ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 1 ΑΑΔ 1093

28 Μαΐου 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

NIKITIN ALEXANDER,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

GRIGOREY ALEXANDER,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 66/2011)

 

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης οριστικοποίησης προσωρινού διατάγματος ― Απόφανση Εφετείου ότι το ορθό θα ήταν να μην εκδιδόταν αρχικά, εφόσον εξέλιπε η συνδρομή των τριών κριτηρίων που καθόρισε η νομολογία.

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Καθήκον αποκάλυψης σε μονομερή αίτηση για προσωρινό διάταγμα ― Αποσιώπηση δεδομένων που τείνουν να ρίξουν διαφορετικό φως στην υπόθεση που προωθείται από τον αιτητή, αποτελεί απόκρυψη και παραπλάνηση του Δικαστηρίου ικανή να εκθεμελιώσει το βάσιμο και το uberrima fides της αίτησης με την οποία εξασφαλίστηκε το διάταγμα, ώστε αυτό να είναι άμεσα ακυρώσιμο.

 

Διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς από Επαρχιακό Δικαστήριο  και με το οποίο δεσμεύτηκε διαμέρισμα του εφεσείοντος-εναγομένου, κατέστη εν τέλει οριστικό ύστερα από ακροαματική διαδικασία.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε ως εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου να οριστικοποιήσει το προσωρινό Διάταγμα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα, παρά τις προς το αντίθετο τοποθετήσεις του εφεσείοντα στην ένσταση του, τις οποίες και απέρριψε.

 

Έκρινε ότι ικανοποιούνταν τα δύο πρώτα κριτήρια του Άρθρου 32, ενώ ανεφέρθηκε σε νομολογία ως προς το ότι δεν χρειάζεται απόδειξη για πραγματική πρόθεση αποξένωσης στο στάδιο αιτήματος για προσωρινό μέτρο, αλλά μόνο η πιθανή επίδραση που δυνατόν να έχει η τυχόν αποξένωση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης.

 

Διαπίστωση μεταξύ άλλων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ότι ο εφεσείων ως αλλοδαπός και μη προβάλλοντας την ύπαρξη άλλης περιουσίας, η αποξένωση του μοναδικού διαμερίσματος που κατείχε στη Λεμεσό ήταν δυνατή ανά πάσα στιγμή.

 

Χαρακτήρισε ταυτόχρονα «απλουστευμένες, γενικές και επιφανειακές», τις προβληθείσες θέσεις του εφεσείοντος, οι οποίες τέθηκαν με υποστηρικτικά έγγραφα στα πλαίσια της θέσης του ότι ζημιωνόταν από την έκδοση του διατάγματος, ότι το διαμέρισμα, μοναδική του περιουσία, είναι υποθηκευμένο, ενώ επρόκειτο να εγκριθεί από την τράπεζα περαιτέρω χρηματοδότηση για σκοπούς της επιχείρησης του, αλλά και για να αποκτήσει ρευστότητα και τίτλο στο διαμέρισμα του.

 

Η έφεση στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την ολοκληρωτική απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας ως προς τη θέση του εφεσιβλήτου ότι δάνεισε στον εφεσείοντα το ποσό των $1.650.000, το οποίο ουδέποτε επεστράφη.

 

β)  Έσφαλε ως προς το ότι ο εφεσίβλητος δεν παραπλάνησε το Δικαστήριο κατά τη μονομερή εισαγωγή της αίτησης του.

 

γ)  Λανθασμένα αντέστρεψε το βάρος απόδειξης.

 

δ)  Αξιολόγησε θέσεις και μαρτυρία κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στο πρώϊμο στάδιο της ακρόασης ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Πράγματι συγκεκριμένο έγγραφο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο, πουθενά δεν συνέδεε τον εφεσείοντα με οφειλή προερχόμενη από δάνειο, με τον εφεσίβλητο.

 

2.  Αντίθετα, το αναφερόμενο εκεί ποσό, φαινόταν να σχετίζεται με κάποιο άλλο πρόσωπο. Υπήρξε λοιπόν παραπλάνηση του Δικαστηρίου και μη ακριβής αναφορά ή εξήγηση των γεγονότων.

 

3.  Ο ενόρκως δηλών στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα, ήταν ο δικηγόρος, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση και πρωτοδίκως και κατ' έφεση, κατά παράβαση της νομολογίας που καθιστά άκρως ανεπιθύμητο τέτοιο χειρισμό εφόσον ο δικηγόρος είναι ταυτόχρονα και ομνύων.

 

4.  Τα πιο πάνω εμφανή και απορρέοντα από την ίδια την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για προσωρινό διάταγμα, διέλαθαν προφανώς της προσοχής του Δικαστηρίου. Όπως διέλαθε και το εξής σημαντικό: Ο ίδιος ο εφεσίβλητος περιόρισε τη βάση της αγωγής του και της αίτησης για προσωρινό διάταγμα στην ύπαρξη της παραχώρησης δανείου, δηλαδή, στο Τεκμ. 1.

 

5.  Ο ρητός περιορισμός της αξίωσης στο Τεκμ. 1, δεν έδειχνε ούτε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, εφόσον δεν αναφερόταν καν το όνομα του εφεσείοντος, αλλά και υπολοίπετο σαφώς από την επίδειξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας, εφόσον, καμιά μαρτυρία δεν υπήρχε ως προς δάνειο που ο εφεσείων πράγματι έλαβε από τον εφεσίβλητο.

 

6.  Ενώ ως προς τη δικαιοδοσία, πέραν της εφαρμογής του Ρωσικού δικαίου, φαίνεται να θεωρήθηκε δεδομένο ότι τοπική δικαιοδοσία είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στη βάση της έγγραφης αναγνώρισης του χρέους στη Λεμεσό, δεδομένο όμως μη ορθό εφόσον αποκλειομένης της συμφωνίας, στην οποία και δεν βασιζόταν εν τέλει ο εφεσίβλητος, το έγγραφο της «Απόδειξης» δεν κατέγραφε τον τόπο υπογραφής του.

 

7.  Τα πιο πάνω ήταν αρκετά για να οδηγούσαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να αντιληφθεί την ορθή διάσταση της νομικής και πραγματικής βάσης της αίτησης για προσωρινό διάταγμα ώστε να το ακύρωνε, αν και το ορθό θα ήταν να μην το εξέδιδε καν αρχικά, εφόσον εξέλιπε η συνδρομή των τριών κριτηρίων που καθόρισε η νομολογία.

 

8.  Η εκ των υστέρων προσπάθεια του εφεσίβλητου να προωθήσει αίτηση για συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ήταν εν πάση περιπτώσει άστοχη εφόσον ο εφεσίβλητος είχε την εξ αρχής υποχρέωση της ορθής και πλήρους αποκάλυψης όλων των δεδομένων επί των γεγονότων.

 

9.  Αναμφίβολα η περίπτωση δεν ήταν δεκτική έκδοσης μονομερώς ενός απαγορευτικού διατάγματος, δραστικού στην έκταση του και που αφορούσε στη μοναδική περιουσία του εφεσείοντος στη Λεμεσό.

10.  Τα όσα ο εφεσείων είχε θέσει διά της ενόρκου δηλώσεως του ήταν τουλάχιστον ενδεικτικά ότι δεν υπήρχε πρόθεση αποξένωσης, ενώ ουδέν στοιχείο υπήρχε που να κατέτεινε στη θέση ότι η έκδοση του διατάγματος μονομερώς, ήταν επείγουσα.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα και το οριστικοποιηθέν διάταγμα ακυρώθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319,

 

Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036,

 

Xin (2010) 1 Α.Α.Δ. 743,

 

 Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 82,

 

Οδυσσέως ν. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Eναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4590/10), ημερομ. 8/2/2011.

 

Κ. Κακουλλή (κα) για Χρ. Δημητριάδη & Σία LLC, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Χαραλάμπους για Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Διάταγμα που εκδόθηκε στις 22.9.2010 μονομερώς από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και με το οποίο δεσμεύτηκε διαμέρισμα του εφεσείοντος-εναγομένου, κατέστη εν τέλει οριστικό στις 8.9.2011, μετά από ακροαματική διαδικασία.

 

Η έφεση αφορά την κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη κρίση του Δικαστηρίου να οριστικοποιήσει το προσωρινό Διάταγμα. Με πέντε λόγους έφεσης, ο εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (1) παραγνώρισε την ολοκληρωτική απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας ως προς τη θέση του εφεσιβλήτου ότι δάνεισε στον εφεσείοντα το ποσό των $1.650.000, το οποίο ουδέποτε επεστράφη, (2) έσφαλε ως προς το ότι ο εφεσίβλητος δεν παραπλάνησε το Δικαστήριο κατά την μονομερή εισαγωγή της αίτησης του, (3) παρέλειψε να αποδώσει την ορθή διάσταση στο θέμα της λανθασμένης μετάφρασης συγκεκριμένου όρου της συμφωνίας, (4) λανθασμένα αντέστρεψε το βάρος απόδειξης και (5) αξιολόγησε θέσεις και μαρτυρία κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στο πρώϊμο στάδιο της ακρόασης ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος.

 

Ο εφεσίβλητος - ενάγων πρωτοδίκως - με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ήγειρε αγωγή εναντίον του εφεσείοντος-εναγόμενου, για το ποσό των $1.650.000, ως οφειλόμενο δυνάμει δανείου που παραχωρήθηκε κατά ή περί τις 12.7.2010. Σε αναγνώριση του χρέους, ο εφεσείων υπέγραψε, πάντοτε κατά τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου, έγγραφο αναγνώρισης του χρέους με δέσμευση ότι αυτό θα εξοφλείτο στις 13.7.2010. Το ποσό των $1.650.000, ήταν αντίστοιχο του ποσού των 52.000.000 Ρουβλιών που αποτελούσε το δάνειο. Περαιτέρω, υπογράφηκε και άλλο έγγραφο που βεβαίωνε την πιο πάνω οφειλή, η οποία θα μπορούσε να τακτοποιηθεί με δόσεις, όχι όμως αργότερα από τις 12.8.2010.

 

Τα ίδια κατ' ουσίαν προωθήθηκαν με τη μονομερή αίτηση που σκοπό είχε τη απαγόρευση στον εφεσείοντα να αποξενώσει, πωλήσει, μεταφέρει, διαθέσει, υποθηκεύσει ή προβεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή ή μείωση της αξίας διαμερίσματος του εφεσείοντα στη Λεμεσό. Η σχετική υποστηρικτική ένορκη δήλωση έγινε από δικηγόρο στο γραφείο των δικηγόρων του εφεσίβλητου, λόγω του ότι ο τελευταίος ήταν μόνιμος κάτοικος στη Μόσχα, όπου και οι επαγγελματικές του δραστηριότητες. Επισυνάφθηκε ένα τεκμήριο στην εν λόγω ένορκη δήλωση, μαζί με την μετάφραση του, ως Τεκμ. 1 και 2 αντίστοιχα. Πρόκειτο για ένα χειρόγραφο έγγραφο στη Ρωσική γλώσσα, τιτλοφορούμενο «Απόδειξη» ημερ. 10.7.2010, την οποία υπέγραψε ο εφεσείων αναλαμβάνοντας να επιστρέψει το ποσό των 52.000.000 Ρουβλιών «.. στις 13 Ιουλίου 2010 με πιθανή καθυστέρηση μέχρι και τις 10 Αυγούστου 2010.». Η λεγόμενη «Απόδειξη» δεν αναφέρει σε ποιον θα επιστραφεί το εν λόγω ποσό, ούτε και πού υπεγράφη. Προνοείτο επίσης ότι σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού «..θα εκδώσω το διαμέρισμα μου στο όνομα του Μπούρ Μαξίμ Ιβάνοβιτς.».

 

Άλλο έγγραφο, υπογραφέν στη Λεμεσό στις 12.7.2010 και τιτλοφορούμενο «Loan agreement», κατέγραψε την υποχρέωση του εφεσείοντος να επιστρέψει το ποσό του δανείου μέχρι 12.7.2010 και τη δυνατότητα της διά δόσεων καταβολής του ποσού το αργότερο μέχρι τις 12.8.2010. Στο προοίμιο της συμφωνίας ο εφεσίβλητος χαρακτηριζόταν ως ο «Creditor» και ο εφεσείων ως ο «Borrower». Αυτή η συμφωνία δεν έγινε τεκμήριο στην ένορκη δήλωση, παρόλο που επισυνάφθηκε ως Τεκμ. 3. Διέπετο, όμως, σε περίπτωση διαφοράς, από το Ρωσικό Δίκαιο, ως αναφερόταν στην παρ. 6 αυτής και όπως καταγράφεται στην παρ. 7 της υποστηρικτικής ένορκης δήλωσης. Παρά ταύτα, ο ομνύων στην παρ. 8, είχε τη θέση ότι ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που ήταν το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο να επιληφθεί της υπόθεσης.  Όπως επί λέξει τέθηκε:

 

«Ο λόγος είναι ότι η βάση και/ή αιτία αγωγής του ενάγοντα δεν είναι η Συμφωνία αλλά το γεγονός της παραχώρησης του δανείου που είχε προηγηθεί. Η Συμφωνία, ως προαναφέρεται, απλά επιβεβαίωνε την ύπαρξη του δανείου.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα, παρά τις προς το αντίθετο τοποθετήσεις του εφεσείοντα στην ένσταση του. Εκεί, ο εφεσείων αντέτεινε ότι ο εφεσίβλητος-αιτητής πρωτοδίκως, δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια εφόσον τα έγγραφα που παρουσίασε ήσαν προϊόν εκβιασμού ή αποκτήθηκαν με απειλές βιαιοπραγίας, ενώ δεν υπέδειξε, ούτε απεκάλυψε την αληθή φύση τους. Περαιτέρω, ουδέποτε εισέπραξε οποιοδήποτε ποσό, το δε όνομα του εφεσίβλητου δεν αναφέρεται καν στα Τεκμ. 1 και 2. Το ποσό του κατ' ισχυρισμόν δανείου δεν είναι ορθό ή αντίστοιχο με την ισχύουσα στις 10.7.2010 ισοτιμία, ρουβλιών προς δολάρια, ενώ και το κείμενο του Τεκμ. 1 είναι διαφορετικό εφόσον ορθά μεταφραζόμενο αναφέρει ότι ως εγγύηση ο υπογράφων μεταβιβάζει το διαμέρισμα του στον Μπούρ Μαξίμ Ιβάνοβιτς. Πρόσθετα, η συμφωνία δανείου που δεν έγινε τεκμήριο, αναφέρει στον όρο 2.1. ότι το ποσό του δανείου θα έπρεπε να πληρωθεί από το δανειστή στον οφειλέτη και όχι αντίστροφα, ως είναι η εσφαλμένη αγγλική του μετάφραση, εν πάση δε περιπτώσει κανένα ποσό δεν καταβλήθηκε οποτεδήποτε.

 

Κατά τη θέση του εφεσείοντος, ίχνος μαρτυρίας δεν προσκομίστηκε που να τον εμπλέκει σε αναγνώριση χρέους προς τρίτο άτομο, ενώ ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε και για το Ρωσικό δίκαιο που διέπει τους όρους της συμφωνίας. Τα κριτήρια του Άρθρου 32, δεν ικανοποιούνταν, δεν τέθηκε τίποτε ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς το επείγον της εξασφάλισης προσωρινού μέτρου σε μονομερή βάση, ενώ δεν κατεδείχθη ούτε κίνδυνος αποξένωσης της περιουσίας του εφεσείοντος, χωρίς την οποία θα ήταν αδύνατη η ικανοποίηση ενδεχόμενης απόφασης εναντίον του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλες τις θέσεις του εφεσείοντος. Έκρινε ότι ικανοποιούνταν τα δύο πρώτα κριτήρια του Άρθρου 32, ενώ ανεφέρθη σε νομολογία ως προς το ότι δεν χρειάζεται απόδειξη για πραγματική πρόθεση αποξένωσης στο στάδιο αιτήματος για προσωρινό μέτρο, αλλά μόνο η πιθανή επίδραση που δυνατόν να έχει η τυχόν αποξένωση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης. Αυτό συζητήθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του επείγοντος του μέτρου. Διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσείων ως αλλοδαπός και μη προβάλλοντας την ύπαρξη άλλης περιουσίας, η αποξένωση του μοναδικού διαμερίσματος που κατείχε στη Λεμεσό ήταν δυνατή ανά πάσα στιγμή. Χαρακτήρισε ταυτόχρονα «απλουστευμένες, γενικές και επιφανειακές», τις προβληθείσες θέσεις του εφεσείοντος, οι οποίες τέθηκαν με υποστηρικτικά έγγραφα στα πλαίσια της θέσης του ότι ζημιωνόταν από την έκδοση τους διατάγματος, ότι το διαμέρισμα, μοναδική του περιουσία, είναι υποθηκευμένο, ενώ πρόκειτο να εγκριθεί από την τράπεζα περαιτέρω χρηματοδότηση για σκοπούς της επιχείρησης του, αλλά και για να αποκτήσει ρευστότητα και τίτλο στο διαμέρισμα του. Το Δικαστήριο ανέλαβε επίσης δικαιοδοσία κρίνοντας ότι αυτή προκύπτει από «τον τόπο υπογραφής του εγγράφου αναγνώρισης χρέους στη Λεμεσό με επικουρική ενίσχυση την κατοικία του εναγομένου.».

 

Σχολιάζοντας τη θέση του εφεσείοντος ότι υπήρχε κακή μετάφραση των εγγράφων, παρατηρήθηκε από το Δικαστήριο ότι αυτός δεν αρνήθηκε την υπογραφή τους, θεωρώντας ότι οι ισχυρισμοί περί απειλής και βιαιοπραγίας που οδήγησαν στην υπογραφή θα έπρεπε να παραμείνουν προς εξέταση στο πλαίσιο της κύριας δίκης, αλλά ούτε και μπορούσαν να εισαχθούν εκ μέρους του εφεσείοντα ισχυρισμοί για μετάφραση που αποτελούν εισαγωγή μαρτυρίας για το μετέπειτα στάδιο. Η όποια διαφορά στα ποσά που ανάγονται στην ορθή ισοτιμία, δεν αλλοίωνε την ουσία της αξίωσης του εφεσίβλητου ως προς το ύψος τους, ενώ θεωρήθηκε απλή παρατυπία η μη αναφορά στην ένορκη δήλωση εκ μέρους του εφεσίβλητου στο Τεκμ. 3, το οποίο όμως επισυνάφθηκε, αλλά και σημειώθηκε ως τέτοιο.

 

Η έφεση, όπως προαναφέρθηκε, επαναφέρει τα συζητηθέντα   πρωτοδίκως, στο δε περίγραμμα της, η κα Κακουλλή συζητά σε έκταση τα, κατά τον εφεσείοντα, διαπιστωθέντα στην απόφαση, λάθη. Κρίνεται ότι έχει δίκαιο στις βασικές της τοποθετήσεις.  Πράγματι το έγγραφο που τιτλοφορείται «Απόδειξη», Τεκμ. 1, πουθενά δεν συνδέει τον εφεσείοντα με οφειλή προερχόμενη από δάνειο, με τον εφεσίβλητο. Αντίθετα, το αναφερόμενο εκεί ποσό των 52.000.000 ρουβλιών, φαίνεται να σχετίζεται με κάποιο Μπουρ Μαξίμ Ιβάνοβιτς. Διαπιστώνεται άμεσα πρόβλημα. Ο ενόρκως δηλών την αίτηση για προσωρινό διάταγμα, δικηγόρος Μιχάλης Χαραλάμπους, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση και πρωτοδίκως και κατ' έφεση, κατά παράβαση της νομολογίας που καθιστά άκρως ανεπιθύμητο τέτοιο χειρισμό εφόσον ο δικηγόρος είναι ταυτόχρονα και ομνύων, (δέστε In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319, Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036 και Xin (2010) 1 Α.Α.Δ. 743 - η απόφαση στην Rybolovlev v. Rybolovleva στην οποία αναφέρεται ο εφεσίβλητος δεν έθεσε τα πράγματα διαφορετικά, ούτε και πρέπει να λαμβάνεται ως δεδομένο ότι οποτεδήποτε διάδικος είναι στο εξωτερικό, θα πρέπει η ένορκη δήλωση να γίνεται από δικηγόρο, αντί, για παράδειγμα, από μια γραμματέα του δικηγόρου), πουθενά δεν αναφέρεται στο πρόσωπο αυτό, δηλαδή τον Μπουρ Μαξίμ Ιβάνοβιτς, ούτε και εξηγεί την ταυτότητα ή τη σχέση του με τον εφεσείοντα.

 

Αντίθετα, στην παρ. 5 της ένορκης δήλωσης του, λαμβάνει κατά ανεπίτρεπτο τρόπο ως δεδομένο ότι το Τεκμ. 1 αφορά οφειλή του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο, συνδέοντας παραπλανητικά την πρώτη πρόταση της παραγράφου όπου καταγράφεται ο ισχυρισμός ότι «ο Ενάγων δάνεισε στον Εναγόμενο το ποσό των 52.000.000 Ρουβλιών ...», με τη δεύτερη πρόταση ότι προς εξασφάλιση, ο «Εναγόμενος θα αποπλήρωνε και θα εξοφλούσε το ποσό το οποίο του δάνεισε ο Εναγόμενος υπέγραψε έγγραφο με το οποίο αναγνώριζε το χρέος του ..». Όπως όμως είναι φανερό από το ίδιο το Τεκμ. 1, καμιά οφειλή δεν φαίνεται από τον εφεσείοντα στον εφεσίβλητο. Υπήρξε λοιπόν παραπλάνηση του Δικαστηρίου και μη ακριβής αναφορά ή εξήγηση των γεγονότων.

 

Τα πιο πάνω εμφανή και απορρέοντα από την ίδια την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για προσωρινό διάταγμα, διέλαθαν προφανώς της προσοχής του Δικαστηρίου. Όπως διέλαθε και το εξής σημαντικό: Ο ίδιος ο εφεσίβλητος περιόρισε τη βάση της αγωγής του και της αίτησης για προσωρινό διάταγμα στην ύπαρξη της παραχώρησης δανείου, δηλαδή, στο Τεκμ. 1. Όμως, όπως αναλύθηκε πριν, το έγγραφο αυτό καθόλου δεν συνδέει την οποιαδήποτε οφειλή προς όφελος του ίδιου του εφεσίβλητου, ο οποίος και αναφέρθηκε στη συμφωνία, Τεκμ. 3, απλώς ως επιβεβαιωτική του δανείου. Δάνειο όμως του εφεσείοντος προς τον εφεσίβλητο δεν εμφανιζόταν καν στο χειρόγραφο, Τεκμ. 1. Ο λόγος, προφανώς, που ο εφεσίβλητος στην αίτηση του θέλησε να μην βασιστεί στη συμφωνία Τεκμ. 3, ήταν η εκεί δέσμευση των συμβαλλομένων ότι το Ρωσικό δίκαιο θα ήταν το δίκαιο επίλυσης της όποιας διαφοράς, στο οποίο δίκαιο όμως καμιά απολύτως αναφορά και επεξήγηση, ως ζήτημα γεγονότος, δεν έγινε στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση του δικηγόρου Μιχάλη Χαραλάμπους. 

 

Ο ρητός επομένως περιορισμός της αξίωσης στο χειρόγραφο έγγραφο, Τεκμ. 1, δεν έδειχνε ούτε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, εφόσον δεν αναφερόταν καν το όνομα του εφεσείοντος, αλλά και υπολοίπετο σαφώς από την επίδειξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας, εφόσον, όπως ορθά επιχειρηματολόγησε ο εφεσείων, καμιά μαρτυρία δεν υπήρχε ως προς δάνειο που ο εφεσείων πράγματι έλαβε από τον εφεσίβλητο. Ενώ ως προς τη δικαιοδοσία, πέραν της εφαρμογής του Ρωσικού δικαίου, φαίνεται να θεωρήθηκε δεδομένο ότι τοπική δικαιοδοσία είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στη βάση της έγγραφης αναγνώρισης του χρέους στη Λεμεσό, δεδομένο όμως μη ορθό εφόσον αποκλειομένης της συμφωνίας, στην οποία και δεν βασιζόταν εν τέλει ο εφεσίβλητος, το έγγραφο της «Απόδειξης» δεν κατέγραφε τον τόπο υπογραφής του.

 

Με όλη την εκτίμηση, τα πιο πάνω ήταν αρκετά για να οδηγούσαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να αντιληφθεί την ορθή διάσταση της νομικής και πραγματικής βάσης της αίτησης για προσωρινό διάταγμα ώστε να το ακύρωνε, αν και το ορθό θα ήταν να μην το εξέδιδε καν αρχικά, εφόσον εξέλιπε η συνδρομή των τριών κριτηρίων που καθόρισε ενωρίς η νομολογία, αρχής γενομένης στη σύγχρονη νομολογία από τη γνωστή υπόθεση Οδυσσέως ν. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557.

 

Πρωτίστως, δεν αποκαλυπτόταν συζητήσιμη υπόθεση «με αναφορά και σε συνάρτηση με τα καταχωρημένα δικόγραφα», ως ήταν η θέση του Δικαστηρίου. Το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο είχε ως βάση την κατ' ισχυρισμόν οφειλή του εφεσείοντος προς τον εφεσίβλητο δυνάμει δανείου που παραχωρήθηκε κατά ή περί τις 12.7.2010, σύμφωνα με το αιτητικό της θεραπείας στην παρ. (Α) του κλητηρίου. Αυτό, σ' αντίθεση με την αρχική παράγραφο (Α) της αξίωσης, όπου η ημερομηνία καθοριζόταν στις 10.7.2010. Η ίδια ημερομηνία αναφερόταν και στην παράγραφο 3, με ρητή δέσμευση ότι το δάνειο θα αποπληρωνόταν στις 13.7.2010. Σε περαιτέρω αντίθεση, η παράγραφος 4 έκανε λόγο για επιβεβαιωτική του δανείου συμφωνία με ημερ. 12.7.2010, αλλά και με ημερομηνία αποπληρωμής την ίδια ημέρα. Ταυτόχρονα, αναφερόταν και η δυνατότητα αποπληρωμής με δόσεις, (που δεν διευκρινίζονταν), το αργότερο μέχρι 12.8.2010. Υπήρχε λοιπόν ανακολουθία στο ίδιο το περιεχόμενο του κλητηρίου εντάλματος, γεγονός που θα έπρεπε να θέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε εγρήγορση αναφορικά με το επακριβές υπόβαθρο του δανείου.

 

Προχωρώντας στην εξέταση του δεύτερου κριτηρίου, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο ασαφή και θα έπρεπε να εξαλείψουν κάθε αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι η περίπτωση δεν προσφερόταν για μονομερή έκδοση του ζητηθέντος διατάγματος. Η ένορκη δήλωση του Μιχάλη Χαραλάμπους, με τα εκεί επισυναφθέντα τεκμήρια, έβριθαν ανακριβειών, συγκρούονταν με τα καταγραφέντα στο κλητήριο ένταλμα και εν πολλοίς αναιρούσαν το βάσιμο της αξίωσης. Η ένορκη αυτή δήλωση και τα σχετικά έγγραφα αποτελούσαν το υλικό για την στοιχειοθέτηση της ορατής πιθανότητας επιτυχίας, συνυφασμένης με την αποδεικτική δύναμη της βάσης της αγωγής, όπως καταγράφηκε στο κλητήριο. Ήδη αναφέρθησαν τα κενά και τα ερωτηματικά που αναδύονταν από αυτή την ένορκη δήλωση και τα τεκμήρια της.

 

Ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε βάσιμα να αποκαλύπτει μεν την ύπαρξη της δεύτερης λεγόμενης συμφωνίας, αλλά ταυτόχρονα ουσιαστικά να την αποκηρύσσει διότι δεν τον συνέφερε ως προς την ορθή δικαιοδοσία ή το δίκαιο που θα τύγχανε εφαρμογής. Με την τοποθέτηση του αυτή, όπως προκύπτει από την υποστηρικτική ένορκη δήλωση, το ουσιώδες μέρος της οποίας καταγράφηκε ήδη αυτούσιο πιο πάνω, εξουδετέρωσε το μέρος εκείνο του κλητηρίου εντάλματος στο οποίο βάσιζε την αξίωση του στη συμφωνία, επιβεβαιωτική, όπως τέθηκε, της πρώτης συμφωνίας. Η οποία όμως πρώτη συμφωνία ή καλύτερα «απόδειξη», ουδόλως κατονόμαζε τον εφεσίβλητο ως δανειστή ή άτομο προς το οποίο οφειλόταν οτιδήποτε. Απογυμνωμένη λοιπόν αυτή η «απόδειξη», από τη συμφωνία, δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει βάση για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος σε βάρος του εφεσείοντος, τη στιγμή που άλλο άγνωστο πρόσωπο αναφερόταν ως ο πιθανός δανειοδότης του όποιου δανείου.

 

Σ' αυτά τα πλαίσια, δεν είναι δυνατόν να μην παρατηρηθούν  και τα προβλήματα που υπέδειξε ευστόχως η κα Κακουλλή, σε σχέση με το επακριβές ποσό του δανείου, την ισοτιμία, την αμφιλεγόμενη μετάφραση και το γεγονός ότι ο όρος 2.1 της συμφωνίας, καθόριζε τον εφεσίβλητο ως δανειστή του εφεσείοντα και όχι αντίστροφα. Περαιτέρω, πώς είναι δυνατό μια συμφωνία ημερ. 12.7.2010, να θέτει την ίδια ημερομηνία ως ημερομηνία αποπληρωμής του δανείου. Όλα αυτά τα προβλήματα δεν εναπόκειτο στο Δικαστήριο, ούτε στο Εφετείο, να επιλύσει. Αφορούσαν όμως αντιφάσεις και δημιουργούσαν ερωτηματικά που μόνο ο εφεσίβλητος μπορούσε να εξηγήσει, το οποίο και δεν έπραξε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σ' αυτά τα δεδομένα, δεν αντίκρυσε στην ορθή του διάσταση και τα όσα ο εφεσείων επιχείρησε να θέσει σε σχέση με την κατ' ισχυρισμόν πίεση που δέχθηκε για την υπογραφή του εγγράφου «Απόδειξη» ή και το ρόλου του Μπουρ Μαξίμ Ιβάνοβιτς και την όλη σχέση του με το φερόμενο δάνειο.  Αυτό το ρόλο ή σχέση, ο ίδιος ο εφεσίβλητος όφειλε να εξηγήσει και μάλιστα εξ αρχής. Αν και οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ήταν δυνατό να εξεταστούν σε βάθος κατά το προσωρινό στάδιο, εν τούτοις έδιδαν μια άλλη διάσταση στα δεδομένα που προωθούσε ο εφεσίβλητος που προσέθεταν στα πλείστα όσα προβλήματα εντοπίστηκαν ανωτέρω. Η εκ των υστέρων προσπάθεια του εφεσίβλητου να προωθήσει αίτηση για συμπληρωματική ένορκη δήλωση αναφορικά με τα δεδομένα της ανάμειξης και του ρόλου του Μπουρ Μαξίμ Ιβάνοβιτς, ανεπιτυχώς όπως αναφέρεται στο περίγραμμα του εφεσείοντος, ήταν εν πάση περιπτώσει άστοχη εφόσον ο εφεσίβλητος είχε την εξ αρχής υποχρέωση της ορθής και πλήρους αποκάλυψης όλων των δεδομένου επί των γεγονότων ώστε να γνωρίζει το Δικαστήριο, κατά τη μονομερή εισαγωγή της αίτησης, το επακριβές πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης. Αποσιώπηση δεδομένων που τείνουν να ρίξουν διαφορετικό φως στην υπόθεση που προωθείται από τον αιτητή, αποτελεί απόκρυψη και παραπλάνηση του Δικαστηρίου ικανά να εκθεμελιώσουν το βάσιμο και το uberrima fides της αίτησης με την οποία εξασφαλίστηκε το διάταγμα, ώστε αυτό να είναι άμεσα ακυρώσιμο.

 

Αναμφίβολα η περίπτωση δεν ήταν δεκτική έκδοσης μονομερώς ενός απαγορευτικού διατάγματος, δραστικού στην έκταση του και που αφορούσε τη μοναδική περιουσία του εφεσείοντος στη Λεμεσό. Διαπιστώνεται και εδώ πρόβλημα εφόσον τα όσα ο εφεσείων είχε θέσει διά της ενόρκου δηλώσεως του ήταν τουλάχιστον ενδεικτικά ότι δεν υπήρχε πρόθεση αποξένωσης, ενώ ουδέν στοιχείο υπήρχε που να κατέτεινε στη θέση ότι η έκδοση του διατάγματος μονομερώς ήταν επείγουσα. Αποτελούσε γενικευμένη και αόριστη θέση η δήλωση του ενόρκως δηλούντος εκ μέρους του εφεσίβλητου ότι εάν ο εφεσείων πληροφορείτο για την αίτηση, θα προχωρούσε να αποξενώσει το διαμέρισμα.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και το οριστικοποιηθέν διάταγμα ακυρώνεται.

 

Τα έξοδα της έφεσης μαζί με τα πρωτόδικα έξοδα τα οποία επίσης ακυρώνονται, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσίβλητου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα και το οριστικοποιηθέν διάταγμα ακυρώνεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο