ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1371
4 Ιουλίου, 2013
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ THE AMAZON ENTERPRISES LIMITED (H "ΕΤΑΙΡΕΙΑ") ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ MANDAMUS ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
KAI
ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ, ΚΛΑΔΟΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (MEMO) ΩΣ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ (ΤΑ "ΒΑΡΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ"),
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ, ΚΛΑΔΟΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (MEMO) ΩΣ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ (ΤΑ "ΒΑΡΗ ΛΕΜΕΣΟΥ")
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ, ΚΛΑΔΟΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΩΝ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (MEMO) ΩΣ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ (ΤΑ "ΒΑΡΗ ΛΑΡΝΑΚΑΣ").
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 185/2012)
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Κατά πόσον ήταν επιτρεπτή η έκδοση εντάλματος Mandamus με το οποίο να εντέλλονταν οι Διευθυντές Επαρχιακών Κτηματολογίων να προχωρήσουν σε διαγραφή επιβαρύνσεων από πιστωτές, οι οποίες θεωρούνταν κατά Νόμο άκυρες, εις βάρος εταιρείας η οποία τελούσε υπό διαδικασία εκκαθάρισης.
Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Eκδίδεται προς το σκοπό της εκτέλεσης ενός δημόσιου καθήκοντος ― Όμως, το εμπλεκόμενο δημόσιο καθήκον πρέπει να υφίσταται σε σχέση με κάποιο θέμα το οποίο εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου δικαίου, οπότε και η εφαρμογή του στη δεύτερη περίπτωση παραπέμπει σε θεραπεία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Με την αίτηση, ο αιτητής αιτήθηκε την έκδοση εντάλματος Mandamus με το οποίο να εντέλλονταν οι Διευθυντές των Κτηματολογίων Λευκωσίας, Λεμεσού και Λάρνακας να προχωρούσαν σε διαγραφή περιγραφομένων εμπραγμάτων βαρών τα οποία ήταν καταχωρημένα στα μητρώα των αντίστοιχων Κτηματολογικών γραφείων.
Ο αιτητής ενεργούσε ως εκκαθαριστής εταιρείας η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση δυνάμει διατάγματος Επαρχιακού Δικαστηρίου. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως εκκαθαριστής, η οποία έγινε στις 20.5.2010, ο αιτητής διαπίστωσε ότι κάποια από τα ακίνητα της εταιρείας είχαν πωληθεί με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 17.4.2007. Με δεδομένο ότι η καταχώρηση στο Δικαστήριο της αίτησης η οποία τελικά οδήγησε στην εκκαθάριση της εταιρείας, είχε καταχωρηθεί προηγουμένως, δηλαδή κατά την 11.10.2006, ο αιτητής θεώρησε τη γενόμενη πώληση άκυρη.
Επειδή ωστόσο το συμφωνηθέν αντάλλαγμα για την πώληση κρίθηκε κατόπιν εκτιμήσεων ότι ήταν ικανοποιητικό και επομένως συμφέρον για τους πιστωτές της εταιρείας, ο αιτητής αποτάθηκε στο Δικαστήριο και εξασφάλισε διάταγμα επικύρωσης της πώλησης. Παρά ταύτα, και παρά το ότι ο αγοραστής των ακινήτων ήταν έτοιμος και πρόθυμος να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα και να ολοκληρωθεί η συμφωνία πώλησης, διαφάνηκε, ότι η διαδικασία εμποδιζόταν από επιβαρύνσεις οι οποίες τέθηκαν στα πωλούμενα ακίνητα.
Οι επιβαρύνσεις είχαν εγγραφεί μετά την 11.10.2006, ημερομηνία κατά την οποία καταχωρήθηκε η αίτηση για εκκαθάριση της εταιρείας και επειδή κατά τον αιτητή θεωρούνται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου άκυρες, ο αιτητής ζήτησε με επιστολή του ημερομηνίας προς το Κτηματολόγιο Λεμεσού, να πληροφορηθεί κατά πόσο θα μετακινούνταν τα εμπράγματα εκείνα βάρη.
Το Κτηματολόγιο απάντησε στον αιτητή, με επιστολή με την οποία τον ενημέρωνε ότι για το θέμα θα ζητείτο η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.
Παρά ταύτα, τα προαναφερθέντα βάρη δε διαγράφηκαν, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Mandamus.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 218(2) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 ως έχει τροποποιηθεί, η εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο λογίζεται ότι αρχίζει από το χρόνο της υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση.
2. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η έναρξη της εκκαθάρισης τοποθετείτο στις 11.10.2006, ημερομηνία κατά την οποία είχε υποβληθεί η αίτηση για εκκαθάριση της εταιρείας από πιστωτή της. Οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις ενεγράφησαν μετά την ημερομηνία αυτή, θεωρούνται άκυρες.
3. Το ότι η επιβάρυνση συνιστά εκτελεστικό μέτρο, είναι φανερό και από τις πρόνοιες του Άρθρου 14(1)(β) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
4. Δεν μπορούσε να λεχθεί ότι διαπιστωνόταν από τα γεγονότα οποιαδήποτε άρνηση εκ μέρους του Κτηματολογίου να προχωρήσει σε ακύρωση των επίδικων επιβαρύνσεων, σύμφωνα με το αίτημα του αιτητή.
5. Εκείνο το οποίο διαβιβάστηκε στον αιτητή με την προαναφερθείσα επιστολή ήταν ότι ετοιμάστηκε σχετική έκθεση με σκοπό να ζητηθεί η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κατά πόσο έχει το δικαίωμα ο Διευθυντής του Κτηματολογίου να ακυρώσει τις επιβαρύνσεις οι οποίες κατατέθηκαν και ενεγράφησαν μετά την καταχώρηση της αίτησης για εκκαθάριση της εταιρείας, επιβαρύνσεις οι οποίες ενεγράφησαν προτού το Κτηματολόγιο γνωρίζει την ύπαρξη της αίτησης.
6. Μια τέτοια ανταπόκριση στο αίτημα του αιτητή, σίγουρα δε συνιστά άρνηση ικανοποίησής του.
7. Με δεδομένο βέβαια ότι από την ημερομηνία της επιστολής του Κτηματολογίου μέχρι και την ημερομηνία καταχώρησης της Αίτησης για Άδεια Καταχώρησης Αίτησης για έκδοση Mandamus, δε διαγράφηκαν οι επίδικες επιβαρύνσεις, αλλ' ούτε και μέχρι και την ημερομηνία διεξαγωγής της ακρόασης της Αίτησης για έκδοση Mandamus, διαπιστωνόταν ότι πράγματι το Κτηματολόγιο παρέλειψε να διαγράψει τις επιβαρύνσεις.
8. Το θέμα που εγειρόταν ήταν κατά πόσο αυτή η παράλειψη αυτή, ήταν θεραπεύσιμη με το ένδικο μέσο της αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus ή όχι.
9. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εγγραφή των επιβαρύνσεων φαίνεται να έγινε προτού το Κτηματολόγιο λάβει γνώση της ύπαρξης σε εκκρεμότητα αίτησης για εκκαθάριση της υπό αναφορά εταιρείας. Αν και οι επιβαρύνσεις αυτές θεωρούνται ή καθίστανται από το Νόμο άκυρες, εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο ο Διευθυντής του Κτηματολογίου έχει εξουσία να διαγράφει εκ των υστέρων τέτοιου είδους εγγραφές.
10. Το θέμα βρισκόταν ακόμα σε εκκρεμότητα και καμιά άρνηση από μέρους του Διευθυντή δεν προβλήθηκε στο αίτημα του αιτητή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η έκδοση επιτακτικού εντάλματος Mandamus, φαινόταν να ήταν απρόσφορη.
11. Το ζήτημα το οποίο εγειρόταν μέσω της παρούσας αίτησης, δεν ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155. 4 του Συντάγματος για έκδοση προνομιακού εντάλματος.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Haritonos v. Chief of Police (1979) 1 C.L.R. 616,
In re Malikides a.ο. (1980) 1 C.L.R. 472,
Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218,
Κυριακίδου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1459.
Αίτηση.
Α. Χαβιαράς, για τον Αιτητή.
Δ. Παπαστεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση 1, 2, 3 και 14.
Γ. Λουκαϊδης για Α. Ποιητή, για τους Καθ' ων η Αίτηση 4, 5 και 6.
Μ. Αντωνίου για Π. Πολυβίου, για τους Καθ' ων η Αίτηση 7 και 9.
Ο. Νικήτας, για το Καθ'ου η Αίτηση 8.
Φ. Καμένος για Αλ. Μαρκίδη, για το Καθ' ου η Αίτηση 10.
Καμιά εμφάνιση, για το Καθ' ου η Αίτηση 11.
Μ. Αντωνίου για Α. Ζαχαρίου, για τους Καθ' ων η Αίτηση 12 και 13.
Cur. adv. vult.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ενεργεί ως εκκαθαριστής της εταιρείας The Amazon Enterprises Ltd η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση δυνάμει διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 12.9.2008. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως εκκαθαριστή, η οποία έγινε στις 20.5.2010, ο αιτητής διαπίστωσε ότι κάποια από τα ακίνητα της εταιρείας είχαν πωληθεί με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 17.4.2007. Με δεδομένο ότι η καταχώρηση στο Δικαστήριο της αίτησης η οποία τελικά οδήγησε στην εκκαθάριση της εταιρείας, είχε καταχωρηθεί προηγουμένως, δηλαδή κατά την 11.10.2006, ο αιτητής θεώρησε τη γενόμενη πώληση άκυρη. Επειδή όμως το συμφωνηθέν αντάλλαγμα για την πώληση κρίθηκε κατόπιν εκτιμήσεων ότι ήταν ικανοποιητικό και επομένως συμφέρον για τους πιστωτές της εταιρείας, ο αιτητής αποτάθηκε στο Δικαστήριο και εξασφάλισε διάταγμα επικύρωσης της πώλησης. Παρά ταύτα, και παρά το ότι ο αγοραστής των ακινήτων ήταν έτοιμος και πρόθυμος να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα και να ολοκληρωθεί η συμφωνία πώλησης, διαφάνηκε ότι η διαδικασία εμποδιζόταν από επιβαρύνσεις οι οποίες τέθηκαν στα πωλούμενα ακίνητα. Επειδή όμως αυτές οι επιβαρύνσεις διαφάνηκε ότι είχαν εγγραφεί μετά την 11.10.2006, ημερομηνία κατά την οποία καταχωρήθηκε η αίτηση για εκκαθάριση της εταιρείας, θεωρούνται δυνάμει των περί Εταιρειών Νόμων άκυρες, οπότε ο αιτητής ζήτησε με επιστολή του ημερομηνίας 31.7.2012 προς το Κτηματολόγιο Λεμεσού, να πληροφορηθεί κατά πόσο θα μετακινούνταν τα εμπράγματα εκείνα βάρη. Το Κτηματολόγιο απάντησε στον αιτητή, με επιστολή ημερομηνίας 13.8.2012, αναφέροντας και τα ακόλουθα:
"Με την παρούσα επιστολή μου θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι έκθεση σχετικά με το πιο πάνω θέμα στάληκε στο Διευθυντή μου με σκοπό να ζητηθεί η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κατά πόσο έχει το δικαίωμα ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να ακυρώσει τα memo τα οποία κατατέθηκαν και ενεγράφησαν μετά την κατάθεση της αίτησης για εκκαθάριση της πιο πάνω Εταιρείας, δηλαδή 11 Οκτωβρίου 2006.
2. Όπως εσείς γνωρίζετε τα εν λόγω memo έχουν εγγραφεί στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού προτού γνωρίζουμε την ύπαρξη της αίτησης για εκκαθάριση της Εταιρείας."
Παρά ταύτα, τα προαναφερθέντα βάρη δε διαγράφηκαν, με αποτέλεσμα ο αιτητής να καταχωρήσει στις 14.11.2012 αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, στη βάση της οποίας εξασφάλισε την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Mandamus.
Με την παρούσα αίτησή του, ο αιτητής επιζητεί την έκδοση εντάλματος Mandamus με το οποίο να εντέλλονται οι Διευθυντές των Κτηματολογίων Λευκωσίας, Λεμεσού και Λάρνακας να προχωρήσουν σε διαγραφή περιγραφομένων εμπραγμάτων βαρών τα οποία είναι καταχωρημένα στα μητρώα των αντίστοιχων Κτηματολογικών γραφείων.
Σε ένορκη δήλωση η οποία υποστηρίζει την αίτησή του, ο αιτητής, πέραν των πιο πάνω γεγονότων και στοιχείων, προσθέτει ότι, εξόσων πληροφορείται, το Κτηματολόγιο έλαβε από το Γενικό Εισαγγελέα γνωμάτευση ότι η εγγραφή των βαρών είναι παράνομη και άκυρη, πλην όμως, εξακολουθεί να μην τα διαγράφει, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται παράνομα ο ίδιος ως εκκαθαριστής να εκπληρώσει τα καθήκοντά του.
Η Αίτηση του αιτητή, με οδηγίες του Δικαστηρίου, επιδόθηκε τόσο στο καθ' ου η αίτηση Κτηματολογικό Γραφείο, όσο και σε όλα τα πρόσωπα προς όφελος των οποίων είχαν εγγραφεί τα εμπράγματα βάρη. Πλείστοι εκ των ενδιαφερομένων μερών, εμφανισθέντες ενώπιον του Δικαστηρίου δήλωσαν την μη πρόθεσή τους όπως καταχωρήσουν ένσταση στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος. Τελικά, ενστάσεις καταχωρήθηκαν εκ μέρους της Δημοκρατίας - Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου και εκ μέρους τριών δικαιούχων εμπραγμάτων βαρών (ενδιαφερόμενα μέρη αρ. 4, 5 και 6).
Με την Ένστασή της η Δημοκρατία εγείρει, μεταξύ άλλων, αμφισβήτηση της κατ' ισχυρισμό άρνησης του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου να προβεί στη διαγραφή της εγγραφής των επίδικων δικαστικών αποφάσεων, ως επιβαρύνσεων. Όπως δε προσθέτει, εάν υπάρχει απλά, μια παράλειψη ενέργειας εκ μέρους διοικητικού οργάνου, αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση του αιτουμένου εντάλματος, αλλά με άλλο ένδικο βοήθημα. Εν πάση δε περιπτώσει, η παρούσα αίτηση είναι πρόωρη ή και άνευ αντικειμένου εφόσον με αυτήν προσβάλλεται ή επιδιώκεται η αποκατάσταση μιας ανύπαρκτης άρνησης.
Στη δική της Ένσταση, η πλευρά των ενδιαφερόμενων μερών 4, 5 και 6 επικαλείται έλλειψη δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα, ισχυριζόμενη ότι οι αιτητές επιδιώκουν να υπεισέλθουν στην αρμοδιότητα του διευθυντή του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, και ότι η αίτηση γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση, αφού οι επιβαρύνσεις είχαν τεθεί από το 2007.
Έχοντας παραθέσει τα κύρια αδιαμφισβήτητα γεγονότα, καθώς και τις βασικές θέσεις των διαδίκων και ενδιαφερομένων, μπορώ κατ' αρχάς να προβώ σε μια καθαρή διαπίστωση, η οποία αναδύεται από το ίδιο το γράμμα του Νόμου. Σύμφωνα με το Άρθρο 217 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, οι επιβαρύνσεις οι οποίες τίθενται μετά την έναρξη της εκκαθάρισης εταιρείας, ως μέτρα εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων, είναι άκυρες:
"217. Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε κατάσχεση στα χέρια τρίτου, μεσεγγύηση, κατάσχεση ή εκτέλεση που αρχίζει εναντίον της περιουσίας ή αντικειμένων της εταιρείας μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι εξ ολοκλήρου άκυρη."
Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του Άρθρου 218(2) του Νόμου, η εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο λογίζεται ότι αρχίζει από το χρόνο της υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η έναρξη της εκκαθάρισης τοποθετείται στις 11.10.2006, ημερομηνία κατά την οποία είχε υποβληθεί η αίτηση για εκκαθάριση της εταιρείας από πιστωτή της εταιρείας. Οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις ενεγράφησαν μετά την ημερομηνία αυτή, θεωρούνται άκυρες. Το ότι η επιβάρυνση συνιστά εκτελεστικό μέτρο, είναι φανερό και από τις πρόνοιες του Άρθρου 14(1)(β) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, σύμφωνα με το οποίο στα εκτελεστικά μέτρα προς ικανοποίηση δικαστικής απόφασης, συγκαταλέγεται και η:
". πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας ή επιβάρυνση αυτής με την εγγραφή της δικαστικής απόφασης."
Δύο είναι τα κύρια ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο των επίδικων θεμάτων:
α. Κατά πόσο με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα διαπιστώνεται άρνηση ή παράλειψη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου να προβεί στην άσκηση νόμιμου καθήκοντός του.
β. Εάν ναι, κατά πόσο η εξουσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος Mandamus προσφέρεται εδώ προς αποκατάσταση σημειωθείσας άρνησης/παράλειψης από το διοικητικό όργανο.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, δεν μπορεί να λεχθεί ότι διαπιστώνεται από τα γεγονότα οποιαδήποτε άρνηση εκ μέρους του Κτηματολογίου να προχωρήσει σε ακύρωση των επίδικων επιβαρύνσεων, σύμφωνα με το αίτημα του αιτητή. Εκείνο το οποίο διαβιβάστηκε στον αιτητή με την προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 13.8.2012 ήταν ότι ετοιμάστηκε σχετική έκθεση με σκοπό να ζητηθεί η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κατά πόσο έχει το δικαίωμα ο Διευθυντής του Κτηματολογίου να ακυρώσει τις επιβαρύνσεις οι οποίες κατατέθηκαν και ενεγράφησαν μετά την καταχώρηση της αίτησης για εκκαθάριση της εταιρείας, επιβαρύνσεις οι οποίες ενεγράφησαν προτού το Κτηματολόγιο γνωρίζει την ύπαρξη της αίτησης. Μια τέτοια ανταπόκριση στο αίτημα του αιτητή, σίγουρα δε συνιστά άρνηση ικανοποίησής του. Απλά μεταδίδει το γεγονός ότι το αρμόδιο όργανο διερευνά το θέμα και ειδικότερα το ζήτημα κατά πόσο υπάρχει νομικά επιτρεπτός τρόπος να πράξει εκείνο που ζήτησε ο αιτητής, τη διαγραφή δηλαδή των εγγραφεισών επιβαρύνσεων.
Το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, αν και δε διαπιστώνεται άρνηση από πλευράς διοίκησης να ικανοποιήσει κάποιο νόμιμο αίτημα, παρατηρείται εν τούτοις παράλειψή της να το πράξει.
Με δεδομένο βέβαια ότι από την ημερομηνία της επιστολής του Κτηματολογίου (13.8.2012) μέχρι και την ημερομηνία καταχώρησης της Αίτησης για Άδεια Καταχώρησης Αίτησης για έκδοση Mandamus (14.11.2012) δε διαγράφηκαν οι επίδικες επιβαρύνσεις, αλλ' ούτε και μέχρι και την ημερομηνία διεξαγωγής της ακρόασης της Αίτησης για έκδοση Mandamus (17.5.2013), διαπιστώνεται ότι πράγματι το Κτηματολόγιο παρέλειψε να διαγράψει τις επιβαρύνσεις.
Το θέμα που εγείρεται είναι κατά πόσο αυτή η παράλειψη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, δηλαδή του Κτηματολογίου, είναι θεραπεύσιμη με το ένδικο μέσο της αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus ή όχι.
Υπενθυμίζεται ότι το ένταλμα Mandamus εκδίδεται προς το σκοπό της εκτέλεσης ενός δημόσιου καθήκοντος (Haritonos v. Chief of Police (1979) 1 C.L.R. 616). Στην υπόθεση In re Malikides a.ο. (1980) 1 C.L.R. 472, για παράδειγμα, αναγνωρίστηκε ότι συνιστά δημόσιο καθήκον του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, να επιληφθεί θέματος για μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας του αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου. Και το καθήκον τούτο είναι επιτακτικό, δεν επαφίεται απλά στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου. Όμως, το εμπλεκόμενο δημόσιο καθήκον πρέπει να υφίσταται σε σχέση με κάποιο θέμα το οποίο εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου δικαίου, οπότε και η εφαρμογή του στη δεύτερη περίπτωση παραπέμπει σε θεραπεία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος με προσφυγή και όχι σε θεραπεία προνομιακού εντάλματος δυνάμει του Άρθρου 155.4.
Στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218 έγινε χρήσιμη αναφορά στα βασικά κριτήρια για την οριοθέτηση των αντιστοίχων τομέων του δικαίου σε υποθέσεις αιτημάτων που αφορούν ακίνητη ιδιοκτησία. Όπως αναφέρθηκε εκεί:
"Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο τομέων του δικαίου, του δημόσιου και του ιδιωτικού, είναι λεπτή και δεν είναι πάντοτε εύκολο να συρθεί. Η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου, αποτελεί το βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων του δικαίου. Εάν η πράξη σκοπεί, κατά κύριο λόγο (primarily), στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και, στην αντίθετη περίπτωση, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου - (βλ. Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R 623· Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342, 2346).
Στη Savvas Yianni Valana v. The Republic (Director of Lands and Surveys) 3 R.S.C.C. 91, αποφασίστηκε ότι αποφάσεις που άπτονται των αστικών δικαιωμάτων σε ακίνητη ιδιοκτησία συνιστούν, κατά κανόνα, θέματα που ανάγονται στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, ενώ στην Achilleas Hadjikyriacou v. Theologia Hadjiapostolou and Others 3 R.S.C.C. 89, κρίθηκε ότι η επίλυση συνοριακών διαφορών συνιστά ρύθμιση των αστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, στη λήψη και περιεχόμενο των οποίων το ενδιαφέρον του κοινού είναι περιορισμένο. Από το ίδιο πνεύμα διαπνέεται και η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Theocharis Charalambides v. The Republic (District Lands Officer & Another) 4 R.S.C.C. 24, όπου διαπιστώθηκε ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα αναθεώρησης απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου να αναβάλει την ορισθείσα ημερομηνία για την αναγκαστική πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας.
Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Hellenic Bank v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481, 486, χαρακτηρίζει την προσέγγιση του δικαστηρίου στην ταξινόμηση αποφάσεων του Κτηματολογίου για σκοπούς αναθεώρησης κάτω από το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος:-
"Decisions of the Administration, definitive of property rights of citizens under civil law, have been held, without exception, to operate in the domain of private law and as such cannot be made the subject of review under Article 146."
("Αποφάσεις της Διοίκησης, προσδιοριστικές των περιουσιακών δικαιωμάτων των πολιτών κάτω από το αστικό δίκαιο, κρίθηκαν, χωρίς εξαίρεση, ότι επενεργούν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο αναθεώρησης κάτω από το Άρθρο 146.")
(Βλ., επίσης, την απόφαση της Ολομέλειας στη Σολομώντος ν. Παπανεοκλή, (1992) 1 Α.Α.Δ. 906).
Πρέπει να επισημάνουμε ότι ο πολίτης, ο οποίος παραπονείται για αποφάσεις των Κτηματολογικών Αρχών στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, δε στερείται θεραπείας. Το Άρθρο 80 του Κεφ. 224 του παρέχει τη δυνατότητα έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, η δικαιοδοσία του οποίου επεκτείνεται και στη θεώρηση της ουσίας της απόφασης."
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση της υπόθεσης Τόκα (ανωτέρω), αντικείμενο προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 146, ήταν η άρνηση του Διευθυντή του Κτηματολογίου να δώσει τις πληροφορίες που ζήτησε ο αιτητής για τη διαίρεση κτήματος σε οικόπεδα, ένα από τα οποία είχε αγοράσει ο αιτητής. Ο Διευθυντής αρνήθηκε την ικανοποίηση του αιτήματος, επειδή οι πληροφορίες δεν περιέχονταν σε μητρώο ή βιβλίο του Κτηματολογίου και, συνεπώς, δεν υπήρχε υποχρέωση για την ικανοποίηση τους σύμφωνα με το Νόμο. Όπως έκρινε το Εφετείο, οι πληροφορίες που ζήτησε ο αιτητής, αφορούσαν στον προσδιορισμό των δικαιωμάτων του σε ακίνητη ιδιοκτησία και η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου που συναρτάται με το ίδιο αντικείμενο, ως εκ της φύσεώς της, εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και, επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί του αντικειμένου της προσφυγής.
Στην περίπτωση της απόφασης μονομέλειας στην υπόθεση Κυριακίδου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1459, είχε ζητηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο η χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατασσόταν το Τμήμα Κτηματολογίου να παραδώσει στην αιτήτρια καταρτισθέντα πιστοποιητικά εγγραφής αναφορικά με διαίρεση ακίνητης ιδιοκτησίας της, ώστε να καταστούν δυνατές σκοπούμενες μεταβιβάσεις. Ο λόγος της μη έκδοσης των πιστοποιητικών ήταν ότι η διαίρεση, όπως διαμορφώθηκε μετά από τροποποιήσεις, ήταν αντίθετη με ό,τι διαλάμβαναν δύο από τα συμβόλαια που είχαν κατατεθεί για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και, λόγω τούτου, αγοραστές είχαν λάβει ένδικα μέσα εναντίον της αιτήτριας και του Δήμου. Όπως αποφασίστηκε στην αίτηση την οποία καταχώρησε η αιτήτρια, ζητώντας την άδεια για υποβολή αίτησης προς έκδοση εντάλματος Mandamus, η υπό αναφορά λειτουργία του Κτηματολογίου ανάγεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου και είχε ως αφορμή τον ενδεδειγμένο τρόπο αντίκρυσης συμβατικών δικαιωμάτων τα οποία ρυθμίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Αυτή η αντίκρυση λάμβανε υπόψη και τις πρόνοιες του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232, οι οποίες στοχεύουν να παράσχουν ασφάλεια στις σχετικές συναλλαγές προς γενικό όφελος. Πέραν όμως και ανεξάρτητα από αυτό, η διαίρεση ακίνητης ιδιοκτησίας και η κατ' ακολουθίαν έκδοση πιστοποιητικών εγγραφής συνιστά θέμα που υπερβαίνει τα όρια του συμφέροντος των άμεσα εμπλεκομένων γιατί καθορίζει το καθεστώς κτηματολογικής απεικόνισης ακίνητης ιδιοκτησίας σε σχέση με το οποίο έχει συμφέρον το κοινό γενικά. Ως εκ τούτου, το τεθέν ζήτημα δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.
Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εγγραφή των επιβαρύνσεων φαίνεται να έγινε προτού το Κτηματολόγιο λάβει γνώση της ύπαρξης σε εκκρεμότητα αίτησης για εκκαθάριση της υπό αναφορά εταιρείας. Αν και οι επιβαρύνσεις αυτές θεωρούνται ή καθίστανται από το Νόμο άκυρες, εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο ο Διευθυντής του Κτηματολογίου έχει εξουσία να διαγράφει εκ των υστέρων τέτοιου είδους εγγραφές. Σ' αυτό το ζήτημα δε δίδεται σαφής απάντηση. Ζητήθηκε η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, έτσι ώστε ο Διευθυντής να είναι νομικά κατοχυρωμένος σε ό,τι αποφασίσει, και αυτή η γνωμάτευση δε φαίνεται να έχει ακόμα εξασφαλιστεί. Το θέμα βρίσκεται ακόμα σε εκκρεμότητα και καμιά άρνηση από μέρους του Διευθυντή δεν προβλήθηκε στο αίτημα του αιτητή. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η έκδοση επιτακτικού εντάλματος Mandamus, φαίνεται να είναι απρόσφορη.
Εν πάση περιπτώσει, με προσέγγιση παρόμοια όπως με αυτή στην υπόθεση Κυριακίδου (ανωτέρω) το θέμα της ύπαρξης ή μη σωρείας επιβαρύνσεων από πιστωτές, οι οποίες θεωρούνται κατά Νόμο άκυρες, εις βάρος εταιρείας η οποία τελεί υπό διαδικασία εκκαθάρισης, είναι κατά την άποψή μου θέμα το οποίο υπερβαίνει τα όρια του συμφέροντος των άμεσα εμπλεκομένων και του εκκαθαριστή επειδή πρόκειται για θέμα το οποίο καθορίζει το επακριβές καθεστώς κτηματολογικής απεικόνισης ακίνητης ιδιοκτησίας εταιρείας, σε σχέση με το οποίο έχουν συμφέρον και άλλα πρόσωπα, όπως πιστωτές, αγοραστές, αλλά και το κοινό γενικά. Επομένως, το ζήτημα το οποίο εγείρεται μέσω της παρούσας αίτησης δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155. 4 του Συντάγματος για έκδοση προνομιακού εντάλματος.
Η Αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται. Τα έξοδα της διαδικασίας επιδικάζονται εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ' ης η αίτηση Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.