυξελών, Άρθρα 31-35, που αντιστοιχούν στα Άρθρα 38-46 του Κανονισμού 44/2001. Σχετική επίσης είναι και η υπόθεση Carron v. Federal Republic of Germany, Case 198/85 ECR [1986].

 

Η αίτηση δεν θα μπορούσε να επιτύχει και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν παραχωρείται άδεια εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός αν καταδειχθούν ικανοποιητικά εξαιρετικές περιστάσεις (Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41).

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο